Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζάντιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζάντιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Βυζαντινά μνημεία στη Μικρά Ασία

Με αφορμή την επιδημία των μετατροπών σπουδαίων βυζαντινών θρησκευτικών μνημείων σε ισλαμικά τεμένη που παρατηρείται στην Τουρκία , καλό θα είναι να εξετάσουμε περιληπτικά τον πλούτο των βυζαντινών μνημείων που εξακολουθεί να διασώζεται  στη γειτονική μας χώρα. Εκτός από την Ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, όπου διασώζονται δεκάδες μνημεία, η Μικρά Ασία είναι γεμάτη από τα υπολείμματα και τα ίχνη του Βυζαντίου.
Η Μικρά Ασία αποτελούσε τη βάση και το υπόβαθρο της χιλιόχρονης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με την είσοδο των νομάδων Τούρκων στην Μικρά Ασία τον 11ο αι. άρχισε η αποδόμηση του χριστιανικού χαρακτήρα του χώρου και των πόλεων, ώστε σήμερα η χριστιανική παρουσία στον μικρασιατικό χώρο να έχει περιοριστεί στα ερείπια των χριστιανικών μνημείων. Στις ραγδαία αναπτυσσόμενες πόλεις της Τουρκίας που γιγαντώνει η μετακίνηση ανατολικών πληθυσμών προς τις ακτές,  ό,τι απέμεινε από τα βυζαντινά μνημεία πνίγεται βαθμιαία στην οικοδομική πλημμυρίδα. Όμως παντού, στις  εκτεταμένες πεδιάδες και τις αχανείς ορεινές περιοχές συναντά κανείς τα υπολείμματα των εκκλησιών, των μονών, των ασκηταριών  και των κάστρων,  που ξεχασμένα μέσα στη γενική αδιαφορία, επιμένουν να στέκονται.
Κύριες περιοχές όπου διασώζονται βυζαντινά μνημεία στη Μικρά Ασία είναι οι απόμακρες και μυθικές χώρες του Πόντου και της Καππαδοκίας. Στον ευρύ χώρο του Πόντου διασώζονται εκατοντάδες μνημεία που τα  συναντά κανείς στις ορεινές περιοχές. Στην Τραπεζούντα σωζόταν πριν από ένα αιώνα πάνω από 80 βυζαντινές εκκλησίες, ενώ σήμερα αυτές μετρούνται  στα δάκτυλα του ενός χεριού. Ο μεγάλος αυτοκρατορικός ναός της Αγίας Σοφίας (13ος αι.), αναστηλωμένος από το πανεπιστήμιο της Γλασκόβης  το 1957, διατηρείται σε καλή κατάσταση, πλην πρόσφατα μετατράπηκε από μουσείο σε τέμενος και οι λαμπρές τοιχογραφίες του καλύφθηκαν. Μέσα στην Τραπεζούντα επιβιώνει ως τέμενος ο ναός  της Παναγίας της Χρυσοκεφάλου, όπως και οι εκκλησίες του Αγίου Αντωνίου και της Αγίας Άννας. Στον ορεινό Πόντο σώζονται πολλές βυζαντινές εκκλησίες, μονές και κάστρα, χωρίς όμως κανείς να φροντίζει γι αυτά. Τα μεγάλα προσκυνήματα του Πόντου, η Μονή Σουμελά και η Μονή Περιστερεώτα σώζονται ερειπωμένα.
Στην εκτεταμένη και απομονωμένη Καππαδοκία σώζονται  κυριολεκτικά χιλιάδες εκκλησίες και ασκηταριά σκαμμένα στο μαλακό ηφαιστιογενές  πέτρωμα που καλύπτει ολόκληρη την Καππαδοκία. Στα Κόραμα της Καππαδοκίας έχουν συντηρηθεί πολλές εκκλησίες με εξαιρετικές τοιχογραφίες. Οι κοιλάδες  Ιλχάρα και Σονγκαλί  είναι βυθισμένες στο μαλακό έδαφος και στις κάθετες πλευρές τους σώζονται πάμπολλα ασκηταριά και εκκλησίες. Ένα από τα παράδοξα της Καππαδοκίας αποτελούν οι σκαπτές σε πολλά επίπεδα υπόγειες βυζαντινές πολιτείες. Τα βυζαντινά μνημεία της Καππαδοκίας χρονολογούνται στους πρώτους και στους μέσους χρόνους του Βυζαντίου και πολλά από αυτά είναι κατάγραφα με ανεικονικές διακοσμήσεις, αφού έχουν σκαφτεί και ιστορηθεί στα χρόνια της Εικονομαχίας. Η χριστιανική τέχνη της Καππαδοκίας είναι λαϊκότροπη σε αντίθεση με την αυτοκρατορική τέχνη της Κωνσταντινούπολης.
Στην πάλαι ποτέ χριστιανική χώρα της Βιθυνίας όπου και το μοναστικό κέντρο στο όρος Όλυμπος πάνω από την Προύσσα, διασώζονται σε κακή κατάσταση βυζαντινά μνημεία. Στο πάνω τμήμα του Σαγγάριου σώζεται σε καλή κατάσταση μέρος της γέφυρας που έκτισε ο Ιουστινιανός (6ος αι.)Στην μικρή πολιτεία της Τρίγλιας σώζεται η εκκλησία της  Παναγίας της Παντοβασίλισσας και το καθολικό της μονής του Χηνολάκκου. Κατά μήκος της ακτής της Προποντίδας σώζονται τα ερείπια μοναστηριών, όπως η μονή της Πελεκητής, ενώ στη Σιγή στέκεται ακόμη μεγάλη εκκλησία. Βορειότερα, στέκεται σε κακή κατάσταση η μεγάλη εκκλησία του Αγίου Αβερκίου. Στην αγιασμένη πολιτεία της Νίκαιας σώζεται η εκκλησία της Αγίας Σοφίας που έχει μετατραπεί και αυτή πρόσφατα σε τέμενος. Η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με εξαιρετική ψηφιδωτή διακόσμηση που σωζόταν σε πολύ καλή κατάσταση καταστράφηκε το 1922.  Τα τείχη της Νίκαιας σώζονται με τις πύλες τους.
Απέναντι από τη Σάμο και μετά την Μυκάλη εκτείνεται η λίμνη Ηράκλεια. Στις όχθες της υψώνεται το όρος Λάτμος, σημαντικό μοναστικό κέντρο, του οποίου διασώζονται εκκλησίες και καθολικά σε ερειπιώδη  κατάσταση.  Αλλά και σε νησίδες της λίμνης Ηράκλειας διασώζονται επιβλητικά ερείπια εκκλησιών και μονών.  Ανατολικότερα, μετά τη Φρυγία και σε ερημική περιοχή, που οι Τούρκοι ονομάζουν ¨Χίλιες και μία εκκλησίες¨  σώζονται σε καλή σχετικά κατάσταση αρκετές εκκλησίες των μέσων βυζαντινών χρόνων. Στην κωμόπολη Σύλλη της Λυκαονίας σώζεται ο Άγιος Μιχαήλ (4ος αι.)
Νοτιότερα, στη Λυκία στα βυζαντινά Μύρα σώζεται ο ναός του Αγίου Νικολάου (6ος αι.), ενώ ερείπια ναών βρίσκονται στη Φιλαδέλφεια, στην Έφεσο και στην Αττάλεια.
Τα ερείπια των βυζαντινών ναών συναντώνται παντού σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία  και μαζί με τα ερείπια  χιλιάδων μεταβυζαντινών ναών, επιμένουν να υπενθυμίζουν το χριστιανικό υπόβαθρο αυτής της χώρας.



Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Θανάση Μουσόπουλου, Βυζαντινή Οικουμένη, θέματα ιστορίας και πολιτισμού. Ιδιωτική έκδοση, Ξάνθη 2012, σσ.212.



Αινιγματική και προβληματική είναι η θέση που κατέχει σήμερα το Βυζάντιο στο συλλογικό ελληνικό υποσυνείδητο, αλλά και στην επιστημονική προσέγγιση της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας. Αληθινά, δεν γνωρίζουμε πια σήμερα που να τοποθετήσουμε την μακρόχρονη αυτή ιστορική πορεία, πώς να την αξιολογήσουμε και κυρίως ποιά θέση να της δώσουμε στη συγκρότηση της ταυτότητάς μας.
Πρόκειται βέβαια για συμπτώματα και αποτελέσματα της μακρόχρονης κρίσης ταυτότητας που μας ταλανίζει από την εποχή της Δ΄ Σταυροφορίας τον 13ο αι, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακτάται και διαμελίζεται από τους Δυτικούς. Έκτοτε, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, διχασμοί και ατέρμονες συζητήσεις επικεντρώνονται στο ερώτημα αν ανήκουμε στην Ανατολή ή στη Δύση, ερώτημα που πάντα ξεκινά ή καταλήγει στην απορία για το Βυζάντιο.
Σήμερα, η αντίληψη που έχουμε για τη σχέση μας με το Βυζάντιο περιστρέφεται γύρω από την πρόσληψη ενός ανατολικού θρησκόληπτου περιβάλλοντος με θηριώδεις εκδηλώσεις και οπισθοδρομική παρουσία, όπως ακριβώς αντελήφθη τη βυζαντινή ιστορία ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και όπως περιγράφτηκε στην γεμάτη παρανοήσεις και διαστρεβλώσεις ιστορία του Γίββωνα. Αντίστοιχα, στην αρνητική αυτή εικόνα για το Βυζάντιο αντιτίθεται αυτό που επιβιώνει με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και τη νοσταλγία συντηρητικών στρωμάτων, που υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κορυφαίο πολιτιστικό περιβάλλον, το οποίο πρέπει να μας κάνει περήφανους. Σήμερα κυριολεκτικά ισχύει η παρατήρηση του Φώτη Κόντογλου μισό αιώνα πριν ότι το Βυζάντιο είναι «σημείο αντιλεγόμενο». Σημαντικό είναι το γεγονός ότι μερίδα του ακαδημαϊκού κατεστημένου φαίνεται να εγκαταλείπει την αντίληψη της συνέχειας τους ελληνικής ιστορίας και της ιστορικότητας του ελληνικού έθνους. Η οργανική σύνθεση, που συνέδεε την κλασική αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τον Νέο Ελληνισμό, προϊόν της ρομαντικής ιστορικής σύλληψης του 19ου αι, δεν γίνεται αποδεκτή από πολλούς σήμερα. Υποστηρίζεται ότι το ελληνικό έθνος είναι σύνθεση που ακολουθεί τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, δηλαδή αποτέλεσμα διεργασιών κατά τον ελληνικό Διαφωτισμό τον 18ο αι. Η άποψη αυτή, που επιτυχώς χαρακτηρίσθηκε ως εθνομηδενισμός, συνδυάζεται με μια εξιδανίκευση της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με την οποία η καταπιεστική και οπισθοδρομική Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας κύρια σκοπιμότητα ήταν η απομύζηση των υπηκόων της, παίρνει άφεση αμαρτιών και εξωραΐζεται.  Οι αντιλήψεις αυτές δεν μπορούν να προσφέρουν ένα πλαίσιο και μια πειστική αφήγηση για τους μακρούς αιώνες, τους γεμάτους ελληνική παρουσία και τεράστια παραγωγή τέχνης και λογοτεχνίας, που κανείς δεν αμφισβητεί τον ελληνικό τους χαρακτήρα. Ούτε έχουν υποστηριχθεί και δεν βασίζονται σε επιστημονικές εκδόσεις ή σε συνθετικές εργασίες.
Όπως και να ερμηνεύσουμε τις εξελίξεις αυτές το συμπέρασμα παραμένει και συνοψίζεται στο ότι είναι απολύτως και κατεπειγόντως αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης μας με την αρχαιότητα και με τους δέκα αιώνες του Βυζαντίου. Είναι αναγκαία και πάλι η δημιουργική εκείνη μελέτη και ενασχόληση που οδήγησε στην έκδοση έργων, όπως η ιστορία του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, η συλλογική Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών ή η ιστορία του Νέου Ελληνισμού του Απόστολου Βακαλόπουλου.
Το μικρό βιβλίο του Θανάση Μουσόπουλου δεν ασχολείται βέβαια με τα μεγάλα αυτά θέματα, ωστόσο αυτά βρίσκονται στη βάση της προσπάθειας του συγγραφέα να δώσει μία κατανοητή τεκμηριωμένη, αλλά και εκλαϊκευμένη εικόνα της βυζαντινής ιστορικής και πολιτισμικής παρουσίας. Και αυτό μας φαίνεται απολύτως αναγκαίο, όσο αναγκαία είναι και η συγγραφή επιστημονικών μελετών. Γιατί δεν πρόκειται για επιστημονική μελέτη, αλλά για μία προσπάθεια κατανόησης του βυζαντινού φαινομένου, αξιολόγησης και εκλαϊκευμένης παρουσίασης στο ευρύτερο κοινό. Ο συγγραφέας βασίζεται στην αντίληψη της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικότητας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χωρίς να αποσιωπά τις ρωμαϊκές καταβολές της και τις ανατολικές επιδράσεις στην εξέλιξή της. Δίδονται εδώ όλες οι πληροφορίες οι σχετικές με τους θεσμούς και την πνευματική παρουσία του βυζαντινού φαινομένου. Ο συγγραφέας δεν είναι ειδικός επιστήμων, πλην η διδακτική του πείρα του επιτρέπει να κινείται άνετα στα πεδία της βυζαντινής δημιουργίας και ειδικά στην βυζαντινή λογοτεχνία.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τα θέματα που αναπτύσσονται συνοπτικά στο βιβλίο: δίκαιο, οικονομία, θετικές επιστήμες, ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, βυζαντινή ποίηση, ιστοριογραφία και χρονογραφία, καθημερινός βίος, καλές τέχνες, σχέση με την αρχαιότητα, βυζαντινή αναγέννηση, λόγιοι στη Δύση. Δίνεται συνοπτική βιβλιογραφία.
Το μικρό αυτό βιβλίο εκδόθηκε στην Ξάνθη, μια επαρχιακή πόλη με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα. Ο συγγραφέας του ζει και εργάζεται στην Ξάνθη, μια πόλη όπου εκδίδεται σημαντικός αριθμός βιβλίων. Αρκεί να αναφέρουμε ότι τα βιβλία τοπικής ιστορίας που έχουν εκδοθεί στην Ξάνθη τα τελευταία χρόνια υπερβαίνουν σήμερα τα εκατό. Σχεδόν όλα τα βιβλία που εκδίδονται στην Ξάνθη τυπώνονται εκεί. Υπάρχουν αρκετά τυπογραφεία των οποίων οι εκτυπώσεις δεν έχουν να ζηλέψουν πολλά από τις εκτυπώσεις των τυπογραφείων του Κέντρου. Στο συγκεκριμένο μικρό βιβλίο έχουμε μόνο να παρατηρήσουμε ότι η ευκολία στην βιβλιοδεσία με την προτίμηση σε κολλητές σελίδες μειώνει τη διάρκεια ζωής του βιβλίου σε λίγα χρόνια. Για βιβλία με μακροζωία και φιλοδοξίες συνεχούς χρήσης το ραφτό σύστημα βιβλιοδέτησης είναι το ενδεδειγμένο. 


Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

" Κατάκτηση 1453 "


Αυτός είναι ο τίτλος κινηματογραφικής υπερπαραγωγής που προβάλλεται στους κινηματογράφους της Τουρκίας με τεράστια επιτυχία. Όλοι οι συντελεστές της υπερπαραγωγής είναι τουρκικοί, όπως και η χρηματοδότηση.

Φαίνεται ότι τίποτε δεν είναι τόσο δημοφιλές στην Τουρκία όσο είναι ο εθνικισμός, παρατηρεί η Guardian Weekly. Πράγματι, το φιλμ συγκεντρώνει τεράστιες ουρές επίδοξων θεατών και έχει ήδη μετά από λίγους μήνες προβολής πραγματοποιήσει κέρδη που ανέρχονται στο τριπλάσιο της δαπάνης που καταβλήθηκε.  Η γοητεία που ασκεί το θέμα γεμίζει πατριωτική υπερηφάνεια, όχι μόνο τους ίδιους τους Τούρκους, αλλά και άλλους, όπως αυτοί που γεμίζουν τα πούλμαν που από την Ελληνική Θράκη ξεκινούν για την Αδριανούπολη, όπου θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν την προβολή της «Κατάκτησης 1453».

Το ίδιο το φιλμ αφορά βέβαια την εξιστόρηση της πολιορκίας και της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης τον Απρίλιο και το Μάιο του αποκαλυπτικού έτους 1453. Η παρουσίαση και η εξιστόρηση γίνονται με τη γνωστή από δεκαετίες χολλυγουντιανή συνταγή, όπως την ανέπτυξαν οι αμερικανοί σκηνοθέτες Griffith και DeMille: Μεγάλα ντεκόρ, πολυπληθείς σκηνές, έντονος συναισθηματισμός, ανάδειξη και στήριξη σε στερεότυπα. Στην περίπτωση της «Κατάκτησης 1453» έχουμε και άφθονη δράση με πολλή βία. Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι η ιδεολογική κατεύθυνση του φιλμ που θέλει να βεβαιώσει το  μεγαλείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως και το ότι η αναδυόμενη και γιγαντούμενη Τουρκία έχει ακόμη φιλοδοξίες παγκόσμιας κυριαρχίας. Παράλληλα δίνεται μια μάλλον αυθαίρετη εικόνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εμφανίζεται ως ηδονιστής παρακμίας, ο Πάπας ως ένθερμος υποστηρικτής των Βυζαντινών, η ίδια η Κωνσταντινούπολη ως πλούσια και ευημερούσα, τα βυζαντινά στρατεύματα ως πολυπληθή και κατάφρακτα.

Σύμφωνα με την μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Zaman, που εκφράζει τις απόψεις του θρησκευτικού ακτιβιστή Fatullah Gullen, «οι Τούρκοι αισθάνονται και πάλι την αυτοκρατορική πνοή». Πράγματι, μετά από μία δεκαετία ασυγκράτητης οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και επιτυχούς ισλαμικής διακυβέρνησης, οι Τούρκοι στρέφονται προς τους Οθωμανούς προγόνους τους και αναβιώνουν τις συνήθειες και την αισθητική τους. Στο φιλμ καταδεικνύεται σαφώς η οθωμανική αντίληψη για την «απελευθέρωση» της Κωνσταντινούπολης, που δεν συναντάται μόνο στην τουρκική και την παντουρκική εθνικιστική ιδεολογία, αλλά και αποτελεί παλαιά ισλαμική δοξασία. Ακόμη και σήμερα διαβάζουμε γνώμες όπως : «Η Κωνσταντινούπολη που βρίσκεται αλαζονικά στο δρόμο των Μουσουλμάνων για πολλούς αιώνες, απελευθερώθηκε και οι πύλες της Ευρώπης άνοιξαν στο κάλεσμα του Ισλάμ. Την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης θα ακολουθήσει η απελευθέρωση της Ρώμης...».

Εμείς πιστεύουμε ότι η κατακτητική ορμή συνιστά θεμελιώδες πολιτισμικό χαρακτηριστικό στοιχείο των Τούρκων, αλλά και στοιχείο συμφυές με την ισλαμική θρησκεία. Αλλά και το Ισλάμ αντιλαμβάνεται την οικουμένη να διαιρείται σε δύο τμήματα, το νταρ αλ-Ισλάμ που ορίζεται από την ισλαμική σαρία και το νταρ αλ-χάρμπ, που βρίσκεται έξω από το νταρ αλ-Ισλάμ και είναι ο κόσμος των απίστων. Το νταρ αλ-Ισλάμ θα επεκταθεί για να συμπεριλάβει το νταρ αλ-χάρμπ. Η αντίληψη για την «απελευθέρωση» της Κωνσταντινούπολης είναι τυπική αυτών των ψυχισμών. Οι θεολόγοι του Ισλάμ μάλιστα, φρόντισαν να προσθέσουν μία χαντίθ (γραπτή παράδοση) στο Κοράνι στην οποία ο Προφήτης Μωάμεθ δηλώνει : «η Κωνσταντινούπολη θα κατακτηθεί. Θαυμαστός θα είναι ο ηγέτης που θα την κατακτήσει και ευλογημένοι θα είναι οι πολεμιστές του", (Ibn Hanbal, Musnad, 4, 435). Η τουρκική κατακτητική ορμή συμπληρώνει τις αντιλήψεις αυτές. Οι Τούρκοι είναι υπερήφανοι για την κατάκτηση - «απελευθέρωση» της Κωνσταντινούπολης. Τα μεγάλα μνημεία της βυζαντινής οικουμενικής πρωτεύουσας θεωρούνται πλέον ως μνημεία της δόξας του Ισλάμ και της τουρκικής ανδρείας. Η Αγία Σοφία θεωρείται ως ιερό μουσουλμανικό τέμενος, ως να μην εκφράζει μία άλλη πολιτισμική και θρησκευτική αντίληψη. Στο σωζόμενο καθολικό της Μονής του Παντοκράτορα υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με την πιο πάνω αναφερόμενη προφητεία του Προφήτη Μωάμεθ. Η ιστορία της μεγάλης Μονής του Παντοκράτορα και η σημασία της για την αντίληψη και την ίδρυση των νοσοκομείων δεν αναφέρονται και είναι άγνωστες.

Βέβαια η ιδεολογία του φιλμ εκφράζει πιστά την ιδεολογία του κυβερνώντος κόμματος. Ο Πρωθυπουργός Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε, προφανώς ικανοποιημένος ,ότι το φιλμ αυτό «διαπαιδαγωγεί μια αφοσιωμένη γενιά που θα αγκαλιάσει τις ιστορικές μας αξίες». Πολλοί μάλιστα από το κόμμα του συνιστούν την προβολή του φιλμ στα σχολεία σαν αντίδοτο στην επιρροή του Χόλλυγουντ, που κατ΄ αυτούς διαδίδει την «αντίληψη των Σταυροφόρων».

Και ενώ τα πλήθη πολιορκούν τα ταμεία των κινηματογράφων, οι δημοσιογράφοι της κεμαλικής ορθοδοξίας έσπευσαν να αντιδράσουν. Ακούστηκαν απόψεις όπως ότι «το φιλμ καλλιεργεί έναν ακραίο εθνικισμό που βασίζεται στα τουρκικά στερεότυπα για τους γειτονικούς χριστιανικούς λαούς» ή ότι «ως Τούρκοι υπενθυμίζουμε στον κόσμο ότι η μεγαλύτερη πόλη μας κάποτε ανήκε σε άλλο έθνος και κατελήφθη από μας με το ξίφος. Θα μπορούσαν να γιορτάζουν οι Εγγλέζοι την κατάκτηση του Λονδίνου και να πανηγυρίζουν οι Γερμανοί την κατάκτηση του Βερολίνου;».   Άλλος κριτικός δεν δίστασε να γράψει ότι το φιλμ «είναι μια δεξαμενή υποκρισίας που αναπληρώνεται με τη  γενική παράνοια του να βλέπουμε τον κόσμο ως αναξιόπιστο και αφιλόξενο... για να ενισχύσουμε τις αυταπάτες μας για ανωτερότητα». Ένας κριτικός που δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του έγραψε:  «έτσι που πάμε θα συνεχίσουμε με φιλμ για την εισβολή στην  Κύπρο και τη γενοκτονία των Αρμενίων;». Αλλά υπάρχουν και οι πιο μετριοπαθείς:  «είναι φυσικό να προσβλέπουμε και πάλι προς την οθωμανική κληρονομιά μας, αφού αυτή παραμελήθηκε από τον Ατατούρκ και τους υποστηρικτές του», έγραψε γνωστός κριτικός, για να συμπληρώσει ο ίδιος «είναι καιρός να κοιτάξουμε την Αυτοκρατορία με ένα πιο αντικειμενικό τρόπο. Ήταν ένας μεγάλος πολιτισμός. Γιατί να την κατηγορούμε; Είχε τα καλά της και τα κακά της», «η ιστορία που διδάσκεται στα τουρκικά σχολεία είναι εθνικιστική. Στα σχολεία μας είπαν ότι οι Οθωμανοί κατάκτησαν τον μισό κόσμο, αλλά ξαφνικά χωρίς εξήγηση έγιναν κακοί. Μας είπαν ότι ο Σουλτάνος συνωμοτούσε με τους Άγγλους. Ευτυχώς ο Ατατούρκ μας έσωσε.»

Η τελική σκηνή του φιλμ παρουσιάζει με έντονο συναισθηματισμό την αντίφαση της βίας που κατακτά και καταστρέφει με την υποτιθέμενη καλοσύνη: Ο Μωάμεθ ο Β’  εισέρχεται στην Αγία Σοφία κρατώντας ένα παιδί στην αγκαλιά του και διακηρύσσει: «Μην ανησυχείς λαέ της Κωνσταντινούπολης, μπορείς να λατρεύεις το Θεό σου όπου κι αν βρίσκεσαι...»  

Απ΄ ό,τι φαίνεται η εμπορική επιτυχία του φιλμ θα μας πλουτίσει και με άλλα έπη. Ο παραγωγός του φιλμ σχεδιάζει ήδη ένα φιλμ για την Καλλίπολη, όπου ο Ατατούρκ, ιδρυτής της μοντέρνας Τουρκικής Δημοκρατίας, πολεμά και νικά τους Άγγλους. Υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο κοινό από Κεμαλιστές και έπεται συνέχεια.

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Η ανέγερση της Αγίας Σοφίας και η συνέχεια του Ελληνισμού.



Η Αγία Σοφία, η «μεγάλη εκκλησία» της Κωνσταντινούπολης στέκεται στην κορυφή του πρώτου λόφου της Πόλης και κοντά στο άκρο της ιστορικής χερσονήσου που περιβάλλεται από την Προποντίδα, τον Βόσπορο και τον Κεράτιο. Η Αγία Σοφία κτίσθηκε μεταξύ των ετών 532 και 537 και αποτελούσε οργανικό τμήμα του συγκροτήματος του παλατίου της Κωνσταντινούπολης. Το κτίσμα που γνωρίζουμε σήμερα είναι το τρίτο κατά ιστορική σειρά και κτίσθηκε για να αναπληρώσει την κατεστραμμένη κατά τη Στάση του Νίκα προηγούμενη Αγία Σοφία. 

H ανέγερση της Αγίας Σοφίας έγινε μέσα σε πέντε χρόνια και δέκα μήνες, χρονικό διάστημα το οποίο φαίνεται απίστευτο δεδομένης της κλίμακας και της πολυπλοκότητας του μνημείου[i]. Το ίδιο απίστευτο και μοναδικό είναι το γεγονός ότι ο Ανθέμιος παρουσίασε πρωτόλεια της κατασκευής (ινδάλματα, κάτι σαν τις σημερινές μακέτες), λίγες μόλις μέρες μετά την καταστολή της Στάσης του Νίκα και την καταστροφή της προηγούμενης εκκλησίας της Αγίας Σοφίας[ii]. Αλλά και απ΄ όλες τις απόψεις η Αγία Σοφία θεωρήθηκε, και είναι, κάτι «το μοναδικό στον κόσμο» (singulariter in mundo)[iii]

Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά, αλλά και τα πιο ιδιόρρυθμα κτήρια στην ιστορία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής και αποτελεί συνδυασμό της βασιλικής με τον περίκεντρο ναό με τρούλλο. Με τους μεγαλειώδεις χώρους και τον τρούλλο της Αγίας Σοφίας πραγματοποιείται η επιθυμία του βυζαντινού λαού για ένα ναό ικανό να «χωρέσει το Αχώρητον». Η Αγία Σοφία δίκαια χαρακτηρίσθηκε ως «επίγειος ουρανός».
Η πραγματικότητα όμως και οι σημασίες που μεταφέρονται μέσω της Αγίας Σοφίας υπερβαίνουν τους ορισμούς. Η Αγία Σοφία πραγματοποιεί τη μετάβαση από τον αρχαίο στον βυζαντινό κόσμο ως ύψι στο δημιούργημα του ενιαίου Ελληνισμού μέσα στην συνέχεια και τη συνέπεια της ιστορίας του.
Η Αγία Σοφία μπορεί να γίνει αντιληπτή και ως καθρέπτης της ελληνικής ιστορίας. Αυτό συνδέεται με την συναισθηματική φόρτιση που συνοδεύει τη διϊστορική  εικόνα του μνημείου στη συλλογική μας συνείδηση. Γιατί εκείνο που βρίσκεται βαθιά μέσα στα πράγματα, αυτό συνεχίζει να αναδύεται, να επιμένει  και να παραμένει παρόν στην Αγία Σοφία. Υποστηρίζουμε ότι οι διαχρονικές αξίες και οι αντιλήψεις που χαρακτηρίζουν το μνημείο αυτό μαρτυρούν τη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας. Κάτω από τις συγκυρίες και τις συμπεριφορές υπάρχουν αρχές και αρχέτυπα που επιμένουν, εμφανίζονται και συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις πραγματικότητες.
Κατ΄ αρχήν είναι παντού παρούσα στην Αγία Σοφία η θεμελιώδης γνωσιολογική αντίληψη των Ελλήνων για τη σημασία και τη σπουδαιότητα της θέασης. Το πνεύμα χρειάζεται να δει για να κατανοήσει[iv]. Σ’ αυτό βοηθά το πολυσυζητημένο φως που χαρακτηρίζει το εσωτερικό του κτηρίου[v]. Αλλά και ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του όλου έργου, μας δίδει την αίσθηση της αντιδιαστολής προς την Ασία και τη Δυτική Ευρώπη. Όπως και η ποιότητα της επιστήμης που το δημιούργησε, μαζί με τη μορφή της αισθητικής που το σφραγίζει, μπορούμε να πούμε ότι βρίσκονται σε συμφωνία με τις καλύτερες ελληνικές παραδόσεις. Θα μπορούσαμε ακόμη να προσθέ σουμε την απόρριψη της χρησιμοθηρικής επιστήμης, που διακηρύττουν οι δύο ιδιο φυείς δημιουργοί του έργου, όπως και την αποφασιστική τους στάση απέναντι στην απαίτηση της λογικής να περιορίσει και να καθορίσει τον κόσμο[vi]

Την ανέγερση της Αγίας Σοφίας ανέθεσε ο Ιουστινιανός σε δύο ιδιοφυείς επιστήμονες, εκπρόσωπους των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι παρέμειναν σταθεροί υποστηρικτές των αρχαίων ελληνικών παραδόσεων.
Οι προσωπικότητες των δύο δημιουργών της Αγίας Σοφίας γεννούν σήμερα ερωτήματα. Αμφότεροι, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος, δεν ήταν γνωστοί ως δόκιμοι αρχιτέκτονες όταν ο Ιουστινιανός τους ανέθεσε την ανέγερση της Αγίας Σοφίας και ούτε είχαν πραγματοποιήσει άλλα οικοδομικά έργα[vii].
Επρόκειτο μάλλον για θεωρητικούς επιστήμονες, οι οποίοι έθεταν την επιστήμη τους σε εμπειρική απόδειξη και εφαρμογή και οι οποίοι ήταν γνωστοί ως «μηχανικοί» η ως «μηχανοποιοί»[viii]. Οι όροι αυτοί αφορούσαν τους λίγους επιστήμονες, τους οποίους απασχολούσε εκείνη την εποχή η θεωρία της Μηχανικής.

Ο Ανθέμιος, από τις Τράλλεις της Λυδίας, είχε την κύρια ευθύνη της ανέγερσης της Αγίας Σοφίας, εκτός από την αρχιτεκτονική του μνημείου ήταν υπεύθυνος για την όλη οργάνωση των εργασιών και την οικονομική διαχείριση. Ο Ανθέμιος προήρχετο από προικισμένη οικογένεια διανοουμένων και ήταν γνωστός ως μαθηματικός και μελετητής της φυσικής επιστήμης. Εκείνο που τον απασχολούσε φαίνεται ότι ήταν η θεωρία και η κατασκευή μηχανών σε κάποια μορφή μιμητική των λειτουργιών του φυσικού κόσμου[ix].Ήταν θεωρητικός επιστήμονας και αρέσκονταν να κατασκευάζει πρωτότυπα  μηχανήματα χωρίς φανερή πρακτική αξία. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος της πραγματείας του: «Περί παραδόξων μηχανημάτων»[x], όπου μεταξύ άλλων συζητείται και η σχεδίαση της έλλειψης. Ασχολήθηκε με την παραγωγή ενός τεχνητού σεισμού, με τη χρήση της δύναμης του ατμού, όπως και με την κατασκευή ενός μεγάλου κατόπτρου[xi]. Αναφέρεται ακόμη ως ζωγράφος και γλύπτης. Συνέγραψε θεωρητικά κείμενα, μεταξύ των οποίων τη συνέχεια της πραγματείας του Αρχιμήδη για τα σφαιρικά κάτοπτρα μετά από ανάλυση της θεωρίας των κωνικών τομών[xii]. O Παύλος Σιλεντιάριος τον χαρακτήρισε ως «πολυμήχανο»[xiii].

Ο Ισίδωρος από τη Μίλητο, ήταν αυθεντία στην Ευκλείδεια Γεωμετρία. Θεωρείται ως ο μεγαλύτερος γεωμέτρης της ύστερης αρχαιότητας. Φαίνεται ότι ο Ισίδωρος είχε διδάξει στα Πανεπιστήμια της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης και ότι είχε σχέσεις με την Πλατωνική Ακαδημία, πριν το κλείσιμό της απ' τον Ιουστινιανό[xiv]. Ένα γνωστό σύγγραμμά του αφορούσε σχόλιο σε πραγματεία του Ιέρωνα της Αλεξάνδρειας. Είχε επίσης εκδόσει τα έργα του Αρχιμήδη.

Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της Αγίας Σοφίας μας συνδέει λοιπόν, κατά κάποιους τρόπους, με τον αρχαίο κόσμο και τις κλασσικές αντιλήψεις. Αυτό είναι εμφανές στην αίσθηση του μέτρου που αποπνέει όλο το οικοδόμημα και στην ανθρωποκεντρική αντίληψη που χαρακτηρίζει τον σχεδιασμό του.

Παρά το ότι αμφότεροι οι υπεύθυνοι για την ανέγερση της Αγίας Σοφίας δεν είχαν κατασκευαστικές εμπειρίες, ωστόσο, στην πράξη υπερέβησαν και τις προσδοκίες, και τα καθιερωμένα: Έθεσαν μεγάλους και υψηλούς στόχους και επινόησαν εκπληκτικές κατασκευές. Αυτό που κατασκεύασαν εξάντλησε όλα τα περιθώρια και υπερέβη όλους τους συντελεστές ασφαλείας. Για πολλούς, είναι ανεξήγητο πώς το κτίσμα στάθηκε και πώς ακόμη στέκεται, μετά από τριάντα σεισμούς και δεκαπέντε αιώνες. Οι έμπειροι πρωτομάστορες και οι βοηθοί τους θα πρέπει να έμειναν κατάπληκτοι από τα τολμηρά πειράματα των δύο νεοφώτιστων αρχιτεκτόνων[xv]. Όλοι, όμως, συγκλονίστηκαν όταν η Αγία Σοφία παραδόθηκε στο κοινό. Ο συγκλονισμός αυτός συνεχίζει αδιάπτωτα να γεννιέται με την ίδια ένταση και στους σημερινούς επισκέπτες. Είχε δημιουργηθεί κάτι, που όχι μόνο δεν μπορούσε να εξηγηθεί τεχνικά, αλλά ήταν και αισθητικά απίστευτο: Από τον απέραντο εσωτερικό χώρο και την μυθική χρωματική εντύπωση μέχρι τον αιωρούμενο (μετεωριζόμενο κατά τον Προκόπιο[xvi]) τρούλλο[xvii]. Πρόκειται για μια νέα σύλληψη με κοσμοϊστορικές σημασίες, ανεξάρτητη από εξελικτικές διαδικασίες. Πρόκειται για κορυφαία δημιουργία που αναδύεται αιφνιδίως, χωρίς την προετοιμασία που συνήθως μετά από μακροχρόνιο διάστημα καταλήγει σε κορύφωση. Δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά μνημεία που θα αποτελούσαν προϋποθέσεις για την εξελικτική προετοιμασία και πορεία προς την Αγία Σοφία[xviii].

Τεράστια μέσα[xix] και πολύτιμα υλικά διέθεσε ο Ιουστινιανός για την ανέγερση της Μεγάλης Εκκλησίας[xx]. Ο πλούτος και οι κυματισμοί των υλικών δίδουν στο φως ένα απόκοσμο χαρακτήρα[xxi]. Ο ναός φωτίζεται από εκατό παράθυρα. Αλλά ας αφήσουμε τον Προκόπιο να περιγράψει την εντύπωση που προκάλεσε το φως της Αγίας Σοφίας: «Ο χώρος δεν φωταγωγείται από έξω από τον ήλιο, αλλά λάμπει και ακτινοβολεί με φως που η πηγή του βρίσκεται στο εσωτερικό του ναού»[xxii]. Το φως αντανακλάται και ιριδίζει στις μαρμάρινες πολύτιμες επιφάνειες και μια φαντασιακή ομίχλη διαχέεται και εξαπλώνεται στο χώρο. Το φως καταλάμπει μέσα από τους ψηφιδωτούς σταυρούς στους χρυσούς ουρανούς και πάνω στα βαθιά χρώματα των ψηφιδωτών διακοσμήσεων και δημιουργεί την αίσθηση και τη βεβαιότητα της ουράνιας πραγματικότητας που θεία χάρη προσφέρει στους επισκέπτες.

Όπως και να περιγραφούν οι εντυπώσεις που δημιουργούνται, είναι βέβαιο ότι πρόκειται για χώρους σαφείς και ορισμένους, πλην υπερβατικούς. Χώρους, όπου συνυπάρχουν το μυστηριώδες με το καθορισμένο και το επέκεινα με το εδώ. Αλλά στην Αγία Σοφία δεν έχουμε τη συντριπτική κυριαρχία που θέλουν να υποβάλλουν τα ανατολικά ιερά, ούτε την επιτακτική απαίτηση της ανάτασης που επιβάλλουν οι γοτθικοί ναοί της Δύσης. Εδώ υπάρχει, πάντα και παντού, μια αίσθηση ενανθρώπισης, ισορροπίας και μέτρου, η οποία είναι η συνέχεια και η αποκορύφωση του κλασσικού ελληνικού ανθρωπισμού. Κατά τον Προκόπιο το κτήριο χαρακτηρίζεται «τη αρμονία του μέτρου»[xxiii].

Όπως και να ερμηνεύσουμε το έργο των δύο ιδιόρρυθμων και αυτοδίδακτων αρχιτεκτόνων, εκείνα που σήμερα φαίνονται σημαντικά, εκτός από την υψηλή αισθητική του έργου, είναι η ποιότητα και το ηθικό επίπεδο της επιστήμης τους, αλλά και ο χαρακτήρας της τεχνικής που χρησιμοποιήθηκε.

Είναι λοιπόν οι δημιουργοί του έργου θεωρητικοί επιστήμονες, οι οποίοι κατά την πάγια ελληνική αντίληψη δεν θέτουν την επιστήμη τους σε χρησιμοθηρικά πλαίσια. Πρόκειται για καθαρή επιστήμη η οποία βρίσκεται έξω από τις ανάγκες και η οποία δεν είναι δυνατόν να υπηρετήσει σκοπιμότητες. Αυτό εμείς σήμερα δύσκολα μπορούμε να το καταλάβουμε, αφού έχουμε την εμπειρία της χρησιμοθηρικής και εργαλειακής επιστήμης, η οποία μας απειλεί όλους, ανατρέποντας την οικολογική ισορροπία του πλανήτη. Αλλά και την πικρή εμπειρία μιας επιστήμης η οποία επινοεί τα μέσα της καθολικής καταστροφής. Μια τέτοια επιστήμη εξυπηρετεί σκοπιμότητες οι οποίες αποβλέπουν στην υποταγή της φύσης και στην εξυπηρέτηση βλάσφημων σκοπών, όπως είναι η παγκόσμια κυριαρχία. Για την Ορθοδοξία οι σκοπιμότητες αυτές δεν είναι παρά αποτελέσματα μιας πτώσης. Αυτό είναι επίσης αδιανόητο και για τις ελληνικές αντιλήψεις, πρόκειται για την ύβρη που υπερβαίνει κάθε μέτρο και αλαζονικά παραβιάζει την κοσμική και θεία τάξη. Άλλωστε, πάγια είναι η ελληνική αντίληψη που σαφώς διατυπώνει ο Πλάτων: «Πάσα επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται»[xxiv].

Όμως και η υψηλή τέχνη με την οποία πραγματοποιήθηκε το έργο της ανέγερσης της Αγίας Σοφίας δεν είναι σήμερα κατανοητή ως αποτέλεσμα που προέρχεται από επιστήμονες με θεωρητική κατάρτιση. Μας είναι σήμερα αδιανόητη η απουσία των στεγανών που περιορίζουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες και επιβάλλουν ανθρώπινες συμπεριφορές περιορισμένες σε στενά πλαίσια, στεγνές από ουσιαστικές ποιότητες. Στεγανά τα οποία εμποδίζουν την τέχνη από το να είναι λαϊκή, αυθόρμητη και αυθεντική. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα η τέχνη αποτελεί δραστηριότητα που μάλλον εξυπηρετεί σκοπιμότητες, παρά αυτό που παλαιότερα είχε χαρακτηρισθεί ως «σκοπιμότητα χωρίς σκοπό»[xxv].



[i]    Έπρεπε να καθαρισθεί ο χώρος, να απαλλοτριωθούν ιδιοκτησίες, να συλλεγούν τα σπάνια και πολύτιμα οικοδομικά υλικά απ’  όλη την Αυτοκρατορία, να ετοιμαστούν τα σχέδια και οι μελέτες , αλλά και μετά την έναρξη των εργασιών να επιλυθούν περίπλοκα προβλήματα, όπως  η προσαρμογή του τρούλλου στις μεγάλες αψίδες. Ενδεικτικό των δυσχερειών είναι οι αλλαγές και οι προσαρμογές που συνεχώς γινόταν πάνω στα αποφασισμένα σχέδια και στις υπό εκτέλεση κατασκευές. Όπως η εκκλησία ανυψωνόταν, οι αλλαγές και οι νέες μορφές των κατασκευών έδιναν νέα όψη σε ολόκληρο το έργο. Παρόμοια κατάσταση θα χαρακτηρίζει και τις ανεγέρσεις των γοτθικών εκκλησιών της Κεντρικής Ευρώπης μερικούς αιώνες μετά. Εκεί όμως θα χρειασθούν για τη συμπλήρωσή τους πολλές δεκαετίες. 
[ii]    Προκοπίου Καισαρέως : Περί κτισμάτων. Λόγος Α,20.
[iii]   The Chronicle of Marcellinus, trans and commentary by B. Croke, Sydney 1995, p.47
[iv]           Χαρακτηριστικός και διδακτικός είναι ο μύθος του σπηλαίου από την Πολιτεία  του Πλάτωνα.
[v]   Αν και σήμερα ο φωτισμός της Αγίας Σοφίας από τον έξω χώρο έχει μειωθεί, αφού έχουν καταργηθεί παράθυρα και οι στηρίξεις και τα αντερείσματα εμποδίζουν το φως προς τα παράθυρα.
[vi] Σύμφωνα με την πάγια αποφατική στάση των Ελλήνων.
[vii] Krautheimer R. : Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, σ. 255.
[viii]         W. Eugene Kleinbauer : Saint Sophia at Constantinople, William L. Bauhan Publisher, Dublin, New Hampshire 1999, p.12
[ix]  Αγαθίας : Ιστορία v.6.3, Kleinbauer, p.13, G.L. Huxley: Anthemius of Tralles, A Study in Later Greek Geometry, Cambridge, Massachusetts, 1959.
[x]   Huxleyp.6.
[xi]  Το ενδιαφέρον του Ανθέμιου για τη θεωρία των κατόπτρων συνδέεται άμεσα με τον χειρισμό του φωτός στο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας και με τον περίφημο σχεδιασμό του αρχικού τρούλλου της ίδιας εκκλησίας. (Ιάκωβος Ποταμιάνος: Το φως στη βυζαντινή εκκλησίαUniversity Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 200-214). Δεν πρόκειται βέβαια για τη θεωρία των καυστικών κατόπτρων, αλλά για το πρόβλημα του σταθερού φωτισμού ανεξάρτητα από τη θέση του ήλιου στον ουρανό και την εποχή του χρόνου.
[xii] Γενικά η κοινωνία της Κωνσταντινούπολης θεωρούσε τον Ανθέμιο πρόσωπο ιδιόρρυθμο, Αγαθίας v.6.7-8.6. Υπάρχουν ανέκδοτα σχετικά με την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του Ανθέμιου. Κατά τον Αγαθία ο Ανθέμιος βρισκόταν σε κακές σχέσεις με τον γείτονά του, φίλο του αυτοκράτορα, ρήτορα Ζήνωνα, ο οποίος για κάποιο λόγο μήνυσε τον Ανθέμιο, που φρόντισε να πάρει εκδίκηση με τη βοήθεια της μηχανικής επιστήμης που κατείχε. Σε δωμάτιο εφαπτόμενο της κατοικίας του Ζήνωνα, ο Ανθέμιος εγκατέστησε περίκλειστους λέβητες  γεμάτους νερό, το οποίο ζέστανε μέχρι ατμοποίησης. Ο ατμός διοχετεύτηκε μέσω δερμάτινων αγωγών στα θεμέλια της κατοικίας του Ζήνωνα. Η πίεση του ατμού προκάλεσε κλυδωνισμούς στο σπίτι του Ζήνωνα, ο οποίος το εγκατέλειψε έντρομος, πιστεύοντας ότι λάμβανε χώρα ισχυρός σεισμός. Επιπροσθέτως, ο Ανθέμιος επινόησε κάποιο μηχάνημα που δημιουργούσε ενοχλητικούς θορύβους ώστε να ενοχλεί τον Ζήνωνα, όπως και κάποιο κάτοπτρο με το οποίο αντανακλώντας τις ακτίνες του ηλίου  τύφλωνε τον Ζήνωνα όταν αυτός βρισκόταν στο σπίτι του. Ο Ζήνων σύντομα διαπίστωσε τα τεχνάσματα του Ανθέμιου και τον έσυρε μπροστά στον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος θυμόσοφα παρατήρησε με χαρακτηριστικό παγανιστικό συμβολισμό ότι του ήταν αδύνατο να περιορίσει ταυτόχρονα τη δύναμη του Δία να προξενεί βροντές και αυτή του Ποσειδώνα να γεννά σεισμούς.  Σε μια άλλη ιστορία ο Ανθέμιος βοηθά την απελπισμένη μητέρα νεαρού στηλίτη να τον κατεβάσει από την στήλη με τρόπο που να φαίνεται ως θεία επέμβαση και όχι ως υπαναχώρηση και παράβαση της απόφασής του να παραμείνει στη στήλη μόνιμα.
[xiii]         Paulos Silentiarius: Description S. Sophiae, ed. B.G. Niebuhr, Bonn 1837, σειρές 267-278.
[xiv]         Υπάρχουν μόνο αόριστες φιλολογικές πληροφορίες γι’  αυτό.
[xv]         Krautheimer, σ. 261.
[xvi]         Προκόπιος, Λόγος Α,51
[xvii]         Πρόκειται για τον τρούλλο που σχεδίασε και κατασκεύασε ο Ανθέμιος. Η καμπυλότητα του τρούλλου αυτού ήταν πολύ μικρή, πράγμα που ίσως ήταν και η αιτία της πτώσης του. Η καμπυλότητα του τρούλλου του Ανθέμιου ακολουθούσε την εξωτερική καμπυλότητα των σφαιρικών τυμπάνων, πράγμα που σήμερα δεν ισχύει, αφού ο τρούλλος που σήμερα υφίσταται έχει πολύ μεγάλη καμπυλότητα.  Το 558 μετά από σεισμούς ο τρούλλος του Ανθέμιου κατέρρευσε. Η επανακατασκευή του ανατέθηκε στον Ισίδωρο τον Νεότερο, ανιψιό του Ισιδώρου, ο οποίος, όπως και ο Ανθέμιος, είχε τότε πεθάνει. Σύμφωνα με τον Αγαθία, ο οποίος είχε εμπειρία και από τους δύο τρούλλους, ο αρχικός τρούλλος του Ανθέμιου συνιστούσε το κύριο και ουσιώδες στοιχείο του εσωτερικού και του εξωτερικού της Αγίας Σοφίας και γεννούσε απεριόριστο θαυμασμό, περισσότερο από αυτόν που γεννούσε ο τρούλλος που τον αντικατέστησε. Ο Αγαθίας σχολιάζει μάλιστα το ότι ο τρούλλος του Ισίδωρου του Νεότερου ήταν πιο καμπύλος και πιο στενός από τον αρχικό του Ανθέμιου, πράγμα που περιόριζε την ομορφιά του. (Ιστορία v.9.3.) Αλλά και ο τρούλλος του Ισίδωρου του Νεώτερου κατέπεσε το 989 και πάλι το 1346, ενώ αργότερα κατά τον 19ο αιώνα ενισχύθηκε κατά την ανακαίνιση που επιχείρησαν οι αδελφοί Fossati.
[xviii]        Δεν υπάρχει ιστορική μαρτυρία που να επιβεβαιώνει τη συνηθισμένη αναφορά ότι ο Ανθέμιος σχεδίασε την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, που είναι σχεδόν σύγχρονη με την Αγία Σοφία και συχνά θεωρείται ως πρωτόλειό της.
[xix]  Κατά τον Προκόπιο  «ο βασιλεύς αφροντιστήσας χρημάτων απάντων εις την οικοδομήν σπουδή ίετο, και τους τεχνίτας εκ πάσης γης ήγειρεν άπαντας».
[xx] Ιδίως η εσωτερική ορθομαρμάρωση, οι κολώνες και τα κιονόκρανα έχουν κατασκευαστεί από εξαιρετικής ποιότητας μάρμαρα και βρίσκονται σε περίπλοκη αρμονική διάταξη σε σχέση με το μέγεθος, τις αναλογίες και το χρώμα τους. Τα χρώματα των μαρμάρων αποκρύπτουν και εξαϋλώνουν το βάρος της πέτρας και των κεραμικών υλικών. Η πολυμορφία των υλικών είναι και σήμερα ορατή στην Αγία Σοφία. Μπορούμε μεταξύ άλλων να διακρίνουμε μαύρες πέτρες από τον Βόσπορο, πράσινο μάρμαρο από την Κάρυστο, πολυχρωματική πέτρα από την Φρυγία, πορφυρό γρανίτη με ασημένιες γραμμές από την Αίγυπτο, πράσινο ανοικτό μάρμαρο από τη Σπάρτη, μάρμαρο από την Ισαυρία με κόκκινες και λευκές φλέβες, κίτρινη πέτρα από τη Λιβύη, ποικιλίες όνυχα, όπως και το τοπικό μάρμαρο από την Προκόννησο με το οποίο είναι στρωμένο το δάπεδο του ναού.
[xxi]         Σε μεγάλο βαθμό η εντύπωση που το φως της Αγίας Σοφίας προξενούσε ξεκινούσε από τον φωτισμό του αρχικού τρούλλου που σχεδίασε ο Ανθέμιος. Ο τρούλλος αυτός όπως φαίνεται είχε τη μοναδική δυνατότητα να φωτίζεται σταθερά ανεξάρτητα από τη θέση του ήλιου στον ουρανό και την εποχή του έτους.  Ο Ανθέμιος είχε επιτύχει να απαντήσει στο θεμελιώδες αίτημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής πραγματοποιώντας την εντύπωση του «άκτιστου φωτός», που πηγή του είναι η κορυφή του τρούλλου, όπου και η εικόνα του Παντοκράτορα.  Ο σχεδιασμός της εσωτερικής επιφάνειας του τρούλλου αποτελούσε στην ουσία ένα κάτοπτρο, το οποίο δημιουργούσαν οι χρυσές ψηφίδες που περιέβαλαν τον μεγάλο σταυρό που υπήρχε στο μέσον του τρούλλου. Τα δε παράθυρα στη βάση του τρούλλου είχαν φαίνεται σχεδιασθεί ως ελλειπτικά κάτοπτρα διπλής καμπυλότητας ώστε να είναι «φέγγους διαρκώς αγωγοί», (Προκόπιος: Λόγος Α, σ. 43). Το πρόβλημα του κατόπτρου που θα μπορούσε να κατευθύνει τις ακτίνες του ηλίου σε κάποιο ορισμένο σημείο ενός κτηρίου, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές θέσεις του ήλιου κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε επιλυθεί από τον Ανθέμιο στην πραγματεία του «περί παραδόξων μηχανημάτων» (Huxley, σ.6-9). Εκεί ο Ανθέμιος είχε θέσει με σαφήνεια και προνοητικότητα το πρόβλημα:  «ζητείται η πρόσκρουση μιας ακτίνας του ηλίου προς μία ορισμένη σταθερή θέση, χωρίς ποτέ η ακτίνα να απομακρύνεται σε οποιαδήποτε ώρα ή εποχή του έτους» (Huxley, σ.6) 
[xxii]         Προκόπιος, Λόγος Α, 30, 31.
[xxiii]         Προκόπιος, Λόγος Α, 21.
[xxiv]         Μενέξενος, 19.
[xxv] Σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του  Immanuel Kant