Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνοτουρκικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνοτουρκικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

" Κατάκτηση 1453 "


Αυτός είναι ο τίτλος κινηματογραφικής υπερπαραγωγής που προβάλλεται στους κινηματογράφους της Τουρκίας με τεράστια επιτυχία. Όλοι οι συντελεστές της υπερπαραγωγής είναι τουρκικοί, όπως και η χρηματοδότηση.

Φαίνεται ότι τίποτε δεν είναι τόσο δημοφιλές στην Τουρκία όσο είναι ο εθνικισμός, παρατηρεί η Guardian Weekly. Πράγματι, το φιλμ συγκεντρώνει τεράστιες ουρές επίδοξων θεατών και έχει ήδη μετά από λίγους μήνες προβολής πραγματοποιήσει κέρδη που ανέρχονται στο τριπλάσιο της δαπάνης που καταβλήθηκε.  Η γοητεία που ασκεί το θέμα γεμίζει πατριωτική υπερηφάνεια, όχι μόνο τους ίδιους τους Τούρκους, αλλά και άλλους, όπως αυτοί που γεμίζουν τα πούλμαν που από την Ελληνική Θράκη ξεκινούν για την Αδριανούπολη, όπου θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν την προβολή της «Κατάκτησης 1453».

Το ίδιο το φιλμ αφορά βέβαια την εξιστόρηση της πολιορκίας και της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης τον Απρίλιο και το Μάιο του αποκαλυπτικού έτους 1453. Η παρουσίαση και η εξιστόρηση γίνονται με τη γνωστή από δεκαετίες χολλυγουντιανή συνταγή, όπως την ανέπτυξαν οι αμερικανοί σκηνοθέτες Griffith και DeMille: Μεγάλα ντεκόρ, πολυπληθείς σκηνές, έντονος συναισθηματισμός, ανάδειξη και στήριξη σε στερεότυπα. Στην περίπτωση της «Κατάκτησης 1453» έχουμε και άφθονη δράση με πολλή βία. Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι η ιδεολογική κατεύθυνση του φιλμ που θέλει να βεβαιώσει το  μεγαλείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως και το ότι η αναδυόμενη και γιγαντούμενη Τουρκία έχει ακόμη φιλοδοξίες παγκόσμιας κυριαρχίας. Παράλληλα δίνεται μια μάλλον αυθαίρετη εικόνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εμφανίζεται ως ηδονιστής παρακμίας, ο Πάπας ως ένθερμος υποστηρικτής των Βυζαντινών, η ίδια η Κωνσταντινούπολη ως πλούσια και ευημερούσα, τα βυζαντινά στρατεύματα ως πολυπληθή και κατάφρακτα.

Σύμφωνα με την μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Zaman, που εκφράζει τις απόψεις του θρησκευτικού ακτιβιστή Fatullah Gullen, «οι Τούρκοι αισθάνονται και πάλι την αυτοκρατορική πνοή». Πράγματι, μετά από μία δεκαετία ασυγκράτητης οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και επιτυχούς ισλαμικής διακυβέρνησης, οι Τούρκοι στρέφονται προς τους Οθωμανούς προγόνους τους και αναβιώνουν τις συνήθειες και την αισθητική τους. Στο φιλμ καταδεικνύεται σαφώς η οθωμανική αντίληψη για την «απελευθέρωση» της Κωνσταντινούπολης, που δεν συναντάται μόνο στην τουρκική και την παντουρκική εθνικιστική ιδεολογία, αλλά και αποτελεί παλαιά ισλαμική δοξασία. Ακόμη και σήμερα διαβάζουμε γνώμες όπως : «Η Κωνσταντινούπολη που βρίσκεται αλαζονικά στο δρόμο των Μουσουλμάνων για πολλούς αιώνες, απελευθερώθηκε και οι πύλες της Ευρώπης άνοιξαν στο κάλεσμα του Ισλάμ. Την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης θα ακολουθήσει η απελευθέρωση της Ρώμης...».

Εμείς πιστεύουμε ότι η κατακτητική ορμή συνιστά θεμελιώδες πολιτισμικό χαρακτηριστικό στοιχείο των Τούρκων, αλλά και στοιχείο συμφυές με την ισλαμική θρησκεία. Αλλά και το Ισλάμ αντιλαμβάνεται την οικουμένη να διαιρείται σε δύο τμήματα, το νταρ αλ-Ισλάμ που ορίζεται από την ισλαμική σαρία και το νταρ αλ-χάρμπ, που βρίσκεται έξω από το νταρ αλ-Ισλάμ και είναι ο κόσμος των απίστων. Το νταρ αλ-Ισλάμ θα επεκταθεί για να συμπεριλάβει το νταρ αλ-χάρμπ. Η αντίληψη για την «απελευθέρωση» της Κωνσταντινούπολης είναι τυπική αυτών των ψυχισμών. Οι θεολόγοι του Ισλάμ μάλιστα, φρόντισαν να προσθέσουν μία χαντίθ (γραπτή παράδοση) στο Κοράνι στην οποία ο Προφήτης Μωάμεθ δηλώνει : «η Κωνσταντινούπολη θα κατακτηθεί. Θαυμαστός θα είναι ο ηγέτης που θα την κατακτήσει και ευλογημένοι θα είναι οι πολεμιστές του", (Ibn Hanbal, Musnad, 4, 435). Η τουρκική κατακτητική ορμή συμπληρώνει τις αντιλήψεις αυτές. Οι Τούρκοι είναι υπερήφανοι για την κατάκτηση - «απελευθέρωση» της Κωνσταντινούπολης. Τα μεγάλα μνημεία της βυζαντινής οικουμενικής πρωτεύουσας θεωρούνται πλέον ως μνημεία της δόξας του Ισλάμ και της τουρκικής ανδρείας. Η Αγία Σοφία θεωρείται ως ιερό μουσουλμανικό τέμενος, ως να μην εκφράζει μία άλλη πολιτισμική και θρησκευτική αντίληψη. Στο σωζόμενο καθολικό της Μονής του Παντοκράτορα υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με την πιο πάνω αναφερόμενη προφητεία του Προφήτη Μωάμεθ. Η ιστορία της μεγάλης Μονής του Παντοκράτορα και η σημασία της για την αντίληψη και την ίδρυση των νοσοκομείων δεν αναφέρονται και είναι άγνωστες.

Βέβαια η ιδεολογία του φιλμ εκφράζει πιστά την ιδεολογία του κυβερνώντος κόμματος. Ο Πρωθυπουργός Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε, προφανώς ικανοποιημένος ,ότι το φιλμ αυτό «διαπαιδαγωγεί μια αφοσιωμένη γενιά που θα αγκαλιάσει τις ιστορικές μας αξίες». Πολλοί μάλιστα από το κόμμα του συνιστούν την προβολή του φιλμ στα σχολεία σαν αντίδοτο στην επιρροή του Χόλλυγουντ, που κατ΄ αυτούς διαδίδει την «αντίληψη των Σταυροφόρων».

Και ενώ τα πλήθη πολιορκούν τα ταμεία των κινηματογράφων, οι δημοσιογράφοι της κεμαλικής ορθοδοξίας έσπευσαν να αντιδράσουν. Ακούστηκαν απόψεις όπως ότι «το φιλμ καλλιεργεί έναν ακραίο εθνικισμό που βασίζεται στα τουρκικά στερεότυπα για τους γειτονικούς χριστιανικούς λαούς» ή ότι «ως Τούρκοι υπενθυμίζουμε στον κόσμο ότι η μεγαλύτερη πόλη μας κάποτε ανήκε σε άλλο έθνος και κατελήφθη από μας με το ξίφος. Θα μπορούσαν να γιορτάζουν οι Εγγλέζοι την κατάκτηση του Λονδίνου και να πανηγυρίζουν οι Γερμανοί την κατάκτηση του Βερολίνου;».   Άλλος κριτικός δεν δίστασε να γράψει ότι το φιλμ «είναι μια δεξαμενή υποκρισίας που αναπληρώνεται με τη  γενική παράνοια του να βλέπουμε τον κόσμο ως αναξιόπιστο και αφιλόξενο... για να ενισχύσουμε τις αυταπάτες μας για ανωτερότητα». Ένας κριτικός που δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του έγραψε:  «έτσι που πάμε θα συνεχίσουμε με φιλμ για την εισβολή στην  Κύπρο και τη γενοκτονία των Αρμενίων;». Αλλά υπάρχουν και οι πιο μετριοπαθείς:  «είναι φυσικό να προσβλέπουμε και πάλι προς την οθωμανική κληρονομιά μας, αφού αυτή παραμελήθηκε από τον Ατατούρκ και τους υποστηρικτές του», έγραψε γνωστός κριτικός, για να συμπληρώσει ο ίδιος «είναι καιρός να κοιτάξουμε την Αυτοκρατορία με ένα πιο αντικειμενικό τρόπο. Ήταν ένας μεγάλος πολιτισμός. Γιατί να την κατηγορούμε; Είχε τα καλά της και τα κακά της», «η ιστορία που διδάσκεται στα τουρκικά σχολεία είναι εθνικιστική. Στα σχολεία μας είπαν ότι οι Οθωμανοί κατάκτησαν τον μισό κόσμο, αλλά ξαφνικά χωρίς εξήγηση έγιναν κακοί. Μας είπαν ότι ο Σουλτάνος συνωμοτούσε με τους Άγγλους. Ευτυχώς ο Ατατούρκ μας έσωσε.»

Η τελική σκηνή του φιλμ παρουσιάζει με έντονο συναισθηματισμό την αντίφαση της βίας που κατακτά και καταστρέφει με την υποτιθέμενη καλοσύνη: Ο Μωάμεθ ο Β’  εισέρχεται στην Αγία Σοφία κρατώντας ένα παιδί στην αγκαλιά του και διακηρύσσει: «Μην ανησυχείς λαέ της Κωνσταντινούπολης, μπορείς να λατρεύεις το Θεό σου όπου κι αν βρίσκεσαι...»  

Απ΄ ό,τι φαίνεται η εμπορική επιτυχία του φιλμ θα μας πλουτίσει και με άλλα έπη. Ο παραγωγός του φιλμ σχεδιάζει ήδη ένα φιλμ για την Καλλίπολη, όπου ο Ατατούρκ, ιδρυτής της μοντέρνας Τουρκικής Δημοκρατίας, πολεμά και νικά τους Άγγλους. Υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο κοινό από Κεμαλιστές και έπεται συνέχεια.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Η τρίτη 'Αλωση



Αυτός που σήμερα θα ταξιδεύσει στη γειτονική μας χώρα θα εντυπωσιασθεί από την γιγαντιαίας κλίμακας ανοικοδόμηση που συμβαίνει στις τουρκικές πόλεις. Από τις ριζικά ανοικοδομούμενες πόλεις του μακρινού Πόντου, στα Άδανα και στο Ικόνιο και από την τεράστια Άγκυρα στην Προύσα και στη Σμύρνη, αλλά κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, παντού λαμβάνει χώρα μια μαζική ανοικοδόμηση. Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα και αυτό πλέον είναι εμφανές. Ωστόσο, στις ακτές του Αιγαίου και της Προποντίδας, ο γιγαντισμός της Σμύρνης, της Προύσας και, κυρίως, αυτός της Κωνσταντινούπολης δεν οφείλεται μόνο στη δημογραφική έκρηξη, ούτε στη μετακίνηση των αγροτών προς τις πόλεις, αλλά και στη μαζική μετακίνηση πληθυσμών από τις ανατολικές αγροτικές επαρχίες προς τις δυτικές αναπτυγμένες περιοχές και τις ακτές της Προποντίδας και του Αιγαίου. Η Τουρκία φαίνεται να μετατρέπεται σε μια χώρα του Αιγαίου που θυμίζει όλο και λιγότερο το τουρκικό περιβάλλον.

Η Τουρκία δίνει την εντύπωση μιας νέας χώρας. Όλες οι ιστορικές και χρονικές αναφορές ξεκινούν από την τουρκική κατάκτηση. Όσα μνημεία των προηγούμενων εποχών διασώζονται δεν είναι ευρύτερα γνωστά στο τουρκικό κοινό, αλλά και αποτελούν κάποιο βάρος για τους ειδικούς. Μέσα στις τουρκικές πόλεις είναι παντού καταφανής η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των νεήλυδων με τον χώρο τον οποίο τώρα κατοικούν. Υπάρχει η γνώριμη αίσθηση της μη μονιμότητας, του ανεκπλή­ρωτου, του ελλιπούς και της νοσταλγίας χωρίς αντικείμενο. Στην Ελλάδα, σε πρώτη ευκαιρία, αδειάζουν οι μεγάλες πόλεις για τα χωριά που επισκευάστηκαν και ξανακτίστηκαν για τον λόγο αυτό. Στην Τουρκία τέτοιες γέφυρες με τις ρίζες είναι δύσκολες. Στον διάχυτο αυτό ψυχισμό πρέπει να επιδρά και η νομαδική καταγωγή των Τούρκων. Το να κατοικούν κάπου δεν φαίνεται να θεωρείται ως κάτι μόνιμο. Στις πρόσφατα κτισμένες, νέες εκτεταμένες περιοχές των τουρκικών πόλεων, υπάρχει μία πλήρης και εμφανής αναντιστοιχία του δομημένου προς το ανθρώπινο περιβάλλον. Τα τεράστια κτήρια, τα δημόσια έργα και οι παντοειδείς δυτικότροπες αναπτύξεις, δεν φαίνεται να έχουν σχέση προς την αλλοτριωμένη άχρωμη μάζα των ανατολιτών και των οικονομικώς περιθωριοποιημένων ημιαστών, οι οποίοι γεμίζουν τούς χώρους. Ο χώρος των ανθρώπων φαίνεται να βρίσκεται αλλού, να είναι κρυμμένος και άγνωστος. Οι άνθρωποι μοιάζουν σαν να έρχονται από μακριά και κάπου έξω από την πραγματικότητα των επιφαινομένων. Ποιοί δημιούργησαν τον δομημένο αυτό χώρο ; Στην αναπτυγμένη Δύση και τον υποανάπτυκτο Τρίτο Κόσμο ο χώρος εμφανίζεται με ενάργεια ως δημιούργημα των ανθρώπων που βρίσκονται και απαντώνται εντός του. Στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας υπάρχει μία έντονη αντανάκλαση της αλλοτρίωσης των ατόμων στους δομημένους χώρους. Η έλλειψη εσωτερίκευσης του χώρου φαίνεται, επίσης, στη μιζέρια και στη θλίψη του αστικού περιβάλλοντος, καθώς και στην ασαφή ανησυχία που σχετίζεται με ό,τι ονομάζουμε κρίση ταυτότητας.
Οι Έλληνες συνήθως ταξιδεύουν στην Κωνσταντινούπολη και εκεί περιορίζονται κατά κανόνα στο ιστορικό κέντρο που, λίγο-πολύ, παραμένει αναλλοίωτο. Όμως, η Κωνσταντινούπολη σήμερα είναι μία τερατώδης πόλη. Αν λογαριάσουμε τον Βόσπορο, την ασιατική ακτή της Βιθυνίας και το οικοδομημένο μήκος της παραλίας της Προποντίδας, η Κωνσταντινούπολη απλώνεται σήμερα σε μία παράλια γραμμή με μήκος κοντά στα διακόσια τόσα χιλιόμετρα, που την κατοικούν δέκα οκτώ εκατομ­μύρια άνθρωποι. Είναι μία κοσμόπολη που ξεραίνει τα πάντα στο άπλωμά της, απομυζά την υπόλοιπη χώρα, καταστρέφει τα ίχνη του παρελθόντος και δημιουργεί ένα κατ' εξοχήν αντιαισθητικό νέο χώρο.
"Καλύτερα που τελικά δεν κατόρθωσαν οι Έλληνες να αποκτήσουν την Κωνσταντι­νούπολη" – έγραφε, με κάποια δόση ενοχής, ο Άρνολντ Τόϋνμπη –, "θα δημιουργούσαν έναν αστικό εφιάλτη που θα τους έπνιγε". Αυτό ακριβώς έγινε τώρα, ογδόντα έξη χρόνια μετά την είσοδο του νικηφόρου κεμαλικού στρατού στην Κωνσταντινούπολη. Αυτόν τον "αστικό εφιάλτη" δημιούργησαν οι ανατολίτες που ζουν τώρα εδώ.
Η Κωνσταντινούπολη, βέβαια, κρατά στο ιστορικό της κέντρο, τον αέρα της αυτοκρατορικής μητρόπολης με τούς απεριόριστους ορίζοντες, τους μεγαλειώδεις δημόσιους χώρους και τα εντυπωσιακά μνημεία, τον κοσμοπολιτισμό της Πόλης, της πρωτεύουσας της οικουμενικής αυτοκρατορίας, τη μοναδική ομορφιά της, τη θαλπωρή της πατρίδας και τη μυστική της λάμψη ως μυθικού κέντρου της Ρωμηοσύνης. Είναι η πόλη η οποία για δέκα έξη αιώνες αποτελούσε το κέντρο του Ελληνισμού. Όμως, τη σύγχρονή μας τρίτη άλωση, η καλύτερα με άλλα λόγια, τον τρομακτικό δυναμισμό της Ανατολής που τραβά προς τη Δύση, δεν τον υποψιάζεται κανείς, παρά μόνο αν βρεθεί και διασχίσει τα προάστια της Κωνσταντινούπολης η την εφιαλτική ανοικοδόμηση στις παραλίες της Προποντίδας.
Ο επισκέπτης που απομακρύνεται από το ιστορικό κέντρο της Κωνσταν­τινού­πολης βρίσκεται μέσα σε ένα αστικό εφιάλτη από παρατάξεις δεκάδων και εκατοντάδων, πανομοιότυπων κατά ομάδες γιγάντιων πολυκατοικιών σε εκτάσεις με μήκος πολλών χιλιομέτρων. Ο εφιάλτης είναι η αστική έρημος, όπου το άτομο συντρίβεται μέσα στο χωρίς τέλος καταθλιπτικό δομημένο χάος. Ο εφιάλτης είναι τα υβριστικά και απειλητικά μεγέθη˙ είναι, ακόμη, η ενοχλητική έλλειψη αισθητικής στις μάζες των άμορφων κτισμάτων, που διακόπτονται μόνο από κάποιο κατάλευκο τεράστιο τζαμί. Αυτά τα τεράστια τζαμιά καθώς εμφανίζονται σε κανονικά διαστήματα γρήγορα γεννούν μια αίσθηση απειλής, που εξαφανίζει την πρώτη εντύπωση των πανύψηλων μιναρέδων που λογχίζουν τον ουρανό και τα σύννεφα.
Πρόκειται για μετακίνηση του πληθυσμιακού και του οικονομικού κέντρου βάρους της Τουρκίας από την ύπαιθρο στις πόλεις, αλλά και για μαζική μετακίνηση προς τις ακτές και δυτικά. Φαίνεται πως διαψεύδεται σήμερα μερικά ο λόγος του Κεμάλ το 1929: «Στο εξής η Κωνσταντινούπολη δεν θα κυβερνά την Ανατολία, αλλά θα πρέπει να την ακολουθεί». Η Κωνσταντινούπολη αναλαμβάνει πάλι τα πρωτεία και ενισχύει τη σπουδαιότητά της ως κέντρο και πόλος έλξης. Η Κωνσταντινούπολη όμως ακολουθεί την Ανατολία, αφού κατοικείται από ανατολίτες και αφού Έλληνες δεν υπάρχουν πια εκεί.
Πρόκειται για αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ­–μετά την μοιραία Πρώτη Άλωση του 1204 και την Άλωση του 1453–, ως Τρίτη και οριστική Άλωση.
Πρόκειται, δηλαδή, για την οριστική εγκατάσταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, γεγονός που επιβεβαιώθηκε το 1922 και ολοκληρώνεται σήμερα με την κατάληψη του χώρου και την αλλοτρίωσή του. Το 1922 είναι μια νίκη των Τούρκων στην τυφλή αταβιστική πορεία τους προς τη Δύση και είναι μια ήττα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης. Το τέλος της πορείας των Τούρκων από τις στέππες της Κεντρικής Ασίας προς τη Δύση θα είναι η είσοδός τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με την αποχώρηση των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη παύει να ισχύει αυτό που διαπίστωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, ότι δηλαδή το γεωγραφικό κέντρο του Ελληνισμού βρίσκεται στη νήσο Σκύρο, όπως παύει να ισχύει και η παρατήρηση του Πλάτωνα ότι οι Έλληνες μαζεύονται γύρω από τις θάλασσες όπως τα βατράχια γύρω από τους λάκκους με νερό μετά τη βροχή. Για πολλούς αιώνες οι Έλληνες κατοικούσαν γύρω από τις τρεις θάλασσες της Ρωμηοσύνης: το Αιγαίο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγαλύτερη πόλη των Ελλήνων για δεκαέξη συναπτούς αιώνες. Ο άξονας Εύξεινος-Κωνσταντινούπολη-Αιγαίο δεν υπάρχει σήμερα και το κέντρο βάρους του Ελληνισμού έχει μετατεθεί από την Προποντίδα στον Σαρωνικό. Οι Έλληνες επιστρέφουν στην ευρωπαϊκή τους αρχέγονη κοιτίδα και στρέφουν τα νώτα προς την Ανατολή. Το γεγονός αυτό είναι ιστορικά πρωτοφανές.
Ολόκληρη η τεράστια Μικρά Ασία, αλλά και η Κωνσταντινούπολη και η Ανατολική Θράκη εξακολουθούν να είναι γεμάτες από τα μνημεία και τα σπαράγματα της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας. Κάθε στιγμή, κάποια από τα ίχνη και τα μνημεία της παράδοσης και της ιστορίας αίρονται από το ετερόδοξο, το αλλότριο και το τυχαίο. Πρόκειται για τη θύελλα μιας πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Ο χρόνος καταστρέφει, η μνήμη προσπαθεί να διασώσει. Ένας μανιασμένος άνεμος παρασύρει τα αδύναμα οχυρώματα που έστησε με υπομονή η μνήμη. Η ταυτότητα όμως στηρίζεται στη μνήμη. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα πολύτιμα τα βιβλία και οι εξιστορήσεις που αποτυπώνουν τις πραγματικότητες της χαμένης πάλαι ποτέ ελληνικής Ανατολής και τα οποία το ελληνικό κοινό συνήθως παραβλέπει και αγνοεί.

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Η καθ’ ημάς Ανατολή δεν υπήρξε ποτέ





Οι εορτασμοί, οι εκδηλώσεις και οι εκθέσεις που πρόσφατα διοργανώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη με ευκαιρία την ανακήρυξή της ως «πολιτισμικής πρωτεύουσας της Ευρώπης» δίνουν μια καθαρή εικόνα του ιδεολογικού κλίματος και των εθνικών στόχων που κυριαρχούν στη γειτονική χώρα. Το δόγμα, ότι η ασφαλέστερη ανεξαρτησία βασίζεται στην πολιτισμική αυτοδυναμία ενώ η μονιμότερη υποδούλωση ξεκινά από την πολιτισμική αλλοτρίωση, επιβεβαιώνεται ότι ισχύει όχι μόνον για τη σημερινή Τουρκία, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του, αλλά δυστυχώς και για τη δική μας χώρα, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του. Δεν θα σταθώ στα ενθουσιώδη φληναφήματα των κ.κ. Παύλου Γερουλάνου, Νικήτα Κακλαμάνη και Αλέκου Φασιανού, ούτε θα επισημάνω την σημειολογική μόνιμη επισήμανση της οθωμανικής «κατάκτησης», η οποία διατυμπανίζεται ως θεμελιώδης «αρετή» του τουρκικού έθνους σε κάθε ευκαιρία. Θα αναφερθώ απλώς πρόχειρα σε χαρακτηριστικές  περιπτώσεις που βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία και συνέχεια με την αντίληψη περί του πολιτισμικού υπόβαθρου που συγκροτεί η τουρκική παρουσία, όπως μας την παρουσίασε πρόσφατα ο κ. Αχμέτ Νταβούτογλου.
Η εκδοτική δραστηριότητα, η σχετική με θέματα της τουρκικής ταυτότητας και της τουρκικής παρουσίας, βρίσκεται σήμερα σε έξαρση στην Τουρκία. Και όχι μόνο αυτό. Ποικίλες μελέτες και δραστηριότητες, μέσα σε πλαίσια μίμησης του εργαλειακού χαρακτήρα που κυριαρχεί στα αμερικανικά πανεπιστήμια, έχουν ως αντικείμενο την ιστορική αλλά και τη σημερινή Τουρκία.
Είναι ενδιαφέρον και μας αφορά άμεσα το ότι η ιστορική και γενικότερη επιστημονική έρευνα στην Τουρκία, όπως και η πιστοποίηση και η αυτογνωσία των ίδιων των Τούρκων, είναι ασύμβατα όχι μόνο με τη δική μας πιστοποίηση και αυτογνωσία, αλλά και με τα ιστορικά δεδομένα και τα συμπεράσματα της σχετικά αντικειμενικής επιστημονικής έρευνας.
Αυτό επίσης, το οποίο είναι ασύμβατο με τη δική μας ιστοριογραφία και πιστοποίηση, είναι η απόλυτη αντίληψη των Τούρκων για μηδενική βάση στην ιστορική αντίληψη για τον χώρο τον οποίο σήμερα κατέχουν. Εννοούμε την ανεδαφική αντίληψη του ότι η ιστορική πραγματικότητα στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια αρχίζει με την τουρκική κατάκτηση. Έτσι, για παράδειγμα, τα ξύλινα σπίτια της Προποντίδας, αλλά και γενικότερα οι μορφές των παραδοσιακών κατοικιών στη Μικρά Ασία θεωρούνται ως εξέλιξη του γιούρτ, της αρχαίας σκηνής των νομάδων Τούρκων, η οποία συναντάται ακόμη σήμερα στην Κεντρική Ασία. Έτσι, με μια τερατώδη ιστορική προσαρμογή αγνοείται το γεγονός ότι οι Τούρκοι και οι Τουρκομάνοι, οι οποίοι κατέκλυσαν μετά τον 11ο αιώνα τη Μικρά Ασία, βρέθηκαν σε ένα χώρο με αστική και οικιστική παράδοση πολλών αιώνων1.
Αυτά όμως είναι κοινότοπο να τα λέμε και να τα επαναλαμβάνουμε. Το παρελθόν δεν έχει στην Τουρκία αντικειμενική υπόσταση. Η μνήμη είναι επιλεκτική ή κατασκευασμένη. Το παρελθόν είναι ό,τι επιβάλλεται και ό,τι διδάσκεται και γράφεται. Οι αντιλήψεις αυτές έχουν επικυρωθεί έμπρακτα από εξέχουσες προσωπικότητες της Τουρκίας, όπως ο Κεμάλ Ατατούρκ και ο Τουργκούτ Οζάλ2 και βρίσκονται πάλι στην επικαιρότητα χάρη στον κ. Αχμέτ Νταβούτογλου.
Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την αντίληψη την οποία καλλιεργούν οι Τούρκοι σχετικά με το ιστορικό βάθος του χώρου, τον οποίο σήμερα κατέχουν, με τη γνωστή ρήση του Όργουελ: «Αυτός που ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον : αυτός που ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν».
Σήμερα, σαρώνονται και εξαφανίζονται τα ίχνη της παρουσίας των Ανατολικών Ελλήνων στους τόπους όπου κατοικούσαν μέχρι πρόσφατα. Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι μόνο με τον χρόνο, αλλά και με τη θύελλα μιας πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Τα εκατομμύρια των νεήλυδων από την Ανατολή κατακυριεύουν τους χώρους και δημιουργούν ένα νέο δομημένο χώρο. Η Δυτική Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη, η Κωνσταντινούπολη, η Βιθυνία και ο Πόντος σαρώνονται από την ανοικοδόμηση. Μόνο η φτωχή και περιφερειακή Καππαδοκία φαίνεται να αποφεύγει προς το παρόν αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως Τρίτη Άλωση.
Ειδικότερα στην Προποντίδα, που για αιώνες ήταν «θάλασσα της Ρωμηοσύνης», αλλά και στη Θράκη, αρχαία κοιτίδα Ελληνισμού, τα ιστορικά δεδομένα παραποιούνται, αλλά και αγνοούνται με τρόπο τερατώδη.

Ο Δήμος του Τεκίρ Νταγκ στην Προποντίδα εξέδωσε πρόσφατα ένα λεύκωμα για να περιγράψει και να διαφημίσει την πόλη του, που δεν είναι άλλη από την αρχαία πόλη της Ραιδεστού, της οποίας το όνομα, όπως και τα ονόματα Βισάνθη, Ρησιστός ή Ροσιστός ή Ροδόστος ή Ροντόστο, πουθενά δεν αναφέρονται. Το λεύκωμα αρχίζει την ανάπτυξη του θέματός του από την προϊστορία. Στη σελίδα 13, μετά από κείμενο μιας σελίδας, αναφέρεται η τουρκική κατάκτηση, χωρίς να έχει γίνει λόγος για Έλληνες, ελληνικό πολιτισμό, ή Βυζάντιο. Ακολουθούν 190 σελίδες και 400 περίπου φωτογραφίες, όπου παρουσιάζονται ιστορικά και τοπογραφικά στοιχεία και προβάλλεται η πόλη. Η Ελλάδα και το Βυζάντιο παντελώς απουσιάζουν. Χωρίς να γίνεται αναφορά σε Έλληνες, ή έστω σε Ρωμηούς, εικονίζεται στη σελίδα 22 ένα παραδοσιακό σπίτι που αναφέρεται ως «σπίτι του Κωνσταντίνου». Στη σελίδα 29 εικονίζονται ρωμαϊκά νομίσματα της γειτονικής Περίνθου. Οι συγγραφείς δεν γνωρίζουν, ή θέλουν να αγνοούν, ότι το Τεκίρ Νταγκ ως αποικία των Σαμίων με το όνομα Βισάνθη και ως τόπος εγκατάστασης των Αθηναίων κληρούχων είχε κόψει ήδη νομίσματα από τον 4ο  πΧ αιώνα. Στη σελίδα 40 υπάρχει μεγάλη φωτογραφία του τεμένους του Ρουστέμ Πασά, κτισμένου το 1537, χωρίς πουθενά να αναφέρεται ότι στον χώρο όπου κτίσθηκε το τέμενος υπήρχε το βυζαντινό κάστρο του Χριστού, έργο του Ιουστινιανού κατά τον 6ο  μΧ αιώνα και, αργότερα, το πάλαι ποτέ πτωχοκομείο του Πανοικτίρμονος, το οποίο ίδρυσε ο Μιχαήλ Ατταλειάτης το 1077. Στις σελίδες 68 έως 74 υπάρχουν παλιές φωτογραφίες των κεντρικών συνοικιών του Τεκίρ Νταγκ με τα παλιά χαρακτηριστικά ξύλινα σπίτια της Προποντίδας, αρκετά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι πρόκειται για τις μέχρι το 1922 κεντρικές συνοικίες της πόλης της Ραιδεστού, στην οποία οι τουρκικές συνοικίες βρισκόταν στην περιφέρεια μακριά από την θάλασσα. Μόνο στη σελίδα 69 σε παλιά φωτογραφία η βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας αναφέρεται ως «προτεσταντική εκκλησία»! Η εκκλησία αυτή έχει σήμερα κατεδαφισθεί, στη θέση της υψώνεται η λέσχη των αξιωματικών της φρουράς του Τεκίρ Νταγκ. Στη σελίδα 75 παρουσιάζονται φωτογραφίες από την απελευθέρωση της Ραιδεστού τον Ιούλιο του 1920. Οι Έλληνες χαρακτηρίζονται ως Γιουνάν και εμφανίζονται ως κατακτητές, ώστε οι φωτογραφίες αυτές να ακολουθούνται από φωτογραφίες εορτασμών της επανόδου των Τούρκων. Στη σελίδα 82 παρουσιάζεται παλιά φωτογραφία της κεντρικής παραθαλάσσιας συνοικίας της Παναγίας της Φανερωμένης, η οποία ονομάζεται μαχαλάς Ερτουγκρούλ, όνομα που φέρει σήμερα προς τιμήν του ομώνυμου τούρκου κατακτητή. Ακολουθούν φωτογραφίες με ανάλογη ιστορική αντίληψη, με την εξαίρεση μιας φωτογραφίας στη σελίδα 96, όπου γίνεται αόριστη αναφορά σε Ρωμηούς. Περιττό να σημειώσουμε ότι πουθενά δεν φαίνεται να γίνεται λόγος για το μεγάλο πλήθος των Αρμενίων που ζούσαν στην πόλη της Ραιδεστού από τον 16ο  αιώνα. Όσο για τα λαμπρά εκπαιδευτικά ιδρύματα των Ρωμηών, τα νεοκλασικά πέτρινα κτήριά τους διασώζονται και χρησιμοποιούνται ακόμη ως σχολεία, όμως οι παλιές ελληνικές επιγραφές στα υπέρθυρα έχουν σβηστεί με κτυπήματα με καλέμι.
Αλλά, η οργουελλιανή μεταχείριση της ιστορίας από τους Τούρκους διανοούμενους, πολιτικούς και το τουρκικό κράτος δεν περιορίζεται στα εδάφη τα οποία κατέκτησαν οι Τούρκοι και τα οποία βάσει συνθηκών κατέχουν σήμερα, αλλά απλώνεται και στις γειτονικές χώρες, κατακτήσεις κάποτε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ελληνική Θράκη είναι βέβαια ένας χώρος όπου τρέφονται επιβουλές και καλλιεργούνται διεκδικήσεις. Έτσι, σε τεύχος του προπαγανδιστικού περιοδικού Cornucopia –που εκδίδεται στην Αγγλία– και σε άρθρο για την παρουσία των Τούρκων στη Θράκη αποκαλύπτεται η σύγχρονη τουρκική αντίληψη για την Ελληνική Θράκη. Σε πληθώρα ωραίων και μεγάλων φωτογραφιών δίδεται μία τουρκική-ισλαμική εικόνα της Ελληνικής Θράκης, όπου οι Έλληνες εμφανίζονται σχεδόν ως κατακτητές. Έτσι, φωτογραφίζεται η συνοικία της Μητροπόλεως στο κέντρο της Παλιάς Ξάνθης ως κατοικούμενη από Τούρκους, πράγμα που ποτέ δεν έγινε, αφού οι κεντρικές συνοικίες της Ξάνθης βρισκόταν πάντα υπό τον έλεγχο της ισχυρής ρωμαίικης κοινότητας. Όπως είναι γνωστό, η Ξάνθη και η Ραιδεστός διατήρησαν καθ’ όλη την Τουρκοκρατία την παρουσία των Ρωμηών στις κεντρικές τους συνοικίες και είναι αμφότερες παλιές βυζαντινές πόλεις, όπου διακρίνονται εισέτι στον πολεοδομικό τους σχεδιασμό οι βυζαντινές μυστικές αντιλήψεις για την οργάνωση και την καθαγίαση του χώρου. Ο πληρωμένος Άγγλος δημοσιογράφος ισχυρίζεται εσφαλμένα ότι η σύγχρονη Ξάνθη ιδρύθηκε από τους Τούρκους μπέηδες εμπόρους που εγκατέλειψαν την γειτονική Γενισέα μετά την καταστροφή της, το 1870. Ψευδέστατος και αναιδέστατος είναι αυτός ο ισχυρισμός. Όχι μόνο η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει ότι η παρουσία των Ρωμηών στην πόλη της Ξάνθης είναι συνεχής, καθοριστική και αδιάσπαστη3, αλλά και η διατήρηση της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι η ζώσα, μόνιμη και σταθερή απόδειξη της ελληνικότητάς της.
Δεν είναι μόνο η Ελληνική Θράκη πεδίο για την κακοποίηση της τοπικής ιστορίας από τους Τούρκους. Όπως διαβάζουμε πρόσφατα στην εφημερίδα Αντιφωνητής, που εκδίδεται στην Κομοτηνή, και η Φιλιππούπολη στη Βόρεια Θράκη, κέντρο Ελληνισμού και ελληνικής παιδείας, έχει επιλεγεί ως πεδίο παραχάραξης της ιστορίας. Συνεργάτης της εφημερίδας βρέθηκε στη Φιλιππούπολη, όπου διάβασε κάποιο άρθρο σε περιοδικό που εκδίδεται στην Τουρκία. Στο άρθρο αυτό δίνεται μία εικόνα της Φιλιππούπολης ως αμιγώς τουρκικής πόλης και της αρχιτεκτονικής της ως αμιγώς τουρκικής, παρόμοιας με αυτή των τουρκικών πόλεων όπως η Προύσσα. Δεν αναφέρεται καν η παρουσία της κυρίαρχης κοινότητας των Ρωμηών, ούτε βέβαια το ότι η πόλη ιδρύθηκε από τους Μακεδόνες Έλληνες. Αγνοείται πλήρως η βουλγαρική παρουσία, αν και η Φιλιππούπολη βρίσκεται σήμερα στη βουλγαρική επικράτεια. Αναφέρονται μόνο οι τρεις λόφοι ως ανοικτό μουσείο τουρκικής αρχιτεκτονικής. Τίποτε για τα λαμπρά ελληνικά εκπαιδευτήρια, τα παρακείμενα στους λόφους της ελληνικότατης Φιλιππούπολης.



1. Αναφερόμαστε στο βιβλίο του Σπύρου Βρυώνη, Ο εκτουρκισμός της Μικράς Ασίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1998.
2. Αναφερόμαστε στο Ινστιτούτο Ιστορικών Μελετών που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ και στο βιβλίο του Τουργκούτ Οζάλ Η Τουρκία στην Ευρώπη. Βλέπε και το βιβλίο του Σπύρου Βρυώνη, Το τουρκικό κράτος και η Ιστορία, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1998.
3. Βλέπε μεταξύ άλλων το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή Φωκίωνα Κοτζαγεώργη Μικρές πόλεις της ελληνικής χερσονήσου κατά την πρώιμη νεότερη εποχή: Η περίπτωση της Ξάνθης (15ος – 17ος αι.), Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2008.

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Η Ελλάδα δορυφόρος της Τουρκίας.



Η ζοφερή διαπίστωση του Παναγιώτη Κονδύλη ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε αδιέξοδο αντιμετωπίζοντας τη στρατιωτική συντριβή ή τη δορυφοροποίηση από την Τουρκία, επαληθεύτηκε δυστυχώς ακόμη μία φορά. Η επίσκεψη της τουρκικής πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας στην Αθήνα σκόπευε στην άμβλυνση των ελληνικών αντιστάσεων στις προσβάσεις και την επιρροή που φιλοδοξεί να επιβάλλει η Άγκυρα στο Αιγαίο. Δεν επιδιώχθηκε να συζητηθούν οι αμφισβητήσεις της Τουρκίας πάνω στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, πράγμα που άλλωστε απερίφραστα αρνήθηκε και αγνόησε η τουρκική πλευρά χωρίς να το συζητήσει. Μάλιστα, η κολοσσιαία τουρκική στρατιωτική επιθετική παράταξη αποσιωπήθηκε σε βαθμό που οι Έλληνες πολιτικοί αισθανόταν ενοχή και ντροπή για τους ελληνικούς εξοπλισμούς. Σε μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα υπό τους βρυχηθμούς των τουρκικών αεριωθουμένων, τα αμήχανα χαμόγελα της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και το πατερναλιστικό βλέμμα του Τούρκου πρωθυπουργού, ζητήθηκε, ούτε λίγο ούτε πολύ, η άρση των απαγορεύσεων και των εμποδίων που παρουσιάζονται στην Τουρκία στην επιθυμία της να επιβάλλει την δημογραφική και την οικονομική παρουσία της σε όλο το Αιγαίο. Ενώ γινόταν οι συζητήσεις στην Αθήνα η τουρκική αεροπορία αλώνιζε στο Αιγαίο, ώστε να μην ξεχαστεί ο συσχετισμός των δυνάμεων. Αλλά και κανείς από την ελληνική πλευρά δεν παρατήρησε το παράλογο και αδικαιολόγητο της ύπαρξης του μεγαλύτερου αποβατικού στόλου στον κόσμο απέναντι από την Λέσβο. Ούτε τόλμησε κανείς να δικαιολογήσει τους ελληνικούς εξοπλισμούς με την απλή ερώτηση για το ποιό αμυντικό σκοπό υπηρετεί η παραγγελία από την Τουρκία των αεροπλάνων F35 stealth, τα οποία ανατρέπουν συνολικά την ήδη επισφαλή στρατιωτική ισορροπία στο Αιγαίο. Αντί γι’ αυτό, ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης δήλωσε πως αισθάνεται ντροπή για την κατασπατάληση τεραστίων ποσών για τους «άχρηστους» ελληνικούς εξοπλισμούς. Και βέβαια κανείς από τους Έλληνες πολιτικούς δεν εξέφρασε κανενός είδους «ντροπή» για την αποφυγή οποιασδήποτε διαμαρτυρίας για την ενίσχυση και υποστήριξη της επίσημης Τουρκίας προς τους εξωμότες εγκάθετους της Ελληνικής Θράκης. Οι προτάσεις που έγιναν διατυπώθηκαν με πρωτοβουλία της Τουρκίας η οποία έχει εδώ και χρόνια το προνόμιο του να θέτει προβλήματα και απαιτήσεις. Κατά τη γνώμη μας, και οι σημερινές δήθεν ειρηνικές προτάσεις οικονομικής συνεργασίας περιέχουν πολύ δόλο. Η Τουρκία ως εκ συστήματος αποφεύγει να δείξει μετριοπάθεια και να αμβλύνει ή να άρει τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις που έχει συσσωρεύσει. Η πρόταση, για παράδειγμα, του παγώματος των εξοπλισμών γίνεται σε μια εποχή τερατώδους συσσώρευσης πολεμικών μέσων από την Τουρκία και χωρίς να προτείνεται μια μηδενική βάση ή κάποια μορφή ισορροπίας. Κατά την αντίληψή μας η ανομολόγητη επιθυμία της Τουρκίας να καταστήσει την Ελλάδα δορυφόρο δεν κρύβεται και πρέπει να μας υποχρεώσει να φερθούμε ανάλογα. Το πλέγμα κατωτερότητας της Τουρκίας, η επιβίωση της οθωμανικής κατακτητικής ορμής και των οθωμανικών πολιτειακών και πνευματικών δομών, όπως και οι φοβίες, η αρνητική διάθεση, η οικονομική, η δημογραφική και η γεωπολιτική κάμψη της Ελλάδας καθιστούν μια ελληνοτουρκική προσέγγιση αδύνατη. Μετά την αποδυνάμωση, τις εθνικές καταστροφές και τις εθνικές ταπεινώσεις της Ελλάδας και δεδομένων των νοοτροπιών που επικρατούν στην Τουρκία, μια προσέγγιση των δύο χωρών δεν θα σήμαινε παρά την δορυφοροποίηση της Ελλάδας. Η αμηχανία των Δυτικών μπροστά στην αντιπαράθεση της Ελλάδας προς την Τουρκία θα τους έκανε ίσως να αποδεχθούν μια τέτοια προοπτική με την ελπίδα ότι η ικανοποίηση του πιο ισχυρού μέρους θα οδηγούσε σε κάποιο διέξοδο. Η εμπειρία που έχουμε από τη λεγόμενη «ελληνοτουρκική φιλία» είναι τραυματική: Το 1930, ο Βενιζέλος, μόλις οκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, δέχεται διακανονισμό για τις αποζημιώσεις των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών με όρους δυσμενέστατους για τους πρόσφυγες. Οι παλαιομουσουλμάνοι, σφόδρα αντικεμαλικοί ηγέτες της μειονότητας της Θράκης, οι οποίοι συντάχθηκαν μαζί μας στον Μικρασιατικό Πόλεμο, απελάθηκαν και η μουσουλμανική μειονότητα παραδόθηκε στην επιρροή του τουρκικού προξενείου. Η κατάληξη ήταν το εξοντωτικό "Βαρλίκ" και το οικονομικό πογκρόμ των Ελλήνων στην Τουρκία, όταν το 1941 η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από τριπλή κατοχή και ήταν δυνατή η εξόντωση των ελληνικών μειονοτήτων χωρίς προβλήματα. Την ίδια εποχή η Τουρκία προσπαθεί να διαπραγματευθεί με αμφότερους τους εμπολέμους την κατοχή των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Το 1952 η ελληνοτουρκική προσέγγιση για χάρη του ΝΑΤΟ και λόγω της σλαβικής απειλής προς την Ελλάδα, μας υποχρεώνει σε άλλες παραχωρήσεις στο θέμα της μειονότητας, παραδίδοντας τους Πομάκους της Θράκης στην αγκαλιά της Τουρκίας και καταλήγοντας στα Σεπτεμβριανά του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, όταν δόθηκε το σύνθημα και έγινε η αρχή για την οριστική εξόντωση του Ελληνισμού της Πόλης. Το 1959, η Συμφωνία της Ζυρίχης, με την Τουρκία να αρνείται τον προσδιορισμό των Τουρκοκυπρίων ως μειονότητα, οδήγησε, με τη βοήθεια των δικών μας σφαλμάτων, στη διχοτόμηση της Κύπρου το 1974. Βασιζόμενη σήμερα στην συγκυριακή της ισχύ η Τουρκία επιδιώκει να θεμελιώσει ισχυρή οικονομική παρουσία στο Αιγαίο και να συνδέσει το Ανατολικό Αιγαίο με την Μικρασιατική χερσαία μάζα. Παράλληλα επιδιώκει να δημιουργήσει δημογραφική παρουσία στο Αιγαίο και να ισχυροποιήσει δημογραφικά τα ερείσματά της στην Ελληνική Θράκη. Με κάποια παραλλαγή του σχεδίου Ανάν φιλοδοξεί να αποθαρρύνει και να αποδυναμώσει τους Έλληνες της ελεύθερης Κύπρου. Απώτατος ανομολόγητος σκοπός και στόχος της Τουρκίας είναι ο διαμοιρασμός του Αιγαίου, η κυριαρχία της στην Ελληνική Θράκη και την Κύπρο και η άρση των αποτελεσμάτων των Βαλκανικών Πολέμων με τον περιορισμό του ελληνικού κράτους στα όρια μιας Ελλάδας της Μελούνας. Οι φιλοδοξίες αυτές βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία με τις ιστορικές εμπειρίες που χαρακτηρίζουν την τουρκική παρουσία, όπως και με τους σχεδιασμούς της τουρκικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Για να μην αναφερθούμε σε μακρινές εποχές θα θυμίσουμε αυτό που χαρακτηρίζουμε ως «Τρίτη Άλωση», δηλαδή την μεταφορά μεγάλων πληθυσμιακών μαζών μουσουλμάνων δυτικά μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Η Τρίτη Άλωση σημαίνει την κατακυρίευση του γεωγραφικού χώρου και την ιστορική αλλοτρίωσή του, όπως έχει γίνει στους ιστορικούς χώρους του Ανατολικού Ελληνισμού. Βρισκόμαστε στη σφαίρα της ισχύος. Η Τουρκία ορίζει τους κανόνες και τις φάσεις της αντιπαράθεσης, από την οποία θα παραιτηθεί μόνο όταν πεισθεί ότι δεν μπορεί να συνεχίσει ή όταν η αντιπαράθεση καταλήξει επιζήμια για την ίδια. Εμείς μόνο με την ισχύ μας είναι δυνατό να αντέξουμε και να αποφύγουμε τη στρατιωτική συντριβή ή την υποταγή με το να καταστούμε δορυφόροι. Η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει ότι οι λαοί που θέλουν να επιβιώσουν βρίσκουν τον τρόπο και τους πόρους για να επιτύχουν. Εμείς, άλλωστε, είμαστε αυτοί που με την αντιστασιακή μας στάση και την περιφρόνηση των μεγεθών δώσαμε το μέτρο του φρονήματος.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Η Ραιδεστός δεν υπήρξε ποτέ.

Η εκδοτική δραστηριότητα, η σχετική με θέματα της τουρκικής ταυτότητας και της τουρκικής παρουσίας, βρίσκεται σήμερα σε έξαρση στην Τουρκία. Και όχι μόνο αυτό. Ποικίλες μελέτες και δραστηριότητες, μέσα σε πλαίσια μίμησης του εργαλειακού χαρακτήρα που κυριαρχεί στα αμερικανικά πανεπιστήμια, έχουν ως αντικείμενο την ιστορική αλλά και τη σημερινή Τουρκία.
Είναι ενδιαφέρον και μας αφορά άμεσα το ότι η ιστορική και γενικότερη επιστημονική έρευνα στην Τουρκία, όπως και η πιστοποίηση και η αυτογνωσία των ίδιων των Τούρκων, είναι ασύμβατα όχι μόνο με τη δική μας πιστοποίηση και αυτογνωσία, αλλά και με τα ιστορικά δεδομένα και τα συμπεράσματα της σχετικά αντικειμενικής επιστημονικής έρευνας.
Αυτό επίσης, το οποίο είναι ασύμβατο με τη δική μας ιστοριογραφία και πιστοποίηση, είναι η απόλυτη αντίληψη των Τούρκων για μηδενική βάση στην ιστορική αντίληψη για τον χώρο τον οποίο σήμερα κατέχουν. Εννοούμε την ανεδαφική αντίληψη του ότι η ιστορική πραγματικότητα στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια αρχίζει με την τουρκική κατάκτηση. Έτσι, για παράδειγμα, τα ξύλινα σπίτια της Προποντίδας, αλλά και γενικότερα οι μορφές των παραδοσιακών κατοικιών στη Μικρά Ασία θεωρούνται ως εξέλιξη του γιούρτ, της αρχαίας σκηνής των νομάδων Τούρκων, η οποία συναντάται ακόμη σήμερα στην Κεντρική Ασία. Έτσι, με μια τερατώδη ιστορική προσαρμογή αγνοείται το γεγονός ότι οι Τούρκοι και οι Τουρκομάνοι, οι οποίοι κατέκλυσαν μετά τον 11ο αιώνα τη Μικρά Ασία, βρέθηκαν σε ένα χώρο με αστική και οικιστική παράδοση πολλών αιώνων1.
Αυτά όμως είναι κοινότοπο να τα λέμε και να τα επαναλαμβάνουμε. Το παρελθόν δεν έχει στην Τουρκία αντικειμενική υπόσταση. Η μνήμη είναι επιλεκτική ή κατασκευασμένη. Το παρελθόν είναι ό,τι επιβάλλεται και ό,τι διδάσκεται και γράφεται. Οι αντιλήψεις αυτές έχουν επικυρωθεί έμπρακτα από εξέχουσες προσωπικότητες της Τουρκίας, όπως ο Κεμάλ Ατατούρκ και ο Τουργκούτ Οζάλ2.
Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την αντίληψη την οποία καλλιεργούν οι Τούρκοι σχετικά με το ιστορικό βάθος του χώρου, τον οποίο σήμερα κατέχουν, με τη γνωστή ρήση του Όργουελ: «Αυτός που ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον : αυτός που ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν».
Σήμερα, σαρώνονται και εξαφανίζονται τα ίχνη της παρουσίας των Ανατολικών Ελλήνων στους τόπους όπου κατοικούσαν μέχρι πρόσφατα. Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι μόνο με τον χρόνο, αλλά και με τη θύελλα μιας πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Τα εκατομμύρια των νεήλυδων από την Ανατολή κατακυριεύουν τούς χώρους και δημιουργούν ένα νέο δομημένο χώρο. Η Δυτική Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη, η Κωνσταντινούπολη, η Βιθυνία και ο Πόντος σαρώνονται από την ανοικοδόμηση. Μόνο η φτωχή και περιφερειακή Καππαδοκία φαίνεται να αποφεύγει προς το παρόν αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως Τρίτη Άλωση.
Ειδικότερα στην Προποντίδα, που για αιώνες ήταν «θάλασσα της Ρωμηοσύνης», αλλά και στη Θράκη, αρχαία κοιτίδα Ελληνισμού, τα ιστορικά δεδομένα παραποιούνται, αλλά και αγνοούνται με τρόπο τερατώδη.

Ο Δήμος του Τεκίρ Νταγκ στην Προποντίδα εξέδωσε πρόσφατα ένα λεύκωμα για να περιγράψει και να διαφημίσει την πόλη του, που δεν είναι άλλη από την αρχαία πόλη της Ραιδεστού, της οποίας το όνομα, όπως και τα ονόματα Βισάνθη, Ρησιστός ή Ροσιστός ή Ροδόστος ή Ροντόστο, πουθενά δεν αναφέρονται. Το λεύκωμα αρχίζει την ανάπτυξη του θέματός του από την προϊστορία. Στη σελίδα 13, μετά από κείμενο μιας σελίδας, αναφέρεται η τουρκική κατάκτηση, χωρίς να έχει γίνει λόγος για Έλληνες, ελληνικό πολιτισμό, ή Βυζάντιο. Ακολουθούν 190 σελίδες και 400 περίπου φωτογραφίες, όπου παρουσιάζονται ιστορικά και τοπογραφικά στοιχεία και προβάλλεται η πόλη. Η Ελλάδα και το Βυζάντιο παντελώς απουσιάζουν. Χωρίς να γίνεται αναφορά σε Έλληνες, ή έστω σε Ρωμηούς, εικονίζεται στη σελίδα 22 ένα παραδοσιακό σπίτι που αναφέρεται ως «σπίτι του Κωνσταντίνου». Στη σελίδα 29 εικονίζονται ρωμαϊκά νομίσματα της γειτονικής Περίνθου. Οι συγγραφείς δεν γνωρίζουν, ή θέλουν να αγνοούν, ότι το Τεκίρ Νταγκ ως αποικία των Σαμίων με το όνομα Βισάνθη και ως τόπος εγκατάστασης των Αθηναίων κληρούχων είχε κόψει ήδη νομίσματα από τον 4ο πΧ αιώνα. Στη σελίδα 40 υπάρχει μεγάλη φωτογραφία του τεμένους του Ρουστέμ Πασά, κτισμένου το 1537, χωρίς πουθενά να αναφέρεται ότι στον χώρο όπου κτίσθηκε το τέμενος υπήρχε το βυζαντινό κάστρο του Χριστού, έργο του Ιουστινιανού κατά τον 6ο μΧ αιώνα και, αργότερα, το πάλαι ποτέ πτωχοκομείο του Πανοικτίρμονος, το οποίο ίδρυσε ο Μιχαήλ Ατταλειάτης το 1077. Στις σελίδες 68 έως 74 υπάρχουν παλιές φωτογραφίες των κεντρικών συνοικιών του Τεκίρ Νταγκ με τα παλιά χαρακτηριστικά ξύλινα σπίτια της Προποντίδας, αρκετά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι πρόκειται για τις μέχρι το 1922 κεντρικές συνοικίες της πόλης της Ραιδεστού, στην οποία οι τουρκικές συνοικίες βρισκόταν στην περιφέρεια μακριά από την θάλασσα. Μόνο στη σελίδα 69 σε παλιά φωτογραφία η βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας αναφέρεται ως «προτεσταντική εκκλησία»! Η εκκλησία αυτή έχει σήμερα κατεδαφισθεί, στη θέση της υψώνεται η λέσχη των αξιωματικών της φρουράς του Τεκίρ Νταγκ. Στη σελίδα 75 παρουσιάζονται φωτογραφίες από την απελευθέρωση της Ραιδεστού τον Ιούλιο του 1920. Οι Έλληνες χαρακτηρίζονται ως Γιουνάν και εμφανίζονται ως κατακτητές, ώστε οι φωτογραφίες αυτές να ακολουθούνται από φωτογραφίες εορτασμών της απελευθέρωσης. Στη σελίδα 82 παρουσιάζεται παλιά φωτογραφία της κεντρικής παραθαλάσσιας συνοικίας της Παναγίας της Φανερωμένης, η οποία ονομάζεται μαχαλάς Ερτουγκρούλ, όνομα που φέρει σήμερα προς τιμήν του ομώνυμου τούρκου κατακτητή. Ακολουθούν φωτογραφίες με ανάλογη ιστορική αντίληψη, με την εξαίρεση μιας φωτογραφίας στη σελίδα 96, όπου γίνεται αόριστη αναφορά σε Ρωμηούς. Περιττό να σημειώσουμε ότι πουθενά δεν φαίνεται να γίνεται λόγος για το μεγάλο πλήθος των Αρμενίων που ζούσαν στην πόλη της Ραιδεστού από τον 16ο αιώνα. Όσο για τα λαμπρά εκπαιδευτικά ιδρύματα των Ρωμηών, τα νεοκλασικά πέτρινα κτήριά τους διασώζονται και χρησιμοποιούνται ακόμη ως σχολεία, όμως οι παλιές ελληνικές επιγραφές στα υπέρθυρα έχουν σβηστεί με κτυπήματα με καλέμι.
Αλλά, η οργουελλιανή μεταχείριση της ιστορίας από τους Τούρκους διανοούμενους, πολιτικούς και το τουρκικό κράτος δεν περιορίζεται στα εδάφη τα οποία κατέκτησαν οι Τούρκοι και τα οποία βάσει συνθηκών κατέχουν σήμερα, αλλά απλώνεται και στις γειτονικές χώρες, κατακτήσεις κάποτε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ελληνική Θράκη είναι βέβαια ένας χώρος όπου τρέφονται επιβουλές και καλλιεργούνται διεκδικήσεις. Έτσι, σε τεύχος του προπαγανδιστικού περιοδικού Cornucopia –που εκδίδεται στην Αγγλία– και σε άρθρο για την παρουσία των Τούρκων στη Θράκη αποκαλύπτεται η σύγχρονη τουρκική αντίληψη για την Ελληνική Θράκη. Σε πληθώρα ωραίων και μεγάλων φωτογραφιών δίδεται μία τουρκική-ισλαμική εικόνα της Ελληνικής Θράκης, όπου οι Έλληνες εμφανίζονται σχεδόν ως κατακτητές. Έτσι, φωτογραφίζεται η συνοικία της Μητροπόλεως στο κέντρο της Παλιάς Ξάνθης ως κατοικούμενη από Τούρκους, πράγμα που ποτέ δεν έγινε, αφού οι κεντρικές συνοικίες της Ξάνθης βρισκόταν πάντα υπό τον έλεγχο της ισχυρής ρωμαίικης κοινότητας. Όπως είναι γνωστό, η Ξάνθη και η Ραιδεστός διατήρησαν καθ’ όλη την Τουρκοκρατία την παρουσία των Ρωμηών στις κεντρικές τους συνοικίες και είναι αμφότερες παλιές βυζαντινές πόλεις, όπου διακρίνονται εισέτι στον πολεοδομικό τους σχεδιασμό οι βυζαντινές μυστικές αντιλήψεις για την οργάνωση και την καθαγίαση του χώρου. Ο πληρωμένος Άγγλος δημοσιογράφος ισχυρίζεται εσφαλμένα ότι η σύγχρονη Ξάνθη ιδρύθηκε από τους Τούρκους μπέηδες εμπόρους που εγκατέλειψαν την γειτονική Γενισέα μετά την καταστροφή της. Ψευδέστατος και αναιδέστατος είναι αυτός ο ισχυρισμός. Όχι μόνο η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει ότι η παρουσία των Ρωμηών στην πόλη της Ξάνθης είναι συνεχής, καθοριστική και αδιάσπαστη3, αλλά και η διατήρηση της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι η ζώσα, μόνιμη και σταθερή απόδειξη της ελληνικότητάς της.
Δεν είναι μόνο η Ελληνική Θράκη πεδίο για την κακοποίηση της τοπικής ιστορίας από τους Τούρκους. Όπως διαβάζουμε πρόσφατα στην εφημερίδα Αντιφωνητής, που εκδίδεται στην Κομοτηνή, και η Φιλιππούπολη στη Βόρεια Θράκη, κέντρο Ελληνισμού και ελληνικής παιδείας, έχει επιλεγεί ως πεδίο παραχάραξης της ιστορίας. Συνεργάτης της εφημερίδας βρέθηκε στη Φιλιππούπολη, όπου διάβασε κάποιο άρθρο σε περιοδικό που εκδίδεται στην Τουρκία. Στο άρθρο αυτό δίνεται μία εικόνα της Φιλιππούπολης ως αμιγώς τουρκικής πόλης και της αρχιτεκτονικής της ως αμιγώς τουρκικής, παρόμοιας με αυτή των τουρκικών πόλεων όπως η Προύσσα. Δεν αναφέρεται καν η παρουσία της κυρίαρχης κοινότητας των Ρωμηών, ούτε βέβαια το ότι η πόλη ιδρύθηκε από τους Μακεδόνες Έλληνες. Αγνοείται πλήρως η βουλγαρική παρουσία, αν και η Φιλιππούπολη βρίσκεται σήμερα στη βουλγαρική επικράτεια. Αναφέρονται μόνο οι τρεις λόφοι ως ανοικτό μουσείο τουρκικής αρχιτεκτονικής. Τίποτε για τα λαμπρά ελληνικά εκπαιδευτήρια, τα παρακείμενα στους λόφους της ελληνικότατης Φιλιππούπολης.



1. Αναφερόμαστε στο βιβλίο του Σπύρου Βρυώνη, Ο εκτουρκισμός της Μικράς Ασίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1998.
2. Αναφερόμαστε στο Ινστιτούτο Ιστορικών Μελετών που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ και στο βιβλίο του Τουργκούτ Οζάλ Η Τουρκία στην Ευρώπη. Βλέπε και το βιβλίο του Σπύρου Βρυώνη, Το τουρκικό κράτος και η Ιστορία, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1998.
3. Βλέπε μεταξύ άλλων το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή Φωκίωνα Κοτζαγεώργη Μικρές πόλεις της ελληνικής χερσονήσου κατά την πρώιμη νεότερη εποχή: Η περίπτωση της Ξάνθης (15ος – 17ος αι.), Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2008.

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Μετά το 1922

Η μεγάλης κλίμακας ανατολική πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου τελειώνει με τις μοιραίες εκλογές της 1.11.1920, όπως τελειώνει και η ιστορικών διαστάσεων πολιτική του παρουσία. Έκτοτε, δεν υπάρχει ανατολική πολιτική στην Ελλάδα. Κατά τον Λόϋδ Τζώρτζ οι εκλογές της 1.11.1920 συγκρινόταν με την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Δεν φανταζόταν τότε, ότι αυτό που θα επακολουθούσε θα ήταν ακόμη τρομερότερο. Η μομφή για τον Βενιζέλο πρέπει να δοθεί για τη δυσκολοεξήγητη απόφαση των εκλογών εκείνων, όπως και για την έλλειψη τόλμης και για ηττοπάθεια τον Σεπτέμβριο του 1922. Βέβαια, η μομφή απευθύνεται στον Βενιζέλο, γιατί οι πολιτικοί αντίπαλοι του, παρά τον πατριωτισμό τους, διέπραξαν τεράστια σφάλματα, και ήταν σαφώς ανίκανοι να δώσουν λύση στη μικρασιατική εμπλοκή, την οποία ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε δημιουργήσει. Ο Βενιζέλος ήταν ο μόνος που διέθετε την τόλμη, το διεθνές κύρος και τις ικανότητες που ήταν απαραίτητες για την απόφαση απεμπλοκής από τη Μικρά Ασία, όταν ήταν πια φανερό το αδιέξοδο και οι διεθνείς συγκυρίες ήταν πια δυσμενείς, και όταν ήταν ακόμη δυνατό να διασωθεί ο Ελληνισμός της Ανατολής, η Ανατολική Θράκη και ίσως και η Κωνσταντινούπολη.
Όσο για τον Μεταξά, ο εγωκεντρισμός του τον εμπόδισε να γίνει μεγάλος. Θα έπρεπε βέβαια να σπεύσει στη Μικρά Ασία, ακόμη κι αν δεν το είχε ζητήσει φορτικά ο Γούναρης.
Ο Ελληνισμός έδωσε το 1922 κρίσιμες μάχες που έκριναν την πορεία του για τους επόμενους αιώνες. Οι αγώνες αυτοί έγιναν στην πραγματικότητα χωρίς πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Αφήνω κατά μέρος το ότι πολέμησε τότε τμήμα μόνο του Ελληνισμού.