Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Εγκαίνια του «Φωτογραφικού Μουσείου Ραιδεστού»


Η ομιλία του Δημήτρη Α. Μαυρίδη, κατά τα εγκαίνια του Φωτογραφικού Μουσείου της Παλιάς Ραιδεστού. 

Ραιδεστός, 1.12.2018

  Έχω γεννηθεί και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στη Βόρειο Ελλάδα. Παρά τούτο όταν χρειάζεται να προσδιορίσω την πατρίδα μου μου έρχεται στο νου ένας τόπος φαντασιακός δημιουργημένος από τη νοσταλγία που χαρακτήριζε τον πατέρα μου και τα αδέλφια του γεννημένα στις αρχές του 20ού αιώνα στην πόλη Tekirdağ.

Από πολύ μικρός άκουγα ιστορίες για το Tekirdağ, τότε λεγόμενο Ραιδεστός και είχα δημιουργήσει μια ρομαντική εικόνα για ένα ανύπαρκτο τόπο. Σιγά-σιγά εξιδανίκευσα τον τόπο της νοσταλγίας του πατέρα μου και δημιούργησα μία παραδείσια εικόνα για τον κόσμο της Ραιδεστού, την οποία είχα τοποθετήσει στα όρια του μύθου και της ιστορίας.

Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων, έλεγε ο Ηράκλειτος. Δηλαδή, ο δαίμων που χαρακτηρίζει υπαρξιακά κάθε άτομο, ξεκινά από τον τόπο και την κατοικία, το ήθος. Η ιδιαίτερη συγκρότηση του ατόμου δημιουργείται μετά τη συνείδηση του τόπου και του χώρου.  Για την ελληνική και τη βυζαντινή κοσμοαντίληψη ο χώρος είναι γεμάτος σημασίες, ορίζεται σαφώς και καθαγιάζεται με την παρουσία της Θείας Χάριτος. Ο τόπος αποκτά προστατευτικά μέσα για να αντιμετωπίσει τη βουλιμία του κακού που καραδοκεί έξω από τα σύνορα που έχουν καθαγιαστεί και είναι απρόσιτα.

 Τα σύγχρονα μέσα μαζικής πληροφόρησης υφαίνουν σήμερα ένα παγκόσμιο πλέγμα που απομακρύνει το εμπειρικό, το γνώριμο και το οικείο. Το παγκόσμιο αντικαθιστά το τοπικό. Το πρόσκαιρο καταργεί το ιστορικό. Ο τόπος φαίνεται να χάνει τη δύναμη του να αποκαλύπτει σημασίες. Η οικείωση είναι πια δύσκολη και γίνεται συνεχώς πιο σπάνια. Ο τόπος αποκτά πλέον χαρακτήρα διαδικαστικό κενό από σημασίες. Γίνεται χώρος που δεν είναι μόνιμος, που χρησιμεύει μόνο για να μας μεταφέρει εκεί που είναι ανάγκη να πάμε. Ο τόπος γίνεται μη τόπος. Ουσιαστική είναι η διαπίστωση ενός μεγάλου σύγχρονου διανοητή, του Martin Heidegger  ότιη έλλειψη πατρίδας είναι σήμερα ένα παγκόσμιο πεπρωμένο. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ιδεολογική και έχει την εξήγησή της,  πάντα κατά τον ίδιο διανοητή, στην αποχώρηση του ιστορικού στοιχείου μέσα από το Είναι. Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα μέσα σε ένα διαρκές παρόν.

Για μένα, λοιπόν, το πρόβλημα του μοντέρνου χώρου και τα προβλήματα της σύγχρονης πόλης είχαν ξεκαθαριστεί από τις αντιλήψεις αυτές. Παράλληλα, είχα μια έντονη επιθυμία να γνωρίσω το παρελθόν και το παρόν του Tekirdağ. Από τα βιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι της Αθήνας και στη Κωνσταντινούπολη άρχισα, πριν από 60 χρόνια, να μαζεύω παλιές φωτογραφίες. Αυτές αφορούσαν όλο τον κόσμο, αλλά έρριξα το βάρος μου στη Ραιδεστό. Έτσι, μάζεψα σχεδόν όλες τις φωτογραφίες της Ραιδεστού των αρχών του 20ού αιώνα και έψαχνα με τον φακό το περιβάλλον που υπήρχε τότε και που είχε ζήσει ο πατέρας μου. Ήθελα να βρω τί υπήρχε εκεί. Το σπίτι μας στη Ραιδεστό, κτισμένο από τον παππού μου το 1908, είχε τα πρωτεία των ερευνών και των ονειροπολήσεών μου.

 Το ιστορικό βάρος τέτοιων συλλογών έχει μεγάλη σημασία για τη συνείδηση και την κατανόηση της ταυτότητας και του πολιτισμού συγκεκριμένων λαών και εθνών και ιδίως αυτών που υφίστανται την τυραννία μιας κρίσης ταυτότητας. Η Ελλάδα είναι μια τέτοια χώρα. Η συλλογή που είχα ένιωθα ότι ικανοποιούσε μόνο εμένα και ότι ήταν αδικία να τη στερήσω και από άλλους ενδιαφερόμενους, που ήταν πολλοί. Γι΄ αυτό, όταν ο Δήμαρχος του Süleymanpaşa του Tekirdağ με βρήκε μετά από προσωπική του έρευνα, δεν δίστασα καθόλου να αποδεχθώ την τιμή που μου έκανε και μάλιστα να τον ευχαριστήσω γιατί στον σχεδιασμό του περιέλαβε ως στέγη του μουσείου φωτογραφίας το παλιό σπίτι του έκτισε ο παππούς μου και όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου, αλλά και όπου έχει ζήσει για πολλά χρόνια ο αξιότιμος Δήμαρχος κύριος Ekrem Eşkinat. Δώρησα λοιπόν τη συλλογή μου στο Δήμο του Süleymanpaşa, γιατί εκεί ανήκει.

Επίσης ευχαριστώ εκ βαθέων το Δήμαρχο κύριο Ekrem Eşkinat για την πρωτοβουλία του να μεταφράσει  στην Τουρκική το βιβλίο μου για το ταξίδι μου Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό.

Είμαι υπερήφανος γιατί μια πρωτοβουλία που είχε ιδιαίτερα κίνητρα έγινε μια πραγματικότητα που μέσω του πολιτισμού φέρνει τους λαούς κοντά και έχει συμβολική σημασία. 



























Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Η μελέτη του πολιτισμού στη Θράκη


Κατά την τελετή της αναγόρευσης του κ. Δημήτρη Α. Μαυρίδη, σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογία, της Σχολικής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, τον Μάρτιο του 2017, ο κ. Δημήτρης Α. Μαυρίδης εκφώνησε τον συνημμένο λόγο: 

Προσφωνήσεις :
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτη Κομοτηνής και Μαρώνειας,
Κύριε Πρύτανη
Κύριε Κοσμήτορα
Κύριε Πρόεδρε
Κύριοι Καθηγητές,  Κυρίες Καθηγήτριες
Αγαπητοί Σπουδαστές και Αγαπητές Σπουδάστριες


Κυρίες και Κύριοι,

 Η Θράκη βρίσκεται στο κέντρο περίπου ενός πολύ σημαντικού γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και όπου υπάρχουν μερικές από τις διασημότερες τοποθεσίες της υφηλίου.

Από τη Θράκη ακόμη περνούν οι δρόμοι που συνδέουν ηπείρους και θάλασσες, τη Δύση με την Ανατολή και τον Βορρά με τον Νότο.

Οι ακτές της Θράκης βρέχονται από τις τρεις θάλασσες της Ρωμηοσύνης: Το Αιγαίο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο. Η Θράκη είναι κομβικό σημείο για το λεγόμενο "Ανατολικό Ζήτημα", ένα ιστορικό φαινόμενο, το οποίο δημιουργείται στο μέτωπο της συνάντησης τριών ηπείρων και τριών τουλάχιστον πολιτισμών. Γεωπολιτική κομβική εστία του Ανατολικού Ζητήματος είναι η Κωνσταντινούπολη. Σημεία τριβής είναι ο Βόσπορος, ο Ελλήσποντος, το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος. Το Ανατολικό Ζήτημα είναι διαχρονικό και κύρια παράμετρός του είναι η αντιπαράθεση της Ευρώπης με την Ασία.

Είμαι από τα γεννοφάσκια μου Θρακιώτης! Κατά την ταραγμένη περίοδο των Βενετοτουρκικών Πολέμων τον 17ο και 18ο αιώνα αριθμός Μανιατών αναγκάστηκε να εκπατριστεί, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει. Κύριες περιοχές όπου έπλευσαν οι φυγάδες Μανιάτες ήταν η Δυτική Μικρά Ασία, η Θράκη και η Κορσική.  Ένας από τους φυγάδες ήταν και προπάππους μου.

Στη Θράκη, μια περιοχή που υποδέχθηκε Μανιάτες φυγάδες ήταν η εκτεταμένη λοφώδης και εύφορη έκταση που απλώνεται γύρω από το αρχαίο Ιερό Όρος, το όρος Γάνος των Βυζαντινών, το οποίο ήταν γνωστό ως μοναστική πολιτεία, παρόμοια οργανωμένη με το Άγιον Όρος. Πλησιέστερο αστικό κέντρο προς τον Γάνο είναι η αρχαία εμπορική πόλη της Ραιδεστού, ενώ γύρω από το όρος Γάνος υπάρχουν 28 χωριά στα οποία ζούσαν κυρίως Έλληνες  φυγάδες από το Αιγαίο.

Οι Μανιάτες πρόγονοί μου εγκαταστάθηκαν στο πλούσιο κεφαλοχώρι Σχολάριο. Μεταξύ άλλων πιστοποίησα οικογενειακές διηγήσεις οι οποίες μιλούν για δύο παππούδες μου, που την Άνοιξη του 1821 κρεμάστηκαν στην πύλη της Συλήβριας στα τείχη της Κωνσταντινούπολης για εκφοβισμό.

Δεν θα σας κουράσω με λεπτομέρειες από την εμπορική δραστηριότητα των μελών της οικογένειας, η οποία επεκτάθηκε μέχρι τις Ινδίες. Εκεί η πλούσια αγροτική παραγωγή της Ανατολικής Θράκης ήταν περιζήτητη. Αυτό άλλωστε χαρακτηρίζει την εξωστρεφή και τολμηρή διάθεση των ομοεθνών μας της "Καθ’ ημάς -Ανατολής". Ούτε θα αναφερθώ στα πάθη των ιδίων, όταν επιχειρήθηκε το 1913-1915 εθνική εκκαθάριση εις βάρος των Ρωμηών της Θράκης, του Πόντου και της Δυτικής Μικράς Ασίας.

Όλη αυτή την περίοδο ανεγέρθησαν δύο σπίτια: Ένα κατάγραφο ξύλινο κονάκι στο Σχολάριο, το οποίο δεν σώζεται σήμερα και ένα ξύλινο αστικό σπίτι στο Φραγκομαχαλά της Ραιδεστού, το οποίο ανήκει στο Δήμο του Τεκίρνταγκ, όπως ονομάζεται η Ραιδεστός σήμερα και προορίζεται για μουσείο του Δήμου.

Ένας καρπός της ενασχόλησής μου με τη Ραιδεστό, τα ξύλινα σπίτια της οποίας έχω φωτογραφήσει εξ ολοκλήρου,  είναι το βιβλίο "Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό - Σε αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας". Με την πείρα που απέκτησα φωτογραφίζοντας την παλαιά Ραιδεστό συνέχισα αποτυπώνοντας την ελληνική παρουσία στον πολιτιστικό χώρο της πάλαι ποτέ "Καθ’ ημάς Ανατολής". Ο επόμενος στόχος ήταν η Τρίγλια  της Βιθυνίας. Θα συνέχιζα με την Κομοτηνή, της οποίας όμως το ιστορικό βάθος κατά την βυζαντινή εποχή ήταν δύσκολο να  διαχειριστώ.
 Η προσπάθειά μου για την Κωνσταντινούπολη υπερέβαινε τις δυνάμεις μου. Ασχολήθηκα, λοιπόν, με την Ξάνθη.

Θα φανεί ίσως παράξενο αν σας πω ότι τα πέντε βιβλία που έχω γράψει για την Ξάνθη δεν στοχεύουν αποκλειστικά στην τοπική ιστορία. Εκείνο που κυρίως με απασχολεί είναι γενικές αρχές που μεταφέρουν και διατηρούν σημασίες. Και οι σημασίες αυτές είναι συγκεκριμένες. Σημαίνουν την ταυτότητα και οδηγούν στην ελευθερία, αφού η θρησκευτική μας πίστη, η παράδοση, η ιστορία, η γλώσσα και η τοπικότητα είναι τα στοιχεία και οι βάσεις της ελευθερίας μας, και αφού η ασφαλέστερη ανεξαρτησία βασίζεται στην πολιτισμική ταυτότητα, ενώ η πιο απόλυτη υποδούλωση βασίζεται στην πολιτισμική υποταγή.

Στη χωροταξική διάταξη της Ξάνθης διακρίνονται ακόμη οι βυζαντινές μυστικές αντιλήψεις για καθαγίαση του χώρου. Έπειτα, η πόλη, όπως διατηρείται κτισμένη γύρω από τις εκκλησίες, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα οικισμού της "Καθ’ ημάς Ανατολής". Αλλά είναι και το πληρέστερα διατηρούμενο στον ελλαδικό χώρο δομημένο παράδειγμα της κοινοτικής οργάνωσης του νεότερου Ελληνισμού κατά την ύστερη Τουρκοκρατία. Κτίτορας της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα με την καθοδήγηση της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι πόροι για την ανέγερση της πόλης προέρχονται από την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα της κοινότητας. Η Ξάνθη είναι δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού.

Η εκ βάθρων ανέγερση της κατεστραμμένης από σεισμούς πόλης το 1829, γίνεται από μπουλούκια οικοδόμων από τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Αυτοί μεταφέρουν τον λαϊκό πολιτισμό του αναγεννημένου Νέου Ελληνισμού στην Ξάνθη και τη Θράκη.

Οι επαφές με την Κεντρική Ευρώπη, λόγω της έντονης εμπορικής δραστηριότητας σχετικά με τον καπνό, αποτυπώνονται στο χαρακτήρα της πόλης. Η πόλη αποκτά κοσμοπολίτικο αέρα και αναδεικνύεται σε ελληνικό οικονομικό κέντρο, υπό Οθωμανική Διοίκηση.  Μεγάλη είναι η κινητικότητα των πληθυσμών της πόλης, η οποία αποτελεί ένα καταφύγιο φυγάδων και προσφύγων.

Στη διατηρούμενη Παλιά Πόλη της Ξάνθης απαντώνται στοιχεία της λαϊκής, της "αρχοντικής" και της εκκλησιαστικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Τα παραδοσιακά αυτά στοιχεία συνυπάρχουν με στοιχεία της κεντροευρωπαϊκής μπελ επόκ, της αρχιτεκτονικής του εκλεκτικισμού των αστικών κέντρων της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και του νεοκλασικισμού του Νέου Ελληνικού Κράτους. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης είναι ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο, καθρέπτης της εξωστρέφειας του Ελληνισμού και του κοσμοπολιτισμού των Ρωμηών της "Καθ’ ημάς Ανατολής", αλλά και τόπος αρμονικής συμβίωσης πληθυσμών με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές.

Έχουμε, δηλαδή, εδώ τη ζώσα και ορατή παρουσία όσων συνιστούν την εθνική και πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία: Βυζάντιο, Νέος Ελληνισμός, "Καθ’ ημάς Ανατολή",  Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, Κοινότητες των Ρωμηών κατά την Τουρκοκρατία, Μικρασιατική Καταστροφή.

Όμως οι σημασίες που μεταφέρει η Παλιά Πόλη της Ξάνθης δεν αφορούν μόνο το ιστορικό περιβάλλον, αλλά απλώνονται και στη σύγχρονη προβληματική, όπως συνειδητά ή ασυνείδητα τη βιώνουμε.

 Διαστημικοί δορυφόροι, ερτζιανά κύματα, ψηφιακή καλωδίωση, συστήματα πληροφόρησης υφαίνουν σήμερα ένα παγκόσμιο πλέγμα που απομακρύνει το εμπειρικό, το γνώριμο και το οικείο. Το παγκόσμιο αντικαθιστά το τοπικό. Το πρόσκαιρο καταργεί το ιστορικό. Ο τόπος φαίνεται να χάνει τη δύναμη του να αποκαλύπτει σημασίες. Η οικείωση είναι πια δύσκολη και γίνεται συνεχώς πιο σπάνια. Ο τόπος αποκτά πλέον χαρακτήρα διαδικαστικό κενό από σημασίες. Γίνεται χώρος που δεν είναι μόνιμος, που χρησιμεύει μόνο για να μας μεταφέρει εκεί που είναι ανάγκη να πάμε. Ο τόπος γίνεται μη τόπος. Ουσιαστική είναι η διαπίστωση ενός μεγάλου σύγχρονου διανοητή ότι "η έλλειψη πατρίδας είναι σήμερα ένα παγκόσμιο πεπρωμένο". Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ιδεολογική και έχει την εξήγησή της,  πάντα κατά τον ίδιο διανοητή, "στην αποχώρηση του ιστορικού στοιχείου μέσα από το Είναι". Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα μέσα σε ένα "διαρκές παρόν".

Μετά το 1922, με την καταστροφή του ευρύτερου Ελληνισμού, η Ελλάδα περιορίζεται όλο και περισσότερο σε μια χώρα των συνόρων. Τα σύνορά μας όμως δεν βρίσκονται πια μόνο στον Έβρο, στο Αιγαίο ή στην Κύπρο, αλλά και παντού εκεί όπου φθάνει η παιδεία μας, η αίσθηση του τόπου και η συνείδηση της ταυτότητας. Τα σύνορα παύουν να είναι γραμμικά και απλώνονται και διακλαδώνονται παντού στον εμπειρικό και στον νοητικό χώρο. Φαίνεται πια καθαρά ότι είναι απολύτως αναγκαίο να επανασυνδεθούμε σταθερά με αυτό που μας καθορίζει.

Ιδού λοιπόν σήμερα εδώ οι πόλεις της Θράκης ως σύνορα και ως τόποι, απ’ όπου μπορούμε να πλησιάσουμε αυτό που μας φαίνεται μακρινό, να συνδέσουμε το πρόσκαιρο με το διαρκές και να αντικαταστήσουμε το άξενο με το οικείο.

Ευχαριστώ εκ βαθέων τη Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης και ειδικότερα το Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας ,για την τιμή που μου επιφύλαξαν.

Αυτό με ικανοποιεί, γιατί το ερμηνεύω ως αποτέλεσμα συλλογικής συναίνεσης και αποδοχής. Πράγμα που αξιολογώ ιδιαίτερα, γιατί πιστεύω ότι χωρίς τη συλλογικότητα η κοινωνική πραγματικότητα προκύπτει μόνο προσθετικά, ως άθροισμα ατομικών ιδιοτήτων και όχι ως ενιαία παράδοση και ζωντανός πολιτισμός. Αυτή την ενιαία παράδοση και τον ζωντανό πολιτισμό είναι αναγκαίο να παρουσιάσουμε και να αναδείξουμε.

Κυρίες και κύριοι σας ευχαριστώ.


Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Αναμνήσεις από τη Βόρειο Ελλάδα κατά την εποχή του Εμφυλίου, 1946-1949




Ο πατέρας μου Αλέκος ήταν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος στην Καβάλα. Δεν ήταν Καβαλιώτης, στην Καβάλα βρέθηκε ως πρόσφυγας από τη Ραιδεστό μετά την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης από τον Ελληνικό Στρατό τον Οκτώβριο του 1922. Ήταν θρακιώτης με απώτερη καταγωγή από τη Μάνη.

Το 1940, ο πατέρας μου μετατέθηκε ως Διευθυντής στο υποκατάστημα της Τράπεζας στη Φλώρινα. Εκεί τον ακολούθησε και η μητέρα μου, με την οποία παντρεύτηκε το 1941. Η μητέρα μου είχε γεννηθεί στην Καβάλα. Τον ακολούθησαν επίσης τα δύο αδέλφια του Δωροθέα και Νίκος, αφού η Καβάλα καταλήφθηκε τον Απρίλιο του 1941 από τους Βούλγαρους και μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την πόλη. Εγώ γεννήθηκα στη Φλώρινα το 1942. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε η αδελφή μου. Απορώ ακόμη πως μέσα στις αβεβαιότητες και τους κινδύνους της εποχής εκείνης ο πατέρας μου δύο φορές ξεριζωμένος και η μητέρα μου, είχαν το κουράγιο να κάνουν παιδιά. 

Τον Απρίλιο του 1941 με την εισβολή των Γερμανών, ο Διευθυντής και το προσωπικό του Υποκαταστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος της Φλώρινας διετάχθησαν να παραλάβουν μέρος των αρχείων της Τράπεζας καθώς και όλο το ταμείο και να το μεταφέρουν με τη φροντίδα τους στην Αθήνα. Ο πατέρας μου νοίκιασε αυτοκίνητα και προλαβαίνοντας να περάσει το Μέτσοβο, πριν το καταλάβουν οι Γερμανοί, βρέθηκε στην Νότιο Ελλάδα. Εκεί, στο δρόμο Μάνδρας – Ελευσίνας ένα γερμανικό αεροπλάνο πολυβόλησε, χωρίς να προξενήσει μεγάλες ζημιές, την πομπή των αυτοκινήτων που κατέβαινε προς την Αθήνα. Το αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν ο πατέρας μου έπεσε σε ένα χαντάκι και ο πατέρας μου τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε σε αγγλικό πρόχειρο νοσοκομείο στην Ελευσίνα. Τα τραύματά του δεν ήταν σοβαρά, έχασε όμως πολλά από τα δόντια του που δεν τα αναπλήρωσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Γρήγορα έφτασε στην Αθήνα. Οι υπάλληλοι της Φλώρινας εντάχθηκαν στο προσωπικό του αθηναϊκού κεντρικού καταστήματος για λίγο χρόνο όσο τα πράγματα πάρουν μια μορφή. Ο πατέρας μου αρνήθηκε να παρακολουθήσει στις 3 Μαΐου 1941 τη μεγάλη γερμανική παρέλαση της Στρατιάς του Λίστ παρά τις συστάσεις που έγιναν προς όλους τους υπαλλήλους.

Στη Φλώρινα μέναμε στον πρώτο όροφο ενός κτηρίου στο κέντρο της πόλης. Το ισόγειο ήταν το υποκατάστημα της Τράπεζας. Για ένα διάστημα το κτήριο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και εμείς μεταφερθήκαμε στο αρχοντικό Σαπουντζή στις όχθες του ποταμού Σακουλέβα, που νομίζω σήμερα είναι μουσείο.  Η πόλη είναι κτισμένη σε μια στενή κοιλάδα που τη διασχίζει ο ποταμός Σακουλέβας. Δεν θυμάμαι και πολλά. Έχω αμυδρές αναμνήσεις από την αγορά και την πλατεία. Θυμάμαι τα κόκκινα γαλλικά κεραμίδια που βλέπαμε από το παράθυρό μας. Από το ίδιο παράθυρο κοιτάζαμε τα απέναντι βουνά και τον βαθύ μπλε ουρανό με τα άσπρα πυκνά σύννεφα, που αργά το απόγευμα γινόταν κόκκινα και χρυσά. Θα πρέπει να καθόμουν ώρες σε κείνο το παράθυρο. Θυμάμαι επίσης τα άλογα στην πλατεία και τη γέφυρα στον ποταμό Σακουλέβα που πάνω της συνάντησα έναν Άγγλο που μού έδωσε μια σοκολάτα. Θυμάμαι επίσης να σκαρφαλώνω με τη μητέρα μου πάνω σε σωρούς από ρούχα που αμέσως μετά την απελευθέρωση τα είχαν στείλει από την Αμερική για να βοηθήσουν τους εξαθλιωμένους Έλληνες.

Πολλά από κείνα που θυμάμαι είναι διάφορες μεταγενέστερες διηγήσεις που τις ανέπλαθα με τη φαντασία μου και τις έκανα πραγματικότητα. Μια συνηθισμένη διήγηση ήταν το πως ειδοποιήθηκε η μαμή τις πρωινές ώρες μιας μέρας του Δεκέμβριου του 1942, όταν πιάσαν τη μητέρα μου οι πρώτοι πόνοι της γέννησής μου. Ο πατέρας μου πανικόβλητος βγήκε έξω για να πάει στο σπίτι της μαμής μερικά τετράγωνα πιο κάτω. Έπεσε όμως πάνω σε μια περίπολο Γερμανών με τους οποίους δεν μπορούσε να συνεννοηθεί και συνελήφθη. Υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας.  Κοντά στην πλατεία ήταν ανοικτό ακόμη ένα κέντρο διασκέδασης και ο πατέρας μου ζήτησε βοήθεια. Βγήκε τότε κάποια κοπέλα, που με τα γερμανικά που γνώριζε εξήγησε στους στρατιώτες τί συνέβαινε. Όλα εξελίχθηκαν κατ΄ ευχήν. Τρία χρόνια μετά η κοπέλα εκείνη δικάστηκε για συνεργασία με τους Γερμανούς. Ο πατέρας μου, που γνώριζε τους στρατοδίκες, φρόντισε για την επιείκειά τους.

Άλλες διηγήσεις συνδέονται με τον μεγάλο βομβαρδισμό της Φλώρινας. Αυτό συνέβη στις 27.4.1944 και έγινε από 24 αμερικανικά liberators που απογειώθηκαν από το Ριμίνι της Ιταλίας. Βομβαρδίστηκε κυρίως ο σιδηροδρομικός σταθμός, αλλά οι βόμβες έπληξαν και τμήμα της πόλης και μετρήθηκαν αρκετοί νεκροί. Διηγούνταν πώς οι Γερμανοί και τα άλογά τους διαμελίστηκαν και διασκορπίστηκαν στους δρόμους της πόλης. Θυμάμαι κάτι σπηλιές στις όχθες μάλλον του ποταμού, στις οποίες τρέχαμε να κρυφτούμε. Θυμάμαι επίσης τη μεγάλη τσιμεντένια σκάλα της τράπεζας, κάτω από την οποία προφυλαχθήκαμε. Ο θείος μου που βρισκόταν στο δρόμο έτρεξε και σκαρφάλωσε ξυπόλητος, αφού τα παπούτσια του είχαν χαθεί από τα κύματα των εκρήξεων, στο διπλανό λόφο απ΄ όπου μέσα στους καπνούς και στις σκόνες διέκρινε το κτήριο της τράπεζας να στέκεται χωρίς να έχει πληγεί.

Οι διηγήσεις του πατέρα μου μετά ήταν χαρακτηριστικές για το τί τράβηξε στη Φλώρινα. Σαν διευθυντής της Τράπεζας, απορούσε πώς επέζησε από τις πιέσεις και τις απαιτήσεις των τριών αντιμαχόμενων κατά την Κατοχή : των Γερμανών, των Ελλήνων ανταρτών και των Σλαβομακεδόνων ανταρτών. Φυλάγω ακόμη ένα γράμμα του σε φίλο, όπου διατραγωδεί την κατάσταση και την ατμόσφαιρα τρόμου γράφοντας ότι: το κεφάλι του δεν στέκεται καλά στους ώμους του.  Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό που συνέβη στην πλατεία της Φλώρινας. Ένα κυριακάτικο πρωινό μετά την αποχώρηση των Γερμανών ο πατέρας μου καθόταν μαζί με φίλους του σε καφενείο της πλατείας της Φλώρινας. Τότε πέρασε ένας οπλισμένος αντάρτης ο οποίος χαιρέτησε τον πατέρα μου και μάλιστα του έπιασε κουβέντα. Οι φίλοι του πάγωσαν. Που τον ξέρεις αυτόν, Αλέκο; , ρώτησαν οι έντρομοι φίλοι του μόλις ο αντάρτης έφυγε. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος σφαγέας των Ελλήνων. , είπαν οι φίλοι του. Ήταν όμως ο κουρέας μου, απάντησε ο πατέρας μου και τον ξέρω χρόνια.

Και πράγματι. Το κεφάλι του δεν στεκόταν καλά στους ώμους του. Με την αποχώρηση των Γερμανών και την είσοδο των ανταρτών στη Φλώρινα άρχισαν προγραφές και εκτελέσεις προσώπων που είτε κατείχαν υψηλές κοινωνικές θέσεις, είτε δεν ήταν αρεστά στους αντάρτες. Μεταξύ αυτών που βρίσκονταν στη λίστα της προγραφής υπήρχε και το όνομα του πατέρα μου. Ο φίλος του κουρέας βρισκόταν ψηλά στην ιεραρχία των ανταρτών και φρόντισε να σβηστεί το όνομα του πατέρα μου. Αυτό συνέβη δυο φορές και η αγωνία του πατέρα μου όλο και μεγάλωνε. Η κατάσταση αυτή τον οδήγησε σε νευρική κατάπτωση, ανησυχούσε μόνιμα για μας και ήθελε να φύγει από τη Φλώρινα. Θυμάμαι για χρόνια μετά τον πατέρα μου να ταλαιπωρείται σαν μάρτυρας σε δίκες, στις οποίες διάφοροι δικάζονταν είτε γιατί είχαν εκδηλωθεί ως Σλαβομακεδόνες, είτε γιατί είχαν λάβει μέρος στη λεηλασία της Τράπεζας μετά την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου. Έτσι, προσπαθούσε για χρόνια χωρίς επιτυχία να μετατεθεί και να φύγει νοτιότερα. 

Χαρακτηριστικά άκουγα κάποια ιστορία για ένα γνωστό μας νέο που θεώρησε χρέος του να καταφύγει στο βουνό με τους αντάρτες. Εκεί, τις πρώτες μέρες της άφιξής του πρόβαλε αντιρρήσεις στον διαφωτιστή σχετικά με τη μελλοντική διακυβέρνηση της Μακεδονίας, η οποία κατά τον διαφωτιστή θα ήταν χώρα Σλάβων και Ελλήνων. Οι αντιρρήσεις αυτές ήταν αιτία για να κατακρεουργηθεί χωρίς καθυστέρηση. 

Στις αρχές του 1947 φύγαμε επιτέλους από τη Φλώρινα. Ο πατέρας μου μετατέθηκε στην Ξάνθη. Πήραμε όλοι το τρένο τη δεύτερη μέρα του Πάσχα και φορτώσαμε 18 βαλίτσες και μερικά δέματα, όπως φαίνεται στη φορτωτική που φύλαξε ο πατέρας μου. Απορώ σήμερα πώς μαζεύτηκαν τόσα πράγματα. Θα πρέπει να ήταν ρούχα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Έχω την εντύπωση ότι τα πράγματα που διαθέταμε τότε ήταν πολύ λίγα. Από τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαμε μετά στο σπίτι μας, λίγα ανήκαν σε αυτή την παλιά εποχή. Μπορώ να εντοπίσω σήμερα μόνο λίγα σκεπάσματα, μερικά ταψιά και κυρίως κάποια ασημικά, που είχαν διασωθεί από τη Θράκη και τις προηγούμενες μετακινήσεις, όπως και μερικά βιβλία που σώζονται μέχρι σήμερα. Δεν είχαμε καθόλου έπιπλα, ούτε και κρεβάτια, αυτά τα βρίσκαμε στα σπίτια στα οποία μετακομίζαμε. Απορώ επίσης, πως σε εκείνο το ταξίδι διακίνησαν οι τέσσερις μεγάλοι τα δύο μικρά παιδιά και το πλήθος από τις βαλίτσες και τα δέματα. Το ταξίδι μας διακόπηκε πρώτα στην Έδεσσα, μετά στη Θεσσαλονίκη, όπου και εγκαταλείψαμε το τρένο για να πάρουμε λεωφορείο και τέλος στην Καβάλα, για να παραμείνουμε εκεί μια-δυό νύχτες. Το ταξίδι μας για την Ξάνθη έγινε πάλι με λεωφορείο.

Το ταξίδι αυτό κράτησε δύο εβδομάδες. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Απλώς ακολουθούσα τους άλλους και πήγαινα μαζί τους, όταν δεν με κρατούσαν από το χέρι. Ωστόσο, μόλις εγκαταλείψαμε τον σιδηροδρομικό σταθμό της Φλώρινας έμεινα κατάπληκτος με αυτά που έβλεπα. Ο σταθμός, πέρα από τον οποίο δεν είχα απομακρυνθεί ποτέ, βρισκόταν στην είσοδο της κοιλάδας που είναι κτισμένη η Φλώρινα. Νότια του σταθμού η σιδηροδρομική γραμμή διασχίζει μια πεδιάδα και πιο κάτω περνά κατά μήκος της λίμνης Βεγορίτιδας. Η κατάπληξή μου άρχισε με τον ορίζοντα, που για πρώτη φορά έβλεπα και δεν μπορούσα να καταλάβω τι πραγματικά ήταν. Είχα συνηθίσει να βλέπω γύρω μου τα υψώματα που περιβάλλουν τη Φλώρινα. Η κατάπληξή μου κορυφώθηκε όταν αντίκρισα τη λίμνη και τον ορίζοντα που σχημάτιζε το νερό με τον ουρανό. Είχα την εντύπωση ότι ο ουρανός έπεφτε μέσα στη λίμνη και δεν μπορούσα να εξηγήσω πως αυτό συνέβαινε. Μου ήταν αδιανόητη η αίσθηση του χάους και του απείρου που μου γεννούσε ο ορίζοντας.

Σύντομα φτάσαμε στην Έδεσσα όπου και κατεβήκαμε. Κάναμε βόλτες στον κεντρικό δρόμο και επισκεφθήκαμε κάτι γνωστούς του πατέρα μου. Μου φαίνεται ότι θα πρέπει να ήταν συμπατριώτες του από τη Ραιδεστό, αφού ανάλογες επισκέψεις θα γινόταν συχνές στο μέλλον, όταν θα βρισκόμασταν σε άλλες πόλεις. Θα πρέπει να μείναμε ένα βράδυ στην Έδεσσα.

Στη συνέχεια του ταξιδιού μας πάλι με το τρένο θυμάμαι να περνάμε μέσα από τα βουνά. Τώρα το τρένο ήταν γεμάτο κόσμο, αλλά και στρατιώτες με όπλα που συχνά ανέβαιναν και περπατούσαν όρθιοι πάνω στα βαγόνια. Ο συρμός θα πρέπει να πήγαινε με πολύ χαμηλή ταχύτητα, αφού οι στρατιώτες βγαίναν έξω και περπατούσαν παράλληλα στη γραμμή συνοδεύοντας το τρένο. Μαζί με το τρένο κινούνταν εκατέρωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής δύο τανκ. Σε κάποιο σημείο, όπου ο δρόμος στένευε, ένα από τα δύο τανκ αναποδογύρισε και εγκλώβισε το πλήρωμά του. Οι στρατιώτες μαζί με άνδρες από τους επιβάτες του τρένου έτρεξαν και κατάφεραν να επαναφέρουν το τανκ και να απελευθερώσουν το πλήρωμά του. Μαζί με αυτούς βοήθησαν ήταν, θυμάμαι, και ο θείος μου. Με τα πολλά, την ίδια μέρα, αφού φαίνεται ότι το ταξίδι στη νύχτα θα ήταν επικίνδυνο, φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι ακόμα την καμπίνα του τρένου και όλους να αναρωτιούνται πότε θα φθάσουμε στη Θεσσαλονίκη. 

Μείναμε σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Παρατήρησα πάλι τη θάλασσα με κατάπληξη και άρχισα να συνηθίζω την ύπαρξη του ορίζοντα. Στη Θεσσαλονίκη συναντήσαμε ένα περιβάλλον που μου φάνηκε τότε κοσμοπολίτικο. Με ενθουσίασε η αίσθηση της απόλαυσης της ζωής που μου γεννούσαν οι γεμάτοι κόσμο δρόμοι. Κάθε βράδυ η παραλία πλημμύριζε από κόσμο  κι εμείς καθόμασταν σε ένα κέντρο και απολαμβάναμε το θέαμά του και την κίνηση. Τρώγαμε στο εστιατόριο «Όλυμπος - Νάουσα», που μου φάνηκε σαν τόπος μαγικός. Γοητεύτηκα από τον πλούτο των εκπλήξεων που μου επιφύλασσε κάθε επίσκεψη εκεί και από τους ήρεμους θορύβους και την ικανοποίηση που ήταν διάχυτη. Στη Θεσσαλονίκη δεν παραλείψαμε βέβαια να επισκεφθούμε πάλι και γνωστούς μας από τη Ραιδεστό.

Στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα φαινόταν πολιτισμένα και ηρέμησαν όλοι, ξεχνώντας τις ανησυχίες που τους τυραννούσαν. Εμείς τα παιδιά δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε αυτό, το αισθανόμαστε όμως. Τώρα εξηγώ τη μεταβολή της διάθεσης των μεγάλων στο ότι βρισκόταν επιτέλους κοντά στη θάλασσα σε περιβάλλον που θεωρούσαν ασφαλές. Και είχαν δίκιο, λίγους μήνες μετά ο Δημοκρατικός Στρατός επεδίωξε να καταλάβει μία πόλη για να την ορίσει έδρα της κυβέρνησής του. Η πολιορκημένη Φλώρινα υπέστη επίθεση και αιματηρές οδομαχίες έλαβαν χώρα μέσα στην πόλη.

Το λεωφορείο μας έφερε στην Καβάλα χωρίς απρόοπτα, εκτός βέβαια από την μεταφορά του πάνω σε μία σχεδία από την μία έως την άλλη όχθη του ποταμού Στρυμόνα του οποίου οι γέφυρες είχαν ανατιναχθεί. Μόλις φθάσαμε στην Καβάλα θυμάμαι πως είδα σε κάποιο περίπτερο το νέο τεύχος του περιοδικού «Ελληνόπουλο» και παρά το ότι δεν διάβαζα ακόμη ζήτησα από τον πατέρα μου να μου το αγοράσει. Το έχω ακόμη και η ημερομηνία του είναι 12η Απριλίου 1947.

Στην Καβάλα μείναμε στο σπίτι του παππού μου στην Παναγία, λίγο κάτω από το κάστρο. Ήταν ένα παλιό σπίτι, ιδιοκτησία Τούρκων που το είχαν εγκαταλείψει με την Ανταλλαγή. Δεν θυμάμαι πόσο μείναμε. Η Καβάλα μου έδωσε για το παλιό τμήμα της την εντύπωση της Ανατολής. Στη συνοικία που μέναμε πλανιόταν ακόμη η ατμόσφαιρα μιας τουρκικής πόλης. Στο κάτω τμήμα όμως, κοντά στη θάλασσα και την πλατεία, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Υπήρχαν κέντρα και κινηματογράφοι που το βράδυ γέμιζαν ζωή. Υπήρχε μια πολιτισμένη αστική ατμόσφαιρα και μια ηρεμία που με γέμιζε ικανοποίηση.

Φύγαμε με το λεωφορείο ένα πρωινό για την Ξάνθη. Θυμάμαι πως καθόμουν με τη μητέρα μου στο μπροστινό κάθισμα κοντά στον οδηγό. Ρωτούσα συνεχώς πότε φθάνουμε. Φαίνεται ότι τα ταξίδια και τα λεωφορεία με είχαν κουράσει. Στον Νέστο περάσαμε πάλι με τη γνώριμη τώρα σχεδία, αφού κι εκεί δεν υπήρχε γέφυρα. Τέλος, το απόγευμα, είδαμε από μακριά τα βουνά και τα μοναστήρια της Ξάνθης. Η μητέρα μου με σήκωσε από το κάθισμα για να δω δύο χανούμισες με άσπρα μαντήλια που με τα γαϊδουράκια τους βρισκόταν μπροστά μας.

Στην Ξάνθη μείναμε σε ένα ξενοδοχείο για αρκετές μέρες. Φαίνεται ότι το διαμέρισμα που προοριζόταν για μας δεν ήταν ακόμη έτοιμο. Ήταν ο πρώτος όροφος στο αρχοντικό Στάλιου, στο ισόγειο του οποίου στεγαζόταν το υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος. Για μέρες άκουγα συζητήσεις για τα χρήματα που ήταν να έρθουν. Πράγματι, ένα πρωινό κατέφθασε ένα φορτηγό και χωροφύλακες σε μοτοσικλέτες. Ήταν γεμάτο πράσινους σάκους με χαρτονομίσματα σε πακέτα. Εγώ είχα την εντύπωση ότι ήταν δικά μας. Ήταν τα χρήματα που θα κινούσαν τη νεκρή αγορά της Ξάνθης και που η Τράπεζα δάνειζε με ευνοϊκούς όρους στους επαγγελματίες και στους εμπόρους της Ξάνθης. Είχαν μόλις επιστρέψει από τη φυγή που τους επέβαλαν οι Βούλγαροι και προσπαθούσαν να ανορθώσουν τα καταστήματα και τις επιχειρήσεις τους.

Για παραπάνω από ένα χρόνο περνούσα τον καιρό μου με το να ψάχνω τον μαγικό κόσμο του μικρού κήπου πίσω από το αρχοντικό Στάλιου. Και τί δεν ανακάλυπτα εκεί! Βρήκα ένα βουλγάρικο γραμματόσημο και ένα νόμισμα της Ελληνικής Δημοκρατίας με τον φοίνικα. Μια χαλασμένη αριθμομηχανή συγκέντρωσε την προσοχή μου. Βρήκα επίσης πολλά έντομα που μου φάνηκαν σαν το πιο παράξενο πράγμα που είχα δει. Για ώρες καθόμουν ανάμεσα στα μπαούλα σε δωμάτιο του ορόφου το οποίο χρησιμοποιούσαμε για αποθήκη. Άκουγα τους θορύβους του δρόμου και της γειτονιάς και ονειροπολούσα. Για το διάστημα αυτό δεν ξέρω για ποιο λόγο δεν πήγα σε νηπιαγωγείο. Ίσως γιατί δεν υπήρχαν νηπιαγωγεία εκεί. Τα βράδια πηγαίναμε στην πλατεία και καθόμασταν σε ένα εστιατόριο από τα πολλά που είχε τότε η Ξάνθη. Τις Κυριακές μας έπαιρνε τα πρωινά η μητέρα μου και πηγαίναμε στον Δημοτικό Κήπο, ένα υπαίθριο κέντρο δίπλα στον Κόσσινθο, το ποτάμι της Ξάνθης. Καθόμασταν για ώρες κάτω από τα πλατάνια σε ένα κέντρο, που υπάρχει ακόμη. Γύρω μας κυλούσαν σε ποταμάκια νερά που κατέληγαν σε νερόμυλους. Εμείς τα παιδιά παίζαμε με άλλα παιδιά που βρίσκαμε εκεί. Ήταν όλα ειρηνικά και ηλιόλουστα. Μια μέρα όμως βρέθηκα κοντά σε ένα θάμνο από τους πολλούς που σχημάτιζαν τοίχο και περιόριζαν τους κήπους. Εκεί στον κορμό του θάμνου διάκρινα ένα βλήμα. Ήταν χάλκινο και λαμπύριζε στον ήλιο όταν το πήρα στα χέρια μου. Ήταν βαρύ και με κόπο το πήγα στη μητέρα μου.

Ένα ανάλογο επεισόδιο συνέβη στην υπόγεια αποθήκη της Τράπεζας, όπου πήγαινα συχνά και έψαχνα για περιοδικά και εφημερίδες που πολλές από αυτές ήταν βουλγάρικες. Το κτήριο της Τράπεζας είχε χρησιμοποιηθεί ως Αρχηγείο της Βουλγαρικής Αστυνομίας και αργότερα έμαθα ότι πολλοί πατριώτες βασανίστηκαν απάνθρωπα εκεί. Μια μέρα ακούμπησα με τα δάχτυλά μου ένα καλώδιο που ακόμα θυμάμαι ζωηρά πως είχε το μεταλλικό πυρήνα του γυμνό στο τέλος του. Ένα κύμα μιας άγνωστης δύναμης που γέμισε πόνο το κορμί μου ήταν το αποτέλεσμα. Πετάχτηκα μερικά μέτρα μακρύτερα μέσα σε μια αίσθηση ότι ο κόσμος τέλειωνε. Είχα υποστεί ηλεκτροπληξία. Τι ζητούσε όμως το καλώδιο αυτό σε κείνο το σημείο; Τώρα υποθέτω ότι το καλώδιο αποτελούσε τμήμα του εξοπλισμού βασανισμού των πατριωτών από τους Βούλγαρους και ότι έμεινε εκεί από αμέλεια των συντηρητών του κτηρίου. Αργότερα ο πατέρας μου ερεύνησε το πρόβλημα και έκοψε το καλώδιο και την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε αυτό.

Το 1947 πέρασε ειρηνικά. Ωστόσο, το 1948 βρεθήκαμε στο κέντρο των μαχών που γινόταν για να εξασφαλίσει ο δημοκρατικός στρατός μια επαρχιακή πόλη που θα έπαιζε τον ρόλο της έδρας μιας προσωρινής κυβέρνησης. Αντάρτικες μονάδες κατέβαιναν τη νύχτα προς τα βουνά Πριόνι που βρίσκονται ανατολικά της Ξάνθης. Εκεί εγκαθιστούσαν πυροβόλα και βομβάρδιζαν την πόλη. Κοντά στο σπίτι μας υπάρχει επιβλητικό αρχοντικό του Ισαάκ Δανιήλ που υψώνεται πάνω απ΄ όλα τα κτίσματα της περιοχής, όπου και δεσπόζει. Σε αυτό το αρχοντικό είχε εγκατασταθεί η διοίκηση του στρατού. Σε μια μεγάλη βεράντα του αρχοντικού του Ισαάκ Δανιήλ, που βλέπει στα πόδια της όλη την πόλη, ο Στρατός είχε εγκαταστήσει μεγάλα μεγάφωνα που παιάνιζαν όλη τη μέρα και μετέδιδαν συνθήματα. Θυμάμαι ζωηρά το «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» να παιανίζει τραγουδημένο από χορωδία χωρίς σταματημό. Γύρω είχε γεμίσει φορτηγά και τζιπ. Ο στρατός πηγαινοερχόταν συνεχώς. Το κτήριο της «Μεραρχίας», όπως ονομάζαμε τότε το αρχοντικό του Ισαάκ Δανιήλ, ήταν τη νύχτα ο στόχος των βομβαρδισμών.

Κάθε βράδυ σχεδόν λίγο μετά που νύχτωνε τα αντάρτικα πυροβόλα άρχιζαν να βάλουν με στόχο την έδρα και το στρατόπεδο της πόλης. Δεν ξέρω πόσα βλήματα βρίσκαν τον στόχο τους. Το κτήριο της «Μεραρχίας» υπάρχει και σήμερα και δεν φαίνεται να έχει υποστεί ζημιές από βομβαρδισμούς. Πάντως τα βλήματα ακούγονταν να περνούν σφυρίζοντας από πάνω μας. Ο βομβαρδισμός άρχιζε συνήθως μόλις νύχτωνε, την ώρα που είχε δημιουργηθεί η λεγόμενη «βόλτα» και πολύς κόσμος βρισκόταν έξω κοντά στα πάρκα και το ποτάμι. Μόλις άρχιζαν να ακούγονται τα σφυρίγματα των οβίδων έτρεχαν όλοι πανικόβλητοι να κρυφτούν. Δεν κατάλαβα αν η «βόλτα» αποτελούσε στόχο των βομβαρδισμών. Οπωσδήποτε, ο κόσμος επέμενε στη «βόλτα» και την επόμενη μέρα πήγαινε ξανά για να φύγει κακήν κακώς πανικόβλητος μετά από λίγες ώρες.

Την ίδια εποχή ο στρατός άδειασε τα χωριά των Πομάκων, ώστε οι αντάρτες να στερηθούν από τον ανεφοδιασμό που οι Πομάκοι, θέλοντας και μη, τους παρείχαν. Η Ξάνθη γέμισε αγρότες με τις οικογένειές τους. Πολλοί από αυτούς κοιμόταν στους δρόμους. Ο πατέρας μου, που ήταν συμπονετικός, πήρε ένα κοριτσάκι και το έφερε στο σπίτι μας. Έμεινε μαζί μας σχεδόν δύο χρόνια.

Αργότερα, το 1948, οι αντάρτες άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη. Άκουγες τη νύχτα πυροβολισμούς και πολυβολισμούς. Μόλις νύχτωνε οι στρατιώτες βγαίναν στο δρόμο και ακροβολιζόταν. Μπροστά στο σπίτι μας και σε όλο τον δρόμο ξάπλωναν στο πεζοδρόμιο με το όπλο στο χέρι. Επειδή το σπίτι μας βρισκόταν κοντά στην έδρα του στρατού, η οποία ήταν και στόχος των ανταρτών, μας είπαν ότι καλύτερα θα ήταν να πάμε σε άλλο σπίτι. Ωστόσο, δεν ξέρω γιατί, μείναμε εκεί και μάλιστα λίγα βράδια ερχόταν χωροφύλακες και μας βοηθούσαν να περάσουμε τη μάνδρα για να φύγουμε από το πίσω μέρος του σπιτιού. Μπροστά φαίνεται ότι ήταν επικίνδυνο. Δεν θυμάμαι σε ποιό σπίτι πηγαίναμε για να περάσουμε την υπόλοιπη νύχτα.

Το 1948 πήγα στο σχολείο, που βρισκόταν κοντά μας στον περίβολο μιας εκκλησίας και ήταν σχολείο της Ορθόδοξης Κοινότητας από την Τουρκοκρατία. Όμως, για μερικούς μήνες εμείς τα παιδιά κατεβήκαμε με τη μητέρα μας στην Καβάλα. Φαίνεται ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα και εμείς έπρεπε να απομακρυνθούμε. Στην Καβάλα πήγα για κάποιο διάστημα σε ένα ιδιωτικό σχολείο. Ο πατέρας μας δεν μπορούσε να έρθει να μας συναντήσει. Το ταξίδι με το λεωφορείο ήταν πολύ επικίνδυνο. Ακούγαμε πολλές ιστορίες, όπως αυτή που δεν έχω ξεχάσει: Κάποιος γνωστός μας καπνέμπορος πήρε ένα πρωινό το λεωφορείο για την Καβάλα, όπου είχε κάποια δουλειά. Το λεωφορείο σταματούσε για αρκετό διάστημα στο μέσο της διαδρομής στη Χρυσούπολη. Εκεί κατεβαίναν οι επιβάτες για φαγητό ή κανένα αναψυκτικό. Επιστρέφοντας στο λεωφορείο ο γνωστός μας επιβάτης βρήκε τη θέση του κατειλημμένη από κάποιο φαντάρο. Στις διαμαρτυρίες του ότι το εισιτήριό του είχε εκδοθεί για τη θέση αυτή, ο φαντάρος απάντησε ότι ήταν εξαντλημένος και είχε ανάγκη να κάνει το ταξίδι καθήμενος. Ο γνωστός μας καπνέμπορος αναγκάσθηκε να παραμείνει όρθιος. Σε μερικά χιλιόμετρα ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη. Το λεωφορείο είχε προσβληθεί από νάρκη της οποίας η έκρηξη σκότωσε τον φαντάρο στη θέση που είχε αυθαίρετα καταλάβει. 

Οι συζητήσεις και τα γεγονότα μου είχαν δημιουργήσει φοβίες. Έβλεπα παντού κινδύνους και αντάρτες να παραμονεύουν. Δύο χρόνια μετά την λήξη του Εμφυλίου δεν είχα ηρεμήσει. Θυμάμαι την Πρωτομαγιά του 1951 όταν πήγαμε στο δάσος του Ευμοίρου έξω από την Ξάνθη, όπως συνήθιζαν οι ξανθιώτες κάθε Πρωτομαγιά. Πήγαμε με ταξί. Το απόγευμα, όταν έφευγε ο κόσμος, το ταξί που θα επέστρεφε να μας πάρει δεν φάνηκε. Μ΄ έπιασε αγωνία. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι και ερήμωνε το δάσος, φανταζόμουν τα δένδρα να γίνονται απειλητικά κρύβοντας αντάρτες στα κλαδιά τους. Ηρέμησα μόνο όταν γυρίσαμε στο σπίτι μας.


Μετά μερικούς μήνες από τη φυγή μας στην Καβάλα, γυρίσαμε πίσω στην Ξάνθη, σε αυτό που θεωρούσαμε σπίτι μας. Τώρα φαίνεται τα πράγματα ήταν καλύτερα. Είχαν αρχίσει μάλιστα να ηρεμούν και δεν ακούγαμε τίποτε για αντάρτες και πόλεμο, αν εξαιρεθούν οι ταλαιπωρημένοι αιχμάλωτοι με τα γένια που βλέπαμε να οδηγούν οι στρατιώτες φρουροί τους. Οι πόλεμοι είχαν πια περάσει. Μας περίμενε τώρα δουλειά και προσπάθειες που θα άλλαζαν τα πάντα.

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

H εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922



1) Η κατανόηση της Μικρασιατικής Καταστροφής

Η ασύλληπτης έκτασης, τρομερή Μικρασιατική Καταστροφή έχει απωθηθεί και παραμένει σήμερα ως ανοικτό τραύμα στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Λίγο γνωστά είναι τα δραματικά γεγονότα του Αυγούστου του 1922. Κυριολεκτικά  άγνωστα παραμένουν, όμως, τα γεγονότα τα σχετικά με την εγκατάλειψη και εκκένωση της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922.

Η Ανατολική Θράκη αποτελούσε την κύρια εστία του θρακικού Ελληνισμού και ήταν προαύλιο της Κωνσταντινούπολης. Η Ανατολική Θράκη βρισκόταν υπό ελληνική διοίκηση από τον Ιούλιο του 1920 και είχε ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος από τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Σήμερα, η απώλεια της Ανατολικής Θράκης θεωρείται ότι συμπίπτει με τη Μικρασιατική Καταστροφή, στην πραγματικότητα όμως είναι αποτέλεσμα και επακόλουθό της. Ίσως είναι καιρός να μιλήσουμε και για τη Θρακική Καταστροφή, η οποία παραμένει άγνωστη, ανεξήγητη και ουσιαστικά αδικαιολόγητη. Είναι σκόπιμο να γνωρίζουμε τις συνθήκες και τις διεργασίες κάτω από τις οποίες συνέβησαν τα γεγονότα εκείνα. Και αυτό το λέω με τη συναίσθηση ότι ανάλογες συνθήκες συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα. Πρόκειται για την άνιση διπλωματία που εφαρμόζεται στις ετεροβαρείς σχέσεις μας με τους ισχυρούς προστάτες, που είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητούμε.

Οπωσδήποτε, αν η Μικρασιατική Καταστροφή οφείλεται σε δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες, αυτό δεν είναι βέβαιο ότι ισχύει για την αντίστοιχη καταστροφή στη Θράκη.

Τη δραματική αυτή περίοδο της ιστορίας μας την διαχειρίστηκαν από την πλευρά μας ο ιεροφάντης της Μεγάλης Ιδέας Ελευθέριος Βενιζέλος και οι αντίπαλοι και διάδοχοί του. Απέτυχαν και οι δύο. Ο Βενιζέλος γιατί γνώριζε τις  δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες και τις αγνόησε και οι διάδοχοί του γιατί δεν τις γνώριζαν, αλλά συνέχισαν την πολιτική του προκατόχου τους.  Ένα από τα αίτια και  συνέπεια, βέβαια, της αποτυχίας τους ήταν το να πολεμά κατά περίπτωση η μισή Ελλάδα σε κάθε φάση του αγώνα, που ήταν ο κρισιμότερος της σύγχρονης ιστορίας μας.

Οι δυσμενείς συνθήκες στις οποίες αναφερθήκαμε δεν έχουν ερμηνευθεί ακόμη. Συντελούν έτσι, μαζί με άλλους παράγοντες, στο να στερούμεθα  εθνικής συναίνεσης, ώστε να συνεχίζεται με κάποιες μορφές ο εθνικός διχασμός μέχρι τις μέρες μας. Η σύγχυση που συνεχίζει να επικρατεί δεν επιτρέπει στους Έλληνες να αξιολογήσουν τα γεγονότα, αλλά και να συνειδητοποιήσουν πραγματικότητες θεμελιώδεις για την ταυτότητα και την αυτογνωσία τους. Έτσι, παραμένουν άγνωστες οι πραγματικότητες της καθ’  ημάς Ανατολής, ενώ δεν μπορεί να αξιολογηθεί το ότι το νέο Ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε στις παρυφές του τότε Ελληνισμού. Ανάλογη είναι και η άγνοια που επικρατεί σχετικά με την Τουρκία και τις μακροϊστορικές συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Πλήρης είναι σήμερα η αδιαφορία μας σχετικά με την μετάλλαξη της Τουρκίας σε χώρα του Αιγαίου και την παράλληλη επιθυμία της να γίνει μέλος της ΕΕ, πράγμα που είναι αναγκαίο να μελετήσουμε για να χαράξουμε μια πολιτική.

Υπάρχει και η ιδεολογική μας σύγχυση. Για να μην κουράσω, θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Η Συνθήκη των Σεβρών θεωρείται σήμερα ως εκδήλωση ιμπεριαλιστικής βουλιμίας, και έτσι είναι σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα των τότε συμμάχων μας. Ωστόσο, μία απλή ανάλυση των δεδομένων αρκεί για να δείξει ότι η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μια μοιρασιά στην οποία οι Ρωμηοί της πάλαι ποτέ Ελληνικής Ανατολής εδικαιούντο και πήραν ένα μερίδιο. Το μερίδιο των Ρωμηών στη Συνθήκη των Σεβρών αντιστοιχούσε στο 7% των εδαφών της σημερινής Τουρκικής Δημοκρατίας, ενώ οι ίδιοι, με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς αποτελούσαν το 13% του συνολικού πληθυσμού. Τελικώς βέβαια δεν έλαβαν τίποτε και έγιναν πρόσφυγες.

Ας επανέλθουμε όμως στη Θράκη του 1922 για να αφηγηθούμε μια ακόμη ιστορία καταστροφής.


2) Οι Σύμμαχοι αποφασίζουν και οι Έλληνες αποδέχονται

Η κατάρρευση του ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922 δεν άφησε μόνο τους ελληνικούς πληθυσμούς απροστάτευτους. Η Μεγάλη Βρετανία, η άτυπη και διστακτική σύμμαχος των Ελλήνων, έμεινε τότε χωρίς την προστατευτική ασπίδα του Ελληνικού Στρατού. Αφού ο Ελληνικός Στρατός στη Μικρά Ασία κάλυπτε τα Στενά, την Κωνσταντινούπολη και την ουδέτερη ζώνη που κατείχαν οι Σύμμαχοι στις ακτές της Προποντίδας.

Η άφιξη του Κεμάλ στη Σμύρνη, στις 31 Αυγούστου 1922, σήμανε και την εκδήλωση έντονης κρίσης μεταξύ της Τουρκίας και της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας. Την κρίση πυροδότησε η δήλωση του Κεμάλ ότι μόνο η παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία θα απέτρεπε τη σύγκρουσή της με τους Συμμάχους.

Μετά την απαίτηση του Κεμάλ, η Μεγάλη Βρετανία φάνηκε να σχεδιάζει την ανασυγκρότηση του Ελληνικού Στρατού. Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση του Λόϋδ Τζώρτζ, με πρωτοστατούντα τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ετοιμαζόταν για πολεμική σύγκρουση με την κεμαλική Τουρκία. Αντίθετα, οι Γάλλοι τους οποίους ανησυχούσε η ελληνοαγγλική συνεργασία στην Εγγύς Ανατολή, απέσυραν τα στρατεύματά τους από το ασιατικό τμήμα της ουδέτερης ζώνης την οποία απειλούσε ο Κεμάλ.

 Η Γαλλία διαχώρισε τη θέση της και υποστήριξε την απαίτηση των Τούρκων για προσάρτηση στην Τουρκία της Ανατολικής Θράκης και των Στενών, που οι Τούρκοι θα ουδετεροποιούσαν.

Ωστόσο, η διάσταση στις γνώμες των Βρετανών ιθυνόντων και η απροθυμία της αγγλικής κοινής γνώμης και των αποικιών για πολεμική εμπλοκή με τους Τούρκους, ανάγκασαν  την κυβέρνηση του Λόϋδ Τζώρτζ να επιδιώξει συνεννόηση με την Τουρκία, μέσω της υποταγής της στις απαιτήσεις της Γαλλίας. Το τίμημα θα ήταν η Ανατολική Θράκη, και θα το πλήρωναν οι Έλληνες, χωρίς βέβαια να ερωτηθούν. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση εκείνη έπαιξε η αφόρητη πίεση του Γάλλου Προέδρου Πουανκαρέ. Η θετική διάθεση ορισμένων Άγγλων προς τους Έλληνες δεν ενισχύθηκε από τη μαχητικότητα, την τόλμη και την αποφασιστικότητα των Ελλήνων που, δυστυχώς, δεν υπήρξαν. Οι Έλληνες βρισκόταν κάτω από την ψυχολογία της ήττας. Άλλωστε, τις μέρες εκείνες η Ελλάδα εστερείτο ουσιαστικά διπλωματικής αντιπροσώπευσης, ενώ το καθεστώς στην Αθήνα βρισκόταν υπό κατάρρευση.

Η απόφαση των Συμμάχων για απόδοση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία, οδηγούσε και στην εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, των Στενών και της ουδέτερης ζώνης. Παρά την ταπείνωση των Συμμάχων, αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το ότι ήδη είχαν ικανοποιηθεί από τα κέρδη τους. Η Μεγάλη Βρετανία στη Μεσοποταμία, το Κουρδιστάν και τα πετρέλαια της Μοσούλης. Η Γαλλία, στη Συρία και τον Λίβανο και η Ιταλία, για την καταστροφή της Ελλάδας. Είχαν αποσπάσει την Τουρκία από την προσέγγισή της με τη Σοβιετική Ένωση. Προς μεγάλη, βέβαια, απογοήτευση του Λένιν και του Τρότσκυ, οι οποίοι ιδεοληπτικά φαντάζονταν την Τουρκία ως ηγέτιδα μιας παγκόσμιας αντιαποικιακής επανάστασης. Οι Σύμμαχοι ήθελαν τώρα την Τουρκία ως βασικό κρίκο στη ζώνη απομόνωσης που συγκροτούσαν γύρω από τη νεαρή Σοβιετική Ένωση. Επεδίωκαν την ενίσχυσή της για την αποφυγή της κομμουνιστικοποίησής της. Επιπλέον, είχαν επιλέξει την εθνικιστική Τουρκία ως θεματοφύλακα του Ανατολικού Ζητήματος. Η Ελλάδα δεν τους είχε πείσει ότι μπορούσε να είναι αξιόπιστος εταίρος, όπως είχαν σχεδιάσει ο Βενιζέλος και ο Λόϋδ Τζώρτζ. Η ελληνική στρατιωτική πανωλεθρία, ο μικρόψυχος και κοντόφθαλμος ελληνικός διχασμός, όπως και η αλαζονική επιμονή του Κωνσταντίνου να ανακτήσει το θρόνο του, ήταν τα συμπτώματα της ελληνικής αναξιοπιστίας. Η εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία αποτελούσε την προίκα για τη στενή μελλοντική της σχέση με τους Συμμάχους.

Η απόφαση για την εκκένωση της Θράκης πάρθηκε από τους Συμμάχους στις 9.9.1922 μετά από θυελλώδεις συσκέψεις τριών ημερών στο Παρίσι, μεταξύ του Γάλλου πρωθυπουργού Πουανκαρέ και του Άγγλου υπουργού εξωτερικών Λόρδου Κώρζον. Τις μέρες εκείνες δεν υπήρχε κυβέρνηση στην Αθήνα ικανή να αντιδράσει.

Ωστόσο, δύο μέρες μετά, εκδηλώθηκε στη Χίο και στη Μυτιλήνη το επαναστατικό κίνημα του Πλαστήρα και του Γονατά. Στόχος τους ήταν η ανατροπή του Κωνσταντίνου και η σωτηρία της Ανατολικής Θράκης. Το σύνθημά τους ήταν «Ελλάς - Σωτηρία». Είναι προφανές ότι ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος των Ελλήνων, αφού οι αποφάσεις των Συμμάχων είχαν ήδη παρθεί. Άλλωστε, ο επαναστατημένος στρατός έπλευσε προς την Αττική, ενώ υπήρχε απόλυτη ανάγκη να κατευθυνθεί στη Θράκη. Είναι γνωστό όμως ότι ο Λόϋδ Τζώρτζ στεναχωρήθηκε γιατί οι εξελίξεις στην Ελλάδα άργησαν μερικές ημέρες. Η επαναστατική επιτροπή διόρισε τον Ελ. Βενιζέλο που βρισκόταν στο Παρίσι για να χειρισθεί την ελληνική διπλωματία στο εξωτερικό. Περίμεναν δηλαδή από τον Βενιζέλο να ανατρέψει τα τετελεσμένα που είχαν ήδη δημιουργηθεί και πίστευαν στο άστρο του.
Δυστυχώς, ο Βενιζέλος δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες της νέας ελληνικής κυβέρνησης. Το γιατί, συζητείται μέχρι σήμερα.

Στο εύλογο ερώτημα του Λόρδου Κώρζον: "Ποιός θα υποχρεώσει τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη;", απάντησαν οι ίδιοι οι Έλληνες. Η Ανατολική Θράκη εγκαταλείφθηκε εθελόδουλα, ώστε να μην βρεθεί η Μεγάλη Βρετανία στη δυσάρεστη θέση να συγκρουσθεί με την Τουρκία. Και αυτό παρά το ότι πολλοί πίστευαν ότι  αρνούμενοι να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη τις μέρες εκείνες, οι Έλληνες δεν είχαν να χάσουν τίποτε και θα κέρδιζαν πολύτιμο χρόνο.

Στη συνομιλία του με τον Κώρζον στις 19.9.1922 ο Ελ. Βενιζέλος αρνήθηκε τη δυνατότητα αποχώρησης του Ελληνικού Στρατού από την Ανατολική Θράκη πριν από τη Διάσκεψη της Ειρήνης. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα υπήρχε τίποτε προς διαπραγμάτευση. Ο Κώρζον αισθάνθηκε αμηχανία μπροστά στα επιχειρήματα του Βενιζέλου, που ήταν τα ίδια με αυτά που είχε ο ίδιος επικαλεσθεί όταν ο Πουανκαρέ του είχε ζητήσει ακριβώς το ίδιο πράγμα με αυτό που ζητούσε ο ίδιος από τον Βενιζέλο. Κατά τον Κώρζον, η νύξη της παράδοσης της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία, έκανε τον Βενιζέλο ανίσχυρο να διατηρήσει τη συνηθισμένη του ψυχραιμία. Ωστόσο, μετά τρεις μόνο μέρες, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στον Κώρζον ότι συνέστησε στην Ελληνική Κυβέρνηση να δεχθεί αμέσως την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. Δεν είναι γνωστό το τι μεσολάβησε. Όπως και δεν είναι γνωστά όλα τα παρασκήνια των αποφάσεων, αλλά και άλλες λεπτομέρειες, όπως π.χ. η μη ανταπόκριση του Λόϋδ Τζώρτζ στις φορτικές εκκλήσεις για βοήθεια στους Έλληνες από τον Μπάζιλ Ζαχάρωφ.

Είναι γνωστά τα τηλεγραφήματα του Βενιζέλου προς τη νέα επαναστατική κυβέρνηση της Αθήνας:  «...Επήλθον ήδη καταστροφαί ανεπανόρθωτοι... Οι τρεις μεγάλαι και πρώην σύμμαχοι ημών Δυνάμεις απεφάσισαν την απόδωσιν ταύτης εις την Τουρκίαν. Ουδείς δε εχέφρων πολίτης δύναται να διανοηθεί την συνέχειαν του πολέμου προς την Τουρκίαν, με πλήρη ημών διπλωματική και στρατιωτική απομόνωσιν...» έγραφε και πρόσθετε ότι οι Τούρκοι θα απειλούσαν και τη Δυτική Θράκη. Τελείωνε δε με τη δήλωση ότι σε περίπτωση που η κυβέρνηση θα αποφάσιζε να κρατήσει την Ανατολική Θράκη τότε ... «αι θερμαί ευχαί μου θα συνοδεύσουν τον αγώνα τούτον του Έθνους, αλλά ευρίσκομαι, εν τοιαύτη περιπτώσει, εις την θλιβεράν ανάγκην να αρνηθώ την αποδοχήν της τιμητικής εντολής, όπως αντιπροσωπεύσω την χώραν εις το εξωτερικόν». Πρόκειται για φράσεις που δεν θα περίμενε κανείς ότι θα τις έγραφε ο μέχρι τότε   γνωστός  Βενιζέλος.

Δεν είναι απολύτως σαφής και γνωστή η στάση και το φρόνημα του Ελληνικού Στρατού τις τρομερές εκείνες ημέρες. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο νέος Έλληνας αρχιστράτηγος Νίδερ ζήτησε να παραβιάσει την ουδέτερη ζώνη στην Κωνσταντινούπολη και να βαδίσει ταχύτατα προς τον Βόσπορο. Πολλοί, στην ηγεσία της επανάστασης του 1922, είχαν παρόμοια στάση. Ωστόσο, είναι αμφίβολο το αν ο στρατηγός Νίδερ διέθετε στρατό με δυνατότητα προέλασης τον Σεπτέμβριο του 1922. Ο Ν. Πλαστήρας, που διαφώνησε με την απόφαση εκκένωσης, μεταπείστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Παραμένει το γεγονός ότι ο τουρκικός στρατός δεν ήταν σε θέση να διαπλεύσει την Προποντίδα και να επιτύχει την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Οι Τούρκοι δεν διέθεταν ναυτική δύναμη και η δύναμη πυρός των ελληνικών θωρηκτών ήταν σημαντική με τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Γι’ αυτό οι Άγγλοι είχαν ζητήσει την έξοδο του ελληνικού στόλου από την Προποντίδα κατά τις ημέρες της κρίσης πριν τη Διάσκεψη Ανακωχής. Υπήρχε επίσης και μία στρατηγική συνιστώσα στο να αρνηθούν οι Έλληνες να εκκενώσουν την Ανατολική Θράκη. Μία τέτοια κατάσταση έφερνε αμέσως σε ευθεία αντιπαράθεση τους Συμμάχους με την Τουρκία και το λιγότερο που θα κέρδιζαν οι Έλληνες ήταν πολύτιμος χρόνος. Η διάβαση των Τούρκων από τον Βόσπορο η τον Ελλήσποντο, που κατείχαν με ασθενείς δυνάμεις οι Άγγλοι, σήμαινε Αγγλο-Τουρκική σύγκρουση, κάτι που εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδας. Βρισκόταν δηλαδή η νικημένη Ελλάδα σε θέση που της έδινε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μία αγγλική ασπίδα και να αποφύγει νέα σύγκρουση με τους Τούρκους. Βέβαια, η ηττημένη χώρα δεν φαινόταν να έχει τις οικονομικές δυνατότητες για να συνεχίσει τον πόλεμο. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει ότι λαοί που είναι αποφασισμένοι και θέλουν να επιβιώσουν βρίσκουν τα μέσα για να αντισταθούν.


3) Η Διάσκεψη Ανακωχής των Μουδανιών.

Η Διάσκεψη των Μουδανιών, οργανώθηκε από τους Συμμάχους για τη σύναψη της ανακωχής και κράτησε από τις 20 έως 28.9.22. Εκεί η Ελλάδα έπαιξε τον ρόλο βωβού παρατηρητή στον οποίο ανακοινώθηκαν οι εις βάρος του όροι. Ο σκοπός της διάσκεψης ανακωχής των Μουδανιών ήταν να υποχρεωθούν οι Έλληνες να αποσυρθούν από την Ανατολική Θράκη. Το αντάλλαγμα εκ μέρους των Τούρκων θα ήταν ο σεβασμός της ουδέτερης συμμαχικής ζώνης και των Στενών μέχρι την τελική Διάσκεψη Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων και των Τούρκων. Οι Έλληνες εκλήθησαν στα Μουδανιά για να αποδεχθούν τα σε βάρος τους τετελεσμένα γεγονότα. Και αυτό έκαναν. Έγινε δηλαδή εκεί, μία διευθέτηση των συμμαχικών σχέσεων με την Τουρκία, εξόδοις της Ελλάδας.

Η διάσκεψη άρχισε χωρίς τους Έλληνες, που δεν είχαν ακόμη φθάσει, με κύριο θέμα τη γραμμή που θα αποσύρονταν οι Έλληνες. Πρόκειται δηλαδή για μια ιδιόρρυθμη  διάσκεψη ανακωχής που προδικάζει τη Συνθήκη Ειρήνης. Για μια ανακωχή που υποχρεώνει τον έναν από τους δύο αντιπάλους να υποχωρήσει πολύ πέραν της γραμμής, την οποία κατείχε, και να παραχωρήσει μεγάλες εκτάσεις στον αντίπαλο. Κατά την αφήγηση του Ισμέτ Ινονού στον Σπύρο Μαρκεζίνη το 1972, δέχθηκαν όλοι την προτροπή του: «Ας φθάσουμε σε ένα αποτέλεσμα και οι Έλληνες θα υποχρεωθούν να το δεχθούν». Οι Έλληνες, απλώς προσήλθαν την επαύριο για να τους ζητηθεί να προσυπογράψουν ό,τι οι άλλοι αποφάσισαν εις βάρος τους. Δεν επέτρεψαν στους Έλληνες να παρακαθίσουν στην τράπεζα της Διάσκεψης ως ισότιμοί τους, αλλά τους καλούσαν για ενημέρωση σε κάποιο από τα συμμαχικά πλοία. Μία άλλη διαπίστωση ταπεινωτική για τους Έλληνες είναι ότι οι Γάλλοι και οι Ιταλοί φέρονταν ως σύμμαχοι της Τουρκίας. Μόνον οι απαυδισμένοι Άγγλοι διαπραγματεύονταν, παρεμπιπτόντως, τα συμφέροντα της Ελλάδας. Κατά τον Σπύρο Μαρκεζίνη «οι Έλληνες παρέμειναν βωβοί θεατές και οι Τούρκοι ήγειρον συνεχώς και νέας αξιώσεις». Ο στρατηγός Σαρπύ με την καθοδήγηση του Φρακλίν Μπουγιόν, δέχθηκε όλα τα αιτήματα των Τούρκων. Ακολούθησαν οι Ιταλοί και μετά οι διστακτικοί Άγγλοι. "Η Θράκη μας παραδόθηκε χωρίς να ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός", σχολίαζε μετά από πενήντα χρόνια ο Ισμέτ Ινονού.

4) Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης

Στις 25.9.1922 ο Βενιζέλος τηλεγράφησε από το Παρίσι: «Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι' Ελλάδα», και: «ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσι την γην, ην από τόσων αιώνων κατοικούσιν, αυτοί και πρόγονοί των». Ήταν ακόμη μία από τις εθνικές εκκαθαρίσεις του 20ου αιώνα.  Η Συμφωνία Ανακωχής των Μουδανιών δεν επέβαλε και την αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού. Ωστόσο, οι γενοκτονικές πρακτικές των Τούρκων είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα πανικού και φόβου που ανάγκασαν σύσσωμο τον χριστιανικό πληθυσμό να αποχωρήσει ακολουθώντας τον Ελληνικό Στρατό.

Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης σήμαινε τη μετακίνηση των 260.000 Θρακών προσφύγων με την οικοσκευή τους και μέρος της σοδειάς τους, όπως και την αποχώρηση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι τον προηγούμενο μήνα, με την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας, είχαν καταφύγει στη Θράκη. Μετακινήθηκαν επίσης Αρμένιοι, Κιρκάσιοι και Τούρκοι αντικεμαλικοί των οποίων ο αριθμός δεν είναι γνωστός. Τη μετακίνηση συμπλήρωσε η αποχώρηση 70.000 περίπου στρατιωτών της Στρατιάς Θράκης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν δυτικά του Έβρου. Μαζί, και τελευταίοι, αποχώρησαν οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι και η ελληνική χωροφυλακή. Κατά τις είκοσι ημέρες της εκκένωσης της Θράκης δηλαδή, μετακινήθηκαν προς δυτικά πάνω από 450.000 άτομα. Οι μετακινήσεις έγιναν με τραίνα, με πλοία και οδικώς με κάρα, τα οποία ήταν τότε διαθέσιμα στη Θράκη. Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης είχε ολοκληρωθεί το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1922.


5) Γιατί οι Έλληνες δεν αντιστάθηκαν;   

Δεν μας είναι γνωστό κάτω από ποιές συνθήκες οδηγήθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο να επιμείνει στην αποδοχή της εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης και να αποδεχθεί τα τετελεσμένα. Ίσως, ο κυκλοθυμικός χαρακτήρας του επηρεάστηκε από τα καταστροφικά αποτελέσματα της μικρασιατικής του περιπέτειας. Νόμιζε ότι δεν ευθυνόταν για την καταστροφή και ότι προφύλασσε το έθνος από άλλες καταστροφές. Υπάρχει βέβαια και το στοιχείο της ρεαλιστικής αντιμετώπισης μιας κατάστασης που όπως φαινόταν τότε ήταν εξαιρετικά δύσκολη: η χώρα είχε ηττηθεί, ο Στρατός είχε διαλυθεί και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στερούνταν στέγης και τροφής. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Βενιζέλο για τη μικρασιατική του πολιτική. Ήταν εμφανής η διάθεση και η κατεύθυνση των Νεότουρκων για τη γενοκτονική εξόντωση του Μείζονος Ελληνισμού της Ανατολής. Οι προθέσεις των Νεότουρκων για πλήρες ξερίζωμα η εξόντωση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία και τη Θράκη, φάνηκαν αμέσως μετά την επικράτησή τους. Λίγο μετά, υποστηρίχθηκαν θερμά από τους Γερμανούς συμμάχους τους.

Η μεγάλης κλίμακας ανατολική πολιτική του Βενιζέλου τελειώνει με τις μοιραίες εκλογές της 1.11.1920, όπως τελειώνει και η ιστορικών διαστάσεων πολιτική του παρουσία. Έκτοτε, δεν υπάρχει ανατολική πολιτική στην Ελλάδα. Κατά το Λόϋδ Τζωρτζ οι εκλογές της 1.11.1920 συγκρίνονταν με την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Δεν φανταζόταν τότε, ότι αυτό που θα επακολουθούσε θα ήταν ακόμη τρομερότερο. Η μομφή για τον Βενιζέλο μπορεί να δοθεί για τη ανεξήγητη απόφαση των εκλογών εκείνων, όπως και για την έλλειψη τόλμης τον Σεπτέμβριο του 1922. Βέβαια, η μομφή απευθύνεται στον Βενιζέλο, γιατί οι πολιτικοί αντίπαλοί του, παρά τον πατριωτισμό τους, διέπραξαν τεράστια σφάλματα και ήταν σαφώς ανίκανοι να δώσουν λύση στη μικρασιατική εμπλοκή την οποία ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε δημιουργήσει. Ο Βενιζέλος ήταν ο μόνος που διέθετε την τόλμη, το διεθνές κύρος και τις ικανότητες που ήταν απαραίτητες για την απεμπλοκή από τη Μικρά Ασία, όταν ήταν πια φανερό το αδιέξοδο και οι διεθνείς συγκυρίες ήταν πια δυσμενείς. Υπήρχε χρόνος κατά τον οποίο ήταν ακόμη δυνατό να διασωθεί ο Ελληνισμός της Ανατολής, η Ανατολική Θράκη και ίσως και η Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, Βενιζέλος του 1922 δεν είναι ο Βενιζέλος του 1915 ή του 1919. Για πρώτη φορά φαίνεται να τον διακρίνει κάποια απαισιοδοξία και παραίτηση. Έχει απορρίψει τη Μεγάλη Ιδέα και πιστεύει πλέον ότι τα όρια του Ελληνισμού βρίσκονται στον Έβρο. Η έλλειψη ενδιαφέροντος του Βενιζέλου για την Ανατολική Θράκη μας φαίνεται σήμερα αδικαιολόγητη, όπως και η σύνταξή του με το κλίμα της απογοήτευσης και της παραίτησης. Οπωσδήποτε, η αντίληψη του Βενιζέλου για το Ανατολικό Ζήτημα δεν απέδιδε μεγάλη σημασία στη Θράκη, αφού η πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας ήταν γι’ αυτόν αδύνατη χωρίς ελληνική παρουσία στην ασιατική πλευρά του Αιγαίου.

H απόφαση για την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης χωρίς αντίσταση, ο πανικός και η αδυναμία συνεννόησης δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο από την κόπωση και το βάρος της ήττας που πίεζε τους Έλληνες τις μέρες εκείνες. Η ελληνική νευρικότητα και απογοήτευση μπορούν ίσως να ανιχνευθούν σε ό,τι οι αλλεπάλληλες καταστροφές και συμφορές έχουν συσσωρεύσει στο συλλογικό ελληνικό υποσυνείδητο.

Εκείνο που πρέπει να παρατηρήσουμε αφορά τη νοοτροπία της εξάρτησης που χαρακτηρίζει τη χώρα μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Δηλαδή, την τυφλή πίστη στην παντοδυναμία και τη στήριξη των υποτιθέμενων ξένων συμμάχων μας. Κατά τις δραματικές μέρες πριν από τον Αύγουστο του 1922, κυριαρχούσε η εντύπωση ότι οι Άγγλοι δεν θα επέτρεπαν νίκη των Τούρκων. Μετά την καταστροφή, όλοι, με λίγους διαφωνούντες, που οι διαφωνίες τους πνίγηκαν μέσα στη γενική επιθυμία υποταγής στις συμμαχικές υποδείξεις, ήταν τυφλά πρόθυμοι να πράξουν ό,τι θα επέβαλε το συμμαχικό διευθυντήριο. Ο ίδιος ο Βενιζέλος υποδείκνυε τη συμμόρφωση σε ό,τι επιθυμούσαν οι Άγγλοι. Ζούσε ακόμη στο κλίμα των καλών ημερών. Οι Σύμμαχοι, όμως, δεν νοιάζονταν για τίποτε άλλο από τα συμφέροντά τους και αυτά δεν ήταν τότε ίδια με τα συμφέροντα της Ελλάδας.

Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι οι Πλαστήρας – Γονατάς ζήτησαν από τον Άγγλο Πρέσβη στην Αθήνα να υποδείξει ο ίδιος τη σύνθεση της Κυβέρνησής τους. Ακόμη και ο Ελ. Βενιζέλος πρόσεχε να είναι πάντα αρεστός στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι αντιπροσωπευτικός ο τρόπος με τον οποίο αρχίζει την επιστολή του προς τον Στρατηγό Νίδερ, Διοικητή της Στρατιάς Θράκης την 2.11.1922, αμέσως μετά την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης.


Γράφει ο Βενιζέλος: 

«Φίλτατε στρατηγέ,
Επιθυμώ να σας συγχαρώ διά την επιτυχίαν μεθ’ης εξετελέσατε την θλιβεράν εντολήν της εκκενώσεως της Αν.Θράκης. θέλω να σας είπω πόσην αληθή υπερηφάνειαν ησθάνθην, όταν εις το υπουργείον των Εξωτερικών εν Αγγλία μου ανεκοίνωσαν σχετικόν τηλεγράφημα του στρατηγου Χάριγκτον, εκφράζοντος την εκτίμησίν του διά τον τρόπον καθ΄ όν έγινε η εκκένωσις….»

Μας είναι, πράγματι, οδυνηρό το να παρακολουθούμε τον ιδιοφυή πολιτικό, που πριν δύο χρόνια πρωταγωνιστούσε στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη, να αισθάνεται τώρα υπερήφανος με τον αμφίβολο έπαινο ενός ασήμαντου στρατηγού, που δεν έτρεφε καμία εκτίμηση για τους Έλληνες. Και τί έπαινο!  Έπαινο γιατί οι Έλληνες οργάνωσαν ικανοποιητικά την ταφική πομπή του Ελληνισμού της Θράκης.

Δυστυχώς στην πολιτική που ασκήθηκε από μέρους των Ελλήνων κυριάρχησε η φροντίδα να εξυπηρετηθεί πρώτα η Μεγάλη Βρετανία, ώστε ανεπαισθήτως παραμερίστηκαν τα ελληνικά συμφέροντα.


6) Τα επακόλουθα

Η εξαγορά της Τουρκίας με την εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης δημιούργησε δυσμενή κατάσταση για τη χώρα μας, η οποία έχασε τη θέση του στρατηγικού εταίρου της Μεγάλης Βρετανίας. Έκτοτε η Τουρκία παραμένει στο στρατόπεδο στο οποίο ανήκει και η Ελλάδα και όπου πάντα η Τουρκία βαρύνει περισσότερο από μας. Εκτός από τη διατήρηση της Ανατολικής Θράκης, κύριος σκοπός της διπλωματίας μας το 1922 θα έπρεπε να είναι και η ματαίωση της προσέγγισης Μεγάλης Βρετανίας – Τουρκίας. Η παραμονή μας στην Ανατολική Θράκη εξυπηρετούσε αμφότερους τους στόχους.

Με την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες οι Τούρκοι επιστρέφουν στην Ευρώπη και θέτουν μια υποθήκη που σήμερα ονομάζεται: «Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας». Χωρίς την παρουσία της στην Ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, η Τουρκία συγκεκριμενοποιείται σε αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή σε μία χώρα της Ασίας με σαφή ασιατική ταυτότητα. Η μικρασιατική ήττα της Ελλάδας και το ιστορικά πρωτοφανές γεγονός της συγκέντρωσης όλων των Ελλήνων στην ευρωπαϊκή τους κοιτίδα δημιουργούν συνθήκες που τροφοδοτούν μια κρίση ταυτότητας και στις δύο χώρες. Στην Τουρκία, με το να παραμένει μετέωρη σαν τις κρεμαστές γέφυρες του Βοσπόρου ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία και ανάμεσα σε ένα ψευδεπίγραφο δυτικό προσανατολισμό και σε μια ασιατική ταυτότητα. Στην Ελλάδα με το να προσπαθεί να ενταχθεί στο δυτικό ευρωπαϊκό σύστημα, αφού έχει χάσει την οικουμενική της διάσταση και τον μείζονα Ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής.

Η ελληνική γεωπολιτική σκέψη δεν έχει ακόμη κατορθώσει να εκτιμήσει σωστά το μέγεθος και τη σημασία των γεγονότων. Και αυτό είναι αναγκαίο, γιατί ίσως δεν απέχουμε πολύ από την εποχή κατά την οποία η Τουρκία θα αναδειχθεί και πάλι ως ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα. Ίσως τότε η Μικρασιατική Καταστροφή αποκτήσει τις διαστάσεις μιας ήττας ολόκληρης της Ευρώπης, αλλά και ίσως η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες θα αναγνωρισθεί ως ένα ασύγγνωστο σφάλμα.