Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλιοκρισία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλιοκρισία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Θανάση Μουσόπουλου, Βυζαντινή Οικουμένη, θέματα ιστορίας και πολιτισμού. Ιδιωτική έκδοση, Ξάνθη 2012, σσ.212.



Αινιγματική και προβληματική είναι η θέση που κατέχει σήμερα το Βυζάντιο στο συλλογικό ελληνικό υποσυνείδητο, αλλά και στην επιστημονική προσέγγιση της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας. Αληθινά, δεν γνωρίζουμε πια σήμερα που να τοποθετήσουμε την μακρόχρονη αυτή ιστορική πορεία, πώς να την αξιολογήσουμε και κυρίως ποιά θέση να της δώσουμε στη συγκρότηση της ταυτότητάς μας.
Πρόκειται βέβαια για συμπτώματα και αποτελέσματα της μακρόχρονης κρίσης ταυτότητας που μας ταλανίζει από την εποχή της Δ΄ Σταυροφορίας τον 13ο αι, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακτάται και διαμελίζεται από τους Δυτικούς. Έκτοτε, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, διχασμοί και ατέρμονες συζητήσεις επικεντρώνονται στο ερώτημα αν ανήκουμε στην Ανατολή ή στη Δύση, ερώτημα που πάντα ξεκινά ή καταλήγει στην απορία για το Βυζάντιο.
Σήμερα, η αντίληψη που έχουμε για τη σχέση μας με το Βυζάντιο περιστρέφεται γύρω από την πρόσληψη ενός ανατολικού θρησκόληπτου περιβάλλοντος με θηριώδεις εκδηλώσεις και οπισθοδρομική παρουσία, όπως ακριβώς αντελήφθη τη βυζαντινή ιστορία ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και όπως περιγράφτηκε στην γεμάτη παρανοήσεις και διαστρεβλώσεις ιστορία του Γίββωνα. Αντίστοιχα, στην αρνητική αυτή εικόνα για το Βυζάντιο αντιτίθεται αυτό που επιβιώνει με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και τη νοσταλγία συντηρητικών στρωμάτων, που υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κορυφαίο πολιτιστικό περιβάλλον, το οποίο πρέπει να μας κάνει περήφανους. Σήμερα κυριολεκτικά ισχύει η παρατήρηση του Φώτη Κόντογλου μισό αιώνα πριν ότι το Βυζάντιο είναι «σημείο αντιλεγόμενο». Σημαντικό είναι το γεγονός ότι μερίδα του ακαδημαϊκού κατεστημένου φαίνεται να εγκαταλείπει την αντίληψη της συνέχειας τους ελληνικής ιστορίας και της ιστορικότητας του ελληνικού έθνους. Η οργανική σύνθεση, που συνέδεε την κλασική αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τον Νέο Ελληνισμό, προϊόν της ρομαντικής ιστορικής σύλληψης του 19ου αι, δεν γίνεται αποδεκτή από πολλούς σήμερα. Υποστηρίζεται ότι το ελληνικό έθνος είναι σύνθεση που ακολουθεί τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, δηλαδή αποτέλεσμα διεργασιών κατά τον ελληνικό Διαφωτισμό τον 18ο αι. Η άποψη αυτή, που επιτυχώς χαρακτηρίσθηκε ως εθνομηδενισμός, συνδυάζεται με μια εξιδανίκευση της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με την οποία η καταπιεστική και οπισθοδρομική Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας κύρια σκοπιμότητα ήταν η απομύζηση των υπηκόων της, παίρνει άφεση αμαρτιών και εξωραΐζεται.  Οι αντιλήψεις αυτές δεν μπορούν να προσφέρουν ένα πλαίσιο και μια πειστική αφήγηση για τους μακρούς αιώνες, τους γεμάτους ελληνική παρουσία και τεράστια παραγωγή τέχνης και λογοτεχνίας, που κανείς δεν αμφισβητεί τον ελληνικό τους χαρακτήρα. Ούτε έχουν υποστηριχθεί και δεν βασίζονται σε επιστημονικές εκδόσεις ή σε συνθετικές εργασίες.
Όπως και να ερμηνεύσουμε τις εξελίξεις αυτές το συμπέρασμα παραμένει και συνοψίζεται στο ότι είναι απολύτως και κατεπειγόντως αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης μας με την αρχαιότητα και με τους δέκα αιώνες του Βυζαντίου. Είναι αναγκαία και πάλι η δημιουργική εκείνη μελέτη και ενασχόληση που οδήγησε στην έκδοση έργων, όπως η ιστορία του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, η συλλογική Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών ή η ιστορία του Νέου Ελληνισμού του Απόστολου Βακαλόπουλου.
Το μικρό βιβλίο του Θανάση Μουσόπουλου δεν ασχολείται βέβαια με τα μεγάλα αυτά θέματα, ωστόσο αυτά βρίσκονται στη βάση της προσπάθειας του συγγραφέα να δώσει μία κατανοητή τεκμηριωμένη, αλλά και εκλαϊκευμένη εικόνα της βυζαντινής ιστορικής και πολιτισμικής παρουσίας. Και αυτό μας φαίνεται απολύτως αναγκαίο, όσο αναγκαία είναι και η συγγραφή επιστημονικών μελετών. Γιατί δεν πρόκειται για επιστημονική μελέτη, αλλά για μία προσπάθεια κατανόησης του βυζαντινού φαινομένου, αξιολόγησης και εκλαϊκευμένης παρουσίασης στο ευρύτερο κοινό. Ο συγγραφέας βασίζεται στην αντίληψη της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικότητας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χωρίς να αποσιωπά τις ρωμαϊκές καταβολές της και τις ανατολικές επιδράσεις στην εξέλιξή της. Δίδονται εδώ όλες οι πληροφορίες οι σχετικές με τους θεσμούς και την πνευματική παρουσία του βυζαντινού φαινομένου. Ο συγγραφέας δεν είναι ειδικός επιστήμων, πλην η διδακτική του πείρα του επιτρέπει να κινείται άνετα στα πεδία της βυζαντινής δημιουργίας και ειδικά στην βυζαντινή λογοτεχνία.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τα θέματα που αναπτύσσονται συνοπτικά στο βιβλίο: δίκαιο, οικονομία, θετικές επιστήμες, ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, βυζαντινή ποίηση, ιστοριογραφία και χρονογραφία, καθημερινός βίος, καλές τέχνες, σχέση με την αρχαιότητα, βυζαντινή αναγέννηση, λόγιοι στη Δύση. Δίνεται συνοπτική βιβλιογραφία.
Το μικρό αυτό βιβλίο εκδόθηκε στην Ξάνθη, μια επαρχιακή πόλη με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα. Ο συγγραφέας του ζει και εργάζεται στην Ξάνθη, μια πόλη όπου εκδίδεται σημαντικός αριθμός βιβλίων. Αρκεί να αναφέρουμε ότι τα βιβλία τοπικής ιστορίας που έχουν εκδοθεί στην Ξάνθη τα τελευταία χρόνια υπερβαίνουν σήμερα τα εκατό. Σχεδόν όλα τα βιβλία που εκδίδονται στην Ξάνθη τυπώνονται εκεί. Υπάρχουν αρκετά τυπογραφεία των οποίων οι εκτυπώσεις δεν έχουν να ζηλέψουν πολλά από τις εκτυπώσεις των τυπογραφείων του Κέντρου. Στο συγκεκριμένο μικρό βιβλίο έχουμε μόνο να παρατηρήσουμε ότι η ευκολία στην βιβλιοδεσία με την προτίμηση σε κολλητές σελίδες μειώνει τη διάρκεια ζωής του βιβλίου σε λίγα χρόνια. Για βιβλία με μακροζωία και φιλοδοξίες συνεχούς χρήσης το ραφτό σύστημα βιβλιοδέτησης είναι το ενδεδειγμένο. 


Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Πάνου Τσολάκη. Ο προσφυγικός συνοικισμός της Καστοριάς. Έκδοση Προσφυγικού Συλλόγου Απολλωνιαδιτών Καστοριάς, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 64, σχήμα 24x21




Από τα δύο εκατομμύρια των Ελλήνων της Ανατολής κατέφυγαν στην Ελλάδα, κατά τη δεκαετία του 1920, περίπου 1,5 εκατομμύριο, ενώ παράλληλα 500.000 Μουσουλμάνοι και Σλάβοι αποχώρησαν από τα εδάφη του Ελληνικού Κράτους. Από το χάος του 1922 αναδύεται ένα εθνικά ομοιογενές κράτος, η οικονομία και η αγροτική παραγωγή απογειώνονται, ενώ η βιομηχανία και το εμπόριο πραγματοποιούν άλματα. Προϋποθέσεις υπήρξαν η προσφυγική εγκατάσταση στη Μακεδονία και στη Θράκη και η ενίσχυση των μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά βέβαια και η επική προσπάθεια του ελληνικού κράτους, το οποίο μετά από μία τεράστια καταστροφή κατόρθωσε να περιθάλψει και να στεγάσει μεγάλο αριθμό προσφύγων. Απ’ αυτούς, το 53% αποτελείτο από αστικούς πληθυσμούς και το υπόλοιπο από αγρότες. Η αποκατάσταση των αγροτικών πληθυσμών έγινε από το Υπουργείο Γεωργίας, ενώ για τους αστικούς πληθυσμούς δημιουργήθηκαν ειδικοί φορείς. Οι εκτάσεις για την ανέγερση κατοικιών προήλθαν μετά από απαλλοτριώσεις. Η στέγαση και η εγκατάσταση των προσφύγων έγινε σε νέους αγροτικούς οικισμούς και σε νέες συνοικίες στις παρυφές των ελληνικών πόλεων. Οι κατοικίες που διανεμήθησαν στους πρόσφυγες πληρώθηκαν απ’ αυτούς, με είσπραξη στο άρτιο των ομολογιών του Ταμείου Ανταλλαξίμων. Η κατασκευή των κατοικιών έγινε με βάση τυποποιημένα σχέδια και μαζικά.
Ήδη από τον Οκτώβριο του 1922 είχε δημιουργηθεί το Ταμείο Αποκατάστασης των Προσφύγων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1923 συστάθηκε από την Κοινωνία των Εθνών η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, η οποία εξασφάλισε στο κατεστραμμένο οικονομικά ελληνικό κράτος τις εγγυήσεις, με βάση τις οποίες συνάφθηκαν εξωτερικά και εσωτερικά δάνεια. Η δημοσιονομική εξυγίανση των ελληνικών οικονομικών ακολούθησε την αύξηση της αγροτικής και της βιομηχανικής παραγωγής και επέτρεψε την ανοικοδόμηση περιφερειακών συνοικιών στις ελληνικές πόλεις, καθώς και νέων οικισμών στην ελληνική ύπαιθρο και κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η αποκατάσταση άρχισε σχεδόν αμέσως μετά την καταστροφή και το 1924 άρχισαν να παραδίδονται κατοικίες. Το 1928 είχε ήδη παραδοθεί το μεγαλύτερο τμήμα χιλιάδων κατοικιών. Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν ανεγερθεί για τους πρόσφυγες περισσότερες από 200.000 κατοικίες.
H ένταξη των προσφυγικών πληθυσμών των Ελλήνων της Ανατολής στο ελλαδικό κράτος ολοκληρώνει και επισφραγίζει την απομάκρυνση τους από τους ιστορικούς χώρους της πάλαι ποτέ Ελληνικής Ανατολής. Μεγάλο ποσοστό σημερινών Ελλήνων, που προέρχονται κατά ποικίλους τρόπους από τους ιστορικούς χώρους της Μικράς Ασίας, της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Μαύρης Θάλασσας, αγνοεί τις ιστορικές πραγματικότητες μέσα από τις οποίες οι ίδιοι διαμορφώθηκαν και στερείται την αίσθηση του γεωγραφικού χώρου στον οποίο ζούσαν οι άμεσοι πρόγονοί του. Γι΄ αυτό, είναι πολλαπλώς χρήσιμες οι μελέτες που παρουσιάζουν και αποκαλύπτουν τους γεωγραφικούς χώρους της καταγωγής, αλλά και της τελικής εγκατάστασης των προσφύγων της τρομερής Μικρασιατικής Καταστροφής. Υπάρχει μια ιστορική πραγματικότητα που συνήθως την υποπτευόμαστε χωρίς να έχουμε άμεση και καθαρή συναίσθηση για το τι ακριβώς αυτή σημαίνει. Είναι κάτι που δεν συζητείται εύκολα και είναι αόριστο πλην διακριτό. Ανάλογη πραγματικότητα υπάρχει και στη γειτονική μας Τουρκία. Εκεί, μάλιστα, οι μετακινήσεις πληθυσμών και η κατακυρίευση του ιστορικού χώρου από πληθυσμιακές ομάδες που δεν έχουν ιστορική σχέση με τον χώρο στον οποίο κατοικούν, δημιουργούν παράλληλες πραγματικότητες και συχνά δίνουν την αίσθηση του μη μόνιμου, του μη πραγματικού και αυτού που είναι ξένο. Η σημερινή Τουρκία είναι η χώρα όπου η πραγματικότητα επιβάλλεται, επικάθεται και επικαλύπτει ιστορικές πραγματικότητες που είναι εύκολα ανιχνεύσιμες και ορατές.
Όπως σε πολλές ελληνικές πόλεις, υπάρχει και στην Καστοριά ένας οργανωμένος προσφυγικός συνοικισμός που αποτελείται από 16 τετράγωνες μονοκατοικίες και 10 συμμετρικές διπλοκατοικίες και χρονολογείται από το 1932.
Η μελέτη του οικισμού αυτού έγινε από τον αναπληρωτή καθηγητή της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ κ.Πάνο Τσολάκη, του οποίου πρόσφατα κυκλοφόρησαν δύο σημαντικές μελέτες: «Τα οθωμανικά διοικητήρια στον ελλαδικό χώρο 1850-1912» και «Η αρχιτεκτονική της Παλιάς Καστοριάς». Ο κ. Τσολάκης έχει στέρεη αντίληψη της τοπικότητας και συλλαμβάνει  εύστοχα την ιστορική διάσταση, η οποία αποτελεί το πλαίσιο των μελετών του.
Οι πρόσφυγες της Καστοριάς προέρχονται κυρίως από την Απολλωνιάδα της Βιθυνίας, οικισμό που βρίσκεται σε νησίδα πλησίον της ακτής της ομώνυμης λίμνης. Υπάρχουν ευθείες αναλογίες και ομοιότητες των οικισμών της Απολλωνιάδας και της Καστοριάς. Ο οικισμός της Απολλωνιάδας κατοικείτο πριν το 1922 κυρίως από Έλληνες, οι οποίοι είχαν ως κύριο επάγγελμα τη σηροτροφία, αλλά και πολλούς απασχολούσε η αλιεία. Αυτός είναι και ο λόγος που τους έκανε να συγκεντρωθούν στην Καστοριά, όπου εξάσκησαν το επάγγελμα των ναυτικών προγόνων τους. Η Απολλωνιάδα, παρά το ότι βρίσκεται σε μεσόγεια περιοχή κοντά στη Προύσσα και στο όρος Όλυμπος, διέθετε 200 με 300 πλοιάρια και ήταν συνδεδεμένη με τη θάλασσα της Προποντίδας, αυτή τη «θάλασσα της Ρωμηοσύνης» μέσω του πλωτού ποταμού Ρυνδάκου. Συνιστούσαν έτσι με τα πλεούμενά τους τις αρτηρίες ενός κόσμου που έφτανε μέχρι τον Εύξεινο και το Αιγαίο και είχε σαν άξονα την Προποντίδα, τον Ελλήσποντο και τον Βόσπορο.
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων στα τέλη του 1924, έφθασαν στην Καστοριά 43 οικογένειες ψαράδων από την Απολλωνιάδα. Μαζί τους μετέφεραν πάνω σε κάρρο μια βάρκα τους, μια κουτούκα με ιστίο, όπως την περιέγραψε σε ξυλογραφία του ο Φώτης Κόντογλου. Με την εργατικότητα και την πείρα τους οι πρόσφυγες ψαράδες κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τον πλούτο της λίμνης της Καστοριάς και να ορθοποδήσουν οικονομικά. Μάλιστα, εκτός από την αλιεία, ήταν σε θέση σε λίγα χρόνια να ναυπηγήσουν τα παραδοσιακά σκάφη της λίμνης της Καστοριάς, (καράβια και μανόξυλα) σαν ανάμνηση των καϊκιών (ντουμπάζια) που οι ίδιοι και οι πρόγονοί τους ναυπηγούσαν για τη λίμνη Απολλωνιάδα.
Οι Απολλωνιαδίτες εγκαταστάθηκαν αρχικά σε ανταλλάξιμα μουσουλμανικά σπίτια της Καστοριάς, τα οποία με την ανταλλαγή των πληθυσμών που συμφωνήθηκε στις 30.1.1923 στη Λωζάνη εγκαταλείφθηκαν από τους αποχωρούντες μουσουλμάνους ιδιοκτήτες τους. Η πόλη της Καστοριάς είχε πριν το 1923 λιγότερους από 2.000 μουσουλμάνους κατοίκους.
Είναι εμφανές ότι η αποκατάσταση των προσφύγων στην Καστοριά δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «αστική», όπως βέβαια συμβαίνει ανάλογα σε πολλές μικρές πόλεις. Πρόκειται για «αστική» αποκατάσταση που διατηρεί  τα στοιχεία μιας «αγροτικής» αποκατάστασης. 
Το βιβλίο είναι πλούσια εικονογραφημένο με φωτογραφίες και σχέδια εποχής, αλλά και με σύγχρονο φωτογραφικό και εικαστικό υλικό, ώστε οι περιγραφές να αναφέρονται ευθέως στο ιστορικό υπόβαθρο. Πολύ καλές είναι οι φωτογραφίες της Καστοριάς που χρονολογούνται από τον Μεσοπόλεμο. Καλή και κατατοπιστική είναι η βιβλιογραφία, όπως χρήσιμος για την τοπική ιστορία είναι ο κατάλογος των ανταλλαξίμων ακινήτων της Καστοριάς.


Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Γιάννης Παπακώστας, «Διά τόν σύνδεσμον τοῦ ἀπανταχοῦ Ἑλληνισμοῦ. Μείζων Ἑλληνισμός καί ἑλληνικά γράμματα στίς ἀπαρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἄγνωστες ἐκθέσεις πρός τόν ΣΩΒ γιά το Α΄ ἐκπαιδευτικό συνέδριο του 1904», Σύλλογος πρός Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων, Ἀθῆναι 2010, σχῆμα 17x24, σελ. 452.



Οἱ ἐκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, πού περί τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα, ἀναγκάσθηκε νά παραχωρήσει στούς ὑπηκόους της ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἔγιναν ἡ ἀφορμή καί ὁδήγησαν στήν ἄνοδο καί στή συμμετοχή τῶν Ρωμηῶν τῆς Αὐτοκρατορίας στή νεοπαγή ἀστική δυτικόστροφη τάξη της. Τό κοσμοπολίτικο Πέραν τῆς Κωνσταντινούπολης δέν ἐξελίσσεται μόνο σέ καθρέπτη τοῦ ἐκδυτικισμοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί γίνεται ἐπίσης τό κέντρο τῆς δράσης καί τῆς ἐπιτυχίας τῆς ρωμαίικης κεφαλαιουχικῆς καί ἐμπορευματικῆς τάξης.
Οἱ ἑλληνικές κοινότητες ἐλέγχουν, πρίν τό 1922, τό 50% τοῦ κεφαλαίου τοῦ ἐπενδεδυμένου στή βιομηχανία τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως καί τό 60% τῶν θέσεων ἐργασίας στούς μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχοῦν ἀπόλυτα στό εἰσαγωγικό καί τό ἐξαγωγικό ἐμπόριο. Ἀναφέρεται ὅτι τό 1914 τό 46% ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες τραπεζῶν καί τραπεζίτες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἦταν Ρωμηοί. Τήν ἴδια χρονιά, ἀπό τίς 6.507 βιομηχανίες καί βιοτεχνίες τῆς Αὐτοκρατορίας, τό 49% ἀνῆκε σέ Ρωμηούς. Τό 1912, ἀπό τίς 18.063 ἐμπορικές ἐπιχειρήσεις τῆς Αὐτοκρατορίας, τό 43% βρισκόταν σέ ἑλληνικά χέρια, τό 23%  ἀνῆκε σέ Ἀρμένιους, τό 15% σέ Μουσουλμάνους καί τό ὑπόλοιπο σέ ἄλλους. Τό 1914 πάλι, Ἕλληνες ἦταν τό 52% τῶν γιατρῶν, τό 49% τῶν φαρμακοποιῶν, τό 52% τῶν ἀρχιτεκτόνων, τό 37% τῶν μηχανικῶν καί τό 29% τῶν δικηγόρων τῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Ρωμηοί μαθητές ἀντιπροσωπεύουν σέ ἀπόλυτους ἀριθμούς τό διπλάσιο σχεδόν τῶν Μουσουλμάνων μαθητῶν σέ ὅλη τήν Αὐτοκρατορία. Τήν ἴδια ἐποχή οἱ Ἑλληνίδες, σέ ἀντίθεση πρός τίς μουσουλμάνες τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐργάζονταν μαζικά στή βιομηχανία, τήν ταπητουργία καί τήν παραγωγή τροφίμων. Ἡ ἑλληνική γλώσσα εἶχε γίνει ἡ γλώσσα τῶν ἐμπόρων καί τῆς καλῆς κοινωνίας, σέ βαθμό πού σημαντικό ποσοστό Ρωμηῶν ἀγνοοῦσε τήν τουρκική (τά στοιχεῖα ὀφείλονται στή συλλογική μελέτη Ottoman Greeks in the age of nationalism, Darwin Press, 1999).
Σπουδαία ἦταν ἡ θέση τῆς ἑλληνικῆς ναυτιλίας, κατά τά μέσα τοῦ 19ου  αἰώνα. Θέση, ἡ ὁποία μετά ἀπό κάποια κάμψη μετά τήν εἰσαγωγή τοῦ ἀτμοῦ στή ναυπήγηση τῶν πλοίων, ἀνέκαμψε ὅταν οἱ  Ἕλληνες πλοιοκτῆτες ἀγόρασαν καί μετέφεραν στήν Ἀνατολική Μεσόγειο τά παλιά ἀγγλικά ἀτμόπλοια.
Ὑπόβαθρο καί προϋπόθεση τῆς ἀνόδου καί τῆς ἀκτινοβολίας τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων ἦταν ἡ προσήλωση τῶν Ἑλλήνων στήν Παιδεία. Πρόκειται γιά μορφή ἐκσυγχρονισμοῦ πού δέν ἐπιβάλλει τήν ἀπώλεια τῶν πολιτισμικῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἡ Παιδεία, ἡ ὁποία ἦταν ἕνα ἀπό τά προνόμια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, πραγματώνεται κατά τόν 19° αἰῶνα μέ τούς συλλόγους. Ἡ  ἱστορία τῶν συλλόγων τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολῆς ἀρχίζει μέ τήν ἵδρυση τοῦ " Ἑλληνικοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως" τό 1861, ὁ ὁποῖος, ἀμέσως ἀνέπτυξε λαμπρή δράση ὡς ὀργανωτής τῆς ἐκπαίδευσης τοῦ ἀλύτρωτου Ἑλληνισμοῦ. Γρήγορα, παρόμοιοι σύλλογοι ἱδρύθηκαν σέ ὅλη τήν Ἀνατολή. Τελείως πρόσφατα, ἡ ἔρευνα ἐντόπισε καί καταλογογράφησε χιλιάδες συλλόγους σέ όλη τή Μικρά Ασία καί τή Θράκη. Οἱ σκοποί τῶν συλλόγων ἀπέβλεπαν στή μόρφωση τῆς νεολαίας καί δευτερευόντως τῶν ἐνηλίκων, φιλοδοξῶντας στήν ἀνάδειξη καί τόνωση τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας.
Τήν πραγματικότητα αὐτή τοῦ Μείζονος Ἑλληνισμοῦ καί τή σχέση της μέ τά ἑλληνικά γράμματα καί τήν ἑλληνική παιδεία κατά τίς ἀπαρχές τοῦ 20οῦ   ἀνέλαβε νά περιγράψει ὁ ὁμότιμος καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γιάννης Παπακώστας, δοκιμασμένος μελετητής τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Πρόκειται γιά φιλόδοξο ἐγχείρημα μεγάλης κλίμακος, τή συγκρότηση μιᾶς μορφῆς ἐγκυκλοπαίδειας καί περιγραφικοῦ χάρτη τῶν ἐκπαιδευτικῶν πραγμάτων τοῦ Μείζονος Ἑλληνισμοῦ κατά τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἡ πολύ σημαντική αὐτή προσπάθεια βασίσθηκε στά πρακτικά καί τίς ἐκθέσεις τοῦ «Πρώτου ἐν Ἑλλάδι Ἐκπαιδευτικοῦ Συνεδρίου» πού ὀργανώθηκε στήν Ἀθήνα ἀπό τίς 31 Μαρτίου ἕως τίς 4 Ἀπριλίου 1904. Τήν πρωτοβουλία τῆς ὀργάνωσης τοῦ συνεδρίου ἐκείνου τήν εἶχαν ὁ Δημ. Βικέλας καί ὁ Γ. Δροσίνης (ἀπό τόν ὁποῖο ξεκίνησε ἡ πρόταση συγκλήσεώς του). Ὁ Δ. Βικέλας ἦταν ὁ πρόεδρος καί ὁ Γ. Δροσίνης ὁ γραμματέας τοῦ «Συλλόγου πρός Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων». Στό συνέδριο συμμετεῖχαν ὡς ὀργανωτές ὁ «Σύλλογος πρός διάδοσιν τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων» καί ὁ φιλολογικός «Σύλλογος Παρνασσός». Τά πρακτικά τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συνεδρίου περιλαμβάνουν ἄγνωστα μέχρι σήμερα ὑπομνήματα καί ἐκθέσεις γιά τά ἐκπαιδευτικά πράγματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ στή Μακεδονία καί στή Θράκη. Τό σπουδαῖο αὐτό ἐρευνητικό ὑλικό ἀνασύρθηκε ἀπό τόν συγγραφέα μέσα ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ «Συλλόγου πρός Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων».
Στή μελέτη τοῦ κ.Γιάννη Παπακώστα δημοσιεύονται ἐκθέσεις μέ πολύ σημαντικά στοιχεῖα καί πληροφορίες γιά τή Θεσσαλονίκη, τίς Σέρρες, τό Μοναστήρι, τήν Ἀδριανούπολη καί τή Ραιδεστό. Δημοσιεύονται ἐπίσης μαρτυρίες γιά τίς περιοχές Κοζάνης, Βεροίας, Φιλιππούπολης, Στενημάχου, Πύργου, Ἀγχιάλου, Βάρνας καί Κορυτσᾶς, ὅπως καί ἀδημοσίευτα στοιχεῖα γιά τά ἐκπαιδευτήρια τῆς Ἑλληνισμοῦ τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Ἀλεξάνδρειας, τοῦ Καϊρου καί τοῦ Πόρτ Σάιδ καί ἐκθέσεις γιά τά ἐκπαιδευτήρια τῆς Κωνσταντινούπολης καί τῆς Σμύρνης.
Στό συνέδριο ἔλαβαν μέρος χίλιοι περίπου ἐκπρόσωποι τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος  τοῦ ὑπόδουλου καί παροικιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ ἐκθέσεις καί τά ὑπομνήματα τῶν συνέδρων δίνουν μία οὐσιαστική εἰκόνα τῆς προσήλωσης τοῦ ἐκτός τῶν τότε ἑλλαδικῶν συνόρων Ἑλληνισμοῦ στήν ἑλληνική γλώσσα. Δίνεται ἐπίσης καί τό μέγεθος τοῦ πλήθους καί τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τοῦ μαθητικοῦ πληθυσμοῦ στόν ὁποῖο ἀπευθυνόταν τά σχολεῖα τοῦ μείζονος Ἑλληνισμοῦ. Συγκινητικό εἶναι τό φρόνημα τῶν ἐκπαιδευτικῶν συλλόγων, πού εἶχαν συσταθεῖ κατά ἑκατοντάδες στήν Ἀνατολή καί ἀπέβλεπαν στή διδασκαλία καί τή διάδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅπως καί μιᾶς ἑλληνοκεντρικῆς παιδείας.
Σέ μία ἐποχή, κατά τήν ὁποία ὁ Ἑλληνισμός δοκιμάζεται δεινῶς, ἡ προσήλωση τῶν ἐκτός τοῦ τότε ἑλληνικοῦ κράτους ἑλληνικῶν πληθυσμῶν στήν παιδεία καί ἡ μορφή πού εἶχε ἡ παιδεία αὐτή ἀποτελοῦν στοιχεῖα καί στηρίγματα αἰσιοδοξίας. Μέσα ἀπό τίς σελίδες τῆς μελέτης τοῦ κ. Παπακώστα παρακολουθοῦμε τίς προσπάθειες καί τίς ἐπιθυμίες τῶν συντελεστῶν τῆς ἐκπαίδευσης τοῦ μείζονος Ἑλληνισμοῦ γιά μόρφωση τῆς νεολαίας καί δευτερευόντως τῶν ἐνηλίκων μέ τόν ἀνομολόγητο σταθερό σκοπό τῆς ἀνάδειξης καί τῆς τόνωσης τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας. Σέ μία ἐποχή ἀποδόμησης καί ἰδεολογικοῦ μηδενισμοῦ παρακολουθοῦμε τήν προσπάθεια τῶν ἀνατολικῶν Ἑλλήνων γιά συγκρότηση καί ἀναβίωση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας, πρᾶγμα πού θά τούς ἐπιτρέψει νά λάβουν μέρος στή μεγάλη ἐξόρμηση τοῦ 1912-1922.
Τά χειρόγραφα τοῦ πρώτου ἐκπαιδευτικοῦ συνεδρίου τοῦ 1904, πού ἀναδύει, ἐκδίδει καί παρουσιάζει ὁ κ. Γιάννης Παπακώστας δέν ἀποτελοῦν μόνο τεκμήρια τῆς πίσης τῶν Ἑλλήνων στήν Παιδεία, ἀλλά καί τεκμήρια τῆς ζωῆς καί τῆς πραγματικότητας τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν πού βρισκόταν ἔξω ἀπό τά σύνορα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Γιά παράδειγμα ἀναφέρω τή ἔκθεση τοῦ δασκάλου Κ. Γεωργιάδη γιά τή Ραιδεστό, ἡ ὁποία θά πάρει τή θέση της στίς λίγες ἱστορικές περιγραφές πού διαθέτουμε γιά τήν πόλη αὐτή.
Ὅπως τονίζει ὁ μελετητής, δύο εἶναι τά σημαντικά στοιχεῖα πού θά προκαλέσουν τήν προσοχή τοῦ ἀναγνώστη τῆς μελέτης: «Ἡ διαπίστωση ὅτι τό μάθημα τῶν ἑλληνικῶν καταλάμβανε σταθερά τό 35% τῶν ἑβδομαδιαίων ὡρῶν διδασκαλίας ἤ καί περισσότερο –φαινόμενο πού συνιστοῦσε καί τόν συνεκτικό δεσμό τοῦ Ἑλληνισμοῦ· ἡ διαπίστωση ἐπίσης ὅτι βρίσκεται μπροστά σέ ἕναν σφύζοντα μαθητικό πληθυσμό, ὁ ὁποῖος προκύπτει ἀπό τής Ἐκθέσεις τῶν ἁρμόδιων φορέων….»
Τό βιβλίο ἀποτελεῖται ἀπό τρία κύρια μέρη. Στό Πρῶτο Μέρος ἀναφέρονται τά ὀργανωτικά ὅπως καί ἡ θεματολογία τοῦ συνεδρίου. Ἀναλύονται καί σχολιάζονται τά κίνητρα καί οἱ διοργανωτές τοῦ Συνεδρίου, οἱ Ἐκπαιδευτικοί Σύλλογοι καί γίνεται ἰδιαίτερη ἀναφορά στήν Ἀνατολική Ρωμυλία καί τή Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή. Σχετικά μέ τή θεματολογία τοῦ Συνεδρίου συζητῶνται μεταξύ ἄλλων τά διδακτικά ἐγχειρίδια καί ἡ γλώσσα. Τό Πρῶτο Μέρος κλείνει μέ ἐκθέσεις καί ὑπομνήματα. Δημοσιεύονται ἐκθέσεις γιά τό Μοναστήρι, τήν Ἀδριανούπολη, τή Ραιδεστό, τή Θεσσαλονίκη καί γιά ἕνα εὐρύτατο σύνολο περιοχῶν στά Βαλκάνια, τή Μικρά Ἀσία, τήν Κύπρο, τή Ρωσία καί τήν Αἴγυπτο.
Στό Δεύτερο Μέρος συνεχίζεται ἡ δημοσίευση ἐκθέσεων ἀπό ἐκπαιδευτήρια, συλλόγους καί δασκάλους προερχόμενων ἀπό τόν τεράστιο χῶρο ὅπου κατοικοῦσε ὁ παροικιακός Ἑλληνισμός. Παρουσιάζονται ἐκθέσεις γιά τά ἐκπαιδευτήρια τοῦ Μοναστηρίου, τῆς Ραιδεστοῦ, τῆς Ἀδριανούπολης, τῆς Θεσσαλονίκης καί τῶν Σερρῶν, ὅπως καί συντομότερα ἐκθέσεις γιά ἐκπαιδευτήρια τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κωνσταντινούπολης, τῆς Σύρου κ.ἄ.
Τό Τρῖτο Μέρος περιλαμβάνει πίνακες τῶν ἐκθεμάτων πού ἀπέστειλε κάθε σχολεῖο γιά τή Σχολική  Ἔκθεση πού ἀποτελοῦσε ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ Συνεδρίου. Γιά τή λειτουργία τῆς ἔκθεσης αὐτῆς εἶχε διαμορφωθεῖ κατάλληλα ὁ χῶρος τῶν γραφείων τοῦ «Συλλόγου πρός Διάδοση Ὠφελίμων Βιβλίων». Τα ἐκθέματα εἶχαν ἀποσταλεῖ ἀπό ἔνδεκα ἐκπαιδευτήρια.
Τέλος, τά θεωρητικά ὑπομνήματα πού ἀναφερόταν σέ ἐκπαιδευτικά θέματα τῆς ἐποχῆς θά δημοσιευθοῦν σέ τόμο πού θά ἀκολουθήσει.
Μπροστά στή σημερινή κρίση τῶν ἐκπαιδευτικῶν πραγμάτων στή χώρα μας καί στήν τυπολατρική ἀντιμετώπιση τῆς Παιδείας ἡ παρουσίαση τῆς ἐπιβλητικῆς ἐκπαιδευτικῆς δραστηριότητας τοῦ Μείζονος Ἑλληνισμοῦ πρίν ἀπό ἕνα αἰῶνα μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς καταλύτης ἀναγέννησης καί φρονηματισμοῦ. Τό βιβλίο τοῦ κ.Γιάννη Παπακώστα εἶναι καί γι’ αὐτό πολύτιμο.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

John Freely: «Τουρκία-Γύρω από τον Μαρμαρά», (στα Αγγλικά), SEV, Κωνσταντι­νούπολη 1998.


Το βιβλίο αυτό είναι ένας οδηγός με μια ειδίκευση: αφορά τις γύρω από την θάλασσα της Προποντίδας (Μαρμαρά) περιοχές. Είναι γραμμένος στα Αγγλικά και απευθύνεται σε κάποια μερίδα από τα εκατομμύρια των τουριστών που επισκέπτονται κάθε χρόνο την Τουρκία και, φυσικά, την Κωνσταντινούπολη.

Φαίνεται ότι ένας αριθμός τουριστών ζητά ειδικούς προορισμούς, πράγμα που μας γεννά ερωτήματα. Η Ανατολική Θράκη που μας ενδιαφέρει και που αφορά το πρώτο μισό βιβλίο, (το άλλο μισό αφορά τη Βιθυνία), ποτέ δεν ήταν, ούτε σήμερα είναι, τουριστική περιοχή.

Ο συγγραφέας John Freely είναι συνταξιούχος καθηγητής της Ροβέρτιου σχολής, τώρα Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, και συγγραφέας της καλής έκδοσης του «μπλε οδηγού»για την Κωνσταντινούπολη.

Αλλά, ας ξεφυλλίσουμε το βιβλίο για να εντοπίσουμε ό,τι αφορά τα χριστιανικά και τα ελληνικά μνημεία της Ανατολής Θράκης και ό,τι αναφέρεται στα μέρη εκείνα που μέχρι πρόσφατα ζούσαν οι Έλληνες και όπου ακόμη, για τον φιλέρευνο επισκέπτη, υπάρχουν πάμπολλα ίχνη της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας.

Η περιήγηση ξεκινά από τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, η οποία ως κοσμόπολη πλέον απλώνεται ανεξέλεγκτα καταστρέφοντας το ιστορικό και φυσικό περιβάλλον και δημιουργώντας μια δομημένη έρημο.

Η Κωνσταντινούπολη υφίσταται πλέον ως αστικός εφιάλτης και συνεπάγεται ένα κατ΄ εξοχήν αντιαισθητικό νέο χώρο. Τα γραφικά ελληνικά χωριά της περιοχής Μετρών, έχουν βέβαια εξαφανιστεί και δεν αναφέρονται στον οδηγό. Μόνη αναφορά το δίκτυο ύδρευσης της Κωνσταντινούπολης στο δάσος του Βελιγραδίου, με τα εντυπωσιακά υδραγωγεία των βυζαντινών που διατήρησαν οι Οθωμανοί Τούρκοι μετά την κατάκτηση. Τα σκαμμένα στον βράχο μοναστήρια του Αγίου Αντωνίου (για τους Τούρκους η Καππαδοκία της Θράκης), περιγράφονται με φωτογραφίες.

Περιγράφεται επίσης το εξώτερο μακρύ τείχος της Κωνσταντινούπολης, αυτό του Αναστασίου.

Η Μήδεια αναφέρεται ως Κιγίκιοϊ, «σκαπτή πόλη» πλέον, λόγω των παλιών σε σπηλιές μοναστηριών του Αι Νικόλα. Εδώ, ο συγγραφέας αναφέρεται στους  ελληνικούς πληθυσμούς και την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης τον δραματικό Οκτώβριο του 1922. Παραθέτει μάλιστα, ένα απόσπασμα από τις γνωστές ανταποκρίσεις του Έρνεστ Χαιμινγκγουαίη.

Στη Βιζύη, ο οδηγός περιγράφει τη βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Σοφίας και το τρίτο σκαμμένο στον βράχο μοναστήρι των Μαγάρων και, τέλος, στη Βρύση (Πινάρ Χισάρ) τις βυζαντινές οχυρώσεις. Για τις Σαράντα Εκκλησίες, τη Μακρά Γέφυρα και την Αδριανούπολη δεν αναφέρονται οι ελληνικές συνοικίες με τα ενδιαφέρονται εκλεκτικιστικά κτήρια. Τα εξαιρετικά ισλαμικά μνημεία της Αδριανούπολης, φυσικά μονοπωλούν το ενδιαφέρον του οδηγού.

Για τη Σηλύβρια αναφέρονται αρκετά για ό,τι αφορά τη μακρόχρονη ιστορία της βυζαντινής αυτής πόλης  και τα ενδιαφέροντα μνημεία της (που δεν διασώζονται σήμερα). Το ίδιο γίνεται και για την Ηράκλεια –Πέρινθο, την Αίνο και την Καλλίπολη.

Τέλος, για τη Ραιδεστό και την περιοχή της δεν αναφέρεται τίποτα σχετικό με τη μακραίωνη παρουσία των Ελλήνων στην πόλη αυτή, κέντρο μιας ευρείας περιοχής που κράτησε την ελληνικότητά της μέχρι το 1922. Εδώ θέλουμε να σταθούμε, για να σχολιάσουμε λίγο τα ξύλινα σπίτια της πόλης αυτής, που καταρρέουν και που σε λίγα χρόνια φαίνεται ότι πια δεν θα υπάρχουν. Ξύλινα σπίτια σώζονται αρκετά στους πάλαι ελληνικούς μαχαλάδες της Ραιδεστού και η τεχνική και η ιστορία τους φαίνεται να είναι πολύ πιο παλιότερες από την άφιξη των Τούρκων. Ο οδηγός αγνοεί επίσης το Ιερό Όρος (Γάνος των Βυζαντινών, Τεκίρ Ντάγκ των Τούρκων), με τα είκοσι οκτώ χωριά των Γανοχώρων, όπου υπάρχουν μεγάλες φυσικές ομορφιές, ενώ διασώζονται και πλείστα ίχνη και πολλά αγνοημένα, αλλά σεβάσμια μνημεία της ελληνικής παρουσίας.

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Χάρης Φεραίος: Ο Τρίτος Βάτραχος, Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2009, σχήμα 14x20, σσ. 160





Πρόκειται για βιβλίο-συλλογή μικρών άρθρων που ο Κύπριος συγγραφέας δημοσίευσε σε εφημερίδες της Λευκωσίας.
Μια πρώτη ματιά αφήνει την εντύπωση ότι πρόκειται για συνάθροιση μικρών δοκιμίων με ετερόκλητη θεματολογία. Ωστόσο, ο αναγνώστης γρήγορα συντονίζεται στον ρυθμό του συγγραφέα και εξοικειώνεται με τη σκέψη και την προβληματική του. Το μικρά αυτά κείμενα διαθέτουν μια εσωτερική λογική. Τα φαινομενικά ετερόκλητα θέματα συγκλίνουν προς ένα κέντρο: την ανίχνευση και την ανεύρεση της σημασίας και της ερμηνείας, της ένταξης των καθ’ έκαστον στο καθόλου, κατ΄ Αριστοτέλη. Ο συγγραφέας επισημαίνει και συζητά προβλήματα και δεν υπαγορεύει λύσεις. Πάντα, όμως, μέσα σε μια ελληνοκεντρική οπτική που τη χρωματίζει η έγνοια και ο καημός της Ρωμηοσύνης ως υπαρξιακό βίωμα. 
Η θεματολογία του συγγραφέα βάζει σε διαρκή αδιάσπαστη παράταξη τα μεγάλα ερωτήματα και διακυβεύματα που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό κόσμο κατά τις πρόσφατες δεκαετίες. Εδώ έχουμε ένα βιβλίο ελληνοκεντρικό, όπου τα βιώματα του συγγραφέα και οι μύχιες σκέψεις του επικεντρώνονται στην ποικιλία και το πλήθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ο Ελληνισμός και τα δύο ελληνικά κράτη. Χαρακτηριστική των κατευθύνσεων του συγγραφέα είναι η χρήση παραλλαγών ενός κιονόκρανου από την Αγία Σοφία στο εξώφυλλο του βιβλίου. Αλλά και μέσα στα κείμενα του βιβλίου ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφέρεται στην Αγία Σοφία ως αισθητική έκφραση του ελληνικού κόσμου και ως κορυφαίο ανθρώπινο επίτευγμα.
Το μικρό αυτό βιβλίο περιλαμβάνει σαράντα μικρά κείμενα, ένα προοίμιο και μία συμβολική διήγηση ως επιμύθιο, από το οποίο ξεκινά και ο παράδοξος τίτλος του. Τα κείμενα χωρίζονται σε τέσσερις ενότητες ανά δέκα.
Στην πρώτη ενότητα του βιβλίου, με τον εύλογο τίτλο «Η περιπλάνηση του Νέου Ελληνισμού», επιχειρείται μία τοποθέτηση της διαχρονικής κρίσης ταυτότητας του Ελληνισμού και συζητώνται οι πολιτισμικές διαστάσεις της σημερινής μας κατάστασης και οι αλλοτριωτικοί κίνδυνοι που μας περιβάλλουν. Η συχνή αναφορά στον Χρήστο Γιανναρά και τα βιβλία του δίνει ένα στίγμα της προβληματικής του συγγραφέα. Επισημαίνω, επίσης, τις αναφορές στον πρόωρα χαμένο φιλόσοφο Σπύρο Κυριαζόπουλο (1932-1977).
Ο συγγραφέας που έχει θετική μόρφωση (είναι αρχιτέκτονας και μάλιστα καλός) διακρίνεται για την αρχαιογνωσία του και την άνεση με την οποία χειρίζεται την κλασική γραμματεία και την εκκλησιαστική υμνογραφία. Ο ίδιος ακολουθεί με συνέπεια την αντίληψη για τη συνέχεια του Ελληνισμού στην οποία δεν διστάζει να αναφέρεται.
Στο δεύτερο τμήμα που επιγράφεται «Πολιτική άνευ “Πόλεως”», ο συγγραφέας προσπαθεί να συγκρίνει και να αξιολογήσει τη σημερινή άσκηση της πολιτικής στους ελληνικούς χώρους με τις μακραίωνες πολιτικές παραδόσεις του Ελληνισμού.
Το τρίτο τμήμα του βιβλίου ονομάζεται «Η ημετέρα παίδευσις». Εδώ ο συγγραφέας συζητά τη γλωσσική κατάσταση στη σύγχρονη Κύπρο σε συνάρτηση με τις ιστορικές περιπέτειες της πολύπαθης νήσου. Ο ίδιος έχει προσωπική εμπειρία από την επίπονη ιστορική πορεία του νησιού μετά το 1955. Πέρα από το πολιτικό και εθνικό ζήτημα ο Χάρης Φεραίος ανησυχεί, όπως πολλοί άλλοι, για την γλωσσική αλλοτρίωση που είναι εμφανής στην Κύπρο. Ο ίδιος χειρίζεται την απλή νεοελληνική αριστοτεχνικά σε βαθμό που το βιβλίο του είναι γλωσσικά παραδειγματικό.
Το τελευταίο τμήμα του βιβλίου ονομάζεται «Ο εμπαιγμός», ονομασία που αναφέρεται στην αντιμετώπιση του κυπριακού προβλήματος από τους ισχυρούς. Με σεμνότητα, αλλά και πατριωτικό και ανθρωπιστικό ζήλο ο Χάρης Φεραίος προσπαθεί να ψηλαφίσει τους όρους και τους τρόπους και τους όρους κάτω από τους οποίους το αντιστασιακό φρόνημα της Κύπρου θα βοηθήσει στην επιβίωση του χειμαζόμενου κυπριακού ελληνισμού.





Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Θράκη. Το σταυροδρόμι των Ελλήνων. Φωτογραφίες Ντόρας Μηναϊδου - Μαρίας Φακίδη. Κείμενα Στάντη και Ήρκου Αποστολίδη, Εκδόσεις Αδάμ, Αθήνα 2000, σσ.400, εικ. 613.




Πρόκειται για εντυπωσιακού όγκου λεύκωμα με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, που καλύπτει ολόκληρο τον ιστορικό-γεωγραφικό χώρο της Βόρειας, Ανατολικής και Δυτικής Θράκης, όπως επίσης της Σαμοθράκης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Η έκδοση αυτή εντάσσεται στην κατηγορία παρόμοιων λευκωμάτων που κυκλοφορούν από τη δεκαετία του 1980 και παρουσιάζουν τους χώρους εντός και εκτός του σημερινού ελληνικού κράτους, στους οποίους έζησε και δημιούργησε επί αιώνες ο Ελληνισμός. Τα λευκώματα αυτά βοηθούν επίσης την εκ νέου προσέγγιση χώρων και μνημείων που μας είναι άγνωστα ή απωθημένα στο συλλογικό υποσυνείδητο, πλην όμως οικεία και γι’ αυτό μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για ταξίδια προσκυνήματος μύησης και αναζήτησης.
Η γενική εικόνα του βιβλίου ως λευκώματος είναι καλή, παρόλο που η σελιδοποίηση συχνά πάσχει από την ύπαρξη λευκών κενών χώρων σε αρκετές σελίδες. Πολλές φωτογραφίες είναι εξαιρετικές και τα θέματα καλά διαλεγμένα. Η εκτύπωση και η τεχνική πλευρά των φωτογραφιών είναι γενικά πολύ καλές. Ωστόσο, η παράθεση φωτογραφιών δεν αρκεί. Δεν μπορούμε να πούμε ότι τα εισαγωγικά σημειώματα, ο σχολιασμός, ο υπομνηματισμός των φωτογραφιών του λευκώματος και η βιβλιογραφία βοηθούν πάντα τον απαιτητικό αναγνώστη να κατανοήσει πλήρως το φωτογραφικό υλικό. Πιθανόν οι συγγραφείς δεν θέλησαν να δώσουν έμφαση στο λόγο και προτίμησαν να προβάλουν μόνο την εικόνα.
Παρακάτω παρατίθενται ενδεικτικά ορισμένες παραλείψεις και ανακρίβειες:
Στη σ. 10, η λεζάντα της λιθογραφίας αναφέρει απλά ότι εικονίζεται η "συνθηκολό­γηση και παράδοση του Διδυμοτείχου". Ο αναγνώστης, φυσικά διερωτάται για ποιά γεγονότα πρόκειται και τι συνέβη γύρω στο 1838 που τυπώθηκε η λιθογραφία. Θα έπρεπε να σημειώνεται ότι πρόκειται για την «Πρώτη Ρωσία», δηλαδή την πρόσκαιρη κατάληψη του Διδυμότειχου από τους Ρώσους κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828/1829[1].
Στη σ. 31, δεν γίνεται λόγος για τους 260.000 πρόσφυγες που εγκατέλειψαν την Ανατολική Θράκη κατά το 1922, αν και δίδονται αριθμοί για τις Νεοτουρκικές διώξεις του 1914 και για τους πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας (1906-1926).
Στη σ. 57 αναφέρεται ότι: "τα φημισμένα καπνά της Ξάνθης προέρχονται ως επί το πλείστον απ΄ τα Πομακοχώρια". Αυτό είναι ανακρίβεια, αφού είναι γνωστό ότι τα φημισμένα καπνά της Ξάνθης προέρχονται ως επί το πλείστον από τους γιακάδες[2], δηλαδή τους γηλόφους μεταξύ της Ροδόπης και του κάμπου της Ξάνθης, όπου οι Πομάκοι εγκαταστάθηκαν σχετικά πρόσφατα[3].
Στη σ. 66 αναφέρεται "το ροζ αρχοντικό του Αργίτη". Πρόκειται για αρχοντικό της Ξάνθης σε ύφος νεοκλασσικό με ανατολίτικα σαχνισιά, παλιά ιδιοκτησία Καλούδη, βαμμένο ανέκαθεν σε χρώμα ώχρας και μόλις πρόσφατα ατυχώς βαμμένο ροζ. Όσο για τον Αργίτη, είναι αμφίβολο αν τέτοιο όνομα υπήρξε στη Ξάνθη.
Στη σ. 67 δεν αναφέρεται ότι εικονίζεται το Νηπιαγωγείο Στάλιου, κτισμένο το 1870 σε ύφος νεοαναγεννησιακό, ως ευεργεσία του ομώνυμου πλούσιου καπνέμπορου προς την πόλη της Ξάνθης στα πλαίσια της κοινοτικής αντίληψης.
Στη σ. 81 αναφέρεται ότι η Μονή της Αρχαγγελιώτισσας στη Ξάνθη ιδρύθηκε το 1834-1835, ενώ είναι γνωστό ότι η μονή ανοικοδομείται τότε, μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1829, ενώ η ίδρυση της Μονής ανάγεται σε πολύ παλαιότερους χρόνους.
Στη σ. 125 φαίνεται να γίνεται σύγχυση μεταξύ Μαρώνειας και Τόπειρου που απέχουν η μια από την άλλη περί τα εκατόν είκοσι χιλιόμετρα.
Η εντύπωση που δίνεται για την Ανατολική Θράκη, ότι δηλαδή χάθηκαν τα ίχνη της ελληνικής παρουσίας (σ. 291) δεν είναι σωστή. Ο φιλέρευνος ταξιδιώτης μπορεί να ανακαλύψει ικανό αριθμό εκκλησιών, σχολείων και παλιών ελληνικών σπιτιών στις άλλοτε ελληνικές συνοικίες των πόλεων και των χωριών της Ανατολικής Θράκης.
Στη σ. 294 αναφέρεται ότι διατηρείται σήμερα στην Ραιδεστό, (που ποτέ δεν ήταν ούτε είναι κωμόπολη, όπως γράφεται στη σελ. 2), η οδός των Προξενείων και "κάνα-δυο δρόμοι με ξύλινα σπίτια στην σειρά". Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο, αφού η οδός των Προξενείων κάηκε το 1936, εκτός από ένα τμήμα της με το κτήριο του "Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ραιδεστού - Αναγνωστήριο Βισάνθη", ενώ σώζονται πάνω από εκατό από τα χαρακτηριστικά ξύλινα σπίτια στις πάλαι ελληνικές συνοικίες.
Στη σ. 301 εικονίζεται κατά τον σχολιαστή η υπόγεια σκαπτή εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, ενώ πρόκειται για το ναό του Αγίου Νικολάου της Μηδείας[4].
Στη σ. 331 αναφέρεται ότι το νυν αρχαιολογικό μουσείο της Ραιδεστού βρίσκεται στη θέση του ναού της Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας. Στην πραγματικότητα, ο ναός ήταν κτισμένος πιο κάτω, δίπλα στη θάλασσα, εκεί που σήμερα βρίσκεται η Στρατιωτική Λέσχη. Στην ίδια σελίδα, το εικονιζόμενο σχολείο δεν είναι το «Γεωργιάδειο Αρρεναγωγείο», όπως γράφεται, αλλά «Τα Θεοδωρίδεια», παρθεναγωγείο κτισμένο από τους κληρονόμους του εμπόρου δημητριακών Κωνσταντίνου Θεοδωρίδη, με χρονολογία στο υπέρθυρο 1909[5].
Στη σελ. 335 η φωτογραφία 522 δεν απεικονίζει τα ερείπια της ανύπαρκτης Μονής της Ζωοδόχου Πηγής, όπως γράφεται, αλλά αυτά της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Καλαφάτη[6] έξω από τη Χώρα των Γανοχώρων.
Στη σ. 336 (φωτογραφία 524), οι συγγραφείς δεν πληροφορήθηκαν πρώτον, ότι ο εικονιζόμενος πλάτανος φυτρώνει πάνω στο αγίασμα της μονής του Αγίου Γεωργίου κοντά στη θάλασσα, δεύτερον, ότι πίσω από τον εικονιζόμενο πλάτανο στους θάμνους, διασώζονται τα ερείπια του ναού των Αγίων Θεοδώρων και, τρίτον, ότι από το σημείο αυτό αναχώρησαν οι Αυδημιώτες για τη Θεσσαλονίκη και την Αιδηψό, κατά το δραματικό Οκτώβριο του 1922[7].
Τελειώνοντας, εκφράζουμε την ευχή η επόμενη έκδοση αυτού του λευκώματος να περιλαμβάνει περισσότερα και ακριβέστερα κατατοπιστικά στοιχεία σχετικά με το φωτογραφικό υλικό και ελπίζουμε οι παρατηρήσεις μας να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση.


[1]       Δ. ΓΟΥΡΙΔΗΣ. Το ιστορικό Διδυμότειχο, Διδυμότειχο 1999, 61
[2]       Τουρκική λέξη που σημαίνει υψώματα.
[3]       Φ. ΑΛΤΖΙΤΖΟΓΛΟΥ: Οι γιακάδες και ο κάμπος της Ξάνθης, Αρχείον Γεωργοοικονομικών Μελετών Αγροτικής τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1941, σελ. 2
[4]       "Ανατολική Θράκη – Ιχνηλασία" ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2001, χάρτης 3.
[5]         ΑΝΩΝΥΜΟΣ, Ευεργέται Ραιδεστού,  Θρακικά 3  (1932)  372.
[6]       Π. ΛΕΚΚΟΣ, Οι μονές της Βόρειας και Ανατολικής Θράκης, Θεσσαλονίκη 1999, 341·  Μ. ΓΕΔΕΩΝΜνήμη Γιανοχώρων, Κωνσταντινούπολις, 1914, 50.
[7]       Μ. ΜΑΡΑΒΕΛΑΚΗΣ - Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ,  Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης., Θεσσαλονίκη 1955, 450.

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Γεώργιος Κ. Παπάζογλου. Ταφικά μνημεία της Πόλης. Α. Σισλί-έμποροι και τραπεζίτες


Γεώργιος Κ. Παπάζογλου. Ταφικά μνημεία της Πόλης. Α. Σισλί-έμποροι και τραπεζίτες (Θρακική Βιβλιοθήκη 8), Εργαστήριο Παλαιογραφίας–Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνή, 2005, σχήμα 30Χ24  σσ 464

Παρά τους προσδιορισμούς στον τίτλο επιμένει ο συγγραφέας να διευκρινίζει και να προσθέτει στον εσώτιτλο κάτω από τον τίτλο του βιβλίου: Οι τάφοι λαλούσι. Και έτσι είναι. Μέσα από το βιβλίο προσεγγίζουμε ένα τεθνεώτα Ελληνισμό που συνεχίζει την πνευματική και πολιτιστική ακτινοβολία του, χάρη στην προσπάθεια και τον μόχθο του συγγραφέα να ταξινομήσει και να περιγράψει, ώστε να προστατεύσει και να εξασφαλίσει την ιστορική παρουσία των Ρωμηών της Κωνσταντινούπολης. Ο γιγαντισμός και η ανεξέλεγκτη επέκταση του σύγχρονου αστικού εφιάλτη της Κωνσταντινούπολης εξαφανίζει τα ίχνη του παρελθόντος.  Δεν είναι μόνο η φθορά του χρόνου, αλλά κυρίως η θύελλα των εκατομμυρίων νεήλυδων που κατακυριεύουν τον χώρο και δημιουργούν νέες πραγματικότητες.
Παρά την νομοθετική προστασία ο μεγάλος αριθμός των κτηρίων, που συνθέτουν την πολιτιστική κληρονομιά του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, κινδυνεύει και απειλείται. Η δημογραφική παρακμή της ρωμαίικης μειονότητας αποστερεί το δομημένο περιβάλλον της από φορείς ζωής. Τα ελληνικού ενδιαφέ­ροντος κτήρια της Κωνσταντινούπολης είναι εκτεθειμένα στους κινδύνους της εντατικής αστικοποίησης, και κυρίως απειλούνται οι χώροι των δεκαοκτώ νεκροταφείων που διαθέτει ο Ελληνισμός στο κέντρο της Πόλης και στα προάστια του Βοσπόρου.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να αποτυπώσει τον τεράστιο πλούτο που συσσώρευσε το πέρασμα των γενεών σε ένα από τα σημαντικότερα νεκροταφεία του Μείζονος Ελληνισμού της Ανατολής και το σημαντικότερο της Κωνσταντινούπολης: το Νεκροταφείο του Σισλί στις παρυφές του Γαλατά. Πρόκειται για φιλόδοξο εγχείρημα μεγάλων διαστάσεων και ιδιαίτερης σημασίας.
Ο συγγραφέας αποθησαυρίζει φωτογραφίες και πληροφορίες για τα πρόσωπα που αναπαύονται στο μεγάλο αυτό νεκροταφείο, και για τα μνημεία τα ίδια. Εκεί αναπαύονται τα πιο σημαντικά μέλη της ρωμαίικης κοινωνίας της Κωνσταντινούπολης του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, εποχή μεγάλης οικονομικής ακμής  και πολιτιστικής ανόδου της Κωνσταντινούπολης ειδικότερα και του Ελληνισμού γενικότερα. Συγκεντρώνει πληροφορίες για τους καλλιτέχνες και τους μαστόρους που κατέθεσαν εκεί την τέχνη και την τεχνική τους. Παραθέτει επιγραφές και επιτάφια επιγράμματα, αλλά και παραστάσεις και κοσμήματα που συγκροτούν ένα απόθεμα στοιχείων για τον ιστορικό, τον λαογράφο, τον κοινωνιολόγο, αλλά και τον απλό ευαίσθητο αναγνώστη. Εντυπωσιάζει η επιμονή και η φροντίδα του συγγραφέα για να αποτυπώσει ό,τι είναι δυνατόν να αποτυπωθεί φωτογραφικά, να το αποθησαυρίσει και να το παραδώσει ως χάρτινη αιωνιότητα, πιο ασφαλή σίγουρα από τα ίδια τα υλικά αντικείμενα. Άλλωστε χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση σε σημείωση του συγγραφέα, αμέσως μάλιστα πριν τον πρόλογο του βιβλίου, για τις καταστροφές που έγιναν μέσα σε μόλις τρία χρόνια ,που μεσολάβησαν από τη φωτογράφηση μέχρι την έκδοση του βιβλίου.
Στο νεκροταφείο του Σισλί διακρίνεται με ενάργεια η πραγματικότητα και τα επιτεύγματα του Ελληνισμού της Ανατολής σε μια περίοδο δημογραφικής, οικονομικής και εθνικής ακμής του. Με την αναγέννηση του Ελληνισμού τον 18ο αιώνα εμφανίζονται στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν τη δημιουργία μιας ρωμαίικης εμπορευματικής τάξης και την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Στα τέλη του 18ου το ρωμαίικο μιλλέτ της Αυτοκρατορίας διεκδικεί όχι μόνο την εθνική του αποκατάσταση, αλλά και με τους Φαναριώτες τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση και την συνδιαχείριση ολόκληρης της Αυτοκρατορίας. Η ελληνική επανάσταση θα σημάνει την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους στις παρυφές του τότε Ελληνισμού, αλλά και την συντριβή των Φαναριωτών από τον σουλτάνο Μαχμούτ τον Β΄. Ωστόσο, οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης κατορθώνουν να ανορθωθούν με χαρακτη­ριστική ταχύτητα. Οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της Αυτο­κρατορίας στα μέσα του 19ου αιώνα τους επιτρέπουν να αναλάβουν ξανά μεγάλους ρόλους. Οι άπιστοι Τζιμμήδες, υπήκοοι δεύτερης κα­τηγορίας, ανέρχονται και γίνονται η αστική τάξη της Οθω­μα­νικής Αυτοκρατορίας. Δημιουργείται μια κατάσταση στην οποία οι ρωμαίικες κοινότητες παραμένουν πολιτικά υποταγ­μένες, αλλά γίνονται οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά κυρίαρχες. Παράλλη­λα, οι δημογραφικές συνθήκες στο Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα βοη­θούν τη μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών προς τη Μικρά Ασία. Οι αυτόχθονες κοινότητες των Ρωμηών πληθαίνουν και νέες κοινότητες δημιουργούνται.
Το κοσμοπολίτικο Πέραν της Κωνσταντινούπολης δεν γίνεται μόνο ο καθρέπτης του εκδυτικισμού της Αυτοκρατορίας, αλλά και το κέντρο της δράσης και της κυ­ριαρχίας μιας ρωμαίικης κεφαλαιουχικής και εμπορευ­ματικής τάξης. Το Φανάρι πέφτει σε δεύτερη μοίρα. Η Κωνσταντινού­πολη, "πόλις παλαιόθεν Ἑλληνίς", η σπουδαιότερη ελληνική πόλη για 16 αιώνες, κρατούσε σταθερά το ρόλο της ως νοερή πρωτεύουσα των Ελλήνων.
Οι ελληνικές κοινότητες ελέγχουν, πριν το 1922, το 50% του κεφα­λαίου του επενδεδυμένου στη βιομηχανία της Αυτοκρατορίας, το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχούν από­λυτα στο εισαγωγικό και το εξαγω­γικό εμπόριο. Χαρακτηριστικά αναφέ­ρουμε, ότι το 1914 το 46% από τους ιδιοκτήτες τραπεζών και τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Ρωμηοί. Την ίδια χρο­νιά από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας το 49% ανήκε σε Ρωμηούς και μόλις το 12% σε Τούρκους. Το 1914 πάλι, Έλληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχι­τε­κτό­νων, το 37% των μηχανι­κών και το 29% των δικηγόρων της Αυτοκρα­τορίας. Οι Ρωμηοί μαθητές αντιπροσω­πεύουν σε απόλυτους αριθμούς το διπλάσιο σχεδόν των Μουσουλμάνων μαθητών σε όλη την Αυτοκρα­τορία. Η ελληνική γλώσσα είχε γίνει η γλώσσα των εμπόρων και της καλής κοινωνίας, σε βαθμό που σημαντικό ποσοστό Ρωμηών αγνο­ούσε την τουρ­κική.
Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα, η οποία εικονίζεται στο ταφικό περιβάλλον του Σισλί και αυτή την πραγματικότητα προσπαθεί να περιγράψει ο συγγραφέας, ώστε να διασφαλιστεί η μνήμη της. Ας επανέλθουμε, όμως, στο βιβλίο προσπαθώντας να περιγράψουμε τα περιεχόμενα και τη διάρθρωσή του. 
Η βιβλιογραφία εστιάζεται στην αστική κοινότητα του Γαλατά των μέσων του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού και παρατίθεται μετά τον πρόλογο του συγγρα­φέα. Η εξαντλητική εισαγωγή παρουσιάζει το κοιμητήριο του Σισλί και αναλυτικά πληροφορίες και στοιχεία για τους σημαντικότερους συγκεκριμένους δημιουργούς, όπως γλύπτες και αρχιτέκτονες, που εργάσθηκαν εκεί. Ακολουθεί περιγραφή των μνημείων και κατάταξή τους σε τύπους με χωριστή ανάλυση της αρχιτεκτονικής, των διακοσμήσεων και των επιγραφών.
Στο κύριο σώμα του βιβλίου παρουσιάζονται αναλυτικά και με εξαντλητικές λεπτομέρειες τα ταφικά μνημεία του Σισλί που αφορούν εμπόρους και τραπεζίτες. Παρουσιάζονται σε 375 πυκνοτυπωμένες σελίδες 142 ταφικά μνημεία, έκαστο των οποίων ανήκει σε μία οικογένεια.
Κάθε ταφικό μνημείο περιγράφεται εξαντλητικά σε χωριστά κεφάλαια. Στην αρχή εικονίζεται το μνημείο και δίνονται τα γενικά χαρακτηριστικά του: τύπος, διαστάσεις, υλικό, όνομα, χρονολόγηση, υπογραφή, κατάσταση. Ακολουθούν αναλυ­τική περιγραφή, παράθεση όλων των επιγραφών, παράθεση των επιγραμ­μάτων. Τα ιστορικά του μνημείου δίδονται με εντυπωσιακή πληρότητα και αφορούν την ιστορία των τεθαμμένων και των οικογενειών τους με την παράλληλη παράθεση φωτογραφιών και κειμένων από τα έντυπα της εποχής. Συχνά δίδονται γενεολογικά δένδρα. Η περιγραφή συμπληρώνεται με εξαντλητική βιβλιογραφία την οποία εντόπισε ο ακαταπόνητος ερευνητής σε εφημερίδες, έγγραφα και έντυπα της εποχής. Η βιβλιογραφία πλαισιώνεται με αποσπάσματα εφημερίδων με αγγελίες και νεκρολογίες.
Ο τόμος κλείνει με πίνακες και ευρετήρια που δίνουν όλα τα ονόματα των τεθνεώτων, χρόνο γέννησης, θανάτου, καταγωγή, επάγγελμα, όπως και ευρετήριο συμβολικών παραστάσεων των  μνημείων.
Ο μεγάλος πολυτελής τόμος τυπώθηκε στην Κομοτηνή. Το αναφέρουμε αυτό σαν ευκαιρία για να παρατηρήσουμε ότι η τυπογραφία στην ελληνική επαρχία δεν μπορεί πια να χαρακτηρισθεί επαρχιώτικη και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από αυτά που γίνονται στην Αθήνα. Η γραφιστική επεξεργασία, η εκτύπωση των φωτο­γραφιών και η βιβλιοδεσία του τόμου είναι πολύ ικανοποιητικές. Ωστόσο, δεν κρύβουμε την προτίμησή μας στην "όρθια" διάταξη τέτοιων βιβλίων, ακόμη και αν περιέχουν πλήθος φωτογραφιών. Κατά την αντίληψή μας δεν συντρέχει λόγος για τη σχεδίαση του συγκεκριμένου βιβλίου σε "πλάγια" διάταξη, αφού μάλιστα οι φωτογραφίες δεν απαιτούν τέτοια παρουσίαση. Η "πλάγια" διάταξη συνηθίζεται σε βιβλία τοπιογραφικού περιεχομένου και δημιουργεί προβλήματα στην ανάγνωση και στη βιβλιοθέτηση.
Το όλο έργο είναι αφιερωμένο στη Μεγάλη Εκκλησία και στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο τον Α΄. Χορηγός είναι το " Ίδρυμα Σταύρος Σ. Νιάρχος".
 Ευχόμαστε στον συγγραφέα να συνεχίσει, όπως ο τίτλος του τόμου υπόσχεται, και να πραγματοποιήσει και την έκδοση άλλων τόμων, ολοκληρώνοντας τη μνημειώδη παρουσίαση, όπως φιλοδοξεί.

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Ακύλας Μήλλας: "Σφραγίδες Μητροπόλεων Χαλκηδόνος - Δέρκων"

Ακύλας Μήλλας: «Σφραγίδες Μητροπόλεων Χαλκηδόνος-Δέρκων»
Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα, 2000, σσ. 456

Με τον τόμο αυτό ο ακούραστος ιστοριοδίφης συνεχίζει τη μελέτη της παρουσίας των Ρωμιών στην ελληνική Ανατολή, παίρνοντας ως αφορμή τις εκκλησιαστικές, κοινοτικές, σχολικές, συντεχνιακές ή εμπορικές σφρα­γίδες που σώζονται σε έγγραφα κυρίως του 19ου ή των αρχών του 20ου αιώνα. Οι μελέτες του συγγραφέα αριθμούν ήδη, μεταξύ άλλων, τρία εξαντλητικά βιβλία για τα Πριγκηπόννησα της Προποντίδας, ενώ η μελέτη της ρωμαίικης παρουσίας με βάση τα σφραγίσματα άρχισε με τον τόμο «Σφραγίδες Κων­σταν­τι­νου­πόλεως» (1996).
Ο νέος τόμος καλύπτει τις μητροπόλεις Χαλκηδόνος και Δέρκων οι οποίες πλαισιώνουν την Κωνσταντινούπολη Δυτικά και Ανατολικά, στην Ευρώπη και την Ασία. Περιλαμβάνει δηλαδή οικισμούς και κοινότητες της ασιατικής ακτής του Βοσπόρου, της Βιθυνιακής ακτής της Προποντίδας από τη Χαλκηδόνα μέχρι το Ρύσιο (Αρετσού), των Πριγκιποννήσων, καθώς και τα δεκάδες χωριά ή κοινότητες της εκκλησιαστικής επαρχίας Δέρκων, δηλαδή την ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, με τις παρά την Πόλη ακτές της Προποντίδας και οικισμούς της μεσόγειας Θράκης.
Οι οικισμοί αυτοί, εκκενώθηκαν κατά την πλειονότητά τους, από τους Ρωμιούς μετά την συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών (1923), ενώ αριθμός τους στον Βόσπορο και στα Πριγκηπόννησα κατοικούνται από λίγους Ρωμιούς μέχρι σήμερα.
Ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι περιοριστικός, η αποτύπωση των σφρα­γίδων αποτελεί την αρχή για παράθεση πλήθους στοιχείων, σχε­δίων, εγγράφων, χαρτών και φωτογραφιών που αναφέρονται στις χριστια­νικές κοινότητες.
Ο συγγραφέας σχεδίασε ο ίδιος μαζί με την Ιόλη Μήλλα τις ποικιλό­­μορφες σφραγίδες, συχνά από αχνά ελλιπή ίχνη και απο­τυ­πώματα. Παράλληλα, ο ίδιος ο συγγραφέας ζωγράφισε όψεις χαμένων, ως επί το πλείστον, οικισμών, μνημείων, επιγραφών και διακοσμήσεων και τους χάρισε μία νέα ύπαρξη.
Μετρήσαμε στο νέο τόμο σχεδόν οκτώ εκατοντάδες σφραγίδες και πάνω από εκατό λεπτομερή τοπιογραφικά ή αρχιτεκτονικά σχέδια, που συμπλη­ρώνονται από δεκάδες διακοσμήσεις, φωτογραφίες, σχέδια επιγραφών και τους απαραίτητους χάρτες.
Τα κείμενα είναι γλαφυρά, περιεκτικά και τεκμη­ριω­μένα. Η εκτύ­πωση των κειμένων των σχεδίων και των φωτογραφιών είναι πολύ καλή. Το ύφος, η σχεδίαση, το σχήμα του βιβλίου και οι γραμματο­σειρές είναι τα ίδια με τα προηγμένα βιβλία που αναφέραμε, δίνοντας σωστά την εντύπωση της σειράς και της συνέχειας. Η βιβλιογραφία είναι εξαντλητική.
Είναι συγκινητική η προσπάθεια του συγγραφέα και ζωγράφου για την διάσωση και αποτύπωση των μνημείων και των σπαραγμάτων της ρωμαίικης παρουσίας, εκεί όπου ο αστικός εφιάλτης της Κων­σταντινούπολης των 15 εκατομμυρίων νεήλυδων από την Ανατολή σαρώνει τα πάντα και εξαφανίζει και αλλοτριώνει τα ίχνη της ελλη­νικής πολιτισμικής, ιστορικής και φυσικής παρουσίας.
Ο συγγραφέας, σταθερός κληρονόμος μιας μακραίωνης ιστορικής παράδοσης, γνωρίζει ότι πρέπει να βιαστεί. Κάθε στιγμή κάποια από τα ίχνη και τα μνημεία της παράδοσης αίρονται από το ετερό­δοξο, το αλλότριο και το τυχαίο. Ο χρόνος καταστρέφει, η μνήμη προσπαθεί να διασώσει. Ο συγγραφέας βρίσκεται αντιμέ­τωπος όχι μόνο με το χρόνο, αλλά και με τη θύελλα μιας πολιτισμικής αλλο­τρίωσης. Ένας μανιασμένος άνεμος παρασύρει τα αδύναμα οχυ­ρώματα που έστησε με υπομονή η μνήμη. Τα ίχνη και τα μνημεία της παράδοσης και της ιστορίας πρέπει επειγόντως να κατα­γρα­φούν και να αποτυπωθούν. Ο Ακύλας Μήλλας αντιμετωπίζει με τόλμη τη διάλυση και τη φθορά. Από τα ερείπια του χρόνου μας χαρίζει, την τελευταία στιγμή, μία παρήγορη και ελπιδοφόρα μορφή αθανασίας.
Η έλλειψη πληρότητας στην παρουσίαση του χώρου και των σφραγίδων, δεν μειώνει, κατά τη γνώμη μας, το βιβλίο, αφού ο γεωγραφικός και ο ιστορικός χώρος είναι τεράστιος, ενώ ο αριθμός τέτοιων σφραγίδων φαίνεται να είναι μεγάλος και νέες σφραγίδες ανακαλύπτονται μέρα με τη μέρα. Υπάρχουν, κατά τη γνώμη μας, κάποια μεθοδολογικά προβλήματα στην οργάνωση και την παρου­σίαση της ύλης. Τα κεφαλαία δεν είναι εύκολα διακριτά για τον αναγνώστη, οι χάρτες δεν αντιστοιχούν χρηστικά στα κείμενα και δεν αναφέρονται στα περιεχόμενα, ώστε ο αναγνώστης να αναγκά­ζεται να ξεφυλλίζει το βαρύ βιβλίο. Πολλές λεζάντες είναι φτωχές και θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν την εικονογράφηση με πρό­σθετες πληροφορίες. Τα περιεχόμενα είναι περιληπτικά και βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου.
Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες. Το πάθος και το αίσθημα του συγ­γραφέα και ζωγράφου, ο πλούτος και η ευρύτητα των στοιχείων και των πληροφοριών, η εντύπωση πληρότητας πού δίνουν η ει­κονο­γράφηση και η έκδοση, χαρακτηρίζουν το βιβλίο.
Ο Κωνσταντινουπολίτης συγγραφέας μένει πιστός στην παράδοση των «πατριδογράφων» και τιμά πάλι με το νέο του βιβλίο τους υψηλούς και ευγενείς στόχους που ο ίδιος έχει θέσει.
Του ευχόμαστε να αξιωθεί να συνεχίσει, ολοκληρώνοντας το έργο του και με τους υπόλοιπους τόμους για τις θρακικές και μικρα­σια­τικές μητροπόλεις.