Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Η μελέτη του πολιτισμού στη Θράκη


Κατά την τελετή της αναγόρευσης του κ. Δημήτρη Α. Μαυρίδη, σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογία, της Σχολικής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, τον Μάρτιο του 2017, ο κ. Δημήτρης Α. Μαυρίδης εκφώνησε τον συνημμένο λόγο: 

Προσφωνήσεις :
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτη Κομοτηνής και Μαρώνειας,
Κύριε Πρύτανη
Κύριε Κοσμήτορα
Κύριε Πρόεδρε
Κύριοι Καθηγητές,  Κυρίες Καθηγήτριες
Αγαπητοί Σπουδαστές και Αγαπητές Σπουδάστριες


Κυρίες και Κύριοι,

 Η Θράκη βρίσκεται στο κέντρο περίπου ενός πολύ σημαντικού γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και όπου υπάρχουν μερικές από τις διασημότερες τοποθεσίες της υφηλίου.

Από τη Θράκη ακόμη περνούν οι δρόμοι που συνδέουν ηπείρους και θάλασσες, τη Δύση με την Ανατολή και τον Βορρά με τον Νότο.

Οι ακτές της Θράκης βρέχονται από τις τρεις θάλασσες της Ρωμηοσύνης: Το Αιγαίο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο. Η Θράκη είναι κομβικό σημείο για το λεγόμενο "Ανατολικό Ζήτημα", ένα ιστορικό φαινόμενο, το οποίο δημιουργείται στο μέτωπο της συνάντησης τριών ηπείρων και τριών τουλάχιστον πολιτισμών. Γεωπολιτική κομβική εστία του Ανατολικού Ζητήματος είναι η Κωνσταντινούπολη. Σημεία τριβής είναι ο Βόσπορος, ο Ελλήσποντος, το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος. Το Ανατολικό Ζήτημα είναι διαχρονικό και κύρια παράμετρός του είναι η αντιπαράθεση της Ευρώπης με την Ασία.

Είμαι από τα γεννοφάσκια μου Θρακιώτης! Κατά την ταραγμένη περίοδο των Βενετοτουρκικών Πολέμων τον 17ο και 18ο αιώνα αριθμός Μανιατών αναγκάστηκε να εκπατριστεί, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει. Κύριες περιοχές όπου έπλευσαν οι φυγάδες Μανιάτες ήταν η Δυτική Μικρά Ασία, η Θράκη και η Κορσική.  Ένας από τους φυγάδες ήταν και προπάππους μου.

Στη Θράκη, μια περιοχή που υποδέχθηκε Μανιάτες φυγάδες ήταν η εκτεταμένη λοφώδης και εύφορη έκταση που απλώνεται γύρω από το αρχαίο Ιερό Όρος, το όρος Γάνος των Βυζαντινών, το οποίο ήταν γνωστό ως μοναστική πολιτεία, παρόμοια οργανωμένη με το Άγιον Όρος. Πλησιέστερο αστικό κέντρο προς τον Γάνο είναι η αρχαία εμπορική πόλη της Ραιδεστού, ενώ γύρω από το όρος Γάνος υπάρχουν 28 χωριά στα οποία ζούσαν κυρίως Έλληνες  φυγάδες από το Αιγαίο.

Οι Μανιάτες πρόγονοί μου εγκαταστάθηκαν στο πλούσιο κεφαλοχώρι Σχολάριο. Μεταξύ άλλων πιστοποίησα οικογενειακές διηγήσεις οι οποίες μιλούν για δύο παππούδες μου, που την Άνοιξη του 1821 κρεμάστηκαν στην πύλη της Συλήβριας στα τείχη της Κωνσταντινούπολης για εκφοβισμό.

Δεν θα σας κουράσω με λεπτομέρειες από την εμπορική δραστηριότητα των μελών της οικογένειας, η οποία επεκτάθηκε μέχρι τις Ινδίες. Εκεί η πλούσια αγροτική παραγωγή της Ανατολικής Θράκης ήταν περιζήτητη. Αυτό άλλωστε χαρακτηρίζει την εξωστρεφή και τολμηρή διάθεση των ομοεθνών μας της "Καθ’ ημάς -Ανατολής". Ούτε θα αναφερθώ στα πάθη των ιδίων, όταν επιχειρήθηκε το 1913-1915 εθνική εκκαθάριση εις βάρος των Ρωμηών της Θράκης, του Πόντου και της Δυτικής Μικράς Ασίας.

Όλη αυτή την περίοδο ανεγέρθησαν δύο σπίτια: Ένα κατάγραφο ξύλινο κονάκι στο Σχολάριο, το οποίο δεν σώζεται σήμερα και ένα ξύλινο αστικό σπίτι στο Φραγκομαχαλά της Ραιδεστού, το οποίο ανήκει στο Δήμο του Τεκίρνταγκ, όπως ονομάζεται η Ραιδεστός σήμερα και προορίζεται για μουσείο του Δήμου.

Ένας καρπός της ενασχόλησής μου με τη Ραιδεστό, τα ξύλινα σπίτια της οποίας έχω φωτογραφήσει εξ ολοκλήρου,  είναι το βιβλίο "Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό - Σε αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας". Με την πείρα που απέκτησα φωτογραφίζοντας την παλαιά Ραιδεστό συνέχισα αποτυπώνοντας την ελληνική παρουσία στον πολιτιστικό χώρο της πάλαι ποτέ "Καθ’ ημάς Ανατολής". Ο επόμενος στόχος ήταν η Τρίγλια  της Βιθυνίας. Θα συνέχιζα με την Κομοτηνή, της οποίας όμως το ιστορικό βάθος κατά την βυζαντινή εποχή ήταν δύσκολο να  διαχειριστώ.
 Η προσπάθειά μου για την Κωνσταντινούπολη υπερέβαινε τις δυνάμεις μου. Ασχολήθηκα, λοιπόν, με την Ξάνθη.

Θα φανεί ίσως παράξενο αν σας πω ότι τα πέντε βιβλία που έχω γράψει για την Ξάνθη δεν στοχεύουν αποκλειστικά στην τοπική ιστορία. Εκείνο που κυρίως με απασχολεί είναι γενικές αρχές που μεταφέρουν και διατηρούν σημασίες. Και οι σημασίες αυτές είναι συγκεκριμένες. Σημαίνουν την ταυτότητα και οδηγούν στην ελευθερία, αφού η θρησκευτική μας πίστη, η παράδοση, η ιστορία, η γλώσσα και η τοπικότητα είναι τα στοιχεία και οι βάσεις της ελευθερίας μας, και αφού η ασφαλέστερη ανεξαρτησία βασίζεται στην πολιτισμική ταυτότητα, ενώ η πιο απόλυτη υποδούλωση βασίζεται στην πολιτισμική υποταγή.

Στη χωροταξική διάταξη της Ξάνθης διακρίνονται ακόμη οι βυζαντινές μυστικές αντιλήψεις για καθαγίαση του χώρου. Έπειτα, η πόλη, όπως διατηρείται κτισμένη γύρω από τις εκκλησίες, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα οικισμού της "Καθ’ ημάς Ανατολής". Αλλά είναι και το πληρέστερα διατηρούμενο στον ελλαδικό χώρο δομημένο παράδειγμα της κοινοτικής οργάνωσης του νεότερου Ελληνισμού κατά την ύστερη Τουρκοκρατία. Κτίτορας της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα με την καθοδήγηση της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι πόροι για την ανέγερση της πόλης προέρχονται από την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα της κοινότητας. Η Ξάνθη είναι δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού.

Η εκ βάθρων ανέγερση της κατεστραμμένης από σεισμούς πόλης το 1829, γίνεται από μπουλούκια οικοδόμων από τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Αυτοί μεταφέρουν τον λαϊκό πολιτισμό του αναγεννημένου Νέου Ελληνισμού στην Ξάνθη και τη Θράκη.

Οι επαφές με την Κεντρική Ευρώπη, λόγω της έντονης εμπορικής δραστηριότητας σχετικά με τον καπνό, αποτυπώνονται στο χαρακτήρα της πόλης. Η πόλη αποκτά κοσμοπολίτικο αέρα και αναδεικνύεται σε ελληνικό οικονομικό κέντρο, υπό Οθωμανική Διοίκηση.  Μεγάλη είναι η κινητικότητα των πληθυσμών της πόλης, η οποία αποτελεί ένα καταφύγιο φυγάδων και προσφύγων.

Στη διατηρούμενη Παλιά Πόλη της Ξάνθης απαντώνται στοιχεία της λαϊκής, της "αρχοντικής" και της εκκλησιαστικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Τα παραδοσιακά αυτά στοιχεία συνυπάρχουν με στοιχεία της κεντροευρωπαϊκής μπελ επόκ, της αρχιτεκτονικής του εκλεκτικισμού των αστικών κέντρων της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και του νεοκλασικισμού του Νέου Ελληνικού Κράτους. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης είναι ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο, καθρέπτης της εξωστρέφειας του Ελληνισμού και του κοσμοπολιτισμού των Ρωμηών της "Καθ’ ημάς Ανατολής", αλλά και τόπος αρμονικής συμβίωσης πληθυσμών με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές.

Έχουμε, δηλαδή, εδώ τη ζώσα και ορατή παρουσία όσων συνιστούν την εθνική και πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία: Βυζάντιο, Νέος Ελληνισμός, "Καθ’ ημάς Ανατολή",  Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, Κοινότητες των Ρωμηών κατά την Τουρκοκρατία, Μικρασιατική Καταστροφή.

Όμως οι σημασίες που μεταφέρει η Παλιά Πόλη της Ξάνθης δεν αφορούν μόνο το ιστορικό περιβάλλον, αλλά απλώνονται και στη σύγχρονη προβληματική, όπως συνειδητά ή ασυνείδητα τη βιώνουμε.

 Διαστημικοί δορυφόροι, ερτζιανά κύματα, ψηφιακή καλωδίωση, συστήματα πληροφόρησης υφαίνουν σήμερα ένα παγκόσμιο πλέγμα που απομακρύνει το εμπειρικό, το γνώριμο και το οικείο. Το παγκόσμιο αντικαθιστά το τοπικό. Το πρόσκαιρο καταργεί το ιστορικό. Ο τόπος φαίνεται να χάνει τη δύναμη του να αποκαλύπτει σημασίες. Η οικείωση είναι πια δύσκολη και γίνεται συνεχώς πιο σπάνια. Ο τόπος αποκτά πλέον χαρακτήρα διαδικαστικό κενό από σημασίες. Γίνεται χώρος που δεν είναι μόνιμος, που χρησιμεύει μόνο για να μας μεταφέρει εκεί που είναι ανάγκη να πάμε. Ο τόπος γίνεται μη τόπος. Ουσιαστική είναι η διαπίστωση ενός μεγάλου σύγχρονου διανοητή ότι "η έλλειψη πατρίδας είναι σήμερα ένα παγκόσμιο πεπρωμένο". Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ιδεολογική και έχει την εξήγησή της,  πάντα κατά τον ίδιο διανοητή, "στην αποχώρηση του ιστορικού στοιχείου μέσα από το Είναι". Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα μέσα σε ένα "διαρκές παρόν".

Μετά το 1922, με την καταστροφή του ευρύτερου Ελληνισμού, η Ελλάδα περιορίζεται όλο και περισσότερο σε μια χώρα των συνόρων. Τα σύνορά μας όμως δεν βρίσκονται πια μόνο στον Έβρο, στο Αιγαίο ή στην Κύπρο, αλλά και παντού εκεί όπου φθάνει η παιδεία μας, η αίσθηση του τόπου και η συνείδηση της ταυτότητας. Τα σύνορα παύουν να είναι γραμμικά και απλώνονται και διακλαδώνονται παντού στον εμπειρικό και στον νοητικό χώρο. Φαίνεται πια καθαρά ότι είναι απολύτως αναγκαίο να επανασυνδεθούμε σταθερά με αυτό που μας καθορίζει.

Ιδού λοιπόν σήμερα εδώ οι πόλεις της Θράκης ως σύνορα και ως τόποι, απ’ όπου μπορούμε να πλησιάσουμε αυτό που μας φαίνεται μακρινό, να συνδέσουμε το πρόσκαιρο με το διαρκές και να αντικαταστήσουμε το άξενο με το οικείο.

Ευχαριστώ εκ βαθέων τη Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης και ειδικότερα το Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας ,για την τιμή που μου επιφύλαξαν.

Αυτό με ικανοποιεί, γιατί το ερμηνεύω ως αποτέλεσμα συλλογικής συναίνεσης και αποδοχής. Πράγμα που αξιολογώ ιδιαίτερα, γιατί πιστεύω ότι χωρίς τη συλλογικότητα η κοινωνική πραγματικότητα προκύπτει μόνο προσθετικά, ως άθροισμα ατομικών ιδιοτήτων και όχι ως ενιαία παράδοση και ζωντανός πολιτισμός. Αυτή την ενιαία παράδοση και τον ζωντανό πολιτισμό είναι αναγκαίο να παρουσιάσουμε και να αναδείξουμε.

Κυρίες και κύριοι σας ευχαριστώ.


Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Θανάση Μουσόπουλου, Βυζαντινή Οικουμένη, θέματα ιστορίας και πολιτισμού. Ιδιωτική έκδοση, Ξάνθη 2012, σσ.212.



Αινιγματική και προβληματική είναι η θέση που κατέχει σήμερα το Βυζάντιο στο συλλογικό ελληνικό υποσυνείδητο, αλλά και στην επιστημονική προσέγγιση της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας. Αληθινά, δεν γνωρίζουμε πια σήμερα που να τοποθετήσουμε την μακρόχρονη αυτή ιστορική πορεία, πώς να την αξιολογήσουμε και κυρίως ποιά θέση να της δώσουμε στη συγκρότηση της ταυτότητάς μας.
Πρόκειται βέβαια για συμπτώματα και αποτελέσματα της μακρόχρονης κρίσης ταυτότητας που μας ταλανίζει από την εποχή της Δ΄ Σταυροφορίας τον 13ο αι, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακτάται και διαμελίζεται από τους Δυτικούς. Έκτοτε, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, διχασμοί και ατέρμονες συζητήσεις επικεντρώνονται στο ερώτημα αν ανήκουμε στην Ανατολή ή στη Δύση, ερώτημα που πάντα ξεκινά ή καταλήγει στην απορία για το Βυζάντιο.
Σήμερα, η αντίληψη που έχουμε για τη σχέση μας με το Βυζάντιο περιστρέφεται γύρω από την πρόσληψη ενός ανατολικού θρησκόληπτου περιβάλλοντος με θηριώδεις εκδηλώσεις και οπισθοδρομική παρουσία, όπως ακριβώς αντελήφθη τη βυζαντινή ιστορία ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και όπως περιγράφτηκε στην γεμάτη παρανοήσεις και διαστρεβλώσεις ιστορία του Γίββωνα. Αντίστοιχα, στην αρνητική αυτή εικόνα για το Βυζάντιο αντιτίθεται αυτό που επιβιώνει με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και τη νοσταλγία συντηρητικών στρωμάτων, που υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κορυφαίο πολιτιστικό περιβάλλον, το οποίο πρέπει να μας κάνει περήφανους. Σήμερα κυριολεκτικά ισχύει η παρατήρηση του Φώτη Κόντογλου μισό αιώνα πριν ότι το Βυζάντιο είναι «σημείο αντιλεγόμενο». Σημαντικό είναι το γεγονός ότι μερίδα του ακαδημαϊκού κατεστημένου φαίνεται να εγκαταλείπει την αντίληψη της συνέχειας τους ελληνικής ιστορίας και της ιστορικότητας του ελληνικού έθνους. Η οργανική σύνθεση, που συνέδεε την κλασική αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τον Νέο Ελληνισμό, προϊόν της ρομαντικής ιστορικής σύλληψης του 19ου αι, δεν γίνεται αποδεκτή από πολλούς σήμερα. Υποστηρίζεται ότι το ελληνικό έθνος είναι σύνθεση που ακολουθεί τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, δηλαδή αποτέλεσμα διεργασιών κατά τον ελληνικό Διαφωτισμό τον 18ο αι. Η άποψη αυτή, που επιτυχώς χαρακτηρίσθηκε ως εθνομηδενισμός, συνδυάζεται με μια εξιδανίκευση της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με την οποία η καταπιεστική και οπισθοδρομική Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας κύρια σκοπιμότητα ήταν η απομύζηση των υπηκόων της, παίρνει άφεση αμαρτιών και εξωραΐζεται.  Οι αντιλήψεις αυτές δεν μπορούν να προσφέρουν ένα πλαίσιο και μια πειστική αφήγηση για τους μακρούς αιώνες, τους γεμάτους ελληνική παρουσία και τεράστια παραγωγή τέχνης και λογοτεχνίας, που κανείς δεν αμφισβητεί τον ελληνικό τους χαρακτήρα. Ούτε έχουν υποστηριχθεί και δεν βασίζονται σε επιστημονικές εκδόσεις ή σε συνθετικές εργασίες.
Όπως και να ερμηνεύσουμε τις εξελίξεις αυτές το συμπέρασμα παραμένει και συνοψίζεται στο ότι είναι απολύτως και κατεπειγόντως αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης μας με την αρχαιότητα και με τους δέκα αιώνες του Βυζαντίου. Είναι αναγκαία και πάλι η δημιουργική εκείνη μελέτη και ενασχόληση που οδήγησε στην έκδοση έργων, όπως η ιστορία του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, η συλλογική Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών ή η ιστορία του Νέου Ελληνισμού του Απόστολου Βακαλόπουλου.
Το μικρό βιβλίο του Θανάση Μουσόπουλου δεν ασχολείται βέβαια με τα μεγάλα αυτά θέματα, ωστόσο αυτά βρίσκονται στη βάση της προσπάθειας του συγγραφέα να δώσει μία κατανοητή τεκμηριωμένη, αλλά και εκλαϊκευμένη εικόνα της βυζαντινής ιστορικής και πολιτισμικής παρουσίας. Και αυτό μας φαίνεται απολύτως αναγκαίο, όσο αναγκαία είναι και η συγγραφή επιστημονικών μελετών. Γιατί δεν πρόκειται για επιστημονική μελέτη, αλλά για μία προσπάθεια κατανόησης του βυζαντινού φαινομένου, αξιολόγησης και εκλαϊκευμένης παρουσίασης στο ευρύτερο κοινό. Ο συγγραφέας βασίζεται στην αντίληψη της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικότητας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χωρίς να αποσιωπά τις ρωμαϊκές καταβολές της και τις ανατολικές επιδράσεις στην εξέλιξή της. Δίδονται εδώ όλες οι πληροφορίες οι σχετικές με τους θεσμούς και την πνευματική παρουσία του βυζαντινού φαινομένου. Ο συγγραφέας δεν είναι ειδικός επιστήμων, πλην η διδακτική του πείρα του επιτρέπει να κινείται άνετα στα πεδία της βυζαντινής δημιουργίας και ειδικά στην βυζαντινή λογοτεχνία.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τα θέματα που αναπτύσσονται συνοπτικά στο βιβλίο: δίκαιο, οικονομία, θετικές επιστήμες, ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, βυζαντινή ποίηση, ιστοριογραφία και χρονογραφία, καθημερινός βίος, καλές τέχνες, σχέση με την αρχαιότητα, βυζαντινή αναγέννηση, λόγιοι στη Δύση. Δίνεται συνοπτική βιβλιογραφία.
Το μικρό αυτό βιβλίο εκδόθηκε στην Ξάνθη, μια επαρχιακή πόλη με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα. Ο συγγραφέας του ζει και εργάζεται στην Ξάνθη, μια πόλη όπου εκδίδεται σημαντικός αριθμός βιβλίων. Αρκεί να αναφέρουμε ότι τα βιβλία τοπικής ιστορίας που έχουν εκδοθεί στην Ξάνθη τα τελευταία χρόνια υπερβαίνουν σήμερα τα εκατό. Σχεδόν όλα τα βιβλία που εκδίδονται στην Ξάνθη τυπώνονται εκεί. Υπάρχουν αρκετά τυπογραφεία των οποίων οι εκτυπώσεις δεν έχουν να ζηλέψουν πολλά από τις εκτυπώσεις των τυπογραφείων του Κέντρου. Στο συγκεκριμένο μικρό βιβλίο έχουμε μόνο να παρατηρήσουμε ότι η ευκολία στην βιβλιοδεσία με την προτίμηση σε κολλητές σελίδες μειώνει τη διάρκεια ζωής του βιβλίου σε λίγα χρόνια. Για βιβλία με μακροζωία και φιλοδοξίες συνεχούς χρήσης το ραφτό σύστημα βιβλιοδέτησης είναι το ενδεδειγμένο. 


Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ



Χώρος και ιστορία. Η σημερινή κατάτμηση της Θράκης από τρία εθνικά κράτη περιόρισε το ελληνικό στοιχείο στον στενό χώρο από τις υπώρειες της Ροδόπης προς το Θρακικό Πέλαγος και στη δυτική κοιλάδα του νότιου Έβρου, ενώ κατέστησε την Ελληνική Θράκη περιοχή των συνόρων χωρίς ενδοχώρα. Ωστόσο, η Ελληνική Θράκη αποτελεί σήμερα ιδιάζουσα πολιτισμική πραγματικότητα για την Ελλάδα, αφού διατηρεί τα ίχνη της μακροχρόνιας συμβίωσης διαφόρων λαών με το ανήσυχο ελληνικό στοιχείο, σε μια περιοχή κοντά στο κέντρο περίπου του σημαντικού εκείνου γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και όπου υπάρχουν μερικές από τις σημαντικότερες τοποθεσίες της υφηλίου.
Η περιοχή της Ξάνθης διατηρεί τα ιστορικά και τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά της στο πέρασμα των αιώνων. Στην προς βορρά της Ξάνθης ορεινή περιοχή οι γηγενείς ορεσίβιοι Πομάκοι συνεχίζουν να κατοικούν στη γενέθλια γη. Η ορεινή περιοχή της Ροδόπης πάνω από την Ξάνθη δεν έχει εγκαταλειφθεί από τον πληθυσμό της, όπως άλλες ορεινές περιοχές της χώρας. Προς νότο της Ξάνθης, που είναι κτισμένη στις υπώρειες της Ροδόπης, απλώνεται μια εύφορη πεδιάδα, όπου σήμερα κατοικούν εθνοτικές ομάδες γηγενείς ή μεταφερμένες από μακριά σε διάφορες περιόδους. Η πόλη και η νότια περιφέρειά της μοιάζουν με ένα καταφύγιο προσφύγων, οι οποίοι υπενθυμίζουν μόνιμα το βυζαντινό παρελθόν. Η αρμονική συμβίωση των εθνοτικών ομάδων που κατοικούν στην Ξάνθη και την περιφέρειά της αποτελεί ένα επίτευγμα της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους, που δεν είναι ευρύτερα γνωστό.
Μετά την τουρκική κατάκτηση της περιοχής γύρω στο 1372 Γιουρούκοι και Κονιάρηδες Τουρκομάνοι εγκαθίστανται στην εύφορη πεδιάδα και απωθούν τους χριστιανούς κατοίκους, οι οποίοι καταφεύγουν στα βουνά και στην πόλη της Ξάνθης. Η πεδιάδα, εκτός από την ακτή, σχεδόν εκτουρκίζεται. Τον εκτουρκισμό της πεδιάδας ακολούθησε ο εξισλαμισμός της ορεινής περιοχής τον 17ο αιώνα. Οι νεοφερμένοι κατακτητές Οθωμανοί Τούρκοι ιδρύουν ένα νέο οικονομικό, διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο μέσα στην εύφορη πεδιάδα: τη Γενισέα Καρά Σου. Η βυζαντινή Ξάνθεια, πόλη της οποίας πρώτη αναφορά γίνεται τον 9ο αιώνα, δεν παρακμάζει όπως το γειτονικό βυζαντινό Περιθεώριο. Δημιουργείται ένα δίπολο με τη Γενισέα μουσουλμανικό κέντρο και την Ξάνθη κατοικούμενη κυρίως από Ρωμηούς.
Η αγροτική οικονομία της περιοχής θα αναβαθμισθεί μετά τον 16ο αιώνα, όταν εισάγεται η καλλιέργεια του καπνού, για να φθάσει στα τέλη του 19ου αιώνα να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο οικονομικό σύστημα ως κέντρο παραγωγής και εμπορίας καπνού υψηλής ποιότητας. Το ενδιαφέρον του διεθνούς κεφαλαίου για τον καπνό μετά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα συμπίπτει με την αναγέννηση του Ελληνισμού και τη δημιουργία του χώρου που ονομάσθηκε καθ' ημάς Ανατολή. Ο χώρος αυτός συμπίπτει με τον χώρο που καταλάμβανε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά την ύστερη φάση της και κατοικείται και από Έλληνες, οι οποίοι ώς ένα βαθμό διαμορφώνουν και τον χαρακτήρα του. Την ίδια εποχή η ανάγκη για εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρίσκει τις κοινότητες των Ρωμηών πρόθυμους συνεργάτες. Λίγο αργότερα, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις θα καταστήσουν τις ρωμαίικες κοινότητες σημαντικό τμήμα της αστικής τάξης της Αυτοκρατορίας. Εντυπωσιακή είναι η άνοδος της ρωμαίικης κοινότητας της Ξάνθης. Τόσο ώστε, ο πλούτος από το εμπόριο του καπνού δίνει στη ρωμαίικη κοινότητα τη δυνατότητα να ανοικοδομήσει εκ βάθρων την πόλη, που το 1829 είχε ισοπεδωθεί από σεισμό.
Η μεγάλη εποχή της Ξάνθης αρχίζει γύρω στο 1860, όταν η παρακμή της Γενισέας κατευθύνει πόρους και δραστηριότητες στην Ξάνθη και την καθιστά το 1872 έδρα του Καζά. Το 1891 η πόλη συνδέεται σιδηροδρομικά με τη Θεσσαλονίκη  και την Κωνσταντινούπολη. Η ανοικοδόμηση της πόλης συνεχίζεται αδιάλειπτα, για να διακοπεί απότομα το 1912 με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων. Το 1919 η πόλη ενσωματώνεται το Ελληνικό Κράτος. 
Η πόλη οφείλει την ανοικοδόμησή της μετά τους σεισμούς και την ακμή της κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα στον πλούτο που προσπορίζει η καλλιέργεια και η εμπορία του καπνού, αλλά και στην προνομιακή της θέση πάνω σε σημαντικούς εμπορικούς δρόμους. Η θέση αυτή βρίσκεται στη φυσική απόληξη των ορεινών δρόμων από τη Ροδόπη προς τη θάλασσα και εποπτεύει τη νότια της Ροδόπης εύφορη πεδιάδα, πηγή πλούσιας παραγωγής, που στηρίζει, εκτός από την πόλη, και πλήθος χωριών.
Σταθμό στην ανθρωπολογία της Ξάνθης και της περιοχής της αποτελεί η Μικρασιατική Καταστροφή. Από τον Σεπτέμβριο του 1922 και συνεχώς μέχρι το 1925 καταφθάνουν στην περιοχή χιλιάδες πρόσφυγες της πάλαι ποτέ Ελληνικής Ανατολής. Τα πληθυσμιακά δεδομένα ανατρέπονται, νέοι οικισμοί δημιουργούνται και οι μουσουλμάνοι παύουν πλέον να αποτελούν την πλειοψηφία. Στην ίδια την πόλη της Ξάνθης ο πληθυσμός υπερδιπλασιάζεται και εκτεταμένες νέες συνοικίες της προσφυγικής εγκατάστασης δημιουργούνται νοτιοδυτικά  της πόλης. Οι δύο βάρβαρες βουλγαρικές κατοχές, το 1913-1919 και 1941-1944, δεν θα αφήσουν σημαντικά ίχνη στην πόλη, παρόλο που χιλιάδες κάτοικοι αναγκάζονται να εκπατρισθούν –πολλοί για να μη γυρίσουν ποτέ πιά πίσω. Μετά τις περιπέτειες και τα πάθη της χώρας κατά το πρώτο μισό του 20ού  αιώνα οι παλιοί αυτόχθονες έμποροι μεταναστεύουν σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα και νέοι αστικοί πληθυσμοί συγκεντρώνονται στην πόλη. Ο ευτελισμός της τιμής του καπνού είναι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν στην καθυστέρηση της οικονομικής ανάπτυξης στην περιοχή της Ξάνθης.
Οι γνωστές εξωτερικές απειλές αφύπνισαν το ελληνικό κράτος, ώστε μετά το 1974 δέσμη μέτρων έθεσε πάλι την πόλη και την περιφέρειά της σε αναπτυξιακή τροχιά. Ακολούθησαν προγράμματα στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα η πόλη στηρίζεται στις υπηρεσίες και την αγροτική παραγωγή της περιφέρειάς της και γνωρίζει πάλι μία περίοδο ανοικοδόμησης. 
Φωτ. 1 Άποψη της  Ξάνθης  στις αρχές  του 20ου αι.


Φωτ. 2  Οικοδόμηση ώστε να μην εμποδίζεται η θέα.

Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης.  Ο οικισμός που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως Παλιά Πόλη της Ξάνθης είναι κτισμένος μετά το 1829˙ χρονιά κατά την οποία μεγάλοι σεισμοί, που τους ακολούθησε πυρκαγιά, φαίνεται ότι κατέστρεψαν ολοσχερώς τον προηγούμενο οικισμό. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης διατηρεί λίγα ίχνη της βυζαντινής Ξάνθειας, που εντοπίζονται στα θεμέλια των εκκλησιών και στη διάταξη του πολεοδομικού ιστού, όπως και των μοναστηριών που έχουν ιδρυθεί μετά τη μεσοβυζαντινή εποχή. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης διατηρείται σήμερα σε μεγάλο βαθμό άθικτη και έχει κηρυχθεί διατηρητέα το 1976. Η διατήρησή της οφείλεται στην οικονομική δυσπραγία των πρώτων μεταπολεμικών ετών, η οποία δεν επέτρεψε την ανοικοδόμηση με πολυκατοικίες, όπως έγινε στις άλλες ελληνικές πόλεις. Ο σωζόμενος σήμερα οικισμός της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι ο μεγαλύτερος παραδοσιακός οικισμός που διασώζεται στη Βόρειο Ελλάδα, αλλά και μαζί το καλύτερα διατηρούμενο δομημένο δείγμα της κοινοτικής οργάνωσης των Ελλήνων κατά την ύστερη Τουρκοκρατία που διασώζεται στον ελλαδικό χώρο.
Παρά το ότι μιλάμε για την "Παλιά Πόλη" της Ξάνθης, ωστόσο –σε σχέση με το ιστορικό βάθος της πατρίδας μας –, χαρακτηρίζουμε έτσι μία σχετικώς νεόκτιστη πόλη (φωτ. 1). Κτίτορες της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα και η τοπική εκκλησία, αφού πρωτεργάτης της ανοικοδόμησης είναι η κεφαλή της Δημογεροντίας ο Μητροπολίτης Ευγένιος, ο οποίος αρχιεράτευε την κρίσιμη δεκαετία του 1830. Η εξωστρέφεια των Ρωμηών εμπόρων του καπνού και η αίγλη της μεγάλης αστικής παράδοσης των Δυτικών συντελούν ώστε η πόλη να ανοικοδομηθεί ως ένα υβρίδιο της "αρχοντικής" αρχιτεκτονικής του νότιου ελληνικού χώρου του 18ου αιώνα και της εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής της Κεντρικής Ευρώπης, όπως αυτή θριάμβευε την εποχή εκείνη στα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η κατεστραμμένη πόλη ανοικοδομείται με πόλους και πυρήνες τα θεμέλια των εκκλησιών, που ανήκαν μάλλον στη βυζαντινή Ξάνθεια και που πάνω τους στηρίχθηκαν οι νέες εκκλησίες –κέντρα των συνοικιών. Η ανοικοδόμηση έγινε με γνώμονα τις νεοελληνικές κοινοτικές αντιλήψεις: είναι πλήρης ο εθνικοθρησκευτικός διαχωρισμός και οι χριστιανικές συνοικίες, οι οποίες παραμένουν στα όρια που έχουν καθιερωθεί επί αιώνες, απλώνονται πέριξ των εκκλησιών που αποτελούν και τα κέντρα του οικιστικού ιστού. Η πολεοδομική μορφή του χώρου της Ξάνθης οργανώνεται σε γειτονιές (μαχαλάδες), σύμφωνα με τις οθωμανικές αντιλήψεις και πρακτικές διοίκησης, με διαχωρισμό των κατακτημένων λαών σε θρησκευτικά έθνη (μιλλέτ).
Δεν σώζεται σχεδόν τίποτε μέσα στην πόλη που να παραπέμπει σε εποχή παλαιότερη των σεισμών. Το παλαιότερο χρονολογημένο σπίτι της Ξάνθης ανάγεται στο 1841. Αμέσως μετά την καταστροφή του 1829, όμως, ανεγείρονται από τον Μητροπολίτη Ευγένιο πέντε κοινοτικοί ναοί μέσα στην πόλη, το καθολικό της Μονής της Αρχαγγελιώτισσας και τρεις ναοί στην περιφέρεια. Η εντυπωσιακή αυτή οικοδομική έξαρση θα πρέπει να στηρίχθηκε στις οικονομικές δυνατότητες που πρόσφερε στον Μητροπολίτη Ευγένιο η ρωμαίικη κοινότητα. Ευνοϊκές ήταν και οι πολιτικές συνθήκες, αφού κατά την περίοδο εκείνη βρισκόταν σε εξέλιξη η προσπάθεια εφαρμογής μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με σκοπό τον διοικητικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό της.
Όλα τα σπίτια έχουν θέα προς την πεδιάδα και ελεύθερο ορίζοντα κατά παλαιότατη πολεοδομική πρακτική των Βυζαντινών που υιοθέτησαν και οι Οθωμανοί Τούρκοι: μπορούσες να κτίσεις όπως ήθελες, αρκεί να μην εμπόδιζες τη θέα των γειτόνων (φωτ. 2). Έτσι οι γειτονιές της Ξάνθης είναι αμφιθεατρικά κτισμένες σε πλαγιές, ενώ οι νέες περιοχές, οι κτισμένες μετά την επέκταση της πόλης μετά το 1870, όπως και η σύγχρονη πόλη, βρίσκονται στο κατώτερο σημείο της προς την πεδιάδα (φωτ. 1). Το ανάγλυφο του οικισμού στις πλαγιές και ορισμένες θέσεις επιτρέπουν οπτικές φυγές,  ώστε να δίνεται πάντα μια εικόνα ενός ποικιλόμορφου συνόλου και να γεννάται στον επισκέπτη η αίσθηση μιας εσωτερικής αρμονίας.

Ο 20ός αιώνας βρίσκει την πόλη σε πλήρη ακμή με ισάριθμες συνοικίες χριστιανών και μουσουλμάνων. Οι χριστιανικές συνοικίες είναι επτά, δομημένες γύρω από μεταβυζαντινούς ναούς της ύστερης Τουρκοκρατίας. Οι πέντε από τις χριστιανικές συνοικίες βρίσκονται μέσα στα όρια της σημερινής Παλιάς Πόλης. Οι μουσουλμανικές συνοικίες εκτείνονται περιφερειακά και είναι έξι, εκ των οποίων οι δύο βρίσκονται στην Παλιά Πόλη. Τέλος, τα βιοτεχνικά και τα βιομηχανικά κτήρια, οι καπναποθήκες και τα καπνομάγαζα κτισμένα μετά το 1860, βρίσκονται στο νότιο κατώτερο και πεδινό τμήμα της πόλης. Ο διαχωρισμός της κατοικίας από τις βιομηχανικές δραστηριότητες είναι πλήρης (φωτ. 1).
Στην περιφέρεια της πόλης κατοικούν σε μονώροφες ή διώροφες μονοκατοικίες με περίκλειστη αυλή οι εσωστρεφείς και υπομονετικοί τουρκογενείς μουσουλμάνοι. Στη συνοικία Σούννε κατοικούν σε μεγάλα κονάκια με πτέρυγες οι μουσουλμάνοι τσιφλικάδες μπέηδες και σε μικρότερες αστικές κατοικίες οι μουσουλμάνοι δημόσιοι υπάλληλοι. Στα βόρεια υψώματα της περιφέρειας της πόλης, κατοικούν σε μικρές φτωχικές κατοικίες οι αυστηροί, εργατικοί Πομάκοι, απόγονοι γηγενών ορεσίβιων Θρακών, των οποίων η γλώσσα και η ταυτότητα βρίσκονται σε συνεχή απειλή. Στη νότια περιφέρεια βρίσκονται οι φτωχοί και ολιγαρκείς Αθίγγανοι. Στη νέα συνοικία των Δώδεκα Αποστόλων κατοικούν στις αρχές του 20ού αιώνα λίγοι σλαβόφωνοι οπαδοί της Βουλγαρικής Εξαρχίας και δυτικά υπάρχει μία κοινότητα Εβραίων. Τέλος, στις κεντρικές συνοικίες κατοικούν οι έμποροι, μικρέμποροι, βιοτέχνες, μαστόροι και εργάτες που είναι Έλληνες, αυτόχθονες ή επήλυδες, από πολλά μέρη της Ελλάδας και κυρίως από την Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Μέσα στήν Ξάνθη εγκαθίστανται κατά περιόδους χριστιανικοί πλη­θυσμοί από τη Βόρεια Θράκη, τη Χαλκιδική, την   Ήπει­ρο και τη Μακεδονία, όπως καί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο το 1877­–1878. Αργότερα εγκαθίστανται στην πόλη Κρητικοί και μετά το 1922 εγκαθίστανται μαζικά πρόσφυ­γες τής Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου και, τέλος, πληθυσμοί ποντιακής καταγωγής από τήν πρώην Σοβιετική  Ένωση, τελευταίοι αυτοί φυγάδες της πάλαι ποτέ ελληνικής Ανατολής.
Η πόλη ευτύχησε να βρίσκεται σε μία περιοχή η οποία διαθέτει πλούσιο και ποικίλο φυσικό περιβάλλον. Το φυσικό περιβάλλον περιβάλλει την πόλη, είναι από παντού ορατό και λειτουργεί ως συνοδευτικό στοιχείο του δομημένου χώρου, τον διαφοροποιεί ακόμη περισσότερο και τον αναδεικνύει. Ενδιαφέρουσα είναι η διάταξη των τριών μοναστηριών της πόλης στα γύρω υψώματα, με τρόπο που δημιουργεί στον επισκέπτη αισθήματα οικείωσης και σιγουριάς, αφού τα μοναστήρια φαίνεται σαν να αιωρούνται πάνω από την πόλη και να την περιβάλλουν προστατευτικά.


Φωτ. 3  Λαϊκές κατοικίες σύμφωνα με τα πρότυπα της Φιλιππούπολης ( αρχές του 20ου αι. ).




Φωτ. 4  Λαίκές κατοικίες  με σαχνισί  π. 1840 και 1890. 



Φωτ.5  Πέτρινο οθωμανικό Διοικητήριο  π. 1900 





Φωτ.6  Πέτρινο κονάκι Μουσουλμάνου  μπέη π. 1900.



Φωτ. 7  Νεοκλασσική κατοικία Ρωμηού εμπόρου π. 1905



Φωτ. 8  Κονάκι Ρωμηού εμπόρου κατά τα πρότπα του αναγεννημένου Ελληνισμού της  Ηπείρου και της  Θεσσαλίας π. 1860 





Φωτ. 9  Το Νηπιαγωγείο Στάλιου , 1891 σε  σχέδιο Ιταλού αρχιτέκτονα.








Ύφος και πολυμορφία.  Η πόλη γίνεται αντιληπτή ως σύνολο μιας ενδιαφέρουσας αλληλουχίας πολιτισμικών στοιχείων, ρυθμών και εντυπώσεων, αλλά και ως μία συναρπαστική ανάμειξη παλιού και νέου. Η ποικιλομορφία αυτή, σε όλα τα επίπεδα και τις μορφές, καθιστά την Ξάνθη τόπο εξαιρετικά ενδιαφέροντα.
Στην Παλιά Πόλη η μίμηση των βορειοθρακιώτικων προτύπων (φωτ. 3) αναμειγνύεται με λαϊκές κατοικίες (φωτ. 4), κονάκια κατά την παράδοση της "αρχοντικής αρχιτεκτονικής" της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου (φωτ. 9), κονάκια μουσουλμάνων με διαχωρισμό των δύο φύλλων (χαρεμλίκ και σελαμλίκ) (φωτ. 5), επιβλητικά πέτρινα κτήρια με οθωμανικό ακαδημαϊκό χαρακτήρα (φωτ. 6), κατοικίες των εμπόρων του καπνού με παράδοξο εκλεκτικιστικό δυτικότροπο ύφος (φωτ. 7) καί, τέλος, νεοκλασικά κτήρια (φωτ. 8), τα οποία, όμως, διαθέτουν ανατολίτικα σαχνισιά.  Το βυζαντινό-οθωμανικό ξύλινο σπίτι με τον μεγαλοαστικό φραγκολεβαντίνικο στόμφο δεν συναντάται στην Ξάνθη.
Το δομημένο περιβάλλον ανήκει στην καθ΄ ημάς Ανατολή, αλλά και θυμίζει τα εμπορικά και αστικά κέντρα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας (φωτ. 9), αλλά και την ιταλική αναγέννηση (φωτ. 10), τον εκλεκτικισμό της Κεντρικής  Ευρώπης (φωτ. 11) και τη νεογοτθική αρχιτεκτονική της ρομαντικής Αγγλίας (φωτ. 12),  τον ρωμανικό χαρακτήρα (φωτ. 29), τα αγγλικά μεσοαστικά και μεγαλοαστικά οπτοπλίνθινα σπίτια (φωτ. 13), τη γαλλική μικροαστική πολυκατοικία (φωτ. 14), τις κλιμακωτές απολήξεις των τοίχων κατά τον ολλανδικό και τον βορειογερμανικό τρόπο (φωτ. 15), τον νεοκλασικισμό του ελληνικού κράτους (φωτ. 8) και, τέλος, την πρώιμη κεντροευρωπαϊκή art deco (φωτ. 16), αλλά και πολλά ακόμη, χωρίς όμως ο επισκέπτης προς στιγμή να αμφιβάλει ότι βρίσκεται στην καθ’ ημάς Ανατολή. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο ιδιαίτερης αισθητικής σημασίας.
Οι δρόμοι είναι στρωμένοι με κυβολίθους, όπως αυτοί στο Παρίσι και η πολυχρωμία και η ποικιλομορφία των κτηρίων χαρίζουν μεγάλο πλούτο εντυπώσεων (φωτ. 17).













Κτηριακός πλούτος.  Η ανοικοδόμηση της πόλης γίνεται σε τέσσερις φάσεις: 
α.  Από το 1829 μέχρι περίπου το 1860, όταν ανεγείρονται οι εκκλησίες, πολλές κατοικίες και τα κονάκια των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων. Την εποχή αυτή σχηματοποιούνται και οι συνοικίες της πόλης.
β.  Από το 1860 μέχρι το 1912, όταν η πόλη επεκτείνεται στην πεδινή περιοχή έξω από τα όρια της βυζαντινής Ξάνθειας προς τη σημερινή Κεντρική Πλατεία και ανεγείρεται η βιομηχανική και βιοτεχνική περιοχή του καπνού . Την ίδια εποχή ανεγείρονται τα εκλεκτικιστικά και νεοκλασικά αρχοντικά των εμπόρων (φωτ. 7, 8, 11, 12, 13, 21, 22).
γ. Κατά τον Μεσοπόλεμο, όταν δημιουργούνται οι προσφυγικοί συνοικισμοί (φωτ. 25).
δ.  Μετά το 1960 και κυρίως μετά το 1974, όταν πολυκατοικιοποιούνται οι συνοικίες της Νέας Πόλης. 
Σχηματικά μπορούμε να κατατάξουμε τα κτίσματα στην πόλη της Ξάνθης σε μερικές κατηγορίες:
1.      Κτίσματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Απλή μονώροφη ή διώροφη κατοικία με ή χωρίς περίκλειστη αυλή (φωτ. 3), που στις μουσουλμανικές γειτονιές παρουσιάζει εσωστρέφεια (φωτ. 18). Στον όροφο συνήθως διαθέτει χαγιάτι γύρω, από το οποίο διατάσσονται τα δωμάτια. Στο ισόγειο συνήθως υπάρχει αποθήκη και χώροι για τις εργασίες του σπιτιού ή για την ξήρανση του καπνού. Η κατασκευή γίνεται με απλά παραδοσιακά μέσα και είναι από πέτρα στο ισόγειο και τσατμά τον όροφο. Εκτός από τις παραδοσιακές κατοικίες, υπάρχουν και κατοικίες κτισμένες από Ηπειρώτες μαστόρους. Αυτές είναι στέρεες κατασκευές από πέτρα, τον άφθονο γρανοβιορίτη  της περιοχής (φωτ. 19). Σημαντικό αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό στην πόλη της Ξάνθης, όπως και σε όλη την Ανατολή, αποτελεί το σαχνισί. Το σαχνισί είναι προέκταση του ορόφου ή τμήματος του ορόφου ενός κτίσματος (φωτ. 4). Η επέκταση αυτή υποστηρίζεται από ξύλινα στηρίγματα.
2.    Κονάκια των μουσουλμάνων μπέηδων. Μεγάλα κτίσματα σε σχήμα Π με διαχωρισμό των χώρων για άνδρες και γυναίκες. Το ισόγειο διαθέτει αποθήκες και κουζίνες, ημιυπαίθριες ή μη, ενώ στον όροφο τα δωμάτια είναι διαταγμένα πέριξ μεγάλης σάλας που είναι και ηλιακό. Τα κονάκια αυτά σήμερα έχουν σχεδόν κατεδαφισθεί.
3.     Κονάκια κατά τα πρότυπα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας που ανέγειραν πλούσιοι χριστιανοί έμποροι, όταν σε πλήρη αντίθεση με τη φτώχεια των προηγούμενων αιώνων απόκτησαν τη δυνατότητα να ανοικοδομήσουν τα σπίτια τους με τρόπο που υπερβαίνει τις απλές στεγαστικές ανάγκες. Οι μακραίωνες αισθητικές παραδόσεις του Ελληνισμού αναδύονται και πάλι μετά τον 18ο  αιώνα ως επιλογές των ευπόρων νέων ρωμαίικων αστικών στρωμάτων εκφραζόμενες στα πλαίσια και στους τρόπους της καθ' ημάς Ανατολής και της ευρύτερης Ανατολής. Οι πλούσιοι έμποροι ζητούν τη συνεργασία των λαϊκών μαστόρων, οι οποίοι ενσωματώνουν στην πλούσια παράδοσή τους τους τρόπους και τις αντιλήψεις Ανατολής και Δύσης. Η ανέγερση των κτισμάτων αυτών γίνεται από ομάδες μαστόρων που ξεκινούν από τη Μακεδονία, τήν Ήπειρο και τη Βόρειο Θράκη. Πολλοί από αυτούς θα μείνουν για πάντα στην Ξάνθη. Και αυτά τα κονάκια είναι διώροφα σε σχήμα Π. Οι κατασκευές είναι στέρεες από χονδρούς πέτρινους τοίχους στο ισόγειο και τσατμά στον όροφο (φωτ. 9, 20).
4.    Εκλεκτικιστικά κτήρια, αρχοντικά των εμπόρων και των μεγαλοαστών. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίζονται έμποροι του καπνού με κοσμοπολίτικη νοοτροπία και διεθνείς διασυνδέσεις. Στα σπίτια και στα αρχοντικά που ανεγείρουν μιμούνται την ποικιλία και την ανάμειξη των μορφών και των στυλ που εμφανίζει το κοσμοπολίτικο Πέραν της Κωνσταντινούπολης. Δημιουργείται ένα ποικιλόμορφο δομημένο περιβάλλον, όπου συνυπάρχουν στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής με στοιχεία και μορφές που έρχονται από την Κεντρική Ευρώπη. Οι κατασκευές είναι στέρεες από πέτρα καθ΄ ολοκλήρου ή μεικτές με τσατμά στον όροφο, πολλά οικοδομικά στοιχεία έχουν εισαχθεί. Τα κτήρια αυτά συνήθως είναι διώροφα με υπερυψωμένο ημιυπόγειο (φωτ. 21). Είναι εμφανής η συμβολή σπουδασμένων αρχιτεκτόνων ή μηχανικών.
5.     Νεοκλασικά κτήρια. Ο νεοκλασικισμός, που κυριαρχεί στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο είναι βέβαια, εκτός από αισθητικό στοιχείο και στοιχείο με  ιδεολογική σημειολογία, έτσι ώστε κοινοτικά κτήρια και αρχοντικά σε νεοκλασικό ύφος να αναγερθούν με τη βοήθεια Ελλήνων ή ξένων αρχιτεκτόνων. Οι κατασκευές είναι συνήθως διώροφες με υπερυψωμένο ημιυπόγειο στέρεες από πέτρα. Η εσωτερική διάταξη είναι συνήθως συμμετρική με μία κεντρική αίθουσα στον όροφο πέριξ της οποίας διατάσσονται τα δωμάτια. Επιβλητική σκάλα με δύο κλάδους οδηγεί από το ισόγειο στον όροφο, ενώ πολύχρωμοι φεγγίτες δημιουργούν χρωματικές εντυπώσεις στους εσωτερικούς χώρους (φωτ. 22).
6.    Πέτρινα κτήρια για κοινοτική ή κυβερνητική χρήση. Αυτά είναι κτίσματα που μεταδίδουν το κύρος και τη σοβαρότητα του φορέα, όπως είναι το Διοικητήριο, τα σχολεία, τα κοινοτικά κτίσματα και άλλα. Στην κατηγορία αυτή συνήθως περιλαμβάνονται κτήρια με νεοκλασικό χαρακτήρα και διακοσμήσεις στα πλαίσια των παραθύρων, επιβλητικές εξωτερικές σκάλες και ακριβά υλικά (φωτ. 23).
7.     Αστικές κατοικίες με λόγια διακοσμητικά στοιχεία. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν κτήρια κατασκευασμένα με πέτρα ή σκυρόδεμα που συχνά ενσωματώνουν ακαδημαϊκά διακοσμητικά στοιχεία (φωτ. 24).
8.    Κατοικίες της προσφυγικής αποκατάστασης. Στις προσφυγικές συνοικίες κατασκευασμένες τη δεκαετία του 1920 στα πλαίσια της μεγάλης προσπάθειας του Ελληνικού Κράτους για τη στέγαση των προσφύγων, η οποία έγινε είτε με την ανέγερση τυποποιημένων κατοικιών, είτε με την παροχή οικοπέδων και δανείων προς τους πρόσφυγες για αυτοστέγαση με χρήση έτοιμου σχεδίου (φωτ. 25).
9.    Σύγχρονες πολυκατοικίες και κατασκευές. Ο τύπος αυτός είναι ο γνωστός σε όλη την Ελλάδα, με τον οποίο επετεύχθη η στέγαση του πληθυσμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, μεταλλάσσοντας όμως το παραδοσιακό ελληνικό περιβάλλον.
10.            Εμπορικά κτήρια. Απλές ή ευτελείς πρόχειρες κατασκευές και παραπήγματα στους εμπορικούς δρόμους, αλλά και στέρεες κατασκευές από πέτρα (γρανοβιορίτη) που ανήγειραν Ηπειρώτες μαστόροι (φωτ. 26). Ενδιαφέροντα είναι τα στηθαία και τα αετώματα μικρών μονώροφων και διώροφων καταστημάτων στο γύρισμα του αιώνα, όπου αποτυπώνονται χρονολογίες, αρχικά των κτιτόρων, ή διακοσμήσεις χαρακτηριστικές της ευαισθησίας του ιδιοκτήτη (φωτ. 31).
11.  Βιομηχανικά κτήρια. Οι καπναποθήκες της Ξάνθης αποτελούν ένα πολύ σημαντικό σύνολο βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και είναι η μοναδική παρόμοια περιοχή που σώζεται σήμερα στον ελληνικό χώρο. Ωστόσο η περιοχή των καπναποθηκών της Ξάνθης δεν προστατεύεται νομοθετικά, ενώ δεν έχει επιχειρηθεί κάποια χρήση τους που θα τις αξιοποιούσε ως σύνολο.
Οι καπναποθήκες της Ξάνθης είναι κτισμένες κατά την εποχή της εντατικής ανοικοδόμησης της πόλης, δηλαδή από το 1860 μέχρι το 1912. Στα κτήρια αυτά γινόταν η κατεργασία  του καπνού, που κατέληγε σε δέματα καπνού  τα οποία αποθηκεύονταν εκεί. Η επιβλητική στέρεη κατασκευή, τα αετώματα, οι κλιμακωτές απολήξεις και η συμμετρική σύνθεση παραπέμπουν σε πρότυπα της Κεντρικής Ευρώπης. Ο επιβλητικός χαρακτήρας των κατασκευών επιδιώκει να δώσει μία εγκυρότητα  και μία άτυπη εγγύηση για την επιχείρηση που στεγάζεται εκεί. Πολλές από τις καπναποθήκες διαθέτουν ιδιόρρυθμα στηθαία ή αετώματα, δείγματα μιας φιλοπαίγμονος διάθεσης από μέρους των μαστόρων ή και των ιδιοκτητών. Πολλές φορές οι καπναποθήκες συνοδεύονται από κτήρια γραφείων ή κτήρια-κατοικίες των καπνεμπόρων (φωτ. 15).
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των καπναποθηκών είναι συχνά η ρομαντική διάθεση, η νοσταλγία προς το φανταστικό, σ' αυτό που είναι άγνωστο αλλά και επιθυμητό. Η ρομαντική αυτή διάθεση, μια νοσταλγία χωρίς αντικείμενο ξεκινά βέβαια από τον νεορομαντισμό της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά και εκφράζει την εξιδανίκευση της Δύσης από τους Ρωμηούς.
12.Εκκλησίες. Αυτές είναι κτισμένες κατά τη δεκαετία του 1830 και ακολουθούν τον τύπο που διαμορφώνεται την ίδια εποχή στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή τον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Είναι η εποχή που η προσπάθεια για εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιτρέπει στους Ρωμηούς την ανέγερση τριώροφων κατοικιών και μεγάλων εκκλησιών, τόσο μεγάλων που συχνά είναι πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι απαιτείται από τον αριθμό των πιστών, ενώ μπορεί και να διαθέτουν ευρύχωρο γυναικωνίτη. Οι εκκλησίες βρίσκονται μέσα σε περίβολο που πολλές φορές περιλαμβάνει σχολείο, γραφείο της κοινότητας, κατοικία του παπά ή και ακόμη του νεωκόρου ή, τέλος, και αίθουσα συνεδρίασης της κοινότητας ή της Δημογεροντίας. Οι εκκλησίες και η μάνδρα που τις περιβάλλει είναι βαμμένες σε ώχρα. Παρά τον άνεμο φιλελευθερισμού που συνοδεύει τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις η ανατολική δεσποτεία είναι δυνατό να δημιουργήσει απρόβλεπτες καταστάσεις. Οι μάνδρες, λοιπόν, που περιβάλλουν τις εκκλησίες και τα γραφεία της κοινότητας εξασφαλίζουν και κάποια προστασία (φωτ. 27).
Ενδιαφέρον είναι το κοινωνικό-θρησκευτικό συγκρότημα (κουλλιγιέ) που υπήρχε στη σημερινή περιοχή της Κεντρικής Πλατείας που ανήγειραν οι Οθωμανοί όταν η Ξάνθη έγινε έδρα του Καζά. Ενδιαφέροντα επίσης ήταν τα τυπικά χάνια της Ανατολής με φούρνο, καταστήματα και πυρήνα αγοράς που ξεπερνούσαν τα πενήντα και που σήμερα σώζονται ελάχιστα (φωτ. 28).
Τα οικοδομικά υλικά είναι αυτά της παραδοσιακής οικοδομικής: πέτρα, ξύλο και συχνά πλίνθοι. Ειδικότερα  την Ξάνθη χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, αφού ήταν άμεσα διαθέσιμα, ο γκρίζος γρανίτης της Ροδόπης (γρανοβιορίτης) (φωτ. 19) και η ροδίζουσα πέτρα (ψαμμίτης) που προέρχεται από το λατομείο της Μάνδρας κοντά στα αρχαία Άβδηρα (φωτ. 29).
30

31
32

Λεπτομέρειες και διακοσμήσεις.  Η πανσπερμία των ρυθμών των κτισμάτων της Ξάνθης συμπληρώνεται από την ποικιλία της λεπτομέρειας και της διακόσμησης˙ δηλαδή, από αυτό που είναι περιττό και δεν χρειάζεται, αλλά και είναι αυτό που δίνει τη χαρά και την ικανοποίηση, χωρίς πάντα να προϋποθέτει τον πλούτο πού όμως, κατά κανόνα, ακολουθεί. Οι λεπτομέρειες στα κτίσματα της Ξάνθης συναντώνται ως οικοδομικά και διακοσμητικά στοιχεία στους τοίχους, τις πόρτες, στα παράθυρα και στις όψεις. Οι λεπτομέρειες βρίσκονται στις κατεργασμένες πέτρες, τις γωνιές και τις φαλτσογωνιές, στα πεζοδρόμια ή στα καλντερίμια. Καμιά φορά επιστρατεύονται ζωγράφοι για να διακοσμήσουν εξωτερικές όψεις, να συνθέσουν κτιτορικές επιγραφές. Οι ζωγραφιές εμπνέονται από τα ρομαντικά ονειροπολήματα της Κεντρικής Ευρώπης και τις λαϊκές λιθογραφίες που κυκλοφορούσαν τον 19ο αιώνα (φωτ. 30). Συνηθέστερα, ντόπιοι αυτοδίδακτοι καλλιτέχνες, που αποκαλούνται κοσμηματογράφοι, εμπλουτίζουν τα εσωτερικά των αρχοντικών και γεμίζουν τοίχους και οροφές με ζωγραφικές διακοσμήσεις σαν ταπετσαρίες. Στην όψιμη μορφή τους αυτές οι ζωγραφικές διακοσμήσεις παίρνουν ένα ψυχρό ακαδημαϊκό ύφος. Οι Ηπειρώτες μαστόροι της πέτρας φέρνουν μαζί τους τις συνήθειες της γλυπτικής διακόσμησης με λιθανάγλυφα (φωτ. 31). Οι κουδαραίοι μαστόροι αποτυπώνουν την παρουσία τους με τα συμβολικά τους ανάγλυφα, ενώ οι ιδιοκτήτες ζητούν τις ανάγλυφες διακοσμήσεις που ομορφαίνουν αλλά και απωθούν το κακό.
Όσο για τις σιδεριές στις πόρτες, στα παράθυρα και τις μάντρες˙ αυτές κρατούν ταπεινά τον ρόλο των στολιδιών (τα βυζαντινά κοσμίδια), που με τη φιλοπαίγμονα διάθεσή τους ξεπερνούν το χαρακτηριστικό και δίνουν τη βεβαιότητα του ιδιαίτερου και του αποκλειστικού.
Έτσι, συναντάμε παντού σιδεριές με την τυπική μορφή της Κωνσταντινούπολης (λόγχες και έλικες ) και πάμπολλες άλλες μορφές, όπως π.χ. τις ίδιες κωνσταντινουπολίτικες σιδεριές σε περίπλοκες παραλλαγές, σιδεριές με ύφος art nouveau σε λαϊκά σπίτια, σιδεριές ύφους art deco σε νεοκλασικίζοντα σπίτια, περίπλοκες σιδεριές με βαριές διακοσμήσεις μάλλον γαλλικής έμπνευσης (φωτ. 32) και πολλά άλλα.
Όλη αυτή η πανσπερμία ρυθμών και διακοσμήσεων βρίσκεται ανάκατα, φύρδην μίγδην, υπερταξικά και αταξικά, θα μπορούσε κανείς να πει, ανάμεσα σε κατοικίες με ρωμαίικο, οθωμανικό ή λαϊκό χαρακτήρα. Η ανάμειξη ρυθμών και τάξεων εκτείνεται σε όλη την πόλη, απ’ άκρου εις άκρον. Οι μακραίωνες δημοκρατικές παραδόσεις της ελληνικής Ανατολής συνεχίζουν να επιβιώνουν, παρά τη συγκέντρωση πλούτου και την ανάπτυξη μιας αστικής τάξης, η οποία διαθέτει εισοδήματα, πράγμα για το οποίο είναι υπερήφανη και θέλει να το κάνει γνωστό.
33

34

35

36

37

38

Ο Νομός Ξάνθης. Στην περιφέρεια της Ξάνθης, όπως και στην υπόλοιπη Θράκη, υπάρχει σημαντικός αριθμός οικισμών που παρουσιάζουν ιδιαίτερο αισθητικό ενδιαφέρον. Αριθμός που, σε αναλογία ως προς το σύνολο των οικισμών του Νομού, φαίνεται να είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο που ισχύει για την υπόλοιπη χώρα.
Οι οικισμοί είναι αγροτικοί πεδινοί (μουσουλμανικοί, ανάμεικτοι των υπωρειών της Ροδόπης,  χριστιανικοί της ζώνης παρά τη θάλασσα, χριστιανικοί των προσφύγων της Ανατολής, χριστιανικοί των Σαρακατσάνων που εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα), όπου κατοικούν αγρότες, κτηνοτρόφοι, επαγγελματοβιοτέχνες και μικρέμποροι και ορεινοί ή ημιορεινοί, (κυρίως μουσουλμανικοί και λίγοι χριστιανικοί)  που κατοικούνται από κτηνοτρόφους και καπνοκαλλιεργητές (κυρίως Πομάκοι της ορεινής ζώνης και Έλληνες γηγενείς και πρόσφυγες της περιοχής της Σταυρούπολης).
Στα πεδινά συναντά κανείς αγροτικά μονώροφα ή διώροφα σπίτια με χαγιάτι και αυλή. Στα ορεινά και ημιορεινά, μονώροφα ή κυρίως διώροφα σπίτια ή νοικοκυρόσπιτα μεγάλα και μικρά (φωτ. 33) με ημιυπαίθριους ή κλειστούς χώρους στο ισόγειο που χρησιμεύουν ως αποθήκες, κουζίνες και στάβλοι. Στο ισόγειο υπάρχει επίσης φούρνος ή, καμιά φορά, και χαμάμ. Ο όροφος συνήθως διαθέτει επίμηκες μετωπικό χαγιάτι με πολλές μορφές.  Τα σπίτια των μουσουλμάνων είναι σαφώς διακριτά από τις ψηλές ασπρισμένες μάντρες που κλείνουν την αυλή και εξασφαλίζουν την εσωστρέφεια της μουσουλμανικής οικογένειας. Η αρχιτεκτονική είναι αγροτική τοπική (φωτ. 34), αλλά συχνά και  εξέλιξη ή μίμηση αστικών προτύπων (φωτ. 35). Το σαχνισί συναντάται και εδώ ευρύτατα (φωτ. 38). Τα υλικά είναι πέτρα, ωμόπλινθοι ή οπτόπλινθοι και ξύλο. Οι στέγες είναι  συνήθως τετράριχτες με σχιστόπλακες ή κεραμοσκεπείς.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κτισμάτων στα χωριά του Νομού είναι η μέριμνα που λαμβάνεται για την κατεργασία του καπνού που ξεραίνεται και περνά διάφορες διαδικασίες μέσα στο σπίτι. Σε πολλά αγροτικά σπίτια κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί το χαγιάτι (φωτ. 34).  Χαρακτηριστικές είναι οι ποικιλόμορφες καπνοδόχοι (φωτ. 33).  Συχνά είναι και τα ορεινά κτηνοτροφικά συγκροτήματα, οι καλύβες που ακόμη χρησιμοποιούνται ως εφήμερα  καταλύματα των πρώην νομάδων κτηνοτρόφων.
Οι παλιοί δρόμοι της ορεινής περιοχής, που σήμερα βρίσκονται σε αχρηστία, διαθέτουν αριθμό από πέτρινα γεφύρια κατασκευασμένα από τον 16ο αιώνα (φωτ. 36) παρόμοια με αυτά που συναντά κανείς στην υπόλοιπη ορεινή Ελλάδα.


Άβδηρα. Πεδινός οικισμός κτισμένος λίγα χιλιόμετρα βόρεια της ομώνυμης αρχαίας και βυζαντινής πόλης που πάντα ήταν κατοικημένος από Χριστιανούς (ελληνοχωριό). Χαρακτηριστική είναι η τοπική διάλεκτος που ανήκει στις βορειοελληνικές διαλέκτους. Ο πλούτος της κωμόπολης φαίνεται από τα αρχοντικά και τα πυργόσπιτα που διασώζονται μέχρι σήμερα, όπως και από τις δύο κρήνες διακοσμημένες με λιθανάγλυφα κατά την παράδοση του Πηλίου και της Θεσσαλίας (φωτ. 37). Τα πυργόσπιτα που διασώζονται, όπως αυτό του Παμουκτσόγλου (φωτ. 38), είναι κτισμένα από Ηπειρώτες κουδαραίους μαστόρους.

Γενισέα.  Ο σημαντικός κατά την Τουρκοκρατία αυτός οικισμός, κέντρο των μουσουλμάνων της περιοχής, παρήκμασε μετά τον 18ο αιώνα σε βαθμό που σήμερα μόνο δύο τεμένη θυμίζουν την παλιά του δόξα (φωτ. 39).
Εκτός από τουρκικό διοικητικό κέντρο η Γενισέα εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε και σε πασίγνωστο κέντρο παραγωγής καπνού. Τα δε φημισμένα καπνά της Ξάνθης διαφημιζόταν στην αγορά της Κωνσταντινούπολης ως καπνά της Γενισέας.
Φαίνεται ότι στις αρχές του 19ου αιώνα Ρωμηοί έμποροι ανέλαβαν τον έλεγχο της εμπορίας και της διακίνησης του καπνού. Πολλοί από αυτούς κατάγονταν από την Ήπειρο από όπου και μπουλούκια οικοδόμων κατέφθασαν για να ανοικοδομήσουν τα κτίσματα τα απαραίτητα για την κατεργασία, την αποθήκευση και το εμπόριο του καπνού, όπως και τις κατοικίες που δικαιούνταν οι πλούσιοι πλέον Ρωμηοί έμποροι. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας κατά την οποία η αγροτική γη συγκεντρώθηκε στα χέρια κυρίως μουσουλμάνων μπέηδων, η παραγωγή του καπνού γινόταν από τους εργατικούς, δεμένους με τη γη, υπομονετικούς μουσουλμάνους αγρότες, η κατεργασία του καπνού γινόταν από εύστροφους και παραγωγικούς Ρωμηούς εργάτες, ενώ το εμπόριο και ο έλεγχος της διακίνησης του καπνού πέρασε στα χέρια Ρωμηών εμπόρων, που διέθεταν τον κοσμοπολιτισμό και την ανησυχία που τους επέτρεπε να κινούνται σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον.
Υπάρχει στη Γενισέα σημαντικός αριθμός αποθηκών και εργαστηρίων κατεργασίας του καπνού που φαίνεται να έχουν οικοδομηθεί το πρώτο μισό του 19ου αιώνα (φωτ. 40), πριν ανεγερθούν τα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα και κτήρια στη βιομηχανική περιοχή του καπνού της Ξάνθης. Τα κτήρια αποθήκευσης του καπνού της Γενισέας είναι ισόγεια, κτισμένα με μιά ιδιόμορφη αρχιτεκτονική με κύριο διακοσμητικό στοιχείο τα καμπυλότοξα παράθυρα και πόρτες που οικοδομούνται με βάση τον ροδίζοντα ψαμμίτη της Μάνδρας των Αβδήρων (φωτ. 40). Τα καμπύλα τόξα των παραθύρων και των εισόδων και των κτηρίων αυτών διακοσμούνται από λιθανάγλυφα κατά τη μεγάλη παράδοση των πετράδων της Ηπείρου, που ωστόσο στη Γενισέα ακολουθεί τις τοπικές ιδιομορφίες. Η διακόσμηση της πέτρας με λιθανάγλυφα συμπληρώνεται από τις περίτεχνες καμπυλόσχημες σιδεριές με λόγχη και έλικα, όπως αυτές συναντώνται στη γειτονική Ξάνθη και στην Κωνσταντινούπολη. Τα κτήρια του καπνού στη Γενισέα παρουσιάζουν μία ιδιορρυθμία που δεν συναντάται αλλού και γι' αυτό αποτελούν ένα σύνολο που χρειάζεται νομοθετική και συστηματική προστασία.

Εχίνος. Η ορεινή αυτή κωμόπολη είναι το κέντρο των μουσουλμάνων Πομάκων όπου διατηρούνται τεμένη, κατοικίες, κονάκια, εργαστήρια, αποθήκες και μαγαζιά υπολείμματα ενός αυθεντικού μακραίωνου παραδοσιακού περιβάλλοντος. Χαρακτηριστικές είναι εκεί οι κατοικίες με καφασωτό χαγιάτι, που ως ημιυπαίθριος ή κλειστός ιδιωτικός χώρος συναθροίζει την οικογένεια ή χρησιμεύει και για την ξήρανση του καπνού. Μεγάλα νοικοκυρόσπιτα για πατριαρχικές οικογένειες και πολλές χρήσεις ξεχωρίζουν. Τα σπίτια φαίνονται μεγάλα και πολλές φορές διαθέτουν αστικές ανέσεις και αστικά μορφολογικά στοιχεία, αφού η μονοκαλλιέργεια του καπνού ήταν αρκετά αποδοτική οικονομικά. Η εξάπλωση των νέων υλικών διευκόλυνε βέβαια τη ζωή των κατοίκων, αλλά γέμισε τη γραφική κωμόπολη με άκομψες πλάκες σκυροδέματος και διέσπασε την αρμονική εικόνα των στεγών που γοήτευε τον επισκέπτη.

Σταυρούπολη. Στην ορεινή αυτή κωμόπολη, που κατοικείται από Χριστιανούς, διασώζονται μερικά νοικοκυρόσπιτα κατασκευασμένα από Ηπειρώτες μαστόρους που φαίνεται ότι εργάσθηκαν στην Ξάνθη.

Τοξότες. Στο χωριό αυτό διατηρούνται ψηλά διώροφα νοικοκυρόσπιτα ανάμεσα σε χαμηλές τυπικές μονώροφες αγροτικές κατοικίες. Τα μεγάλα νοικοκυρόσπιτα ανήκαν σε γαιοκτήμονες μπέηδες της ύστερης Τουρκοκρατίας. 

Χρύσα. Το παρά την Ξάνθη αυτό χωριό βρίσκεται ακριβώς πάνω στον "γιακά", γήλοφο όπου παράγεται καλής ποιότητας καπνός. Ο μεγάλος αριθμός από νοικοκυρόσπιτα και κονάκια που σώζονται ακόμη εκεί μαρτυρά τον πλούτο που ήταν αποτέλεσμα της καλλιέργειας του καπνού (φωτ. 34, 35).


Επιλεγμένη βιβλιογραφία


Αβραμίδου Ε. Κεμανετζή, Αϊβαλιώτησ Β. : Οδοί και τοπωνύμια της Ξάνθης, ΠΑΚΕΘΡΑ, 2003
Aλτσιζόγλου Φαίδων: Οι γιακάδες και ο κάμπος της Ξάνθης, Αγροτική Τράπεζα, Αθήναι 1941
Βακαλoπουλος Απoστολος: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1974-1996
Γεωργαντζής Π. Α. : Συμβολή εις την ιστορίαν της Ξάνθης, Ξάνθη 1976
 _______: Τα χάνια της Ξάνθης και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της πόλης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 38, Ξάνθη 1983
Γερομιχαλός Αθ. : Ιωακείμ Σγουρός, Μητροπολίτης Ξάνθης και αι αποφάσεις της Δημογεροντίας, Θεσσαλονίκη 1968
_______: Αι επί Τουρκοκρατίας Δημογεροντίαι. Η Δημογεροντία Ξάνθης, Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1973
Goodwin Godfrey: A history of ottoman architecture, Thames and Hudson, London 1971
Δωροβίνης Βασίλης: Η μοναδικότητα του χώρου της Ξάνθης, Αρχαιολογία, τεύχος 13, Αθήνα 1984
Eξάρχου Θωμάς: Ξάνθη, ματιά στο χτες της πόλης μέσα από φωτογραφίες, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 1997
_______: Τα αρχοντικά της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου, ΔΕΑΞ, Ξάνθη 1999
_______: Οι Ηπειρώτες στην Ξάνθη, Αδελφότης Ηπειρωτών Νομού Ξάνθης, Ξάνθη 2002
_______: Νησίδες Πόλεως Ξάνθης 2, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2003
Ζαρκάδα Χριστίνα: Τα χάνια της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 37, Ξάνθη 1982
Θανοπουλος Κωνσταντίνος: Πορεία Αντίθετα. Η σύγκρουση για την προστασία της Παλιάς Ξάνθης, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2005
Iωαννίδης Στέφανος (επιμέλεια): Λεύκωμα αναμνηστικό για τα πεντάχρονα της Φιλοπροόδου Ενώσεως Ξάνθης, Ξάνθη 1958
_______: Στοιχεία από την Εκπαιδευτική Ιστορία της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 31, Ξάνθη 1974
_______: Ένας επαγγελματικός οδηγός του 1910-1941, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 32, Ξάνθη 1975-1976
_______: Ξάνθη 1870-1910. Εικόνες και μαρτυρίες από την ιστορία της, Εκδόσεις Χ. Καμπουρίδη, Ξάνθη 1978
_______: Ξάνθη, περίοδοι δημιουργίας και ακμής 1870-1940, Θρακική Επετηρίς, τεύχος 1, Κομοτηνή 1980
_______: Ξάνθη, περίοδοι ακμής κατά τα τελευταία εκατό χρόνια, Αρχαιολογία, τεύχος 13, Αθήνα 1984
_______: Κανονισμός της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 40, Ξάνθη 1985
_______: Ξάνθη 1870-1940. Εικόνες και μαρτυρίες από την ιστορία της, Ξάνθη 1990
_______: Βαρταλαμίδι, με κείμενα για τον πολιτισμό της Ξάνθης, Δήμος Ξάνθης, Ξάνθη 1994
Κοψίδης Ράλλης: Περί Ξάνθης, Ζυγός, τεύχος 8, Αθήνα 1974
Καραδημου - Γερολυμπου Αλεκα: Μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Βορειοελλαδικές πόλεις την περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, Τροχαλία, Αθήνα 1998
Κίζησ Γιαννησ: Θράκη, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, Τόμος Η , Μέλισσα, Αθήνα 1991
_______: Πηλιορείτικη Οικοδομία, Πολιτισμικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα, 1994
Κυριακίδης Στίλπων : Περί την ιστορίαν της Θράκης, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1960
Λαγόπουλος Αλέξανδρος Φ. : Ο ουρανός πάνω στη γη, Οδυσσέας , Αθήνα 2002
Λαμπάκης Γ. : Περιηγήσεις. Ξάνθη-Άβδηρα-Μπουλούστρα-Γενιτζέ, Δελτίο Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τεύχος 6, Αθήνα 1906
Μαυριδησ δημήτρης: Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό. Σε αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2003
_______: Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης φωτογραφημένη σε ταχυδρομικά δελτάρια, ΠΑΚΕΘΡΑ-ΔΕΑΞ, Ξάνθη 2004
_______: Η πόλη της Ξάνθης ως δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού, "Νέα Κοινωνιολογία", Τεύχος 38, Αθήνα 2004
_______: Μαστοριά και μεράκι στην παλιά Ξάνθη, ΠΑΚΕΘΡΑ-ΔΕΑΞ, Ξάνθη 2005
_______: Μνεία της καθ’ ημάς Ανατολής, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2005
_______: Από την ιστορία της Θράκης 1875-1925, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2006
_______: Αγγελοφύλακτος Ξάνθη, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2007
_______ (επιμέλεια): Ξάνθη. Έκφραση και Περιγραφή της πόλης (υπό εκτύπωση), Δήμος Ξάνθης.
Μελκίδη Χ. Χρύσα: Κοινωνικές ανακατατάξεις και επιπτώσεις Στην πολεοδομική εξέλιξη της Ξάνθης κατά την Οθωμανική περίοδο, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 38, Ξάνθη 1983
_______: Παρατηρήσεις πάνω στον πολεοδομικό χάρτη του παραδοσιακού οικισμού της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 43, Ξάνθη 1994
Μερακλησ Μιχάλης: Λαογραφικά Ζητήματα, Καστανιώτης και Διάττων, Αθήνα 2004
Μουτσόπουλος Νίκος: Η αρχιτεκτονική προεξοχή. Το "Σαχνισί", ΕΜΣ Θεσσαλονίκη 1988
_______: Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Μακεδονίας (15ος –19ος αιώνας), Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993
Μπακιρτζής Ιωάννης: Μία υπόθεση στο Ιεροδικείο της Ξάνθης, Σπανίδης, Ξάνθη 2002
Παντελεημων Καλαφατησ, Μητροπολίτης Ξάνθης: Πρακτικά Δημογεροντίας Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2006
Πάντος Π. Α. : Ιστορική τοπογραφία του Νομού Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 32, 34, Ξάνθη 1975-1976, 1978
Παρασκευοπούλου Α. -Κολοκυθά Μ. : Παλιά Ξάνθη. Μία έρευνα στα κοινωνικά, οικονομικά χαρακτηριστικά και την πολεοδομική οργάνωση του χώρου, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 41, Ξάνθη 1986
Ρουκούνης Γιάννης, Μάρω Γιαννοπούλου: Οι καπναποθήκες της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 45, Ξάνθη 1991
_______: Η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των οικισμών του Νομού Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά τεύχος 40, Ξάνθη 1985
Συλλογικό: Βαλκανική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα 1993
_______: Ξανθιώτικο Καρναβάλι, Θρακικές Λαογραφικές Γιορτές, Σαράντα χρόνια 1966–2004, ΠΑΚΕΘΡΑ-ΔΕΑΞ, Ξάνθη 2005
Σφαελλος Κ. Δ. : Θράκη, Λαϊκή Αρχιτεκτονική - Λαογραφία, Θρακικά Χρονικά, τόμος 27 (1967).
Τοντόρωφ Ν. : Η Βαλκανική Πόλη (15ος–19ος αιώνας), Θεμέλιο, Αθήνα 1986
Τσιγάρας Γ. : Θρησκευτικά μνημεία στο Νομό Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου – Μουφτεία Ξάνθης, Ξάνθη 2005
_______: Οι εκκλησίες της Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2005