Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Ἡ πολιτισμική λεηλασία τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Ξάνθης



Ἡ πόλη τῆς Ξάνθης μέσα στούς αἰῶνες.

Ἀρχαιότατη εἶναι ἡ πόλη τῆς Ξάνθης, ἡ ὁποία κατά τήν μακραίωνη παρουσία της καί παρά τήν ὑποταγή της σέ ποικίλους κατακτητές, ποτέ δέν ἔχασε τήν ἑλληνικότητά της. Ἀμέσως μετά τήν τουρκική κατάκτηση περί τό 1375, ἡ πόλη βρέθηκε νά περιβάλλεται ἀπό σλαβικούς ἐξισλαμισμένους πληθυσμούς στήν πρός Βορρά ὀρεινή περιοχή καί μουσουλμανικούς νεοφερμένους πληθυσμούς στήν πρός Νότο πεδινή περιοχή. Ὡστόσο, γιά αἰῶνες ἡ πόλη παρέμεινε ἕνα προπύργιο καί καταφύγιο τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς περιφέρειάς της.
Ἀνεξήγητες παραμένουν ἀκόμη οἱ διαδικασίες πού κράτησαν τήν χριστιανική Ξάνθη ἀνταγωνιστική ἀπέναντι στήν ἰσλαμική Γενισέα, ἡ ὁποία τελικά παρακμάζει, ὅταν ἡ ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ συνοδεύεται ἀπό τήν κυριαρχία τῶν χριστιανῶν στό ἐμπόριο καί στήν οἰκονομία. Τόν 19ο αἰώνα, μάλιστα, ἡ ἐπεξεργασία καί τό ἐμπόριο τοῦ χρυσοφόρου καπνοῦ περνάει στά χέρια τῶν μελῶν τῆς ἑλληνικῆς ὀρθόδοξης κοινότητας, ἡ ὁποία κατορθώνει μέ τήν καθοδήγηση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας νά ἀνοικοδομήσει ἐκ βάθρων τίς κατεστραμένες ἀπό τούς σεισμούς τοῦ 1829 πόλεις τῆς Γενισέας καί τῆς Ξάνθης. Ἀνοικοδομοῦνται ἔτσι περιβάλλοντα μέ βάση τήν ἰδιοπροσωπία καί τόν χαρακτῆρα τῆς Ρωμηοσύνης, πού ἐμπνέεται ἀπό τά μεγάλα οἰκονομικά κέντρα τῆς Ἠπείρου καί τῆς Μακεδονίας, ἀλλά καί ἀπό τήν ἴδια τήν Κωνσταντινούπολη, ὡς πρωτεύουσα καί κέντρο τῆς Ρωμηοσύνης.
Δέν ὑπάρχει ὄμορος χαρακτήρας πού νά συνδέει τήν κοσμοπολίτικη ρωμαίικη καί χριστιανική Ξάνθη μέ τή σλαβόφωνη καί ἐξισλαμισμένη ὀρεινή περιοχή τῆς Νότιας Ροδόπης, οὔτε ἡ μεταφορά τῆς ὀθωμανικῆς διοίκησης ἀπό τή Γενισέα στήν Ξάνθη τό 1872 καθορίζει τόν χαρακτῆρα τῆς ρωμαίικης, δυτικόστροφης καί ἀρχοντικῆς Ξάνθης, τήν ὁποία οἰκοδομοῦν Ἠπειρῶτες καί Δυτικομακεδόνες Ρωμηοί μαστόροι μέ τά μπουλούκια τους. Ἡ κατεστραμένη ἀπό τούς σεισμούς Ξάνθη ἀνοικοδομεῖται μετά τό 1829 γύρω ἀπό τά θεμέλια τῶν ἐκκλησιῶν πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ μάλλον ἀπό τήν βυζαντινή ἐποχή.  Μάρτυρας τῆς ἑλληνικότητας τῆς Ξάνθης παραμένει ἡ Παλιά της Πόλη, ὅπου ἡ παρουσία τοῦ ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί ἡ λάμψη τῆς ἀστικῆς ἀνάπτυξης τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητας συνεχίζουν σήμερα νά ἐντυπωσιάζουν τούς ἐπισκέπτες. Ἡ Ξάνθη παραμένει ἕνα ἀνοικτό ὑπαίθριο μουσεῖο καί μία πηγή ἱστορικῆς μαρτυρίας χάρη στήν διατήρησή της. Σήμερα ἡ Ξάνθη δέν εἶναι μόνο ὁ μεγαλύτερος καί ὁ καλύτερα διατηρούμενος παραδοσιακός οἰκισμός τῆς Βόρειας Ἑλλάδας, ἀλλά ἀποτελεῖ καί τό πληρέστερα διατηρούμενο δομημένο δεῖγμα τῆς κοινοτικῆς καί θρησκευτικῆς ὀργάνωσης τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ πού ὑφίσταται στόν ἑλλαδικό χῶρο. Ἡ Ξάνθη, ὅπως ἀγαθή τύχη τή διασώζει σήμερα, εἶναι δημιούργημα τοῦ ἑλληνικοῦ κοινοτισμοῦ.
Κτήτορας τῆς Ξάνθης εἶναι ἡ ρωμαίικη κοινότητα, ἡ ὁποία διαθέτει τό οἰκονομικό καί πληθυσμιακό κεφάλαιο γιά ἕνα τέτοιο ἔργο, ἀλλά καί τήν καθοδήγηση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ψυχή τῆς ἀνοικοδόμησης τῆς πόλης εἶναι ὁ Μητροπολίτης Εὐγένιος ὁ ὁποῖος εἶναι καί κεφαλή τῆς ὀρθόδοξης κοινότητας. Ἡ ἐγκατάσταση τῆς τουρκικῆς διοίκησης γίνεται στήν περιφέρεια τῆς πόλης, ὅπου καί ἀναγείρεται καί ἡ νέα βιομηχανική περιοχή τοῦ καπνοῦ. Ἡ πόλη ἀποτελεῖ ἕνα ἑλληνικό πολιτιστικό καί οἰκονομικό κέντρο μέ ὀθωμανική διοίκηση.


Οἱ διεκδικήσεις τῆς Βουλγαρίας στή Θράκη.

Ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα εἶναι φανερό ὅτι ὁ ἀνατολικός δεσποτισμός καί ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία δέν θά ἐπιβιώσουν γιά μεγάλο διάστημα. Ὁ πανσλαβισμός, ἐθνικιστική ἰδεολογία τήν ὁποία πρόβαλε ἡ ὀρθόδοξη Ρωσία προορίζει τή Βουλγαρία ὡς διάδοχο τῶν Ὀθωμανῶν στή Θράκη.
Τήν ἴδια ἐποχή, δηλαδή στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἡ φιλόδοξη Βουλγαρία προσπαθεῖ στά πλαίσια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα νά ἀποκτήσει ἐρείσματα στήν Ξάνθη, στήν ὁποία ὅμως δέν ὑπάρχει ὑπολογίσιμος βουλγαρικός πληθυσμός. Ὁ Μακεδονικός Ἀγώνας στήν Ξάνθη ἔχει ὡς ὁδηγό καί ἐμπνευστή τόν ἀνυποχώρητο Μητροπολίτη Ἰωακείμ Σγουρό πού ὑποστηρίζεται ἀπό τό σύνολο τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ. Ὅμως, μέ τήν εὐκαιρία τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων ἡ Βουλγαρία θά γίνει κυρίαρχος τῆς περιοχῆς.

Οἱ Βουλγαρικές Κατοχές τῆς Θράκης.

Στίς 8.11.1912, ἕνα μῆνα μετά τήν ἔκρηξη τοῦ Πρώτου Βαλκανικοῦ Πολέμου, ὁ βουλγαρικός στρατός κατέλαβε ἀμαχητί τήν Ξάνθη. Τέλειωσε ἔτσι ἡ μακραίωνη ὀθωμανική κυριαρχία. Ὡστόσο, γρήγορα οἱ Ξανθιῶτες διαπίστωσαν ὅτι ὁ ἐμφανιζομενος ὡς σύμμαχος ὁμόδοξος λαός δέν ἦταν παρά ἕνας καινούργιος κατακτητής. Ἄλλωστε, ἡ εὔθραυστη συμμαχία Ἑλλάδας-Βουλγαρίας ὁδήγησε πολύ σύντομα στόν Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στόν ὁποῖο ἡ κατακτητική καί ἀλαζονική Βουλγαρία ἀντιμετώπισε συνασπισμένους ὅλους τούς πρώην συμμάχους της.
Οἱ ἑλληνικές νίκες κατά τόν Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο ἔφεραν καί τό ποθούμενο στήν Ξάνθη. Στίς 12.7.1913 ὁ Ἑλληνικός Στρατός ἀπελευθέρωσε τήν πόλη καί εἰσῆλθε σ’ αὐτή μέσα σέ ἐνθουσιώδη ἀτμόσφαιρα. Φαινόταν ἐκείνη τή μέρα ὅτι οἱ ἐλπίδες καί οἱ πόθοι αἰώνων εἶχαν φθάσει στήν πραγμάτωσή τους. Ὡστόσο, οἱ πολιτικές συνθῆκες στήν Εὐρώπη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἐπέβαλαν ἄλλες λύσεις. Μέ τή Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου καί κάτω ἀπό τήν πίεση τῶν ἰσχυρῶν ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση ὑποχρεώθηκε νά ἐγκαταλείψει τή Θράκη καί νά δεχθεῖ τά ἑλληνικά σύνορα στόν Νέστο. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1913 ἡ βουλγαρική διοίκηση ἐπέστρεψε στήν Ξάνθη. Ἀρχίζει ἔτσι ἡ πρώτη βουλγαρική κατοχή τῆς πόλης, ἕως τίς 4.10.1919, ὅταν ἡ 9η Ἑλληνική Μεραρχία μέ διοικητή τόν στρατηγό Γ. Λεοναρδόπουλο ἀπελευθέρωσε ὁριστικά τήν Ξάνθη.
Ὡστόσο ἡ ἐθνικιστική ἀναθεωρητική Βουλγαρία τοῦ Μεσοπολέμου δέν ἐγκατέλειψε τήν κατακτητική της στάση καί τά σχέδιά της γιά ἔξοδο πρός τό Αἰγαῖο. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1941, ὅταν ἡ πανίσχυρη γερμανική στρατιά κατέλαβε τή Θράκη καί τήν Ἀνατολική Μακεδονία, ἡ τότε βουλγαρική διοίκηση κατόρθωσε νά ἀναλάβει δῆθεν τή φύλαξη τῶν γερμανικῶν κατακτήσεων. Ἡ Βουλγαρία βρισκόταν πάλι γιά δεύτερη φορά κυρίαρχος στά θρακικά ἐδάφη.


Ἡ μοίρα τῶν πολιτιστικῶν ἀγαθῶν τῆς Θράκης.

Ἤδη ἀπό τήν ἔναρξη τῆς πρώτης κατοχῆς τῆς Θράκης τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1913 τά πράγματα ἦταν πολύ δύσκολα. Μέ τήν βεβαιότητα τῆς μόνιμης καί νομότυπης παρουσίας της ἡ Βουλγαρία συνέχισε καί ἐνέτεινε τήν πολιτική ἐθνοκάθαρσης πού εἶχε ἤδη ἀρχίσει νά ἐφαρμόζει. Μεγάλο τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἀναγκάσθηκε τώρα νά ἐγκαταλείψει τήν Θράκη καί νά καταφύγει στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, πέραν τοῦ Νέστου. Στήν πόλη τῆς Ξάνθης ἐγκαταστάθηκε ἀριθμός ἐποίκων. Συντονισμένα μέτρα ἐκβουλγαρισμοῦ ἄρχισαν νά ἐφαρμόζονται. Ἐπιδιώχθηκε μιά πολιτισμική γενοκτονία καί ἐθνοκάθαρση. Οἱ ἐκκλησίες καί τά σχολεῖα ἔγιναν βουλγαρικά. Οἱ δάσκαλοι καί οἱ ἱερεῖς ἐκδιώχθηκαν. Ὁ Μητροπολίτης Ἄνθιμος συνελήφθηκε καί ἐκτοπίσθηκε. Ἐκτός ἀπό τή ζώσα ἑλληνική παρουσία ἐπιχειρήθηκε καί ἡ ἐξαφάνιση τῆς ἱστορικῆς μνήμης. Τά χειρόγραφα καί οἱ κώδικες τῶν μοναστηριῶν τῆς Ξάνθης συγκεντρώθηκαν καί μεταφέρθηκαν στή Σόφια, ὅπου σήμερα συνεχίζουν νά παραμένουν. Ὅ,τι ἑλληνικό ἐξαφανίσθηκε, ἡ ἑλληνική γλώσσα ἀπαγορεύτηκε, οἱ ἐπιγραφές ἐκβουλγαρίσθηκαν, τά ὀνόματα ἄλλαξαν, τά ἀρχεῖα καί τά βιβλία κάηκαν.
Κατά τήν πρώτη βουλγαρική κατοχή λεηλατήθηκαν χειρόγραφα, κώδικες καί κειμήλια τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Παναγίας Καλαμοῦς καί τῆς Παναγίας Ἀρχαγγελιώτισσας. Πρόκειται μεταξύ ἄλλων γιά 37 περίπου χειρόγραφα καί κώδικες οἱ ὁποῖοι ἔχουν ταυτισθεῖ καί καταλογογραφηθεῖ.
Κατά τή δεύτερη βουλγαρική κατοχή συνεχίσθηκε ἡ πολιτισμική ἐθνοκάθαρση μέ τήν ἀπάλειψη κάθε ἴχνους ἱστορικῆς ἑλληνικῆς παρουσίας. Ἀνάλογα ἀνηρπάγησαν κειμήλια καί κώδικες τῶν Ἱερῶν Μονῶν Εἰκοφοινίσσης τοῦ ὄρους Παγγαίου στήν Ἀνατολική Μακεδονία καί Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν.


Ἡ ἐπιστροφή τῶν πολιτιστικῶν ἀγαθῶν τῆς Θράκης ὡς πράξη πολιτισμοῦ, μετριοπάθειας καί συμφιλίωσης.

Ἡ ἐπιστροφή τῶν πολιτισμικῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα ἡ Βουλγαρία ἔχει παράνομα ἀποσπάσει ἀπό τίς Μονές τῆς Θράκης καί τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας ἐπιβάλλεται γιά λόγους δικαιοσύνης, διεθνοῦς τάξης, ἔμπρακτης συγγνώμης καί συνύπαρξης καί συνεργασίας Ἑλλάδας-Βουλγαρίας στά πλαίσια τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἔνωσης.
Ὡστόσο, ἡ Βουλγαρία ἀποφεύγει συστηματικά τήν ἀπόδοση δικαιοσύνης καί, ὅταν δέν ἀδιαφορεῖ, καταφεύγει σέ τυπολατρικά καί στρεψόδικα ἐπιχειρήματα:
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐνθρόνισή του (1995), ὁ σημερινὸς Μητροπολίτης Ξάνθης καί Περιθεωρίου κ. Παντελεήμων ἔστειλε ἐπιστολὴ μὲ τὴν ὁποία ζητοῦσε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Σόφιας τὴν ἐπιστροφὴ τῶν χειρογράφων κωδίκων, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων κλαπέντων κειμηλίων. Στὶς 5 Μαρτίου 1997 ἐστάλη ἀπαντητικὴ ἐπιστολὴ στὸν Μητροπο­λίτη Ξάνθης, τὴν ὁποία ὑπογράφει ὁ Πατριάρχης Σόφιας κ. Μάξιμος. Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ τὸ Πατριαρχεῖο Σόφιας:
α. Παραδέχεται ὅτι βρίσκονται στὴν Σόφια οἱ ἐν λόγῳ χειρόγραφοι κώδικες.
β. Θεωρεῖ ὅτι σύμφωνα μὲ Βουλγαρικὸ νόμο τῆς 11ης Ἀπρι­λίου 1969 ἀπαγορεύεται ἡ ἐξαγωγὴ μνημείων πολι­τισμοῦ.
γ. Οἱ Βούλγαροι πολῖτες δὲν δικαιοῦνται χωρὶς τὴν ἄδεια τῆς Γενικῆς Διευθύνσεως τῶν Ἀρχείων νὰ παραδίδουν σὲ ξέ­να ἱδρύματα ἀντίγραφα ἐγγράφων.
δ. Θεωροῦν ὅτι, μὲ τὴν ὑπογραφεῖσα σύμβαση μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ Βουλγαρίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἰσχύει τὸ καθεστὼς παραγραφῆς-χρησικτησίας γιὰ κατοχὴ ἐγγράφων καὶ ἀντικειμένων μετὰ τὴν παρέλευση 50 ἐτῶν, οἱ χειρό­γραφοι κώδικες τῶν μονῶν τῆς Ξάνθης ἀνήκουν πλέον στὸ Βουλ­γαρικὸ Δημόσιο, ἀφοῦ ἀπὸ τὸ 1917, ὁπότε καὶ ἐκλά­πησαν, ἔχουν παρέλθει πλέον τῶν 80 ἐτῶν.
Τέλος, ὁ Πατριάχης Σόφιας θεωρεῖ ὅτι, ἐπειδὴ τὰ χειρόγραφα εἶναι γραμμένα στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἔχουν μεγάλη σημασία γιὰ τὴν μελέτη τῆς κοσμικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς Βουλγαρίας, ἀφοῦ ἀποτελοῦν τὶς ἀψευδεῖς μαρτυρίες τοῦ παρελθόντος καὶ τὰ ἴχνη τῆς παρουσίας Βουλ­γάρων ἔξω ἀπὸ τὰ σημερινὰ σύνορα τῆς χώρας τους(!).



Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Η τρίτη 'Αλωση



Αυτός που σήμερα θα ταξιδεύσει στη γειτονική μας χώρα θα εντυπωσιασθεί από την γιγαντιαίας κλίμακας ανοικοδόμηση που συμβαίνει στις τουρκικές πόλεις. Από τις ριζικά ανοικοδομούμενες πόλεις του μακρινού Πόντου, στα Άδανα και στο Ικόνιο και από την τεράστια Άγκυρα στην Προύσα και στη Σμύρνη, αλλά κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, παντού λαμβάνει χώρα μια μαζική ανοικοδόμηση. Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα και αυτό πλέον είναι εμφανές. Ωστόσο, στις ακτές του Αιγαίου και της Προποντίδας, ο γιγαντισμός της Σμύρνης, της Προύσας και, κυρίως, αυτός της Κωνσταντινούπολης δεν οφείλεται μόνο στη δημογραφική έκρηξη, ούτε στη μετακίνηση των αγροτών προς τις πόλεις, αλλά και στη μαζική μετακίνηση πληθυσμών από τις ανατολικές αγροτικές επαρχίες προς τις δυτικές αναπτυγμένες περιοχές και τις ακτές της Προποντίδας και του Αιγαίου. Η Τουρκία φαίνεται να μετατρέπεται σε μια χώρα του Αιγαίου που θυμίζει όλο και λιγότερο το τουρκικό περιβάλλον.

Η Τουρκία δίνει την εντύπωση μιας νέας χώρας. Όλες οι ιστορικές και χρονικές αναφορές ξεκινούν από την τουρκική κατάκτηση. Όσα μνημεία των προηγούμενων εποχών διασώζονται δεν είναι ευρύτερα γνωστά στο τουρκικό κοινό, αλλά και αποτελούν κάποιο βάρος για τους ειδικούς. Μέσα στις τουρκικές πόλεις είναι παντού καταφανής η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των νεήλυδων με τον χώρο τον οποίο τώρα κατοικούν. Υπάρχει η γνώριμη αίσθηση της μη μονιμότητας, του ανεκπλή­ρωτου, του ελλιπούς και της νοσταλγίας χωρίς αντικείμενο. Στην Ελλάδα, σε πρώτη ευκαιρία, αδειάζουν οι μεγάλες πόλεις για τα χωριά που επισκευάστηκαν και ξανακτίστηκαν για τον λόγο αυτό. Στην Τουρκία τέτοιες γέφυρες με τις ρίζες είναι δύσκολες. Στον διάχυτο αυτό ψυχισμό πρέπει να επιδρά και η νομαδική καταγωγή των Τούρκων. Το να κατοικούν κάπου δεν φαίνεται να θεωρείται ως κάτι μόνιμο. Στις πρόσφατα κτισμένες, νέες εκτεταμένες περιοχές των τουρκικών πόλεων, υπάρχει μία πλήρης και εμφανής αναντιστοιχία του δομημένου προς το ανθρώπινο περιβάλλον. Τα τεράστια κτήρια, τα δημόσια έργα και οι παντοειδείς δυτικότροπες αναπτύξεις, δεν φαίνεται να έχουν σχέση προς την αλλοτριωμένη άχρωμη μάζα των ανατολιτών και των οικονομικώς περιθωριοποιημένων ημιαστών, οι οποίοι γεμίζουν τούς χώρους. Ο χώρος των ανθρώπων φαίνεται να βρίσκεται αλλού, να είναι κρυμμένος και άγνωστος. Οι άνθρωποι μοιάζουν σαν να έρχονται από μακριά και κάπου έξω από την πραγματικότητα των επιφαινομένων. Ποιοί δημιούργησαν τον δομημένο αυτό χώρο ; Στην αναπτυγμένη Δύση και τον υποανάπτυκτο Τρίτο Κόσμο ο χώρος εμφανίζεται με ενάργεια ως δημιούργημα των ανθρώπων που βρίσκονται και απαντώνται εντός του. Στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας υπάρχει μία έντονη αντανάκλαση της αλλοτρίωσης των ατόμων στους δομημένους χώρους. Η έλλειψη εσωτερίκευσης του χώρου φαίνεται, επίσης, στη μιζέρια και στη θλίψη του αστικού περιβάλλοντος, καθώς και στην ασαφή ανησυχία που σχετίζεται με ό,τι ονομάζουμε κρίση ταυτότητας.
Οι Έλληνες συνήθως ταξιδεύουν στην Κωνσταντινούπολη και εκεί περιορίζονται κατά κανόνα στο ιστορικό κέντρο που, λίγο-πολύ, παραμένει αναλλοίωτο. Όμως, η Κωνσταντινούπολη σήμερα είναι μία τερατώδης πόλη. Αν λογαριάσουμε τον Βόσπορο, την ασιατική ακτή της Βιθυνίας και το οικοδομημένο μήκος της παραλίας της Προποντίδας, η Κωνσταντινούπολη απλώνεται σήμερα σε μία παράλια γραμμή με μήκος κοντά στα διακόσια τόσα χιλιόμετρα, που την κατοικούν δέκα οκτώ εκατομ­μύρια άνθρωποι. Είναι μία κοσμόπολη που ξεραίνει τα πάντα στο άπλωμά της, απομυζά την υπόλοιπη χώρα, καταστρέφει τα ίχνη του παρελθόντος και δημιουργεί ένα κατ' εξοχήν αντιαισθητικό νέο χώρο.
"Καλύτερα που τελικά δεν κατόρθωσαν οι Έλληνες να αποκτήσουν την Κωνσταντι­νούπολη" – έγραφε, με κάποια δόση ενοχής, ο Άρνολντ Τόϋνμπη –, "θα δημιουργούσαν έναν αστικό εφιάλτη που θα τους έπνιγε". Αυτό ακριβώς έγινε τώρα, ογδόντα έξη χρόνια μετά την είσοδο του νικηφόρου κεμαλικού στρατού στην Κωνσταντινούπολη. Αυτόν τον "αστικό εφιάλτη" δημιούργησαν οι ανατολίτες που ζουν τώρα εδώ.
Η Κωνσταντινούπολη, βέβαια, κρατά στο ιστορικό της κέντρο, τον αέρα της αυτοκρατορικής μητρόπολης με τούς απεριόριστους ορίζοντες, τους μεγαλειώδεις δημόσιους χώρους και τα εντυπωσιακά μνημεία, τον κοσμοπολιτισμό της Πόλης, της πρωτεύουσας της οικουμενικής αυτοκρατορίας, τη μοναδική ομορφιά της, τη θαλπωρή της πατρίδας και τη μυστική της λάμψη ως μυθικού κέντρου της Ρωμηοσύνης. Είναι η πόλη η οποία για δέκα έξη αιώνες αποτελούσε το κέντρο του Ελληνισμού. Όμως, τη σύγχρονή μας τρίτη άλωση, η καλύτερα με άλλα λόγια, τον τρομακτικό δυναμισμό της Ανατολής που τραβά προς τη Δύση, δεν τον υποψιάζεται κανείς, παρά μόνο αν βρεθεί και διασχίσει τα προάστια της Κωνσταντινούπολης η την εφιαλτική ανοικοδόμηση στις παραλίες της Προποντίδας.
Ο επισκέπτης που απομακρύνεται από το ιστορικό κέντρο της Κωνσταν­τινού­πολης βρίσκεται μέσα σε ένα αστικό εφιάλτη από παρατάξεις δεκάδων και εκατοντάδων, πανομοιότυπων κατά ομάδες γιγάντιων πολυκατοικιών σε εκτάσεις με μήκος πολλών χιλιομέτρων. Ο εφιάλτης είναι η αστική έρημος, όπου το άτομο συντρίβεται μέσα στο χωρίς τέλος καταθλιπτικό δομημένο χάος. Ο εφιάλτης είναι τα υβριστικά και απειλητικά μεγέθη˙ είναι, ακόμη, η ενοχλητική έλλειψη αισθητικής στις μάζες των άμορφων κτισμάτων, που διακόπτονται μόνο από κάποιο κατάλευκο τεράστιο τζαμί. Αυτά τα τεράστια τζαμιά καθώς εμφανίζονται σε κανονικά διαστήματα γρήγορα γεννούν μια αίσθηση απειλής, που εξαφανίζει την πρώτη εντύπωση των πανύψηλων μιναρέδων που λογχίζουν τον ουρανό και τα σύννεφα.
Πρόκειται για μετακίνηση του πληθυσμιακού και του οικονομικού κέντρου βάρους της Τουρκίας από την ύπαιθρο στις πόλεις, αλλά και για μαζική μετακίνηση προς τις ακτές και δυτικά. Φαίνεται πως διαψεύδεται σήμερα μερικά ο λόγος του Κεμάλ το 1929: «Στο εξής η Κωνσταντινούπολη δεν θα κυβερνά την Ανατολία, αλλά θα πρέπει να την ακολουθεί». Η Κωνσταντινούπολη αναλαμβάνει πάλι τα πρωτεία και ενισχύει τη σπουδαιότητά της ως κέντρο και πόλος έλξης. Η Κωνσταντινούπολη όμως ακολουθεί την Ανατολία, αφού κατοικείται από ανατολίτες και αφού Έλληνες δεν υπάρχουν πια εκεί.
Πρόκειται για αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ­–μετά την μοιραία Πρώτη Άλωση του 1204 και την Άλωση του 1453–, ως Τρίτη και οριστική Άλωση.
Πρόκειται, δηλαδή, για την οριστική εγκατάσταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, γεγονός που επιβεβαιώθηκε το 1922 και ολοκληρώνεται σήμερα με την κατάληψη του χώρου και την αλλοτρίωσή του. Το 1922 είναι μια νίκη των Τούρκων στην τυφλή αταβιστική πορεία τους προς τη Δύση και είναι μια ήττα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης. Το τέλος της πορείας των Τούρκων από τις στέππες της Κεντρικής Ασίας προς τη Δύση θα είναι η είσοδός τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με την αποχώρηση των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη παύει να ισχύει αυτό που διαπίστωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, ότι δηλαδή το γεωγραφικό κέντρο του Ελληνισμού βρίσκεται στη νήσο Σκύρο, όπως παύει να ισχύει και η παρατήρηση του Πλάτωνα ότι οι Έλληνες μαζεύονται γύρω από τις θάλασσες όπως τα βατράχια γύρω από τους λάκκους με νερό μετά τη βροχή. Για πολλούς αιώνες οι Έλληνες κατοικούσαν γύρω από τις τρεις θάλασσες της Ρωμηοσύνης: το Αιγαίο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγαλύτερη πόλη των Ελλήνων για δεκαέξη συναπτούς αιώνες. Ο άξονας Εύξεινος-Κωνσταντινούπολη-Αιγαίο δεν υπάρχει σήμερα και το κέντρο βάρους του Ελληνισμού έχει μετατεθεί από την Προποντίδα στον Σαρωνικό. Οι Έλληνες επιστρέφουν στην ευρωπαϊκή τους αρχέγονη κοιτίδα και στρέφουν τα νώτα προς την Ανατολή. Το γεγονός αυτό είναι ιστορικά πρωτοφανές.
Ολόκληρη η τεράστια Μικρά Ασία, αλλά και η Κωνσταντινούπολη και η Ανατολική Θράκη εξακολουθούν να είναι γεμάτες από τα μνημεία και τα σπαράγματα της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας. Κάθε στιγμή, κάποια από τα ίχνη και τα μνημεία της παράδοσης και της ιστορίας αίρονται από το ετερόδοξο, το αλλότριο και το τυχαίο. Πρόκειται για τη θύελλα μιας πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Ο χρόνος καταστρέφει, η μνήμη προσπαθεί να διασώσει. Ένας μανιασμένος άνεμος παρασύρει τα αδύναμα οχυρώματα που έστησε με υπομονή η μνήμη. Η ταυτότητα όμως στηρίζεται στη μνήμη. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα πολύτιμα τα βιβλία και οι εξιστορήσεις που αποτυπώνουν τις πραγματικότητες της χαμένης πάλαι ποτέ ελληνικής Ανατολής και τα οποία το ελληνικό κοινό συνήθως παραβλέπει και αγνοεί.

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ



Χώρος και ιστορία. Η σημερινή κατάτμηση της Θράκης από τρία εθνικά κράτη περιόρισε το ελληνικό στοιχείο στον στενό χώρο από τις υπώρειες της Ροδόπης προς το Θρακικό Πέλαγος και στη δυτική κοιλάδα του νότιου Έβρου, ενώ κατέστησε την Ελληνική Θράκη περιοχή των συνόρων χωρίς ενδοχώρα. Ωστόσο, η Ελληνική Θράκη αποτελεί σήμερα ιδιάζουσα πολιτισμική πραγματικότητα για την Ελλάδα, αφού διατηρεί τα ίχνη της μακροχρόνιας συμβίωσης διαφόρων λαών με το ανήσυχο ελληνικό στοιχείο, σε μια περιοχή κοντά στο κέντρο περίπου του σημαντικού εκείνου γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και όπου υπάρχουν μερικές από τις σημαντικότερες τοποθεσίες της υφηλίου.
Η περιοχή της Ξάνθης διατηρεί τα ιστορικά και τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά της στο πέρασμα των αιώνων. Στην προς βορρά της Ξάνθης ορεινή περιοχή οι γηγενείς ορεσίβιοι Πομάκοι συνεχίζουν να κατοικούν στη γενέθλια γη. Η ορεινή περιοχή της Ροδόπης πάνω από την Ξάνθη δεν έχει εγκαταλειφθεί από τον πληθυσμό της, όπως άλλες ορεινές περιοχές της χώρας. Προς νότο της Ξάνθης, που είναι κτισμένη στις υπώρειες της Ροδόπης, απλώνεται μια εύφορη πεδιάδα, όπου σήμερα κατοικούν εθνοτικές ομάδες γηγενείς ή μεταφερμένες από μακριά σε διάφορες περιόδους. Η πόλη και η νότια περιφέρειά της μοιάζουν με ένα καταφύγιο προσφύγων, οι οποίοι υπενθυμίζουν μόνιμα το βυζαντινό παρελθόν. Η αρμονική συμβίωση των εθνοτικών ομάδων που κατοικούν στην Ξάνθη και την περιφέρειά της αποτελεί ένα επίτευγμα της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους, που δεν είναι ευρύτερα γνωστό.
Μετά την τουρκική κατάκτηση της περιοχής γύρω στο 1372 Γιουρούκοι και Κονιάρηδες Τουρκομάνοι εγκαθίστανται στην εύφορη πεδιάδα και απωθούν τους χριστιανούς κατοίκους, οι οποίοι καταφεύγουν στα βουνά και στην πόλη της Ξάνθης. Η πεδιάδα, εκτός από την ακτή, σχεδόν εκτουρκίζεται. Τον εκτουρκισμό της πεδιάδας ακολούθησε ο εξισλαμισμός της ορεινής περιοχής τον 17ο αιώνα. Οι νεοφερμένοι κατακτητές Οθωμανοί Τούρκοι ιδρύουν ένα νέο οικονομικό, διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο μέσα στην εύφορη πεδιάδα: τη Γενισέα Καρά Σου. Η βυζαντινή Ξάνθεια, πόλη της οποίας πρώτη αναφορά γίνεται τον 9ο αιώνα, δεν παρακμάζει όπως το γειτονικό βυζαντινό Περιθεώριο. Δημιουργείται ένα δίπολο με τη Γενισέα μουσουλμανικό κέντρο και την Ξάνθη κατοικούμενη κυρίως από Ρωμηούς.
Η αγροτική οικονομία της περιοχής θα αναβαθμισθεί μετά τον 16ο αιώνα, όταν εισάγεται η καλλιέργεια του καπνού, για να φθάσει στα τέλη του 19ου αιώνα να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο οικονομικό σύστημα ως κέντρο παραγωγής και εμπορίας καπνού υψηλής ποιότητας. Το ενδιαφέρον του διεθνούς κεφαλαίου για τον καπνό μετά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα συμπίπτει με την αναγέννηση του Ελληνισμού και τη δημιουργία του χώρου που ονομάσθηκε καθ' ημάς Ανατολή. Ο χώρος αυτός συμπίπτει με τον χώρο που καταλάμβανε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά την ύστερη φάση της και κατοικείται και από Έλληνες, οι οποίοι ώς ένα βαθμό διαμορφώνουν και τον χαρακτήρα του. Την ίδια εποχή η ανάγκη για εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρίσκει τις κοινότητες των Ρωμηών πρόθυμους συνεργάτες. Λίγο αργότερα, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις θα καταστήσουν τις ρωμαίικες κοινότητες σημαντικό τμήμα της αστικής τάξης της Αυτοκρατορίας. Εντυπωσιακή είναι η άνοδος της ρωμαίικης κοινότητας της Ξάνθης. Τόσο ώστε, ο πλούτος από το εμπόριο του καπνού δίνει στη ρωμαίικη κοινότητα τη δυνατότητα να ανοικοδομήσει εκ βάθρων την πόλη, που το 1829 είχε ισοπεδωθεί από σεισμό.
Η μεγάλη εποχή της Ξάνθης αρχίζει γύρω στο 1860, όταν η παρακμή της Γενισέας κατευθύνει πόρους και δραστηριότητες στην Ξάνθη και την καθιστά το 1872 έδρα του Καζά. Το 1891 η πόλη συνδέεται σιδηροδρομικά με τη Θεσσαλονίκη  και την Κωνσταντινούπολη. Η ανοικοδόμηση της πόλης συνεχίζεται αδιάλειπτα, για να διακοπεί απότομα το 1912 με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων. Το 1919 η πόλη ενσωματώνεται το Ελληνικό Κράτος. 
Η πόλη οφείλει την ανοικοδόμησή της μετά τους σεισμούς και την ακμή της κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα στον πλούτο που προσπορίζει η καλλιέργεια και η εμπορία του καπνού, αλλά και στην προνομιακή της θέση πάνω σε σημαντικούς εμπορικούς δρόμους. Η θέση αυτή βρίσκεται στη φυσική απόληξη των ορεινών δρόμων από τη Ροδόπη προς τη θάλασσα και εποπτεύει τη νότια της Ροδόπης εύφορη πεδιάδα, πηγή πλούσιας παραγωγής, που στηρίζει, εκτός από την πόλη, και πλήθος χωριών.
Σταθμό στην ανθρωπολογία της Ξάνθης και της περιοχής της αποτελεί η Μικρασιατική Καταστροφή. Από τον Σεπτέμβριο του 1922 και συνεχώς μέχρι το 1925 καταφθάνουν στην περιοχή χιλιάδες πρόσφυγες της πάλαι ποτέ Ελληνικής Ανατολής. Τα πληθυσμιακά δεδομένα ανατρέπονται, νέοι οικισμοί δημιουργούνται και οι μουσουλμάνοι παύουν πλέον να αποτελούν την πλειοψηφία. Στην ίδια την πόλη της Ξάνθης ο πληθυσμός υπερδιπλασιάζεται και εκτεταμένες νέες συνοικίες της προσφυγικής εγκατάστασης δημιουργούνται νοτιοδυτικά  της πόλης. Οι δύο βάρβαρες βουλγαρικές κατοχές, το 1913-1919 και 1941-1944, δεν θα αφήσουν σημαντικά ίχνη στην πόλη, παρόλο που χιλιάδες κάτοικοι αναγκάζονται να εκπατρισθούν –πολλοί για να μη γυρίσουν ποτέ πιά πίσω. Μετά τις περιπέτειες και τα πάθη της χώρας κατά το πρώτο μισό του 20ού  αιώνα οι παλιοί αυτόχθονες έμποροι μεταναστεύουν σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα και νέοι αστικοί πληθυσμοί συγκεντρώνονται στην πόλη. Ο ευτελισμός της τιμής του καπνού είναι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν στην καθυστέρηση της οικονομικής ανάπτυξης στην περιοχή της Ξάνθης.
Οι γνωστές εξωτερικές απειλές αφύπνισαν το ελληνικό κράτος, ώστε μετά το 1974 δέσμη μέτρων έθεσε πάλι την πόλη και την περιφέρειά της σε αναπτυξιακή τροχιά. Ακολούθησαν προγράμματα στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα η πόλη στηρίζεται στις υπηρεσίες και την αγροτική παραγωγή της περιφέρειάς της και γνωρίζει πάλι μία περίοδο ανοικοδόμησης. 
Φωτ. 1 Άποψη της  Ξάνθης  στις αρχές  του 20ου αι.


Φωτ. 2  Οικοδόμηση ώστε να μην εμποδίζεται η θέα.

Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης.  Ο οικισμός που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως Παλιά Πόλη της Ξάνθης είναι κτισμένος μετά το 1829˙ χρονιά κατά την οποία μεγάλοι σεισμοί, που τους ακολούθησε πυρκαγιά, φαίνεται ότι κατέστρεψαν ολοσχερώς τον προηγούμενο οικισμό. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης διατηρεί λίγα ίχνη της βυζαντινής Ξάνθειας, που εντοπίζονται στα θεμέλια των εκκλησιών και στη διάταξη του πολεοδομικού ιστού, όπως και των μοναστηριών που έχουν ιδρυθεί μετά τη μεσοβυζαντινή εποχή. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης διατηρείται σήμερα σε μεγάλο βαθμό άθικτη και έχει κηρυχθεί διατηρητέα το 1976. Η διατήρησή της οφείλεται στην οικονομική δυσπραγία των πρώτων μεταπολεμικών ετών, η οποία δεν επέτρεψε την ανοικοδόμηση με πολυκατοικίες, όπως έγινε στις άλλες ελληνικές πόλεις. Ο σωζόμενος σήμερα οικισμός της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι ο μεγαλύτερος παραδοσιακός οικισμός που διασώζεται στη Βόρειο Ελλάδα, αλλά και μαζί το καλύτερα διατηρούμενο δομημένο δείγμα της κοινοτικής οργάνωσης των Ελλήνων κατά την ύστερη Τουρκοκρατία που διασώζεται στον ελλαδικό χώρο.
Παρά το ότι μιλάμε για την "Παλιά Πόλη" της Ξάνθης, ωστόσο –σε σχέση με το ιστορικό βάθος της πατρίδας μας –, χαρακτηρίζουμε έτσι μία σχετικώς νεόκτιστη πόλη (φωτ. 1). Κτίτορες της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα και η τοπική εκκλησία, αφού πρωτεργάτης της ανοικοδόμησης είναι η κεφαλή της Δημογεροντίας ο Μητροπολίτης Ευγένιος, ο οποίος αρχιεράτευε την κρίσιμη δεκαετία του 1830. Η εξωστρέφεια των Ρωμηών εμπόρων του καπνού και η αίγλη της μεγάλης αστικής παράδοσης των Δυτικών συντελούν ώστε η πόλη να ανοικοδομηθεί ως ένα υβρίδιο της "αρχοντικής" αρχιτεκτονικής του νότιου ελληνικού χώρου του 18ου αιώνα και της εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής της Κεντρικής Ευρώπης, όπως αυτή θριάμβευε την εποχή εκείνη στα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η κατεστραμμένη πόλη ανοικοδομείται με πόλους και πυρήνες τα θεμέλια των εκκλησιών, που ανήκαν μάλλον στη βυζαντινή Ξάνθεια και που πάνω τους στηρίχθηκαν οι νέες εκκλησίες –κέντρα των συνοικιών. Η ανοικοδόμηση έγινε με γνώμονα τις νεοελληνικές κοινοτικές αντιλήψεις: είναι πλήρης ο εθνικοθρησκευτικός διαχωρισμός και οι χριστιανικές συνοικίες, οι οποίες παραμένουν στα όρια που έχουν καθιερωθεί επί αιώνες, απλώνονται πέριξ των εκκλησιών που αποτελούν και τα κέντρα του οικιστικού ιστού. Η πολεοδομική μορφή του χώρου της Ξάνθης οργανώνεται σε γειτονιές (μαχαλάδες), σύμφωνα με τις οθωμανικές αντιλήψεις και πρακτικές διοίκησης, με διαχωρισμό των κατακτημένων λαών σε θρησκευτικά έθνη (μιλλέτ).
Δεν σώζεται σχεδόν τίποτε μέσα στην πόλη που να παραπέμπει σε εποχή παλαιότερη των σεισμών. Το παλαιότερο χρονολογημένο σπίτι της Ξάνθης ανάγεται στο 1841. Αμέσως μετά την καταστροφή του 1829, όμως, ανεγείρονται από τον Μητροπολίτη Ευγένιο πέντε κοινοτικοί ναοί μέσα στην πόλη, το καθολικό της Μονής της Αρχαγγελιώτισσας και τρεις ναοί στην περιφέρεια. Η εντυπωσιακή αυτή οικοδομική έξαρση θα πρέπει να στηρίχθηκε στις οικονομικές δυνατότητες που πρόσφερε στον Μητροπολίτη Ευγένιο η ρωμαίικη κοινότητα. Ευνοϊκές ήταν και οι πολιτικές συνθήκες, αφού κατά την περίοδο εκείνη βρισκόταν σε εξέλιξη η προσπάθεια εφαρμογής μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με σκοπό τον διοικητικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό της.
Όλα τα σπίτια έχουν θέα προς την πεδιάδα και ελεύθερο ορίζοντα κατά παλαιότατη πολεοδομική πρακτική των Βυζαντινών που υιοθέτησαν και οι Οθωμανοί Τούρκοι: μπορούσες να κτίσεις όπως ήθελες, αρκεί να μην εμπόδιζες τη θέα των γειτόνων (φωτ. 2). Έτσι οι γειτονιές της Ξάνθης είναι αμφιθεατρικά κτισμένες σε πλαγιές, ενώ οι νέες περιοχές, οι κτισμένες μετά την επέκταση της πόλης μετά το 1870, όπως και η σύγχρονη πόλη, βρίσκονται στο κατώτερο σημείο της προς την πεδιάδα (φωτ. 1). Το ανάγλυφο του οικισμού στις πλαγιές και ορισμένες θέσεις επιτρέπουν οπτικές φυγές,  ώστε να δίνεται πάντα μια εικόνα ενός ποικιλόμορφου συνόλου και να γεννάται στον επισκέπτη η αίσθηση μιας εσωτερικής αρμονίας.

Ο 20ός αιώνας βρίσκει την πόλη σε πλήρη ακμή με ισάριθμες συνοικίες χριστιανών και μουσουλμάνων. Οι χριστιανικές συνοικίες είναι επτά, δομημένες γύρω από μεταβυζαντινούς ναούς της ύστερης Τουρκοκρατίας. Οι πέντε από τις χριστιανικές συνοικίες βρίσκονται μέσα στα όρια της σημερινής Παλιάς Πόλης. Οι μουσουλμανικές συνοικίες εκτείνονται περιφερειακά και είναι έξι, εκ των οποίων οι δύο βρίσκονται στην Παλιά Πόλη. Τέλος, τα βιοτεχνικά και τα βιομηχανικά κτήρια, οι καπναποθήκες και τα καπνομάγαζα κτισμένα μετά το 1860, βρίσκονται στο νότιο κατώτερο και πεδινό τμήμα της πόλης. Ο διαχωρισμός της κατοικίας από τις βιομηχανικές δραστηριότητες είναι πλήρης (φωτ. 1).
Στην περιφέρεια της πόλης κατοικούν σε μονώροφες ή διώροφες μονοκατοικίες με περίκλειστη αυλή οι εσωστρεφείς και υπομονετικοί τουρκογενείς μουσουλμάνοι. Στη συνοικία Σούννε κατοικούν σε μεγάλα κονάκια με πτέρυγες οι μουσουλμάνοι τσιφλικάδες μπέηδες και σε μικρότερες αστικές κατοικίες οι μουσουλμάνοι δημόσιοι υπάλληλοι. Στα βόρεια υψώματα της περιφέρειας της πόλης, κατοικούν σε μικρές φτωχικές κατοικίες οι αυστηροί, εργατικοί Πομάκοι, απόγονοι γηγενών ορεσίβιων Θρακών, των οποίων η γλώσσα και η ταυτότητα βρίσκονται σε συνεχή απειλή. Στη νότια περιφέρεια βρίσκονται οι φτωχοί και ολιγαρκείς Αθίγγανοι. Στη νέα συνοικία των Δώδεκα Αποστόλων κατοικούν στις αρχές του 20ού αιώνα λίγοι σλαβόφωνοι οπαδοί της Βουλγαρικής Εξαρχίας και δυτικά υπάρχει μία κοινότητα Εβραίων. Τέλος, στις κεντρικές συνοικίες κατοικούν οι έμποροι, μικρέμποροι, βιοτέχνες, μαστόροι και εργάτες που είναι Έλληνες, αυτόχθονες ή επήλυδες, από πολλά μέρη της Ελλάδας και κυρίως από την Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Μέσα στήν Ξάνθη εγκαθίστανται κατά περιόδους χριστιανικοί πλη­θυσμοί από τη Βόρεια Θράκη, τη Χαλκιδική, την   Ήπει­ρο και τη Μακεδονία, όπως καί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο το 1877­–1878. Αργότερα εγκαθίστανται στην πόλη Κρητικοί και μετά το 1922 εγκαθίστανται μαζικά πρόσφυ­γες τής Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου και, τέλος, πληθυσμοί ποντιακής καταγωγής από τήν πρώην Σοβιετική  Ένωση, τελευταίοι αυτοί φυγάδες της πάλαι ποτέ ελληνικής Ανατολής.
Η πόλη ευτύχησε να βρίσκεται σε μία περιοχή η οποία διαθέτει πλούσιο και ποικίλο φυσικό περιβάλλον. Το φυσικό περιβάλλον περιβάλλει την πόλη, είναι από παντού ορατό και λειτουργεί ως συνοδευτικό στοιχείο του δομημένου χώρου, τον διαφοροποιεί ακόμη περισσότερο και τον αναδεικνύει. Ενδιαφέρουσα είναι η διάταξη των τριών μοναστηριών της πόλης στα γύρω υψώματα, με τρόπο που δημιουργεί στον επισκέπτη αισθήματα οικείωσης και σιγουριάς, αφού τα μοναστήρια φαίνεται σαν να αιωρούνται πάνω από την πόλη και να την περιβάλλουν προστατευτικά.


Φωτ. 3  Λαϊκές κατοικίες σύμφωνα με τα πρότυπα της Φιλιππούπολης ( αρχές του 20ου αι. ).




Φωτ. 4  Λαίκές κατοικίες  με σαχνισί  π. 1840 και 1890. 



Φωτ.5  Πέτρινο οθωμανικό Διοικητήριο  π. 1900 





Φωτ.6  Πέτρινο κονάκι Μουσουλμάνου  μπέη π. 1900.



Φωτ. 7  Νεοκλασσική κατοικία Ρωμηού εμπόρου π. 1905



Φωτ. 8  Κονάκι Ρωμηού εμπόρου κατά τα πρότπα του αναγεννημένου Ελληνισμού της  Ηπείρου και της  Θεσσαλίας π. 1860 





Φωτ. 9  Το Νηπιαγωγείο Στάλιου , 1891 σε  σχέδιο Ιταλού αρχιτέκτονα.








Ύφος και πολυμορφία.  Η πόλη γίνεται αντιληπτή ως σύνολο μιας ενδιαφέρουσας αλληλουχίας πολιτισμικών στοιχείων, ρυθμών και εντυπώσεων, αλλά και ως μία συναρπαστική ανάμειξη παλιού και νέου. Η ποικιλομορφία αυτή, σε όλα τα επίπεδα και τις μορφές, καθιστά την Ξάνθη τόπο εξαιρετικά ενδιαφέροντα.
Στην Παλιά Πόλη η μίμηση των βορειοθρακιώτικων προτύπων (φωτ. 3) αναμειγνύεται με λαϊκές κατοικίες (φωτ. 4), κονάκια κατά την παράδοση της "αρχοντικής αρχιτεκτονικής" της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου (φωτ. 9), κονάκια μουσουλμάνων με διαχωρισμό των δύο φύλλων (χαρεμλίκ και σελαμλίκ) (φωτ. 5), επιβλητικά πέτρινα κτήρια με οθωμανικό ακαδημαϊκό χαρακτήρα (φωτ. 6), κατοικίες των εμπόρων του καπνού με παράδοξο εκλεκτικιστικό δυτικότροπο ύφος (φωτ. 7) καί, τέλος, νεοκλασικά κτήρια (φωτ. 8), τα οποία, όμως, διαθέτουν ανατολίτικα σαχνισιά.  Το βυζαντινό-οθωμανικό ξύλινο σπίτι με τον μεγαλοαστικό φραγκολεβαντίνικο στόμφο δεν συναντάται στην Ξάνθη.
Το δομημένο περιβάλλον ανήκει στην καθ΄ ημάς Ανατολή, αλλά και θυμίζει τα εμπορικά και αστικά κέντρα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας (φωτ. 9), αλλά και την ιταλική αναγέννηση (φωτ. 10), τον εκλεκτικισμό της Κεντρικής  Ευρώπης (φωτ. 11) και τη νεογοτθική αρχιτεκτονική της ρομαντικής Αγγλίας (φωτ. 12),  τον ρωμανικό χαρακτήρα (φωτ. 29), τα αγγλικά μεσοαστικά και μεγαλοαστικά οπτοπλίνθινα σπίτια (φωτ. 13), τη γαλλική μικροαστική πολυκατοικία (φωτ. 14), τις κλιμακωτές απολήξεις των τοίχων κατά τον ολλανδικό και τον βορειογερμανικό τρόπο (φωτ. 15), τον νεοκλασικισμό του ελληνικού κράτους (φωτ. 8) και, τέλος, την πρώιμη κεντροευρωπαϊκή art deco (φωτ. 16), αλλά και πολλά ακόμη, χωρίς όμως ο επισκέπτης προς στιγμή να αμφιβάλει ότι βρίσκεται στην καθ’ ημάς Ανατολή. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο ιδιαίτερης αισθητικής σημασίας.
Οι δρόμοι είναι στρωμένοι με κυβολίθους, όπως αυτοί στο Παρίσι και η πολυχρωμία και η ποικιλομορφία των κτηρίων χαρίζουν μεγάλο πλούτο εντυπώσεων (φωτ. 17).













Κτηριακός πλούτος.  Η ανοικοδόμηση της πόλης γίνεται σε τέσσερις φάσεις: 
α.  Από το 1829 μέχρι περίπου το 1860, όταν ανεγείρονται οι εκκλησίες, πολλές κατοικίες και τα κονάκια των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων. Την εποχή αυτή σχηματοποιούνται και οι συνοικίες της πόλης.
β.  Από το 1860 μέχρι το 1912, όταν η πόλη επεκτείνεται στην πεδινή περιοχή έξω από τα όρια της βυζαντινής Ξάνθειας προς τη σημερινή Κεντρική Πλατεία και ανεγείρεται η βιομηχανική και βιοτεχνική περιοχή του καπνού . Την ίδια εποχή ανεγείρονται τα εκλεκτικιστικά και νεοκλασικά αρχοντικά των εμπόρων (φωτ. 7, 8, 11, 12, 13, 21, 22).
γ. Κατά τον Μεσοπόλεμο, όταν δημιουργούνται οι προσφυγικοί συνοικισμοί (φωτ. 25).
δ.  Μετά το 1960 και κυρίως μετά το 1974, όταν πολυκατοικιοποιούνται οι συνοικίες της Νέας Πόλης. 
Σχηματικά μπορούμε να κατατάξουμε τα κτίσματα στην πόλη της Ξάνθης σε μερικές κατηγορίες:
1.      Κτίσματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Απλή μονώροφη ή διώροφη κατοικία με ή χωρίς περίκλειστη αυλή (φωτ. 3), που στις μουσουλμανικές γειτονιές παρουσιάζει εσωστρέφεια (φωτ. 18). Στον όροφο συνήθως διαθέτει χαγιάτι γύρω, από το οποίο διατάσσονται τα δωμάτια. Στο ισόγειο συνήθως υπάρχει αποθήκη και χώροι για τις εργασίες του σπιτιού ή για την ξήρανση του καπνού. Η κατασκευή γίνεται με απλά παραδοσιακά μέσα και είναι από πέτρα στο ισόγειο και τσατμά τον όροφο. Εκτός από τις παραδοσιακές κατοικίες, υπάρχουν και κατοικίες κτισμένες από Ηπειρώτες μαστόρους. Αυτές είναι στέρεες κατασκευές από πέτρα, τον άφθονο γρανοβιορίτη  της περιοχής (φωτ. 19). Σημαντικό αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό στην πόλη της Ξάνθης, όπως και σε όλη την Ανατολή, αποτελεί το σαχνισί. Το σαχνισί είναι προέκταση του ορόφου ή τμήματος του ορόφου ενός κτίσματος (φωτ. 4). Η επέκταση αυτή υποστηρίζεται από ξύλινα στηρίγματα.
2.    Κονάκια των μουσουλμάνων μπέηδων. Μεγάλα κτίσματα σε σχήμα Π με διαχωρισμό των χώρων για άνδρες και γυναίκες. Το ισόγειο διαθέτει αποθήκες και κουζίνες, ημιυπαίθριες ή μη, ενώ στον όροφο τα δωμάτια είναι διαταγμένα πέριξ μεγάλης σάλας που είναι και ηλιακό. Τα κονάκια αυτά σήμερα έχουν σχεδόν κατεδαφισθεί.
3.     Κονάκια κατά τα πρότυπα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας που ανέγειραν πλούσιοι χριστιανοί έμποροι, όταν σε πλήρη αντίθεση με τη φτώχεια των προηγούμενων αιώνων απόκτησαν τη δυνατότητα να ανοικοδομήσουν τα σπίτια τους με τρόπο που υπερβαίνει τις απλές στεγαστικές ανάγκες. Οι μακραίωνες αισθητικές παραδόσεις του Ελληνισμού αναδύονται και πάλι μετά τον 18ο  αιώνα ως επιλογές των ευπόρων νέων ρωμαίικων αστικών στρωμάτων εκφραζόμενες στα πλαίσια και στους τρόπους της καθ' ημάς Ανατολής και της ευρύτερης Ανατολής. Οι πλούσιοι έμποροι ζητούν τη συνεργασία των λαϊκών μαστόρων, οι οποίοι ενσωματώνουν στην πλούσια παράδοσή τους τους τρόπους και τις αντιλήψεις Ανατολής και Δύσης. Η ανέγερση των κτισμάτων αυτών γίνεται από ομάδες μαστόρων που ξεκινούν από τη Μακεδονία, τήν Ήπειρο και τη Βόρειο Θράκη. Πολλοί από αυτούς θα μείνουν για πάντα στην Ξάνθη. Και αυτά τα κονάκια είναι διώροφα σε σχήμα Π. Οι κατασκευές είναι στέρεες από χονδρούς πέτρινους τοίχους στο ισόγειο και τσατμά στον όροφο (φωτ. 9, 20).
4.    Εκλεκτικιστικά κτήρια, αρχοντικά των εμπόρων και των μεγαλοαστών. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίζονται έμποροι του καπνού με κοσμοπολίτικη νοοτροπία και διεθνείς διασυνδέσεις. Στα σπίτια και στα αρχοντικά που ανεγείρουν μιμούνται την ποικιλία και την ανάμειξη των μορφών και των στυλ που εμφανίζει το κοσμοπολίτικο Πέραν της Κωνσταντινούπολης. Δημιουργείται ένα ποικιλόμορφο δομημένο περιβάλλον, όπου συνυπάρχουν στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής με στοιχεία και μορφές που έρχονται από την Κεντρική Ευρώπη. Οι κατασκευές είναι στέρεες από πέτρα καθ΄ ολοκλήρου ή μεικτές με τσατμά στον όροφο, πολλά οικοδομικά στοιχεία έχουν εισαχθεί. Τα κτήρια αυτά συνήθως είναι διώροφα με υπερυψωμένο ημιυπόγειο (φωτ. 21). Είναι εμφανής η συμβολή σπουδασμένων αρχιτεκτόνων ή μηχανικών.
5.     Νεοκλασικά κτήρια. Ο νεοκλασικισμός, που κυριαρχεί στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο είναι βέβαια, εκτός από αισθητικό στοιχείο και στοιχείο με  ιδεολογική σημειολογία, έτσι ώστε κοινοτικά κτήρια και αρχοντικά σε νεοκλασικό ύφος να αναγερθούν με τη βοήθεια Ελλήνων ή ξένων αρχιτεκτόνων. Οι κατασκευές είναι συνήθως διώροφες με υπερυψωμένο ημιυπόγειο στέρεες από πέτρα. Η εσωτερική διάταξη είναι συνήθως συμμετρική με μία κεντρική αίθουσα στον όροφο πέριξ της οποίας διατάσσονται τα δωμάτια. Επιβλητική σκάλα με δύο κλάδους οδηγεί από το ισόγειο στον όροφο, ενώ πολύχρωμοι φεγγίτες δημιουργούν χρωματικές εντυπώσεις στους εσωτερικούς χώρους (φωτ. 22).
6.    Πέτρινα κτήρια για κοινοτική ή κυβερνητική χρήση. Αυτά είναι κτίσματα που μεταδίδουν το κύρος και τη σοβαρότητα του φορέα, όπως είναι το Διοικητήριο, τα σχολεία, τα κοινοτικά κτίσματα και άλλα. Στην κατηγορία αυτή συνήθως περιλαμβάνονται κτήρια με νεοκλασικό χαρακτήρα και διακοσμήσεις στα πλαίσια των παραθύρων, επιβλητικές εξωτερικές σκάλες και ακριβά υλικά (φωτ. 23).
7.     Αστικές κατοικίες με λόγια διακοσμητικά στοιχεία. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν κτήρια κατασκευασμένα με πέτρα ή σκυρόδεμα που συχνά ενσωματώνουν ακαδημαϊκά διακοσμητικά στοιχεία (φωτ. 24).
8.    Κατοικίες της προσφυγικής αποκατάστασης. Στις προσφυγικές συνοικίες κατασκευασμένες τη δεκαετία του 1920 στα πλαίσια της μεγάλης προσπάθειας του Ελληνικού Κράτους για τη στέγαση των προσφύγων, η οποία έγινε είτε με την ανέγερση τυποποιημένων κατοικιών, είτε με την παροχή οικοπέδων και δανείων προς τους πρόσφυγες για αυτοστέγαση με χρήση έτοιμου σχεδίου (φωτ. 25).
9.    Σύγχρονες πολυκατοικίες και κατασκευές. Ο τύπος αυτός είναι ο γνωστός σε όλη την Ελλάδα, με τον οποίο επετεύχθη η στέγαση του πληθυσμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, μεταλλάσσοντας όμως το παραδοσιακό ελληνικό περιβάλλον.
10.            Εμπορικά κτήρια. Απλές ή ευτελείς πρόχειρες κατασκευές και παραπήγματα στους εμπορικούς δρόμους, αλλά και στέρεες κατασκευές από πέτρα (γρανοβιορίτη) που ανήγειραν Ηπειρώτες μαστόροι (φωτ. 26). Ενδιαφέροντα είναι τα στηθαία και τα αετώματα μικρών μονώροφων και διώροφων καταστημάτων στο γύρισμα του αιώνα, όπου αποτυπώνονται χρονολογίες, αρχικά των κτιτόρων, ή διακοσμήσεις χαρακτηριστικές της ευαισθησίας του ιδιοκτήτη (φωτ. 31).
11.  Βιομηχανικά κτήρια. Οι καπναποθήκες της Ξάνθης αποτελούν ένα πολύ σημαντικό σύνολο βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και είναι η μοναδική παρόμοια περιοχή που σώζεται σήμερα στον ελληνικό χώρο. Ωστόσο η περιοχή των καπναποθηκών της Ξάνθης δεν προστατεύεται νομοθετικά, ενώ δεν έχει επιχειρηθεί κάποια χρήση τους που θα τις αξιοποιούσε ως σύνολο.
Οι καπναποθήκες της Ξάνθης είναι κτισμένες κατά την εποχή της εντατικής ανοικοδόμησης της πόλης, δηλαδή από το 1860 μέχρι το 1912. Στα κτήρια αυτά γινόταν η κατεργασία  του καπνού, που κατέληγε σε δέματα καπνού  τα οποία αποθηκεύονταν εκεί. Η επιβλητική στέρεη κατασκευή, τα αετώματα, οι κλιμακωτές απολήξεις και η συμμετρική σύνθεση παραπέμπουν σε πρότυπα της Κεντρικής Ευρώπης. Ο επιβλητικός χαρακτήρας των κατασκευών επιδιώκει να δώσει μία εγκυρότητα  και μία άτυπη εγγύηση για την επιχείρηση που στεγάζεται εκεί. Πολλές από τις καπναποθήκες διαθέτουν ιδιόρρυθμα στηθαία ή αετώματα, δείγματα μιας φιλοπαίγμονος διάθεσης από μέρους των μαστόρων ή και των ιδιοκτητών. Πολλές φορές οι καπναποθήκες συνοδεύονται από κτήρια γραφείων ή κτήρια-κατοικίες των καπνεμπόρων (φωτ. 15).
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των καπναποθηκών είναι συχνά η ρομαντική διάθεση, η νοσταλγία προς το φανταστικό, σ' αυτό που είναι άγνωστο αλλά και επιθυμητό. Η ρομαντική αυτή διάθεση, μια νοσταλγία χωρίς αντικείμενο ξεκινά βέβαια από τον νεορομαντισμό της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά και εκφράζει την εξιδανίκευση της Δύσης από τους Ρωμηούς.
12.Εκκλησίες. Αυτές είναι κτισμένες κατά τη δεκαετία του 1830 και ακολουθούν τον τύπο που διαμορφώνεται την ίδια εποχή στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή τον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Είναι η εποχή που η προσπάθεια για εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιτρέπει στους Ρωμηούς την ανέγερση τριώροφων κατοικιών και μεγάλων εκκλησιών, τόσο μεγάλων που συχνά είναι πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι απαιτείται από τον αριθμό των πιστών, ενώ μπορεί και να διαθέτουν ευρύχωρο γυναικωνίτη. Οι εκκλησίες βρίσκονται μέσα σε περίβολο που πολλές φορές περιλαμβάνει σχολείο, γραφείο της κοινότητας, κατοικία του παπά ή και ακόμη του νεωκόρου ή, τέλος, και αίθουσα συνεδρίασης της κοινότητας ή της Δημογεροντίας. Οι εκκλησίες και η μάνδρα που τις περιβάλλει είναι βαμμένες σε ώχρα. Παρά τον άνεμο φιλελευθερισμού που συνοδεύει τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις η ανατολική δεσποτεία είναι δυνατό να δημιουργήσει απρόβλεπτες καταστάσεις. Οι μάνδρες, λοιπόν, που περιβάλλουν τις εκκλησίες και τα γραφεία της κοινότητας εξασφαλίζουν και κάποια προστασία (φωτ. 27).
Ενδιαφέρον είναι το κοινωνικό-θρησκευτικό συγκρότημα (κουλλιγιέ) που υπήρχε στη σημερινή περιοχή της Κεντρικής Πλατείας που ανήγειραν οι Οθωμανοί όταν η Ξάνθη έγινε έδρα του Καζά. Ενδιαφέροντα επίσης ήταν τα τυπικά χάνια της Ανατολής με φούρνο, καταστήματα και πυρήνα αγοράς που ξεπερνούσαν τα πενήντα και που σήμερα σώζονται ελάχιστα (φωτ. 28).
Τα οικοδομικά υλικά είναι αυτά της παραδοσιακής οικοδομικής: πέτρα, ξύλο και συχνά πλίνθοι. Ειδικότερα  την Ξάνθη χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, αφού ήταν άμεσα διαθέσιμα, ο γκρίζος γρανίτης της Ροδόπης (γρανοβιορίτης) (φωτ. 19) και η ροδίζουσα πέτρα (ψαμμίτης) που προέρχεται από το λατομείο της Μάνδρας κοντά στα αρχαία Άβδηρα (φωτ. 29).
30

31
32

Λεπτομέρειες και διακοσμήσεις.  Η πανσπερμία των ρυθμών των κτισμάτων της Ξάνθης συμπληρώνεται από την ποικιλία της λεπτομέρειας και της διακόσμησης˙ δηλαδή, από αυτό που είναι περιττό και δεν χρειάζεται, αλλά και είναι αυτό που δίνει τη χαρά και την ικανοποίηση, χωρίς πάντα να προϋποθέτει τον πλούτο πού όμως, κατά κανόνα, ακολουθεί. Οι λεπτομέρειες στα κτίσματα της Ξάνθης συναντώνται ως οικοδομικά και διακοσμητικά στοιχεία στους τοίχους, τις πόρτες, στα παράθυρα και στις όψεις. Οι λεπτομέρειες βρίσκονται στις κατεργασμένες πέτρες, τις γωνιές και τις φαλτσογωνιές, στα πεζοδρόμια ή στα καλντερίμια. Καμιά φορά επιστρατεύονται ζωγράφοι για να διακοσμήσουν εξωτερικές όψεις, να συνθέσουν κτιτορικές επιγραφές. Οι ζωγραφιές εμπνέονται από τα ρομαντικά ονειροπολήματα της Κεντρικής Ευρώπης και τις λαϊκές λιθογραφίες που κυκλοφορούσαν τον 19ο αιώνα (φωτ. 30). Συνηθέστερα, ντόπιοι αυτοδίδακτοι καλλιτέχνες, που αποκαλούνται κοσμηματογράφοι, εμπλουτίζουν τα εσωτερικά των αρχοντικών και γεμίζουν τοίχους και οροφές με ζωγραφικές διακοσμήσεις σαν ταπετσαρίες. Στην όψιμη μορφή τους αυτές οι ζωγραφικές διακοσμήσεις παίρνουν ένα ψυχρό ακαδημαϊκό ύφος. Οι Ηπειρώτες μαστόροι της πέτρας φέρνουν μαζί τους τις συνήθειες της γλυπτικής διακόσμησης με λιθανάγλυφα (φωτ. 31). Οι κουδαραίοι μαστόροι αποτυπώνουν την παρουσία τους με τα συμβολικά τους ανάγλυφα, ενώ οι ιδιοκτήτες ζητούν τις ανάγλυφες διακοσμήσεις που ομορφαίνουν αλλά και απωθούν το κακό.
Όσο για τις σιδεριές στις πόρτες, στα παράθυρα και τις μάντρες˙ αυτές κρατούν ταπεινά τον ρόλο των στολιδιών (τα βυζαντινά κοσμίδια), που με τη φιλοπαίγμονα διάθεσή τους ξεπερνούν το χαρακτηριστικό και δίνουν τη βεβαιότητα του ιδιαίτερου και του αποκλειστικού.
Έτσι, συναντάμε παντού σιδεριές με την τυπική μορφή της Κωνσταντινούπολης (λόγχες και έλικες ) και πάμπολλες άλλες μορφές, όπως π.χ. τις ίδιες κωνσταντινουπολίτικες σιδεριές σε περίπλοκες παραλλαγές, σιδεριές με ύφος art nouveau σε λαϊκά σπίτια, σιδεριές ύφους art deco σε νεοκλασικίζοντα σπίτια, περίπλοκες σιδεριές με βαριές διακοσμήσεις μάλλον γαλλικής έμπνευσης (φωτ. 32) και πολλά άλλα.
Όλη αυτή η πανσπερμία ρυθμών και διακοσμήσεων βρίσκεται ανάκατα, φύρδην μίγδην, υπερταξικά και αταξικά, θα μπορούσε κανείς να πει, ανάμεσα σε κατοικίες με ρωμαίικο, οθωμανικό ή λαϊκό χαρακτήρα. Η ανάμειξη ρυθμών και τάξεων εκτείνεται σε όλη την πόλη, απ’ άκρου εις άκρον. Οι μακραίωνες δημοκρατικές παραδόσεις της ελληνικής Ανατολής συνεχίζουν να επιβιώνουν, παρά τη συγκέντρωση πλούτου και την ανάπτυξη μιας αστικής τάξης, η οποία διαθέτει εισοδήματα, πράγμα για το οποίο είναι υπερήφανη και θέλει να το κάνει γνωστό.
33

34

35

36

37

38

Ο Νομός Ξάνθης. Στην περιφέρεια της Ξάνθης, όπως και στην υπόλοιπη Θράκη, υπάρχει σημαντικός αριθμός οικισμών που παρουσιάζουν ιδιαίτερο αισθητικό ενδιαφέρον. Αριθμός που, σε αναλογία ως προς το σύνολο των οικισμών του Νομού, φαίνεται να είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο που ισχύει για την υπόλοιπη χώρα.
Οι οικισμοί είναι αγροτικοί πεδινοί (μουσουλμανικοί, ανάμεικτοι των υπωρειών της Ροδόπης,  χριστιανικοί της ζώνης παρά τη θάλασσα, χριστιανικοί των προσφύγων της Ανατολής, χριστιανικοί των Σαρακατσάνων που εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα), όπου κατοικούν αγρότες, κτηνοτρόφοι, επαγγελματοβιοτέχνες και μικρέμποροι και ορεινοί ή ημιορεινοί, (κυρίως μουσουλμανικοί και λίγοι χριστιανικοί)  που κατοικούνται από κτηνοτρόφους και καπνοκαλλιεργητές (κυρίως Πομάκοι της ορεινής ζώνης και Έλληνες γηγενείς και πρόσφυγες της περιοχής της Σταυρούπολης).
Στα πεδινά συναντά κανείς αγροτικά μονώροφα ή διώροφα σπίτια με χαγιάτι και αυλή. Στα ορεινά και ημιορεινά, μονώροφα ή κυρίως διώροφα σπίτια ή νοικοκυρόσπιτα μεγάλα και μικρά (φωτ. 33) με ημιυπαίθριους ή κλειστούς χώρους στο ισόγειο που χρησιμεύουν ως αποθήκες, κουζίνες και στάβλοι. Στο ισόγειο υπάρχει επίσης φούρνος ή, καμιά φορά, και χαμάμ. Ο όροφος συνήθως διαθέτει επίμηκες μετωπικό χαγιάτι με πολλές μορφές.  Τα σπίτια των μουσουλμάνων είναι σαφώς διακριτά από τις ψηλές ασπρισμένες μάντρες που κλείνουν την αυλή και εξασφαλίζουν την εσωστρέφεια της μουσουλμανικής οικογένειας. Η αρχιτεκτονική είναι αγροτική τοπική (φωτ. 34), αλλά συχνά και  εξέλιξη ή μίμηση αστικών προτύπων (φωτ. 35). Το σαχνισί συναντάται και εδώ ευρύτατα (φωτ. 38). Τα υλικά είναι πέτρα, ωμόπλινθοι ή οπτόπλινθοι και ξύλο. Οι στέγες είναι  συνήθως τετράριχτες με σχιστόπλακες ή κεραμοσκεπείς.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κτισμάτων στα χωριά του Νομού είναι η μέριμνα που λαμβάνεται για την κατεργασία του καπνού που ξεραίνεται και περνά διάφορες διαδικασίες μέσα στο σπίτι. Σε πολλά αγροτικά σπίτια κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί το χαγιάτι (φωτ. 34).  Χαρακτηριστικές είναι οι ποικιλόμορφες καπνοδόχοι (φωτ. 33).  Συχνά είναι και τα ορεινά κτηνοτροφικά συγκροτήματα, οι καλύβες που ακόμη χρησιμοποιούνται ως εφήμερα  καταλύματα των πρώην νομάδων κτηνοτρόφων.
Οι παλιοί δρόμοι της ορεινής περιοχής, που σήμερα βρίσκονται σε αχρηστία, διαθέτουν αριθμό από πέτρινα γεφύρια κατασκευασμένα από τον 16ο αιώνα (φωτ. 36) παρόμοια με αυτά που συναντά κανείς στην υπόλοιπη ορεινή Ελλάδα.


Άβδηρα. Πεδινός οικισμός κτισμένος λίγα χιλιόμετρα βόρεια της ομώνυμης αρχαίας και βυζαντινής πόλης που πάντα ήταν κατοικημένος από Χριστιανούς (ελληνοχωριό). Χαρακτηριστική είναι η τοπική διάλεκτος που ανήκει στις βορειοελληνικές διαλέκτους. Ο πλούτος της κωμόπολης φαίνεται από τα αρχοντικά και τα πυργόσπιτα που διασώζονται μέχρι σήμερα, όπως και από τις δύο κρήνες διακοσμημένες με λιθανάγλυφα κατά την παράδοση του Πηλίου και της Θεσσαλίας (φωτ. 37). Τα πυργόσπιτα που διασώζονται, όπως αυτό του Παμουκτσόγλου (φωτ. 38), είναι κτισμένα από Ηπειρώτες κουδαραίους μαστόρους.

Γενισέα.  Ο σημαντικός κατά την Τουρκοκρατία αυτός οικισμός, κέντρο των μουσουλμάνων της περιοχής, παρήκμασε μετά τον 18ο αιώνα σε βαθμό που σήμερα μόνο δύο τεμένη θυμίζουν την παλιά του δόξα (φωτ. 39).
Εκτός από τουρκικό διοικητικό κέντρο η Γενισέα εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε και σε πασίγνωστο κέντρο παραγωγής καπνού. Τα δε φημισμένα καπνά της Ξάνθης διαφημιζόταν στην αγορά της Κωνσταντινούπολης ως καπνά της Γενισέας.
Φαίνεται ότι στις αρχές του 19ου αιώνα Ρωμηοί έμποροι ανέλαβαν τον έλεγχο της εμπορίας και της διακίνησης του καπνού. Πολλοί από αυτούς κατάγονταν από την Ήπειρο από όπου και μπουλούκια οικοδόμων κατέφθασαν για να ανοικοδομήσουν τα κτίσματα τα απαραίτητα για την κατεργασία, την αποθήκευση και το εμπόριο του καπνού, όπως και τις κατοικίες που δικαιούνταν οι πλούσιοι πλέον Ρωμηοί έμποροι. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας κατά την οποία η αγροτική γη συγκεντρώθηκε στα χέρια κυρίως μουσουλμάνων μπέηδων, η παραγωγή του καπνού γινόταν από τους εργατικούς, δεμένους με τη γη, υπομονετικούς μουσουλμάνους αγρότες, η κατεργασία του καπνού γινόταν από εύστροφους και παραγωγικούς Ρωμηούς εργάτες, ενώ το εμπόριο και ο έλεγχος της διακίνησης του καπνού πέρασε στα χέρια Ρωμηών εμπόρων, που διέθεταν τον κοσμοπολιτισμό και την ανησυχία που τους επέτρεπε να κινούνται σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον.
Υπάρχει στη Γενισέα σημαντικός αριθμός αποθηκών και εργαστηρίων κατεργασίας του καπνού που φαίνεται να έχουν οικοδομηθεί το πρώτο μισό του 19ου αιώνα (φωτ. 40), πριν ανεγερθούν τα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα και κτήρια στη βιομηχανική περιοχή του καπνού της Ξάνθης. Τα κτήρια αποθήκευσης του καπνού της Γενισέας είναι ισόγεια, κτισμένα με μιά ιδιόμορφη αρχιτεκτονική με κύριο διακοσμητικό στοιχείο τα καμπυλότοξα παράθυρα και πόρτες που οικοδομούνται με βάση τον ροδίζοντα ψαμμίτη της Μάνδρας των Αβδήρων (φωτ. 40). Τα καμπύλα τόξα των παραθύρων και των εισόδων και των κτηρίων αυτών διακοσμούνται από λιθανάγλυφα κατά τη μεγάλη παράδοση των πετράδων της Ηπείρου, που ωστόσο στη Γενισέα ακολουθεί τις τοπικές ιδιομορφίες. Η διακόσμηση της πέτρας με λιθανάγλυφα συμπληρώνεται από τις περίτεχνες καμπυλόσχημες σιδεριές με λόγχη και έλικα, όπως αυτές συναντώνται στη γειτονική Ξάνθη και στην Κωνσταντινούπολη. Τα κτήρια του καπνού στη Γενισέα παρουσιάζουν μία ιδιορρυθμία που δεν συναντάται αλλού και γι' αυτό αποτελούν ένα σύνολο που χρειάζεται νομοθετική και συστηματική προστασία.

Εχίνος. Η ορεινή αυτή κωμόπολη είναι το κέντρο των μουσουλμάνων Πομάκων όπου διατηρούνται τεμένη, κατοικίες, κονάκια, εργαστήρια, αποθήκες και μαγαζιά υπολείμματα ενός αυθεντικού μακραίωνου παραδοσιακού περιβάλλοντος. Χαρακτηριστικές είναι εκεί οι κατοικίες με καφασωτό χαγιάτι, που ως ημιυπαίθριος ή κλειστός ιδιωτικός χώρος συναθροίζει την οικογένεια ή χρησιμεύει και για την ξήρανση του καπνού. Μεγάλα νοικοκυρόσπιτα για πατριαρχικές οικογένειες και πολλές χρήσεις ξεχωρίζουν. Τα σπίτια φαίνονται μεγάλα και πολλές φορές διαθέτουν αστικές ανέσεις και αστικά μορφολογικά στοιχεία, αφού η μονοκαλλιέργεια του καπνού ήταν αρκετά αποδοτική οικονομικά. Η εξάπλωση των νέων υλικών διευκόλυνε βέβαια τη ζωή των κατοίκων, αλλά γέμισε τη γραφική κωμόπολη με άκομψες πλάκες σκυροδέματος και διέσπασε την αρμονική εικόνα των στεγών που γοήτευε τον επισκέπτη.

Σταυρούπολη. Στην ορεινή αυτή κωμόπολη, που κατοικείται από Χριστιανούς, διασώζονται μερικά νοικοκυρόσπιτα κατασκευασμένα από Ηπειρώτες μαστόρους που φαίνεται ότι εργάσθηκαν στην Ξάνθη.

Τοξότες. Στο χωριό αυτό διατηρούνται ψηλά διώροφα νοικοκυρόσπιτα ανάμεσα σε χαμηλές τυπικές μονώροφες αγροτικές κατοικίες. Τα μεγάλα νοικοκυρόσπιτα ανήκαν σε γαιοκτήμονες μπέηδες της ύστερης Τουρκοκρατίας. 

Χρύσα. Το παρά την Ξάνθη αυτό χωριό βρίσκεται ακριβώς πάνω στον "γιακά", γήλοφο όπου παράγεται καλής ποιότητας καπνός. Ο μεγάλος αριθμός από νοικοκυρόσπιτα και κονάκια που σώζονται ακόμη εκεί μαρτυρά τον πλούτο που ήταν αποτέλεσμα της καλλιέργειας του καπνού (φωτ. 34, 35).


Επιλεγμένη βιβλιογραφία


Αβραμίδου Ε. Κεμανετζή, Αϊβαλιώτησ Β. : Οδοί και τοπωνύμια της Ξάνθης, ΠΑΚΕΘΡΑ, 2003
Aλτσιζόγλου Φαίδων: Οι γιακάδες και ο κάμπος της Ξάνθης, Αγροτική Τράπεζα, Αθήναι 1941
Βακαλoπουλος Απoστολος: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1974-1996
Γεωργαντζής Π. Α. : Συμβολή εις την ιστορίαν της Ξάνθης, Ξάνθη 1976
 _______: Τα χάνια της Ξάνθης και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της πόλης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 38, Ξάνθη 1983
Γερομιχαλός Αθ. : Ιωακείμ Σγουρός, Μητροπολίτης Ξάνθης και αι αποφάσεις της Δημογεροντίας, Θεσσαλονίκη 1968
_______: Αι επί Τουρκοκρατίας Δημογεροντίαι. Η Δημογεροντία Ξάνθης, Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1973
Goodwin Godfrey: A history of ottoman architecture, Thames and Hudson, London 1971
Δωροβίνης Βασίλης: Η μοναδικότητα του χώρου της Ξάνθης, Αρχαιολογία, τεύχος 13, Αθήνα 1984
Eξάρχου Θωμάς: Ξάνθη, ματιά στο χτες της πόλης μέσα από φωτογραφίες, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 1997
_______: Τα αρχοντικά της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου, ΔΕΑΞ, Ξάνθη 1999
_______: Οι Ηπειρώτες στην Ξάνθη, Αδελφότης Ηπειρωτών Νομού Ξάνθης, Ξάνθη 2002
_______: Νησίδες Πόλεως Ξάνθης 2, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2003
Ζαρκάδα Χριστίνα: Τα χάνια της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 37, Ξάνθη 1982
Θανοπουλος Κωνσταντίνος: Πορεία Αντίθετα. Η σύγκρουση για την προστασία της Παλιάς Ξάνθης, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2005
Iωαννίδης Στέφανος (επιμέλεια): Λεύκωμα αναμνηστικό για τα πεντάχρονα της Φιλοπροόδου Ενώσεως Ξάνθης, Ξάνθη 1958
_______: Στοιχεία από την Εκπαιδευτική Ιστορία της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 31, Ξάνθη 1974
_______: Ένας επαγγελματικός οδηγός του 1910-1941, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 32, Ξάνθη 1975-1976
_______: Ξάνθη 1870-1910. Εικόνες και μαρτυρίες από την ιστορία της, Εκδόσεις Χ. Καμπουρίδη, Ξάνθη 1978
_______: Ξάνθη, περίοδοι δημιουργίας και ακμής 1870-1940, Θρακική Επετηρίς, τεύχος 1, Κομοτηνή 1980
_______: Ξάνθη, περίοδοι ακμής κατά τα τελευταία εκατό χρόνια, Αρχαιολογία, τεύχος 13, Αθήνα 1984
_______: Κανονισμός της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 40, Ξάνθη 1985
_______: Ξάνθη 1870-1940. Εικόνες και μαρτυρίες από την ιστορία της, Ξάνθη 1990
_______: Βαρταλαμίδι, με κείμενα για τον πολιτισμό της Ξάνθης, Δήμος Ξάνθης, Ξάνθη 1994
Κοψίδης Ράλλης: Περί Ξάνθης, Ζυγός, τεύχος 8, Αθήνα 1974
Καραδημου - Γερολυμπου Αλεκα: Μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Βορειοελλαδικές πόλεις την περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, Τροχαλία, Αθήνα 1998
Κίζησ Γιαννησ: Θράκη, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, Τόμος Η , Μέλισσα, Αθήνα 1991
_______: Πηλιορείτικη Οικοδομία, Πολιτισμικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα, 1994
Κυριακίδης Στίλπων : Περί την ιστορίαν της Θράκης, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1960
Λαγόπουλος Αλέξανδρος Φ. : Ο ουρανός πάνω στη γη, Οδυσσέας , Αθήνα 2002
Λαμπάκης Γ. : Περιηγήσεις. Ξάνθη-Άβδηρα-Μπουλούστρα-Γενιτζέ, Δελτίο Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τεύχος 6, Αθήνα 1906
Μαυριδησ δημήτρης: Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό. Σε αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2003
_______: Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης φωτογραφημένη σε ταχυδρομικά δελτάρια, ΠΑΚΕΘΡΑ-ΔΕΑΞ, Ξάνθη 2004
_______: Η πόλη της Ξάνθης ως δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού, "Νέα Κοινωνιολογία", Τεύχος 38, Αθήνα 2004
_______: Μαστοριά και μεράκι στην παλιά Ξάνθη, ΠΑΚΕΘΡΑ-ΔΕΑΞ, Ξάνθη 2005
_______: Μνεία της καθ’ ημάς Ανατολής, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2005
_______: Από την ιστορία της Θράκης 1875-1925, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2006
_______: Αγγελοφύλακτος Ξάνθη, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2007
_______ (επιμέλεια): Ξάνθη. Έκφραση και Περιγραφή της πόλης (υπό εκτύπωση), Δήμος Ξάνθης.
Μελκίδη Χ. Χρύσα: Κοινωνικές ανακατατάξεις και επιπτώσεις Στην πολεοδομική εξέλιξη της Ξάνθης κατά την Οθωμανική περίοδο, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 38, Ξάνθη 1983
_______: Παρατηρήσεις πάνω στον πολεοδομικό χάρτη του παραδοσιακού οικισμού της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 43, Ξάνθη 1994
Μερακλησ Μιχάλης: Λαογραφικά Ζητήματα, Καστανιώτης και Διάττων, Αθήνα 2004
Μουτσόπουλος Νίκος: Η αρχιτεκτονική προεξοχή. Το "Σαχνισί", ΕΜΣ Θεσσαλονίκη 1988
_______: Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Μακεδονίας (15ος –19ος αιώνας), Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993
Μπακιρτζής Ιωάννης: Μία υπόθεση στο Ιεροδικείο της Ξάνθης, Σπανίδης, Ξάνθη 2002
Παντελεημων Καλαφατησ, Μητροπολίτης Ξάνθης: Πρακτικά Δημογεροντίας Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2006
Πάντος Π. Α. : Ιστορική τοπογραφία του Νομού Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 32, 34, Ξάνθη 1975-1976, 1978
Παρασκευοπούλου Α. -Κολοκυθά Μ. : Παλιά Ξάνθη. Μία έρευνα στα κοινωνικά, οικονομικά χαρακτηριστικά και την πολεοδομική οργάνωση του χώρου, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 41, Ξάνθη 1986
Ρουκούνης Γιάννης, Μάρω Γιαννοπούλου: Οι καπναποθήκες της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 45, Ξάνθη 1991
_______: Η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των οικισμών του Νομού Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά τεύχος 40, Ξάνθη 1985
Συλλογικό: Βαλκανική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα 1993
_______: Ξανθιώτικο Καρναβάλι, Θρακικές Λαογραφικές Γιορτές, Σαράντα χρόνια 1966–2004, ΠΑΚΕΘΡΑ-ΔΕΑΞ, Ξάνθη 2005
Σφαελλος Κ. Δ. : Θράκη, Λαϊκή Αρχιτεκτονική - Λαογραφία, Θρακικά Χρονικά, τόμος 27 (1967).
Τοντόρωφ Ν. : Η Βαλκανική Πόλη (15ος–19ος αιώνας), Θεμέλιο, Αθήνα 1986
Τσιγάρας Γ. : Θρησκευτικά μνημεία στο Νομό Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου – Μουφτεία Ξάνθης, Ξάνθη 2005
_______: Οι εκκλησίες της Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2005