Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξάνθη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξάνθη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Αναμνήσεις από τη Βόρειο Ελλάδα κατά την εποχή του Εμφυλίου, 1946-1949




Ο πατέρας μου Αλέκος ήταν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος στην Καβάλα. Δεν ήταν Καβαλιώτης, στην Καβάλα βρέθηκε ως πρόσφυγας από τη Ραιδεστό μετά την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης από τον Ελληνικό Στρατό τον Οκτώβριο του 1922. Ήταν θρακιώτης με απώτερη καταγωγή από τη Μάνη.

Το 1940, ο πατέρας μου μετατέθηκε ως Διευθυντής στο υποκατάστημα της Τράπεζας στη Φλώρινα. Εκεί τον ακολούθησε και η μητέρα μου, με την οποία παντρεύτηκε το 1941. Η μητέρα μου είχε γεννηθεί στην Καβάλα. Τον ακολούθησαν επίσης τα δύο αδέλφια του Δωροθέα και Νίκος, αφού η Καβάλα καταλήφθηκε τον Απρίλιο του 1941 από τους Βούλγαρους και μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την πόλη. Εγώ γεννήθηκα στη Φλώρινα το 1942. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε η αδελφή μου. Απορώ ακόμη πως μέσα στις αβεβαιότητες και τους κινδύνους της εποχής εκείνης ο πατέρας μου δύο φορές ξεριζωμένος και η μητέρα μου, είχαν το κουράγιο να κάνουν παιδιά. 

Τον Απρίλιο του 1941 με την εισβολή των Γερμανών, ο Διευθυντής και το προσωπικό του Υποκαταστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος της Φλώρινας διετάχθησαν να παραλάβουν μέρος των αρχείων της Τράπεζας καθώς και όλο το ταμείο και να το μεταφέρουν με τη φροντίδα τους στην Αθήνα. Ο πατέρας μου νοίκιασε αυτοκίνητα και προλαβαίνοντας να περάσει το Μέτσοβο, πριν το καταλάβουν οι Γερμανοί, βρέθηκε στην Νότιο Ελλάδα. Εκεί, στο δρόμο Μάνδρας – Ελευσίνας ένα γερμανικό αεροπλάνο πολυβόλησε, χωρίς να προξενήσει μεγάλες ζημιές, την πομπή των αυτοκινήτων που κατέβαινε προς την Αθήνα. Το αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν ο πατέρας μου έπεσε σε ένα χαντάκι και ο πατέρας μου τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε σε αγγλικό πρόχειρο νοσοκομείο στην Ελευσίνα. Τα τραύματά του δεν ήταν σοβαρά, έχασε όμως πολλά από τα δόντια του που δεν τα αναπλήρωσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Γρήγορα έφτασε στην Αθήνα. Οι υπάλληλοι της Φλώρινας εντάχθηκαν στο προσωπικό του αθηναϊκού κεντρικού καταστήματος για λίγο χρόνο όσο τα πράγματα πάρουν μια μορφή. Ο πατέρας μου αρνήθηκε να παρακολουθήσει στις 3 Μαΐου 1941 τη μεγάλη γερμανική παρέλαση της Στρατιάς του Λίστ παρά τις συστάσεις που έγιναν προς όλους τους υπαλλήλους.

Στη Φλώρινα μέναμε στον πρώτο όροφο ενός κτηρίου στο κέντρο της πόλης. Το ισόγειο ήταν το υποκατάστημα της Τράπεζας. Για ένα διάστημα το κτήριο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και εμείς μεταφερθήκαμε στο αρχοντικό Σαπουντζή στις όχθες του ποταμού Σακουλέβα, που νομίζω σήμερα είναι μουσείο.  Η πόλη είναι κτισμένη σε μια στενή κοιλάδα που τη διασχίζει ο ποταμός Σακουλέβας. Δεν θυμάμαι και πολλά. Έχω αμυδρές αναμνήσεις από την αγορά και την πλατεία. Θυμάμαι τα κόκκινα γαλλικά κεραμίδια που βλέπαμε από το παράθυρό μας. Από το ίδιο παράθυρο κοιτάζαμε τα απέναντι βουνά και τον βαθύ μπλε ουρανό με τα άσπρα πυκνά σύννεφα, που αργά το απόγευμα γινόταν κόκκινα και χρυσά. Θα πρέπει να καθόμουν ώρες σε κείνο το παράθυρο. Θυμάμαι επίσης τα άλογα στην πλατεία και τη γέφυρα στον ποταμό Σακουλέβα που πάνω της συνάντησα έναν Άγγλο που μού έδωσε μια σοκολάτα. Θυμάμαι επίσης να σκαρφαλώνω με τη μητέρα μου πάνω σε σωρούς από ρούχα που αμέσως μετά την απελευθέρωση τα είχαν στείλει από την Αμερική για να βοηθήσουν τους εξαθλιωμένους Έλληνες.

Πολλά από κείνα που θυμάμαι είναι διάφορες μεταγενέστερες διηγήσεις που τις ανέπλαθα με τη φαντασία μου και τις έκανα πραγματικότητα. Μια συνηθισμένη διήγηση ήταν το πως ειδοποιήθηκε η μαμή τις πρωινές ώρες μιας μέρας του Δεκέμβριου του 1942, όταν πιάσαν τη μητέρα μου οι πρώτοι πόνοι της γέννησής μου. Ο πατέρας μου πανικόβλητος βγήκε έξω για να πάει στο σπίτι της μαμής μερικά τετράγωνα πιο κάτω. Έπεσε όμως πάνω σε μια περίπολο Γερμανών με τους οποίους δεν μπορούσε να συνεννοηθεί και συνελήφθη. Υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας.  Κοντά στην πλατεία ήταν ανοικτό ακόμη ένα κέντρο διασκέδασης και ο πατέρας μου ζήτησε βοήθεια. Βγήκε τότε κάποια κοπέλα, που με τα γερμανικά που γνώριζε εξήγησε στους στρατιώτες τί συνέβαινε. Όλα εξελίχθηκαν κατ΄ ευχήν. Τρία χρόνια μετά η κοπέλα εκείνη δικάστηκε για συνεργασία με τους Γερμανούς. Ο πατέρας μου, που γνώριζε τους στρατοδίκες, φρόντισε για την επιείκειά τους.

Άλλες διηγήσεις συνδέονται με τον μεγάλο βομβαρδισμό της Φλώρινας. Αυτό συνέβη στις 27.4.1944 και έγινε από 24 αμερικανικά liberators που απογειώθηκαν από το Ριμίνι της Ιταλίας. Βομβαρδίστηκε κυρίως ο σιδηροδρομικός σταθμός, αλλά οι βόμβες έπληξαν και τμήμα της πόλης και μετρήθηκαν αρκετοί νεκροί. Διηγούνταν πώς οι Γερμανοί και τα άλογά τους διαμελίστηκαν και διασκορπίστηκαν στους δρόμους της πόλης. Θυμάμαι κάτι σπηλιές στις όχθες μάλλον του ποταμού, στις οποίες τρέχαμε να κρυφτούμε. Θυμάμαι επίσης τη μεγάλη τσιμεντένια σκάλα της τράπεζας, κάτω από την οποία προφυλαχθήκαμε. Ο θείος μου που βρισκόταν στο δρόμο έτρεξε και σκαρφάλωσε ξυπόλητος, αφού τα παπούτσια του είχαν χαθεί από τα κύματα των εκρήξεων, στο διπλανό λόφο απ΄ όπου μέσα στους καπνούς και στις σκόνες διέκρινε το κτήριο της τράπεζας να στέκεται χωρίς να έχει πληγεί.

Οι διηγήσεις του πατέρα μου μετά ήταν χαρακτηριστικές για το τί τράβηξε στη Φλώρινα. Σαν διευθυντής της Τράπεζας, απορούσε πώς επέζησε από τις πιέσεις και τις απαιτήσεις των τριών αντιμαχόμενων κατά την Κατοχή : των Γερμανών, των Ελλήνων ανταρτών και των Σλαβομακεδόνων ανταρτών. Φυλάγω ακόμη ένα γράμμα του σε φίλο, όπου διατραγωδεί την κατάσταση και την ατμόσφαιρα τρόμου γράφοντας ότι: το κεφάλι του δεν στέκεται καλά στους ώμους του.  Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό που συνέβη στην πλατεία της Φλώρινας. Ένα κυριακάτικο πρωινό μετά την αποχώρηση των Γερμανών ο πατέρας μου καθόταν μαζί με φίλους του σε καφενείο της πλατείας της Φλώρινας. Τότε πέρασε ένας οπλισμένος αντάρτης ο οποίος χαιρέτησε τον πατέρα μου και μάλιστα του έπιασε κουβέντα. Οι φίλοι του πάγωσαν. Που τον ξέρεις αυτόν, Αλέκο; , ρώτησαν οι έντρομοι φίλοι του μόλις ο αντάρτης έφυγε. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος σφαγέας των Ελλήνων. , είπαν οι φίλοι του. Ήταν όμως ο κουρέας μου, απάντησε ο πατέρας μου και τον ξέρω χρόνια.

Και πράγματι. Το κεφάλι του δεν στεκόταν καλά στους ώμους του. Με την αποχώρηση των Γερμανών και την είσοδο των ανταρτών στη Φλώρινα άρχισαν προγραφές και εκτελέσεις προσώπων που είτε κατείχαν υψηλές κοινωνικές θέσεις, είτε δεν ήταν αρεστά στους αντάρτες. Μεταξύ αυτών που βρίσκονταν στη λίστα της προγραφής υπήρχε και το όνομα του πατέρα μου. Ο φίλος του κουρέας βρισκόταν ψηλά στην ιεραρχία των ανταρτών και φρόντισε να σβηστεί το όνομα του πατέρα μου. Αυτό συνέβη δυο φορές και η αγωνία του πατέρα μου όλο και μεγάλωνε. Η κατάσταση αυτή τον οδήγησε σε νευρική κατάπτωση, ανησυχούσε μόνιμα για μας και ήθελε να φύγει από τη Φλώρινα. Θυμάμαι για χρόνια μετά τον πατέρα μου να ταλαιπωρείται σαν μάρτυρας σε δίκες, στις οποίες διάφοροι δικάζονταν είτε γιατί είχαν εκδηλωθεί ως Σλαβομακεδόνες, είτε γιατί είχαν λάβει μέρος στη λεηλασία της Τράπεζας μετά την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου. Έτσι, προσπαθούσε για χρόνια χωρίς επιτυχία να μετατεθεί και να φύγει νοτιότερα. 

Χαρακτηριστικά άκουγα κάποια ιστορία για ένα γνωστό μας νέο που θεώρησε χρέος του να καταφύγει στο βουνό με τους αντάρτες. Εκεί, τις πρώτες μέρες της άφιξής του πρόβαλε αντιρρήσεις στον διαφωτιστή σχετικά με τη μελλοντική διακυβέρνηση της Μακεδονίας, η οποία κατά τον διαφωτιστή θα ήταν χώρα Σλάβων και Ελλήνων. Οι αντιρρήσεις αυτές ήταν αιτία για να κατακρεουργηθεί χωρίς καθυστέρηση. 

Στις αρχές του 1947 φύγαμε επιτέλους από τη Φλώρινα. Ο πατέρας μου μετατέθηκε στην Ξάνθη. Πήραμε όλοι το τρένο τη δεύτερη μέρα του Πάσχα και φορτώσαμε 18 βαλίτσες και μερικά δέματα, όπως φαίνεται στη φορτωτική που φύλαξε ο πατέρας μου. Απορώ σήμερα πώς μαζεύτηκαν τόσα πράγματα. Θα πρέπει να ήταν ρούχα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Έχω την εντύπωση ότι τα πράγματα που διαθέταμε τότε ήταν πολύ λίγα. Από τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαμε μετά στο σπίτι μας, λίγα ανήκαν σε αυτή την παλιά εποχή. Μπορώ να εντοπίσω σήμερα μόνο λίγα σκεπάσματα, μερικά ταψιά και κυρίως κάποια ασημικά, που είχαν διασωθεί από τη Θράκη και τις προηγούμενες μετακινήσεις, όπως και μερικά βιβλία που σώζονται μέχρι σήμερα. Δεν είχαμε καθόλου έπιπλα, ούτε και κρεβάτια, αυτά τα βρίσκαμε στα σπίτια στα οποία μετακομίζαμε. Απορώ επίσης, πως σε εκείνο το ταξίδι διακίνησαν οι τέσσερις μεγάλοι τα δύο μικρά παιδιά και το πλήθος από τις βαλίτσες και τα δέματα. Το ταξίδι μας διακόπηκε πρώτα στην Έδεσσα, μετά στη Θεσσαλονίκη, όπου και εγκαταλείψαμε το τρένο για να πάρουμε λεωφορείο και τέλος στην Καβάλα, για να παραμείνουμε εκεί μια-δυό νύχτες. Το ταξίδι μας για την Ξάνθη έγινε πάλι με λεωφορείο.

Το ταξίδι αυτό κράτησε δύο εβδομάδες. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Απλώς ακολουθούσα τους άλλους και πήγαινα μαζί τους, όταν δεν με κρατούσαν από το χέρι. Ωστόσο, μόλις εγκαταλείψαμε τον σιδηροδρομικό σταθμό της Φλώρινας έμεινα κατάπληκτος με αυτά που έβλεπα. Ο σταθμός, πέρα από τον οποίο δεν είχα απομακρυνθεί ποτέ, βρισκόταν στην είσοδο της κοιλάδας που είναι κτισμένη η Φλώρινα. Νότια του σταθμού η σιδηροδρομική γραμμή διασχίζει μια πεδιάδα και πιο κάτω περνά κατά μήκος της λίμνης Βεγορίτιδας. Η κατάπληξή μου άρχισε με τον ορίζοντα, που για πρώτη φορά έβλεπα και δεν μπορούσα να καταλάβω τι πραγματικά ήταν. Είχα συνηθίσει να βλέπω γύρω μου τα υψώματα που περιβάλλουν τη Φλώρινα. Η κατάπληξή μου κορυφώθηκε όταν αντίκρισα τη λίμνη και τον ορίζοντα που σχημάτιζε το νερό με τον ουρανό. Είχα την εντύπωση ότι ο ουρανός έπεφτε μέσα στη λίμνη και δεν μπορούσα να εξηγήσω πως αυτό συνέβαινε. Μου ήταν αδιανόητη η αίσθηση του χάους και του απείρου που μου γεννούσε ο ορίζοντας.

Σύντομα φτάσαμε στην Έδεσσα όπου και κατεβήκαμε. Κάναμε βόλτες στον κεντρικό δρόμο και επισκεφθήκαμε κάτι γνωστούς του πατέρα μου. Μου φαίνεται ότι θα πρέπει να ήταν συμπατριώτες του από τη Ραιδεστό, αφού ανάλογες επισκέψεις θα γινόταν συχνές στο μέλλον, όταν θα βρισκόμασταν σε άλλες πόλεις. Θα πρέπει να μείναμε ένα βράδυ στην Έδεσσα.

Στη συνέχεια του ταξιδιού μας πάλι με το τρένο θυμάμαι να περνάμε μέσα από τα βουνά. Τώρα το τρένο ήταν γεμάτο κόσμο, αλλά και στρατιώτες με όπλα που συχνά ανέβαιναν και περπατούσαν όρθιοι πάνω στα βαγόνια. Ο συρμός θα πρέπει να πήγαινε με πολύ χαμηλή ταχύτητα, αφού οι στρατιώτες βγαίναν έξω και περπατούσαν παράλληλα στη γραμμή συνοδεύοντας το τρένο. Μαζί με το τρένο κινούνταν εκατέρωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής δύο τανκ. Σε κάποιο σημείο, όπου ο δρόμος στένευε, ένα από τα δύο τανκ αναποδογύρισε και εγκλώβισε το πλήρωμά του. Οι στρατιώτες μαζί με άνδρες από τους επιβάτες του τρένου έτρεξαν και κατάφεραν να επαναφέρουν το τανκ και να απελευθερώσουν το πλήρωμά του. Μαζί με αυτούς βοήθησαν ήταν, θυμάμαι, και ο θείος μου. Με τα πολλά, την ίδια μέρα, αφού φαίνεται ότι το ταξίδι στη νύχτα θα ήταν επικίνδυνο, φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι ακόμα την καμπίνα του τρένου και όλους να αναρωτιούνται πότε θα φθάσουμε στη Θεσσαλονίκη. 

Μείναμε σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Παρατήρησα πάλι τη θάλασσα με κατάπληξη και άρχισα να συνηθίζω την ύπαρξη του ορίζοντα. Στη Θεσσαλονίκη συναντήσαμε ένα περιβάλλον που μου φάνηκε τότε κοσμοπολίτικο. Με ενθουσίασε η αίσθηση της απόλαυσης της ζωής που μου γεννούσαν οι γεμάτοι κόσμο δρόμοι. Κάθε βράδυ η παραλία πλημμύριζε από κόσμο  κι εμείς καθόμασταν σε ένα κέντρο και απολαμβάναμε το θέαμά του και την κίνηση. Τρώγαμε στο εστιατόριο «Όλυμπος - Νάουσα», που μου φάνηκε σαν τόπος μαγικός. Γοητεύτηκα από τον πλούτο των εκπλήξεων που μου επιφύλασσε κάθε επίσκεψη εκεί και από τους ήρεμους θορύβους και την ικανοποίηση που ήταν διάχυτη. Στη Θεσσαλονίκη δεν παραλείψαμε βέβαια να επισκεφθούμε πάλι και γνωστούς μας από τη Ραιδεστό.

Στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα φαινόταν πολιτισμένα και ηρέμησαν όλοι, ξεχνώντας τις ανησυχίες που τους τυραννούσαν. Εμείς τα παιδιά δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε αυτό, το αισθανόμαστε όμως. Τώρα εξηγώ τη μεταβολή της διάθεσης των μεγάλων στο ότι βρισκόταν επιτέλους κοντά στη θάλασσα σε περιβάλλον που θεωρούσαν ασφαλές. Και είχαν δίκιο, λίγους μήνες μετά ο Δημοκρατικός Στρατός επεδίωξε να καταλάβει μία πόλη για να την ορίσει έδρα της κυβέρνησής του. Η πολιορκημένη Φλώρινα υπέστη επίθεση και αιματηρές οδομαχίες έλαβαν χώρα μέσα στην πόλη.

Το λεωφορείο μας έφερε στην Καβάλα χωρίς απρόοπτα, εκτός βέβαια από την μεταφορά του πάνω σε μία σχεδία από την μία έως την άλλη όχθη του ποταμού Στρυμόνα του οποίου οι γέφυρες είχαν ανατιναχθεί. Μόλις φθάσαμε στην Καβάλα θυμάμαι πως είδα σε κάποιο περίπτερο το νέο τεύχος του περιοδικού «Ελληνόπουλο» και παρά το ότι δεν διάβαζα ακόμη ζήτησα από τον πατέρα μου να μου το αγοράσει. Το έχω ακόμη και η ημερομηνία του είναι 12η Απριλίου 1947.

Στην Καβάλα μείναμε στο σπίτι του παππού μου στην Παναγία, λίγο κάτω από το κάστρο. Ήταν ένα παλιό σπίτι, ιδιοκτησία Τούρκων που το είχαν εγκαταλείψει με την Ανταλλαγή. Δεν θυμάμαι πόσο μείναμε. Η Καβάλα μου έδωσε για το παλιό τμήμα της την εντύπωση της Ανατολής. Στη συνοικία που μέναμε πλανιόταν ακόμη η ατμόσφαιρα μιας τουρκικής πόλης. Στο κάτω τμήμα όμως, κοντά στη θάλασσα και την πλατεία, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Υπήρχαν κέντρα και κινηματογράφοι που το βράδυ γέμιζαν ζωή. Υπήρχε μια πολιτισμένη αστική ατμόσφαιρα και μια ηρεμία που με γέμιζε ικανοποίηση.

Φύγαμε με το λεωφορείο ένα πρωινό για την Ξάνθη. Θυμάμαι πως καθόμουν με τη μητέρα μου στο μπροστινό κάθισμα κοντά στον οδηγό. Ρωτούσα συνεχώς πότε φθάνουμε. Φαίνεται ότι τα ταξίδια και τα λεωφορεία με είχαν κουράσει. Στον Νέστο περάσαμε πάλι με τη γνώριμη τώρα σχεδία, αφού κι εκεί δεν υπήρχε γέφυρα. Τέλος, το απόγευμα, είδαμε από μακριά τα βουνά και τα μοναστήρια της Ξάνθης. Η μητέρα μου με σήκωσε από το κάθισμα για να δω δύο χανούμισες με άσπρα μαντήλια που με τα γαϊδουράκια τους βρισκόταν μπροστά μας.

Στην Ξάνθη μείναμε σε ένα ξενοδοχείο για αρκετές μέρες. Φαίνεται ότι το διαμέρισμα που προοριζόταν για μας δεν ήταν ακόμη έτοιμο. Ήταν ο πρώτος όροφος στο αρχοντικό Στάλιου, στο ισόγειο του οποίου στεγαζόταν το υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος. Για μέρες άκουγα συζητήσεις για τα χρήματα που ήταν να έρθουν. Πράγματι, ένα πρωινό κατέφθασε ένα φορτηγό και χωροφύλακες σε μοτοσικλέτες. Ήταν γεμάτο πράσινους σάκους με χαρτονομίσματα σε πακέτα. Εγώ είχα την εντύπωση ότι ήταν δικά μας. Ήταν τα χρήματα που θα κινούσαν τη νεκρή αγορά της Ξάνθης και που η Τράπεζα δάνειζε με ευνοϊκούς όρους στους επαγγελματίες και στους εμπόρους της Ξάνθης. Είχαν μόλις επιστρέψει από τη φυγή που τους επέβαλαν οι Βούλγαροι και προσπαθούσαν να ανορθώσουν τα καταστήματα και τις επιχειρήσεις τους.

Για παραπάνω από ένα χρόνο περνούσα τον καιρό μου με το να ψάχνω τον μαγικό κόσμο του μικρού κήπου πίσω από το αρχοντικό Στάλιου. Και τί δεν ανακάλυπτα εκεί! Βρήκα ένα βουλγάρικο γραμματόσημο και ένα νόμισμα της Ελληνικής Δημοκρατίας με τον φοίνικα. Μια χαλασμένη αριθμομηχανή συγκέντρωσε την προσοχή μου. Βρήκα επίσης πολλά έντομα που μου φάνηκαν σαν το πιο παράξενο πράγμα που είχα δει. Για ώρες καθόμουν ανάμεσα στα μπαούλα σε δωμάτιο του ορόφου το οποίο χρησιμοποιούσαμε για αποθήκη. Άκουγα τους θορύβους του δρόμου και της γειτονιάς και ονειροπολούσα. Για το διάστημα αυτό δεν ξέρω για ποιο λόγο δεν πήγα σε νηπιαγωγείο. Ίσως γιατί δεν υπήρχαν νηπιαγωγεία εκεί. Τα βράδια πηγαίναμε στην πλατεία και καθόμασταν σε ένα εστιατόριο από τα πολλά που είχε τότε η Ξάνθη. Τις Κυριακές μας έπαιρνε τα πρωινά η μητέρα μου και πηγαίναμε στον Δημοτικό Κήπο, ένα υπαίθριο κέντρο δίπλα στον Κόσσινθο, το ποτάμι της Ξάνθης. Καθόμασταν για ώρες κάτω από τα πλατάνια σε ένα κέντρο, που υπάρχει ακόμη. Γύρω μας κυλούσαν σε ποταμάκια νερά που κατέληγαν σε νερόμυλους. Εμείς τα παιδιά παίζαμε με άλλα παιδιά που βρίσκαμε εκεί. Ήταν όλα ειρηνικά και ηλιόλουστα. Μια μέρα όμως βρέθηκα κοντά σε ένα θάμνο από τους πολλούς που σχημάτιζαν τοίχο και περιόριζαν τους κήπους. Εκεί στον κορμό του θάμνου διάκρινα ένα βλήμα. Ήταν χάλκινο και λαμπύριζε στον ήλιο όταν το πήρα στα χέρια μου. Ήταν βαρύ και με κόπο το πήγα στη μητέρα μου.

Ένα ανάλογο επεισόδιο συνέβη στην υπόγεια αποθήκη της Τράπεζας, όπου πήγαινα συχνά και έψαχνα για περιοδικά και εφημερίδες που πολλές από αυτές ήταν βουλγάρικες. Το κτήριο της Τράπεζας είχε χρησιμοποιηθεί ως Αρχηγείο της Βουλγαρικής Αστυνομίας και αργότερα έμαθα ότι πολλοί πατριώτες βασανίστηκαν απάνθρωπα εκεί. Μια μέρα ακούμπησα με τα δάχτυλά μου ένα καλώδιο που ακόμα θυμάμαι ζωηρά πως είχε το μεταλλικό πυρήνα του γυμνό στο τέλος του. Ένα κύμα μιας άγνωστης δύναμης που γέμισε πόνο το κορμί μου ήταν το αποτέλεσμα. Πετάχτηκα μερικά μέτρα μακρύτερα μέσα σε μια αίσθηση ότι ο κόσμος τέλειωνε. Είχα υποστεί ηλεκτροπληξία. Τι ζητούσε όμως το καλώδιο αυτό σε κείνο το σημείο; Τώρα υποθέτω ότι το καλώδιο αποτελούσε τμήμα του εξοπλισμού βασανισμού των πατριωτών από τους Βούλγαρους και ότι έμεινε εκεί από αμέλεια των συντηρητών του κτηρίου. Αργότερα ο πατέρας μου ερεύνησε το πρόβλημα και έκοψε το καλώδιο και την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε αυτό.

Το 1947 πέρασε ειρηνικά. Ωστόσο, το 1948 βρεθήκαμε στο κέντρο των μαχών που γινόταν για να εξασφαλίσει ο δημοκρατικός στρατός μια επαρχιακή πόλη που θα έπαιζε τον ρόλο της έδρας μιας προσωρινής κυβέρνησης. Αντάρτικες μονάδες κατέβαιναν τη νύχτα προς τα βουνά Πριόνι που βρίσκονται ανατολικά της Ξάνθης. Εκεί εγκαθιστούσαν πυροβόλα και βομβάρδιζαν την πόλη. Κοντά στο σπίτι μας υπάρχει επιβλητικό αρχοντικό του Ισαάκ Δανιήλ που υψώνεται πάνω απ΄ όλα τα κτίσματα της περιοχής, όπου και δεσπόζει. Σε αυτό το αρχοντικό είχε εγκατασταθεί η διοίκηση του στρατού. Σε μια μεγάλη βεράντα του αρχοντικού του Ισαάκ Δανιήλ, που βλέπει στα πόδια της όλη την πόλη, ο Στρατός είχε εγκαταστήσει μεγάλα μεγάφωνα που παιάνιζαν όλη τη μέρα και μετέδιδαν συνθήματα. Θυμάμαι ζωηρά το «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» να παιανίζει τραγουδημένο από χορωδία χωρίς σταματημό. Γύρω είχε γεμίσει φορτηγά και τζιπ. Ο στρατός πηγαινοερχόταν συνεχώς. Το κτήριο της «Μεραρχίας», όπως ονομάζαμε τότε το αρχοντικό του Ισαάκ Δανιήλ, ήταν τη νύχτα ο στόχος των βομβαρδισμών.

Κάθε βράδυ σχεδόν λίγο μετά που νύχτωνε τα αντάρτικα πυροβόλα άρχιζαν να βάλουν με στόχο την έδρα και το στρατόπεδο της πόλης. Δεν ξέρω πόσα βλήματα βρίσκαν τον στόχο τους. Το κτήριο της «Μεραρχίας» υπάρχει και σήμερα και δεν φαίνεται να έχει υποστεί ζημιές από βομβαρδισμούς. Πάντως τα βλήματα ακούγονταν να περνούν σφυρίζοντας από πάνω μας. Ο βομβαρδισμός άρχιζε συνήθως μόλις νύχτωνε, την ώρα που είχε δημιουργηθεί η λεγόμενη «βόλτα» και πολύς κόσμος βρισκόταν έξω κοντά στα πάρκα και το ποτάμι. Μόλις άρχιζαν να ακούγονται τα σφυρίγματα των οβίδων έτρεχαν όλοι πανικόβλητοι να κρυφτούν. Δεν κατάλαβα αν η «βόλτα» αποτελούσε στόχο των βομβαρδισμών. Οπωσδήποτε, ο κόσμος επέμενε στη «βόλτα» και την επόμενη μέρα πήγαινε ξανά για να φύγει κακήν κακώς πανικόβλητος μετά από λίγες ώρες.

Την ίδια εποχή ο στρατός άδειασε τα χωριά των Πομάκων, ώστε οι αντάρτες να στερηθούν από τον ανεφοδιασμό που οι Πομάκοι, θέλοντας και μη, τους παρείχαν. Η Ξάνθη γέμισε αγρότες με τις οικογένειές τους. Πολλοί από αυτούς κοιμόταν στους δρόμους. Ο πατέρας μου, που ήταν συμπονετικός, πήρε ένα κοριτσάκι και το έφερε στο σπίτι μας. Έμεινε μαζί μας σχεδόν δύο χρόνια.

Αργότερα, το 1948, οι αντάρτες άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη. Άκουγες τη νύχτα πυροβολισμούς και πολυβολισμούς. Μόλις νύχτωνε οι στρατιώτες βγαίναν στο δρόμο και ακροβολιζόταν. Μπροστά στο σπίτι μας και σε όλο τον δρόμο ξάπλωναν στο πεζοδρόμιο με το όπλο στο χέρι. Επειδή το σπίτι μας βρισκόταν κοντά στην έδρα του στρατού, η οποία ήταν και στόχος των ανταρτών, μας είπαν ότι καλύτερα θα ήταν να πάμε σε άλλο σπίτι. Ωστόσο, δεν ξέρω γιατί, μείναμε εκεί και μάλιστα λίγα βράδια ερχόταν χωροφύλακες και μας βοηθούσαν να περάσουμε τη μάνδρα για να φύγουμε από το πίσω μέρος του σπιτιού. Μπροστά φαίνεται ότι ήταν επικίνδυνο. Δεν θυμάμαι σε ποιό σπίτι πηγαίναμε για να περάσουμε την υπόλοιπη νύχτα.

Το 1948 πήγα στο σχολείο, που βρισκόταν κοντά μας στον περίβολο μιας εκκλησίας και ήταν σχολείο της Ορθόδοξης Κοινότητας από την Τουρκοκρατία. Όμως, για μερικούς μήνες εμείς τα παιδιά κατεβήκαμε με τη μητέρα μας στην Καβάλα. Φαίνεται ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα και εμείς έπρεπε να απομακρυνθούμε. Στην Καβάλα πήγα για κάποιο διάστημα σε ένα ιδιωτικό σχολείο. Ο πατέρας μας δεν μπορούσε να έρθει να μας συναντήσει. Το ταξίδι με το λεωφορείο ήταν πολύ επικίνδυνο. Ακούγαμε πολλές ιστορίες, όπως αυτή που δεν έχω ξεχάσει: Κάποιος γνωστός μας καπνέμπορος πήρε ένα πρωινό το λεωφορείο για την Καβάλα, όπου είχε κάποια δουλειά. Το λεωφορείο σταματούσε για αρκετό διάστημα στο μέσο της διαδρομής στη Χρυσούπολη. Εκεί κατεβαίναν οι επιβάτες για φαγητό ή κανένα αναψυκτικό. Επιστρέφοντας στο λεωφορείο ο γνωστός μας επιβάτης βρήκε τη θέση του κατειλημμένη από κάποιο φαντάρο. Στις διαμαρτυρίες του ότι το εισιτήριό του είχε εκδοθεί για τη θέση αυτή, ο φαντάρος απάντησε ότι ήταν εξαντλημένος και είχε ανάγκη να κάνει το ταξίδι καθήμενος. Ο γνωστός μας καπνέμπορος αναγκάσθηκε να παραμείνει όρθιος. Σε μερικά χιλιόμετρα ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη. Το λεωφορείο είχε προσβληθεί από νάρκη της οποίας η έκρηξη σκότωσε τον φαντάρο στη θέση που είχε αυθαίρετα καταλάβει. 

Οι συζητήσεις και τα γεγονότα μου είχαν δημιουργήσει φοβίες. Έβλεπα παντού κινδύνους και αντάρτες να παραμονεύουν. Δύο χρόνια μετά την λήξη του Εμφυλίου δεν είχα ηρεμήσει. Θυμάμαι την Πρωτομαγιά του 1951 όταν πήγαμε στο δάσος του Ευμοίρου έξω από την Ξάνθη, όπως συνήθιζαν οι ξανθιώτες κάθε Πρωτομαγιά. Πήγαμε με ταξί. Το απόγευμα, όταν έφευγε ο κόσμος, το ταξί που θα επέστρεφε να μας πάρει δεν φάνηκε. Μ΄ έπιασε αγωνία. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι και ερήμωνε το δάσος, φανταζόμουν τα δένδρα να γίνονται απειλητικά κρύβοντας αντάρτες στα κλαδιά τους. Ηρέμησα μόνο όταν γυρίσαμε στο σπίτι μας.


Μετά μερικούς μήνες από τη φυγή μας στην Καβάλα, γυρίσαμε πίσω στην Ξάνθη, σε αυτό που θεωρούσαμε σπίτι μας. Τώρα φαίνεται τα πράγματα ήταν καλύτερα. Είχαν αρχίσει μάλιστα να ηρεμούν και δεν ακούγαμε τίποτε για αντάρτες και πόλεμο, αν εξαιρεθούν οι ταλαιπωρημένοι αιχμάλωτοι με τα γένια που βλέπαμε να οδηγούν οι στρατιώτες φρουροί τους. Οι πόλεμοι είχαν πια περάσει. Μας περίμενε τώρα δουλειά και προσπάθειες που θα άλλαζαν τα πάντα.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Ἡ πολιτισμική λεηλασία τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Ξάνθης



Ἡ πόλη τῆς Ξάνθης μέσα στούς αἰῶνες.

Ἀρχαιότατη εἶναι ἡ πόλη τῆς Ξάνθης, ἡ ὁποία κατά τήν μακραίωνη παρουσία της καί παρά τήν ὑποταγή της σέ ποικίλους κατακτητές, ποτέ δέν ἔχασε τήν ἑλληνικότητά της. Ἀμέσως μετά τήν τουρκική κατάκτηση περί τό 1375, ἡ πόλη βρέθηκε νά περιβάλλεται ἀπό σλαβικούς ἐξισλαμισμένους πληθυσμούς στήν πρός Βορρά ὀρεινή περιοχή καί μουσουλμανικούς νεοφερμένους πληθυσμούς στήν πρός Νότο πεδινή περιοχή. Ὡστόσο, γιά αἰῶνες ἡ πόλη παρέμεινε ἕνα προπύργιο καί καταφύγιο τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς περιφέρειάς της.
Ἀνεξήγητες παραμένουν ἀκόμη οἱ διαδικασίες πού κράτησαν τήν χριστιανική Ξάνθη ἀνταγωνιστική ἀπέναντι στήν ἰσλαμική Γενισέα, ἡ ὁποία τελικά παρακμάζει, ὅταν ἡ ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ συνοδεύεται ἀπό τήν κυριαρχία τῶν χριστιανῶν στό ἐμπόριο καί στήν οἰκονομία. Τόν 19ο αἰώνα, μάλιστα, ἡ ἐπεξεργασία καί τό ἐμπόριο τοῦ χρυσοφόρου καπνοῦ περνάει στά χέρια τῶν μελῶν τῆς ἑλληνικῆς ὀρθόδοξης κοινότητας, ἡ ὁποία κατορθώνει μέ τήν καθοδήγηση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας νά ἀνοικοδομήσει ἐκ βάθρων τίς κατεστραμένες ἀπό τούς σεισμούς τοῦ 1829 πόλεις τῆς Γενισέας καί τῆς Ξάνθης. Ἀνοικοδομοῦνται ἔτσι περιβάλλοντα μέ βάση τήν ἰδιοπροσωπία καί τόν χαρακτῆρα τῆς Ρωμηοσύνης, πού ἐμπνέεται ἀπό τά μεγάλα οἰκονομικά κέντρα τῆς Ἠπείρου καί τῆς Μακεδονίας, ἀλλά καί ἀπό τήν ἴδια τήν Κωνσταντινούπολη, ὡς πρωτεύουσα καί κέντρο τῆς Ρωμηοσύνης.
Δέν ὑπάρχει ὄμορος χαρακτήρας πού νά συνδέει τήν κοσμοπολίτικη ρωμαίικη καί χριστιανική Ξάνθη μέ τή σλαβόφωνη καί ἐξισλαμισμένη ὀρεινή περιοχή τῆς Νότιας Ροδόπης, οὔτε ἡ μεταφορά τῆς ὀθωμανικῆς διοίκησης ἀπό τή Γενισέα στήν Ξάνθη τό 1872 καθορίζει τόν χαρακτῆρα τῆς ρωμαίικης, δυτικόστροφης καί ἀρχοντικῆς Ξάνθης, τήν ὁποία οἰκοδομοῦν Ἠπειρῶτες καί Δυτικομακεδόνες Ρωμηοί μαστόροι μέ τά μπουλούκια τους. Ἡ κατεστραμένη ἀπό τούς σεισμούς Ξάνθη ἀνοικοδομεῖται μετά τό 1829 γύρω ἀπό τά θεμέλια τῶν ἐκκλησιῶν πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ μάλλον ἀπό τήν βυζαντινή ἐποχή.  Μάρτυρας τῆς ἑλληνικότητας τῆς Ξάνθης παραμένει ἡ Παλιά της Πόλη, ὅπου ἡ παρουσία τοῦ ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί ἡ λάμψη τῆς ἀστικῆς ἀνάπτυξης τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητας συνεχίζουν σήμερα νά ἐντυπωσιάζουν τούς ἐπισκέπτες. Ἡ Ξάνθη παραμένει ἕνα ἀνοικτό ὑπαίθριο μουσεῖο καί μία πηγή ἱστορικῆς μαρτυρίας χάρη στήν διατήρησή της. Σήμερα ἡ Ξάνθη δέν εἶναι μόνο ὁ μεγαλύτερος καί ὁ καλύτερα διατηρούμενος παραδοσιακός οἰκισμός τῆς Βόρειας Ἑλλάδας, ἀλλά ἀποτελεῖ καί τό πληρέστερα διατηρούμενο δομημένο δεῖγμα τῆς κοινοτικῆς καί θρησκευτικῆς ὀργάνωσης τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ πού ὑφίσταται στόν ἑλλαδικό χῶρο. Ἡ Ξάνθη, ὅπως ἀγαθή τύχη τή διασώζει σήμερα, εἶναι δημιούργημα τοῦ ἑλληνικοῦ κοινοτισμοῦ.
Κτήτορας τῆς Ξάνθης εἶναι ἡ ρωμαίικη κοινότητα, ἡ ὁποία διαθέτει τό οἰκονομικό καί πληθυσμιακό κεφάλαιο γιά ἕνα τέτοιο ἔργο, ἀλλά καί τήν καθοδήγηση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ψυχή τῆς ἀνοικοδόμησης τῆς πόλης εἶναι ὁ Μητροπολίτης Εὐγένιος ὁ ὁποῖος εἶναι καί κεφαλή τῆς ὀρθόδοξης κοινότητας. Ἡ ἐγκατάσταση τῆς τουρκικῆς διοίκησης γίνεται στήν περιφέρεια τῆς πόλης, ὅπου καί ἀναγείρεται καί ἡ νέα βιομηχανική περιοχή τοῦ καπνοῦ. Ἡ πόλη ἀποτελεῖ ἕνα ἑλληνικό πολιτιστικό καί οἰκονομικό κέντρο μέ ὀθωμανική διοίκηση.


Οἱ διεκδικήσεις τῆς Βουλγαρίας στή Θράκη.

Ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα εἶναι φανερό ὅτι ὁ ἀνατολικός δεσποτισμός καί ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία δέν θά ἐπιβιώσουν γιά μεγάλο διάστημα. Ὁ πανσλαβισμός, ἐθνικιστική ἰδεολογία τήν ὁποία πρόβαλε ἡ ὀρθόδοξη Ρωσία προορίζει τή Βουλγαρία ὡς διάδοχο τῶν Ὀθωμανῶν στή Θράκη.
Τήν ἴδια ἐποχή, δηλαδή στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἡ φιλόδοξη Βουλγαρία προσπαθεῖ στά πλαίσια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα νά ἀποκτήσει ἐρείσματα στήν Ξάνθη, στήν ὁποία ὅμως δέν ὑπάρχει ὑπολογίσιμος βουλγαρικός πληθυσμός. Ὁ Μακεδονικός Ἀγώνας στήν Ξάνθη ἔχει ὡς ὁδηγό καί ἐμπνευστή τόν ἀνυποχώρητο Μητροπολίτη Ἰωακείμ Σγουρό πού ὑποστηρίζεται ἀπό τό σύνολο τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ. Ὅμως, μέ τήν εὐκαιρία τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων ἡ Βουλγαρία θά γίνει κυρίαρχος τῆς περιοχῆς.

Οἱ Βουλγαρικές Κατοχές τῆς Θράκης.

Στίς 8.11.1912, ἕνα μῆνα μετά τήν ἔκρηξη τοῦ Πρώτου Βαλκανικοῦ Πολέμου, ὁ βουλγαρικός στρατός κατέλαβε ἀμαχητί τήν Ξάνθη. Τέλειωσε ἔτσι ἡ μακραίωνη ὀθωμανική κυριαρχία. Ὡστόσο, γρήγορα οἱ Ξανθιῶτες διαπίστωσαν ὅτι ὁ ἐμφανιζομενος ὡς σύμμαχος ὁμόδοξος λαός δέν ἦταν παρά ἕνας καινούργιος κατακτητής. Ἄλλωστε, ἡ εὔθραυστη συμμαχία Ἑλλάδας-Βουλγαρίας ὁδήγησε πολύ σύντομα στόν Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στόν ὁποῖο ἡ κατακτητική καί ἀλαζονική Βουλγαρία ἀντιμετώπισε συνασπισμένους ὅλους τούς πρώην συμμάχους της.
Οἱ ἑλληνικές νίκες κατά τόν Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο ἔφεραν καί τό ποθούμενο στήν Ξάνθη. Στίς 12.7.1913 ὁ Ἑλληνικός Στρατός ἀπελευθέρωσε τήν πόλη καί εἰσῆλθε σ’ αὐτή μέσα σέ ἐνθουσιώδη ἀτμόσφαιρα. Φαινόταν ἐκείνη τή μέρα ὅτι οἱ ἐλπίδες καί οἱ πόθοι αἰώνων εἶχαν φθάσει στήν πραγμάτωσή τους. Ὡστόσο, οἱ πολιτικές συνθῆκες στήν Εὐρώπη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἐπέβαλαν ἄλλες λύσεις. Μέ τή Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου καί κάτω ἀπό τήν πίεση τῶν ἰσχυρῶν ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση ὑποχρεώθηκε νά ἐγκαταλείψει τή Θράκη καί νά δεχθεῖ τά ἑλληνικά σύνορα στόν Νέστο. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1913 ἡ βουλγαρική διοίκηση ἐπέστρεψε στήν Ξάνθη. Ἀρχίζει ἔτσι ἡ πρώτη βουλγαρική κατοχή τῆς πόλης, ἕως τίς 4.10.1919, ὅταν ἡ 9η Ἑλληνική Μεραρχία μέ διοικητή τόν στρατηγό Γ. Λεοναρδόπουλο ἀπελευθέρωσε ὁριστικά τήν Ξάνθη.
Ὡστόσο ἡ ἐθνικιστική ἀναθεωρητική Βουλγαρία τοῦ Μεσοπολέμου δέν ἐγκατέλειψε τήν κατακτητική της στάση καί τά σχέδιά της γιά ἔξοδο πρός τό Αἰγαῖο. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1941, ὅταν ἡ πανίσχυρη γερμανική στρατιά κατέλαβε τή Θράκη καί τήν Ἀνατολική Μακεδονία, ἡ τότε βουλγαρική διοίκηση κατόρθωσε νά ἀναλάβει δῆθεν τή φύλαξη τῶν γερμανικῶν κατακτήσεων. Ἡ Βουλγαρία βρισκόταν πάλι γιά δεύτερη φορά κυρίαρχος στά θρακικά ἐδάφη.


Ἡ μοίρα τῶν πολιτιστικῶν ἀγαθῶν τῆς Θράκης.

Ἤδη ἀπό τήν ἔναρξη τῆς πρώτης κατοχῆς τῆς Θράκης τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1913 τά πράγματα ἦταν πολύ δύσκολα. Μέ τήν βεβαιότητα τῆς μόνιμης καί νομότυπης παρουσίας της ἡ Βουλγαρία συνέχισε καί ἐνέτεινε τήν πολιτική ἐθνοκάθαρσης πού εἶχε ἤδη ἀρχίσει νά ἐφαρμόζει. Μεγάλο τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἀναγκάσθηκε τώρα νά ἐγκαταλείψει τήν Θράκη καί νά καταφύγει στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, πέραν τοῦ Νέστου. Στήν πόλη τῆς Ξάνθης ἐγκαταστάθηκε ἀριθμός ἐποίκων. Συντονισμένα μέτρα ἐκβουλγαρισμοῦ ἄρχισαν νά ἐφαρμόζονται. Ἐπιδιώχθηκε μιά πολιτισμική γενοκτονία καί ἐθνοκάθαρση. Οἱ ἐκκλησίες καί τά σχολεῖα ἔγιναν βουλγαρικά. Οἱ δάσκαλοι καί οἱ ἱερεῖς ἐκδιώχθηκαν. Ὁ Μητροπολίτης Ἄνθιμος συνελήφθηκε καί ἐκτοπίσθηκε. Ἐκτός ἀπό τή ζώσα ἑλληνική παρουσία ἐπιχειρήθηκε καί ἡ ἐξαφάνιση τῆς ἱστορικῆς μνήμης. Τά χειρόγραφα καί οἱ κώδικες τῶν μοναστηριῶν τῆς Ξάνθης συγκεντρώθηκαν καί μεταφέρθηκαν στή Σόφια, ὅπου σήμερα συνεχίζουν νά παραμένουν. Ὅ,τι ἑλληνικό ἐξαφανίσθηκε, ἡ ἑλληνική γλώσσα ἀπαγορεύτηκε, οἱ ἐπιγραφές ἐκβουλγαρίσθηκαν, τά ὀνόματα ἄλλαξαν, τά ἀρχεῖα καί τά βιβλία κάηκαν.
Κατά τήν πρώτη βουλγαρική κατοχή λεηλατήθηκαν χειρόγραφα, κώδικες καί κειμήλια τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Παναγίας Καλαμοῦς καί τῆς Παναγίας Ἀρχαγγελιώτισσας. Πρόκειται μεταξύ ἄλλων γιά 37 περίπου χειρόγραφα καί κώδικες οἱ ὁποῖοι ἔχουν ταυτισθεῖ καί καταλογογραφηθεῖ.
Κατά τή δεύτερη βουλγαρική κατοχή συνεχίσθηκε ἡ πολιτισμική ἐθνοκάθαρση μέ τήν ἀπάλειψη κάθε ἴχνους ἱστορικῆς ἑλληνικῆς παρουσίας. Ἀνάλογα ἀνηρπάγησαν κειμήλια καί κώδικες τῶν Ἱερῶν Μονῶν Εἰκοφοινίσσης τοῦ ὄρους Παγγαίου στήν Ἀνατολική Μακεδονία καί Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν.


Ἡ ἐπιστροφή τῶν πολιτιστικῶν ἀγαθῶν τῆς Θράκης ὡς πράξη πολιτισμοῦ, μετριοπάθειας καί συμφιλίωσης.

Ἡ ἐπιστροφή τῶν πολιτισμικῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα ἡ Βουλγαρία ἔχει παράνομα ἀποσπάσει ἀπό τίς Μονές τῆς Θράκης καί τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας ἐπιβάλλεται γιά λόγους δικαιοσύνης, διεθνοῦς τάξης, ἔμπρακτης συγγνώμης καί συνύπαρξης καί συνεργασίας Ἑλλάδας-Βουλγαρίας στά πλαίσια τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἔνωσης.
Ὡστόσο, ἡ Βουλγαρία ἀποφεύγει συστηματικά τήν ἀπόδοση δικαιοσύνης καί, ὅταν δέν ἀδιαφορεῖ, καταφεύγει σέ τυπολατρικά καί στρεψόδικα ἐπιχειρήματα:
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐνθρόνισή του (1995), ὁ σημερινὸς Μητροπολίτης Ξάνθης καί Περιθεωρίου κ. Παντελεήμων ἔστειλε ἐπιστολὴ μὲ τὴν ὁποία ζητοῦσε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Σόφιας τὴν ἐπιστροφὴ τῶν χειρογράφων κωδίκων, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων κλαπέντων κειμηλίων. Στὶς 5 Μαρτίου 1997 ἐστάλη ἀπαντητικὴ ἐπιστολὴ στὸν Μητροπο­λίτη Ξάνθης, τὴν ὁποία ὑπογράφει ὁ Πατριάρχης Σόφιας κ. Μάξιμος. Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ τὸ Πατριαρχεῖο Σόφιας:
α. Παραδέχεται ὅτι βρίσκονται στὴν Σόφια οἱ ἐν λόγῳ χειρόγραφοι κώδικες.
β. Θεωρεῖ ὅτι σύμφωνα μὲ Βουλγαρικὸ νόμο τῆς 11ης Ἀπρι­λίου 1969 ἀπαγορεύεται ἡ ἐξαγωγὴ μνημείων πολι­τισμοῦ.
γ. Οἱ Βούλγαροι πολῖτες δὲν δικαιοῦνται χωρὶς τὴν ἄδεια τῆς Γενικῆς Διευθύνσεως τῶν Ἀρχείων νὰ παραδίδουν σὲ ξέ­να ἱδρύματα ἀντίγραφα ἐγγράφων.
δ. Θεωροῦν ὅτι, μὲ τὴν ὑπογραφεῖσα σύμβαση μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ Βουλγαρίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἰσχύει τὸ καθεστὼς παραγραφῆς-χρησικτησίας γιὰ κατοχὴ ἐγγράφων καὶ ἀντικειμένων μετὰ τὴν παρέλευση 50 ἐτῶν, οἱ χειρό­γραφοι κώδικες τῶν μονῶν τῆς Ξάνθης ἀνήκουν πλέον στὸ Βουλ­γαρικὸ Δημόσιο, ἀφοῦ ἀπὸ τὸ 1917, ὁπότε καὶ ἐκλά­πησαν, ἔχουν παρέλθει πλέον τῶν 80 ἐτῶν.
Τέλος, ὁ Πατριάχης Σόφιας θεωρεῖ ὅτι, ἐπειδὴ τὰ χειρόγραφα εἶναι γραμμένα στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἔχουν μεγάλη σημασία γιὰ τὴν μελέτη τῆς κοσμικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς Βουλγαρίας, ἀφοῦ ἀποτελοῦν τὶς ἀψευδεῖς μαρτυρίες τοῦ παρελθόντος καὶ τὰ ἴχνη τῆς παρουσίας Βουλ­γάρων ἔξω ἀπὸ τὰ σημερινὰ σύνορα τῆς χώρας τους(!).



Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ



Χώρος και ιστορία. Η σημερινή κατάτμηση της Θράκης από τρία εθνικά κράτη περιόρισε το ελληνικό στοιχείο στον στενό χώρο από τις υπώρειες της Ροδόπης προς το Θρακικό Πέλαγος και στη δυτική κοιλάδα του νότιου Έβρου, ενώ κατέστησε την Ελληνική Θράκη περιοχή των συνόρων χωρίς ενδοχώρα. Ωστόσο, η Ελληνική Θράκη αποτελεί σήμερα ιδιάζουσα πολιτισμική πραγματικότητα για την Ελλάδα, αφού διατηρεί τα ίχνη της μακροχρόνιας συμβίωσης διαφόρων λαών με το ανήσυχο ελληνικό στοιχείο, σε μια περιοχή κοντά στο κέντρο περίπου του σημαντικού εκείνου γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και όπου υπάρχουν μερικές από τις σημαντικότερες τοποθεσίες της υφηλίου.
Η περιοχή της Ξάνθης διατηρεί τα ιστορικά και τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά της στο πέρασμα των αιώνων. Στην προς βορρά της Ξάνθης ορεινή περιοχή οι γηγενείς ορεσίβιοι Πομάκοι συνεχίζουν να κατοικούν στη γενέθλια γη. Η ορεινή περιοχή της Ροδόπης πάνω από την Ξάνθη δεν έχει εγκαταλειφθεί από τον πληθυσμό της, όπως άλλες ορεινές περιοχές της χώρας. Προς νότο της Ξάνθης, που είναι κτισμένη στις υπώρειες της Ροδόπης, απλώνεται μια εύφορη πεδιάδα, όπου σήμερα κατοικούν εθνοτικές ομάδες γηγενείς ή μεταφερμένες από μακριά σε διάφορες περιόδους. Η πόλη και η νότια περιφέρειά της μοιάζουν με ένα καταφύγιο προσφύγων, οι οποίοι υπενθυμίζουν μόνιμα το βυζαντινό παρελθόν. Η αρμονική συμβίωση των εθνοτικών ομάδων που κατοικούν στην Ξάνθη και την περιφέρειά της αποτελεί ένα επίτευγμα της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους, που δεν είναι ευρύτερα γνωστό.
Μετά την τουρκική κατάκτηση της περιοχής γύρω στο 1372 Γιουρούκοι και Κονιάρηδες Τουρκομάνοι εγκαθίστανται στην εύφορη πεδιάδα και απωθούν τους χριστιανούς κατοίκους, οι οποίοι καταφεύγουν στα βουνά και στην πόλη της Ξάνθης. Η πεδιάδα, εκτός από την ακτή, σχεδόν εκτουρκίζεται. Τον εκτουρκισμό της πεδιάδας ακολούθησε ο εξισλαμισμός της ορεινής περιοχής τον 17ο αιώνα. Οι νεοφερμένοι κατακτητές Οθωμανοί Τούρκοι ιδρύουν ένα νέο οικονομικό, διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο μέσα στην εύφορη πεδιάδα: τη Γενισέα Καρά Σου. Η βυζαντινή Ξάνθεια, πόλη της οποίας πρώτη αναφορά γίνεται τον 9ο αιώνα, δεν παρακμάζει όπως το γειτονικό βυζαντινό Περιθεώριο. Δημιουργείται ένα δίπολο με τη Γενισέα μουσουλμανικό κέντρο και την Ξάνθη κατοικούμενη κυρίως από Ρωμηούς.
Η αγροτική οικονομία της περιοχής θα αναβαθμισθεί μετά τον 16ο αιώνα, όταν εισάγεται η καλλιέργεια του καπνού, για να φθάσει στα τέλη του 19ου αιώνα να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο οικονομικό σύστημα ως κέντρο παραγωγής και εμπορίας καπνού υψηλής ποιότητας. Το ενδιαφέρον του διεθνούς κεφαλαίου για τον καπνό μετά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα συμπίπτει με την αναγέννηση του Ελληνισμού και τη δημιουργία του χώρου που ονομάσθηκε καθ' ημάς Ανατολή. Ο χώρος αυτός συμπίπτει με τον χώρο που καταλάμβανε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά την ύστερη φάση της και κατοικείται και από Έλληνες, οι οποίοι ώς ένα βαθμό διαμορφώνουν και τον χαρακτήρα του. Την ίδια εποχή η ανάγκη για εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρίσκει τις κοινότητες των Ρωμηών πρόθυμους συνεργάτες. Λίγο αργότερα, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις θα καταστήσουν τις ρωμαίικες κοινότητες σημαντικό τμήμα της αστικής τάξης της Αυτοκρατορίας. Εντυπωσιακή είναι η άνοδος της ρωμαίικης κοινότητας της Ξάνθης. Τόσο ώστε, ο πλούτος από το εμπόριο του καπνού δίνει στη ρωμαίικη κοινότητα τη δυνατότητα να ανοικοδομήσει εκ βάθρων την πόλη, που το 1829 είχε ισοπεδωθεί από σεισμό.
Η μεγάλη εποχή της Ξάνθης αρχίζει γύρω στο 1860, όταν η παρακμή της Γενισέας κατευθύνει πόρους και δραστηριότητες στην Ξάνθη και την καθιστά το 1872 έδρα του Καζά. Το 1891 η πόλη συνδέεται σιδηροδρομικά με τη Θεσσαλονίκη  και την Κωνσταντινούπολη. Η ανοικοδόμηση της πόλης συνεχίζεται αδιάλειπτα, για να διακοπεί απότομα το 1912 με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων. Το 1919 η πόλη ενσωματώνεται το Ελληνικό Κράτος. 
Η πόλη οφείλει την ανοικοδόμησή της μετά τους σεισμούς και την ακμή της κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα στον πλούτο που προσπορίζει η καλλιέργεια και η εμπορία του καπνού, αλλά και στην προνομιακή της θέση πάνω σε σημαντικούς εμπορικούς δρόμους. Η θέση αυτή βρίσκεται στη φυσική απόληξη των ορεινών δρόμων από τη Ροδόπη προς τη θάλασσα και εποπτεύει τη νότια της Ροδόπης εύφορη πεδιάδα, πηγή πλούσιας παραγωγής, που στηρίζει, εκτός από την πόλη, και πλήθος χωριών.
Σταθμό στην ανθρωπολογία της Ξάνθης και της περιοχής της αποτελεί η Μικρασιατική Καταστροφή. Από τον Σεπτέμβριο του 1922 και συνεχώς μέχρι το 1925 καταφθάνουν στην περιοχή χιλιάδες πρόσφυγες της πάλαι ποτέ Ελληνικής Ανατολής. Τα πληθυσμιακά δεδομένα ανατρέπονται, νέοι οικισμοί δημιουργούνται και οι μουσουλμάνοι παύουν πλέον να αποτελούν την πλειοψηφία. Στην ίδια την πόλη της Ξάνθης ο πληθυσμός υπερδιπλασιάζεται και εκτεταμένες νέες συνοικίες της προσφυγικής εγκατάστασης δημιουργούνται νοτιοδυτικά  της πόλης. Οι δύο βάρβαρες βουλγαρικές κατοχές, το 1913-1919 και 1941-1944, δεν θα αφήσουν σημαντικά ίχνη στην πόλη, παρόλο που χιλιάδες κάτοικοι αναγκάζονται να εκπατρισθούν –πολλοί για να μη γυρίσουν ποτέ πιά πίσω. Μετά τις περιπέτειες και τα πάθη της χώρας κατά το πρώτο μισό του 20ού  αιώνα οι παλιοί αυτόχθονες έμποροι μεταναστεύουν σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα και νέοι αστικοί πληθυσμοί συγκεντρώνονται στην πόλη. Ο ευτελισμός της τιμής του καπνού είναι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν στην καθυστέρηση της οικονομικής ανάπτυξης στην περιοχή της Ξάνθης.
Οι γνωστές εξωτερικές απειλές αφύπνισαν το ελληνικό κράτος, ώστε μετά το 1974 δέσμη μέτρων έθεσε πάλι την πόλη και την περιφέρειά της σε αναπτυξιακή τροχιά. Ακολούθησαν προγράμματα στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα η πόλη στηρίζεται στις υπηρεσίες και την αγροτική παραγωγή της περιφέρειάς της και γνωρίζει πάλι μία περίοδο ανοικοδόμησης. 
Φωτ. 1 Άποψη της  Ξάνθης  στις αρχές  του 20ου αι.


Φωτ. 2  Οικοδόμηση ώστε να μην εμποδίζεται η θέα.

Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης.  Ο οικισμός που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως Παλιά Πόλη της Ξάνθης είναι κτισμένος μετά το 1829˙ χρονιά κατά την οποία μεγάλοι σεισμοί, που τους ακολούθησε πυρκαγιά, φαίνεται ότι κατέστρεψαν ολοσχερώς τον προηγούμενο οικισμό. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης διατηρεί λίγα ίχνη της βυζαντινής Ξάνθειας, που εντοπίζονται στα θεμέλια των εκκλησιών και στη διάταξη του πολεοδομικού ιστού, όπως και των μοναστηριών που έχουν ιδρυθεί μετά τη μεσοβυζαντινή εποχή. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης διατηρείται σήμερα σε μεγάλο βαθμό άθικτη και έχει κηρυχθεί διατηρητέα το 1976. Η διατήρησή της οφείλεται στην οικονομική δυσπραγία των πρώτων μεταπολεμικών ετών, η οποία δεν επέτρεψε την ανοικοδόμηση με πολυκατοικίες, όπως έγινε στις άλλες ελληνικές πόλεις. Ο σωζόμενος σήμερα οικισμός της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι ο μεγαλύτερος παραδοσιακός οικισμός που διασώζεται στη Βόρειο Ελλάδα, αλλά και μαζί το καλύτερα διατηρούμενο δομημένο δείγμα της κοινοτικής οργάνωσης των Ελλήνων κατά την ύστερη Τουρκοκρατία που διασώζεται στον ελλαδικό χώρο.
Παρά το ότι μιλάμε για την "Παλιά Πόλη" της Ξάνθης, ωστόσο –σε σχέση με το ιστορικό βάθος της πατρίδας μας –, χαρακτηρίζουμε έτσι μία σχετικώς νεόκτιστη πόλη (φωτ. 1). Κτίτορες της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα και η τοπική εκκλησία, αφού πρωτεργάτης της ανοικοδόμησης είναι η κεφαλή της Δημογεροντίας ο Μητροπολίτης Ευγένιος, ο οποίος αρχιεράτευε την κρίσιμη δεκαετία του 1830. Η εξωστρέφεια των Ρωμηών εμπόρων του καπνού και η αίγλη της μεγάλης αστικής παράδοσης των Δυτικών συντελούν ώστε η πόλη να ανοικοδομηθεί ως ένα υβρίδιο της "αρχοντικής" αρχιτεκτονικής του νότιου ελληνικού χώρου του 18ου αιώνα και της εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής της Κεντρικής Ευρώπης, όπως αυτή θριάμβευε την εποχή εκείνη στα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η κατεστραμμένη πόλη ανοικοδομείται με πόλους και πυρήνες τα θεμέλια των εκκλησιών, που ανήκαν μάλλον στη βυζαντινή Ξάνθεια και που πάνω τους στηρίχθηκαν οι νέες εκκλησίες –κέντρα των συνοικιών. Η ανοικοδόμηση έγινε με γνώμονα τις νεοελληνικές κοινοτικές αντιλήψεις: είναι πλήρης ο εθνικοθρησκευτικός διαχωρισμός και οι χριστιανικές συνοικίες, οι οποίες παραμένουν στα όρια που έχουν καθιερωθεί επί αιώνες, απλώνονται πέριξ των εκκλησιών που αποτελούν και τα κέντρα του οικιστικού ιστού. Η πολεοδομική μορφή του χώρου της Ξάνθης οργανώνεται σε γειτονιές (μαχαλάδες), σύμφωνα με τις οθωμανικές αντιλήψεις και πρακτικές διοίκησης, με διαχωρισμό των κατακτημένων λαών σε θρησκευτικά έθνη (μιλλέτ).
Δεν σώζεται σχεδόν τίποτε μέσα στην πόλη που να παραπέμπει σε εποχή παλαιότερη των σεισμών. Το παλαιότερο χρονολογημένο σπίτι της Ξάνθης ανάγεται στο 1841. Αμέσως μετά την καταστροφή του 1829, όμως, ανεγείρονται από τον Μητροπολίτη Ευγένιο πέντε κοινοτικοί ναοί μέσα στην πόλη, το καθολικό της Μονής της Αρχαγγελιώτισσας και τρεις ναοί στην περιφέρεια. Η εντυπωσιακή αυτή οικοδομική έξαρση θα πρέπει να στηρίχθηκε στις οικονομικές δυνατότητες που πρόσφερε στον Μητροπολίτη Ευγένιο η ρωμαίικη κοινότητα. Ευνοϊκές ήταν και οι πολιτικές συνθήκες, αφού κατά την περίοδο εκείνη βρισκόταν σε εξέλιξη η προσπάθεια εφαρμογής μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με σκοπό τον διοικητικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό της.
Όλα τα σπίτια έχουν θέα προς την πεδιάδα και ελεύθερο ορίζοντα κατά παλαιότατη πολεοδομική πρακτική των Βυζαντινών που υιοθέτησαν και οι Οθωμανοί Τούρκοι: μπορούσες να κτίσεις όπως ήθελες, αρκεί να μην εμπόδιζες τη θέα των γειτόνων (φωτ. 2). Έτσι οι γειτονιές της Ξάνθης είναι αμφιθεατρικά κτισμένες σε πλαγιές, ενώ οι νέες περιοχές, οι κτισμένες μετά την επέκταση της πόλης μετά το 1870, όπως και η σύγχρονη πόλη, βρίσκονται στο κατώτερο σημείο της προς την πεδιάδα (φωτ. 1). Το ανάγλυφο του οικισμού στις πλαγιές και ορισμένες θέσεις επιτρέπουν οπτικές φυγές,  ώστε να δίνεται πάντα μια εικόνα ενός ποικιλόμορφου συνόλου και να γεννάται στον επισκέπτη η αίσθηση μιας εσωτερικής αρμονίας.

Ο 20ός αιώνας βρίσκει την πόλη σε πλήρη ακμή με ισάριθμες συνοικίες χριστιανών και μουσουλμάνων. Οι χριστιανικές συνοικίες είναι επτά, δομημένες γύρω από μεταβυζαντινούς ναούς της ύστερης Τουρκοκρατίας. Οι πέντε από τις χριστιανικές συνοικίες βρίσκονται μέσα στα όρια της σημερινής Παλιάς Πόλης. Οι μουσουλμανικές συνοικίες εκτείνονται περιφερειακά και είναι έξι, εκ των οποίων οι δύο βρίσκονται στην Παλιά Πόλη. Τέλος, τα βιοτεχνικά και τα βιομηχανικά κτήρια, οι καπναποθήκες και τα καπνομάγαζα κτισμένα μετά το 1860, βρίσκονται στο νότιο κατώτερο και πεδινό τμήμα της πόλης. Ο διαχωρισμός της κατοικίας από τις βιομηχανικές δραστηριότητες είναι πλήρης (φωτ. 1).
Στην περιφέρεια της πόλης κατοικούν σε μονώροφες ή διώροφες μονοκατοικίες με περίκλειστη αυλή οι εσωστρεφείς και υπομονετικοί τουρκογενείς μουσουλμάνοι. Στη συνοικία Σούννε κατοικούν σε μεγάλα κονάκια με πτέρυγες οι μουσουλμάνοι τσιφλικάδες μπέηδες και σε μικρότερες αστικές κατοικίες οι μουσουλμάνοι δημόσιοι υπάλληλοι. Στα βόρεια υψώματα της περιφέρειας της πόλης, κατοικούν σε μικρές φτωχικές κατοικίες οι αυστηροί, εργατικοί Πομάκοι, απόγονοι γηγενών ορεσίβιων Θρακών, των οποίων η γλώσσα και η ταυτότητα βρίσκονται σε συνεχή απειλή. Στη νότια περιφέρεια βρίσκονται οι φτωχοί και ολιγαρκείς Αθίγγανοι. Στη νέα συνοικία των Δώδεκα Αποστόλων κατοικούν στις αρχές του 20ού αιώνα λίγοι σλαβόφωνοι οπαδοί της Βουλγαρικής Εξαρχίας και δυτικά υπάρχει μία κοινότητα Εβραίων. Τέλος, στις κεντρικές συνοικίες κατοικούν οι έμποροι, μικρέμποροι, βιοτέχνες, μαστόροι και εργάτες που είναι Έλληνες, αυτόχθονες ή επήλυδες, από πολλά μέρη της Ελλάδας και κυρίως από την Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Μέσα στήν Ξάνθη εγκαθίστανται κατά περιόδους χριστιανικοί πλη­θυσμοί από τη Βόρεια Θράκη, τη Χαλκιδική, την   Ήπει­ρο και τη Μακεδονία, όπως καί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο το 1877­–1878. Αργότερα εγκαθίστανται στην πόλη Κρητικοί και μετά το 1922 εγκαθίστανται μαζικά πρόσφυ­γες τής Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου και, τέλος, πληθυσμοί ποντιακής καταγωγής από τήν πρώην Σοβιετική  Ένωση, τελευταίοι αυτοί φυγάδες της πάλαι ποτέ ελληνικής Ανατολής.
Η πόλη ευτύχησε να βρίσκεται σε μία περιοχή η οποία διαθέτει πλούσιο και ποικίλο φυσικό περιβάλλον. Το φυσικό περιβάλλον περιβάλλει την πόλη, είναι από παντού ορατό και λειτουργεί ως συνοδευτικό στοιχείο του δομημένου χώρου, τον διαφοροποιεί ακόμη περισσότερο και τον αναδεικνύει. Ενδιαφέρουσα είναι η διάταξη των τριών μοναστηριών της πόλης στα γύρω υψώματα, με τρόπο που δημιουργεί στον επισκέπτη αισθήματα οικείωσης και σιγουριάς, αφού τα μοναστήρια φαίνεται σαν να αιωρούνται πάνω από την πόλη και να την περιβάλλουν προστατευτικά.


Φωτ. 3  Λαϊκές κατοικίες σύμφωνα με τα πρότυπα της Φιλιππούπολης ( αρχές του 20ου αι. ).




Φωτ. 4  Λαίκές κατοικίες  με σαχνισί  π. 1840 και 1890. 



Φωτ.5  Πέτρινο οθωμανικό Διοικητήριο  π. 1900 





Φωτ.6  Πέτρινο κονάκι Μουσουλμάνου  μπέη π. 1900.



Φωτ. 7  Νεοκλασσική κατοικία Ρωμηού εμπόρου π. 1905



Φωτ. 8  Κονάκι Ρωμηού εμπόρου κατά τα πρότπα του αναγεννημένου Ελληνισμού της  Ηπείρου και της  Θεσσαλίας π. 1860 





Φωτ. 9  Το Νηπιαγωγείο Στάλιου , 1891 σε  σχέδιο Ιταλού αρχιτέκτονα.








Ύφος και πολυμορφία.  Η πόλη γίνεται αντιληπτή ως σύνολο μιας ενδιαφέρουσας αλληλουχίας πολιτισμικών στοιχείων, ρυθμών και εντυπώσεων, αλλά και ως μία συναρπαστική ανάμειξη παλιού και νέου. Η ποικιλομορφία αυτή, σε όλα τα επίπεδα και τις μορφές, καθιστά την Ξάνθη τόπο εξαιρετικά ενδιαφέροντα.
Στην Παλιά Πόλη η μίμηση των βορειοθρακιώτικων προτύπων (φωτ. 3) αναμειγνύεται με λαϊκές κατοικίες (φωτ. 4), κονάκια κατά την παράδοση της "αρχοντικής αρχιτεκτονικής" της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου (φωτ. 9), κονάκια μουσουλμάνων με διαχωρισμό των δύο φύλλων (χαρεμλίκ και σελαμλίκ) (φωτ. 5), επιβλητικά πέτρινα κτήρια με οθωμανικό ακαδημαϊκό χαρακτήρα (φωτ. 6), κατοικίες των εμπόρων του καπνού με παράδοξο εκλεκτικιστικό δυτικότροπο ύφος (φωτ. 7) καί, τέλος, νεοκλασικά κτήρια (φωτ. 8), τα οποία, όμως, διαθέτουν ανατολίτικα σαχνισιά.  Το βυζαντινό-οθωμανικό ξύλινο σπίτι με τον μεγαλοαστικό φραγκολεβαντίνικο στόμφο δεν συναντάται στην Ξάνθη.
Το δομημένο περιβάλλον ανήκει στην καθ΄ ημάς Ανατολή, αλλά και θυμίζει τα εμπορικά και αστικά κέντρα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας (φωτ. 9), αλλά και την ιταλική αναγέννηση (φωτ. 10), τον εκλεκτικισμό της Κεντρικής  Ευρώπης (φωτ. 11) και τη νεογοτθική αρχιτεκτονική της ρομαντικής Αγγλίας (φωτ. 12),  τον ρωμανικό χαρακτήρα (φωτ. 29), τα αγγλικά μεσοαστικά και μεγαλοαστικά οπτοπλίνθινα σπίτια (φωτ. 13), τη γαλλική μικροαστική πολυκατοικία (φωτ. 14), τις κλιμακωτές απολήξεις των τοίχων κατά τον ολλανδικό και τον βορειογερμανικό τρόπο (φωτ. 15), τον νεοκλασικισμό του ελληνικού κράτους (φωτ. 8) και, τέλος, την πρώιμη κεντροευρωπαϊκή art deco (φωτ. 16), αλλά και πολλά ακόμη, χωρίς όμως ο επισκέπτης προς στιγμή να αμφιβάλει ότι βρίσκεται στην καθ’ ημάς Ανατολή. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο ιδιαίτερης αισθητικής σημασίας.
Οι δρόμοι είναι στρωμένοι με κυβολίθους, όπως αυτοί στο Παρίσι και η πολυχρωμία και η ποικιλομορφία των κτηρίων χαρίζουν μεγάλο πλούτο εντυπώσεων (φωτ. 17).













Κτηριακός πλούτος.  Η ανοικοδόμηση της πόλης γίνεται σε τέσσερις φάσεις: 
α.  Από το 1829 μέχρι περίπου το 1860, όταν ανεγείρονται οι εκκλησίες, πολλές κατοικίες και τα κονάκια των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων. Την εποχή αυτή σχηματοποιούνται και οι συνοικίες της πόλης.
β.  Από το 1860 μέχρι το 1912, όταν η πόλη επεκτείνεται στην πεδινή περιοχή έξω από τα όρια της βυζαντινής Ξάνθειας προς τη σημερινή Κεντρική Πλατεία και ανεγείρεται η βιομηχανική και βιοτεχνική περιοχή του καπνού . Την ίδια εποχή ανεγείρονται τα εκλεκτικιστικά και νεοκλασικά αρχοντικά των εμπόρων (φωτ. 7, 8, 11, 12, 13, 21, 22).
γ. Κατά τον Μεσοπόλεμο, όταν δημιουργούνται οι προσφυγικοί συνοικισμοί (φωτ. 25).
δ.  Μετά το 1960 και κυρίως μετά το 1974, όταν πολυκατοικιοποιούνται οι συνοικίες της Νέας Πόλης. 
Σχηματικά μπορούμε να κατατάξουμε τα κτίσματα στην πόλη της Ξάνθης σε μερικές κατηγορίες:
1.      Κτίσματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Απλή μονώροφη ή διώροφη κατοικία με ή χωρίς περίκλειστη αυλή (φωτ. 3), που στις μουσουλμανικές γειτονιές παρουσιάζει εσωστρέφεια (φωτ. 18). Στον όροφο συνήθως διαθέτει χαγιάτι γύρω, από το οποίο διατάσσονται τα δωμάτια. Στο ισόγειο συνήθως υπάρχει αποθήκη και χώροι για τις εργασίες του σπιτιού ή για την ξήρανση του καπνού. Η κατασκευή γίνεται με απλά παραδοσιακά μέσα και είναι από πέτρα στο ισόγειο και τσατμά τον όροφο. Εκτός από τις παραδοσιακές κατοικίες, υπάρχουν και κατοικίες κτισμένες από Ηπειρώτες μαστόρους. Αυτές είναι στέρεες κατασκευές από πέτρα, τον άφθονο γρανοβιορίτη  της περιοχής (φωτ. 19). Σημαντικό αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό στην πόλη της Ξάνθης, όπως και σε όλη την Ανατολή, αποτελεί το σαχνισί. Το σαχνισί είναι προέκταση του ορόφου ή τμήματος του ορόφου ενός κτίσματος (φωτ. 4). Η επέκταση αυτή υποστηρίζεται από ξύλινα στηρίγματα.
2.    Κονάκια των μουσουλμάνων μπέηδων. Μεγάλα κτίσματα σε σχήμα Π με διαχωρισμό των χώρων για άνδρες και γυναίκες. Το ισόγειο διαθέτει αποθήκες και κουζίνες, ημιυπαίθριες ή μη, ενώ στον όροφο τα δωμάτια είναι διαταγμένα πέριξ μεγάλης σάλας που είναι και ηλιακό. Τα κονάκια αυτά σήμερα έχουν σχεδόν κατεδαφισθεί.
3.     Κονάκια κατά τα πρότυπα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας που ανέγειραν πλούσιοι χριστιανοί έμποροι, όταν σε πλήρη αντίθεση με τη φτώχεια των προηγούμενων αιώνων απόκτησαν τη δυνατότητα να ανοικοδομήσουν τα σπίτια τους με τρόπο που υπερβαίνει τις απλές στεγαστικές ανάγκες. Οι μακραίωνες αισθητικές παραδόσεις του Ελληνισμού αναδύονται και πάλι μετά τον 18ο  αιώνα ως επιλογές των ευπόρων νέων ρωμαίικων αστικών στρωμάτων εκφραζόμενες στα πλαίσια και στους τρόπους της καθ' ημάς Ανατολής και της ευρύτερης Ανατολής. Οι πλούσιοι έμποροι ζητούν τη συνεργασία των λαϊκών μαστόρων, οι οποίοι ενσωματώνουν στην πλούσια παράδοσή τους τους τρόπους και τις αντιλήψεις Ανατολής και Δύσης. Η ανέγερση των κτισμάτων αυτών γίνεται από ομάδες μαστόρων που ξεκινούν από τη Μακεδονία, τήν Ήπειρο και τη Βόρειο Θράκη. Πολλοί από αυτούς θα μείνουν για πάντα στην Ξάνθη. Και αυτά τα κονάκια είναι διώροφα σε σχήμα Π. Οι κατασκευές είναι στέρεες από χονδρούς πέτρινους τοίχους στο ισόγειο και τσατμά στον όροφο (φωτ. 9, 20).
4.    Εκλεκτικιστικά κτήρια, αρχοντικά των εμπόρων και των μεγαλοαστών. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίζονται έμποροι του καπνού με κοσμοπολίτικη νοοτροπία και διεθνείς διασυνδέσεις. Στα σπίτια και στα αρχοντικά που ανεγείρουν μιμούνται την ποικιλία και την ανάμειξη των μορφών και των στυλ που εμφανίζει το κοσμοπολίτικο Πέραν της Κωνσταντινούπολης. Δημιουργείται ένα ποικιλόμορφο δομημένο περιβάλλον, όπου συνυπάρχουν στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής με στοιχεία και μορφές που έρχονται από την Κεντρική Ευρώπη. Οι κατασκευές είναι στέρεες από πέτρα καθ΄ ολοκλήρου ή μεικτές με τσατμά στον όροφο, πολλά οικοδομικά στοιχεία έχουν εισαχθεί. Τα κτήρια αυτά συνήθως είναι διώροφα με υπερυψωμένο ημιυπόγειο (φωτ. 21). Είναι εμφανής η συμβολή σπουδασμένων αρχιτεκτόνων ή μηχανικών.
5.     Νεοκλασικά κτήρια. Ο νεοκλασικισμός, που κυριαρχεί στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο είναι βέβαια, εκτός από αισθητικό στοιχείο και στοιχείο με  ιδεολογική σημειολογία, έτσι ώστε κοινοτικά κτήρια και αρχοντικά σε νεοκλασικό ύφος να αναγερθούν με τη βοήθεια Ελλήνων ή ξένων αρχιτεκτόνων. Οι κατασκευές είναι συνήθως διώροφες με υπερυψωμένο ημιυπόγειο στέρεες από πέτρα. Η εσωτερική διάταξη είναι συνήθως συμμετρική με μία κεντρική αίθουσα στον όροφο πέριξ της οποίας διατάσσονται τα δωμάτια. Επιβλητική σκάλα με δύο κλάδους οδηγεί από το ισόγειο στον όροφο, ενώ πολύχρωμοι φεγγίτες δημιουργούν χρωματικές εντυπώσεις στους εσωτερικούς χώρους (φωτ. 22).
6.    Πέτρινα κτήρια για κοινοτική ή κυβερνητική χρήση. Αυτά είναι κτίσματα που μεταδίδουν το κύρος και τη σοβαρότητα του φορέα, όπως είναι το Διοικητήριο, τα σχολεία, τα κοινοτικά κτίσματα και άλλα. Στην κατηγορία αυτή συνήθως περιλαμβάνονται κτήρια με νεοκλασικό χαρακτήρα και διακοσμήσεις στα πλαίσια των παραθύρων, επιβλητικές εξωτερικές σκάλες και ακριβά υλικά (φωτ. 23).
7.     Αστικές κατοικίες με λόγια διακοσμητικά στοιχεία. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν κτήρια κατασκευασμένα με πέτρα ή σκυρόδεμα που συχνά ενσωματώνουν ακαδημαϊκά διακοσμητικά στοιχεία (φωτ. 24).
8.    Κατοικίες της προσφυγικής αποκατάστασης. Στις προσφυγικές συνοικίες κατασκευασμένες τη δεκαετία του 1920 στα πλαίσια της μεγάλης προσπάθειας του Ελληνικού Κράτους για τη στέγαση των προσφύγων, η οποία έγινε είτε με την ανέγερση τυποποιημένων κατοικιών, είτε με την παροχή οικοπέδων και δανείων προς τους πρόσφυγες για αυτοστέγαση με χρήση έτοιμου σχεδίου (φωτ. 25).
9.    Σύγχρονες πολυκατοικίες και κατασκευές. Ο τύπος αυτός είναι ο γνωστός σε όλη την Ελλάδα, με τον οποίο επετεύχθη η στέγαση του πληθυσμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, μεταλλάσσοντας όμως το παραδοσιακό ελληνικό περιβάλλον.
10.            Εμπορικά κτήρια. Απλές ή ευτελείς πρόχειρες κατασκευές και παραπήγματα στους εμπορικούς δρόμους, αλλά και στέρεες κατασκευές από πέτρα (γρανοβιορίτη) που ανήγειραν Ηπειρώτες μαστόροι (φωτ. 26). Ενδιαφέροντα είναι τα στηθαία και τα αετώματα μικρών μονώροφων και διώροφων καταστημάτων στο γύρισμα του αιώνα, όπου αποτυπώνονται χρονολογίες, αρχικά των κτιτόρων, ή διακοσμήσεις χαρακτηριστικές της ευαισθησίας του ιδιοκτήτη (φωτ. 31).
11.  Βιομηχανικά κτήρια. Οι καπναποθήκες της Ξάνθης αποτελούν ένα πολύ σημαντικό σύνολο βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και είναι η μοναδική παρόμοια περιοχή που σώζεται σήμερα στον ελληνικό χώρο. Ωστόσο η περιοχή των καπναποθηκών της Ξάνθης δεν προστατεύεται νομοθετικά, ενώ δεν έχει επιχειρηθεί κάποια χρήση τους που θα τις αξιοποιούσε ως σύνολο.
Οι καπναποθήκες της Ξάνθης είναι κτισμένες κατά την εποχή της εντατικής ανοικοδόμησης της πόλης, δηλαδή από το 1860 μέχρι το 1912. Στα κτήρια αυτά γινόταν η κατεργασία  του καπνού, που κατέληγε σε δέματα καπνού  τα οποία αποθηκεύονταν εκεί. Η επιβλητική στέρεη κατασκευή, τα αετώματα, οι κλιμακωτές απολήξεις και η συμμετρική σύνθεση παραπέμπουν σε πρότυπα της Κεντρικής Ευρώπης. Ο επιβλητικός χαρακτήρας των κατασκευών επιδιώκει να δώσει μία εγκυρότητα  και μία άτυπη εγγύηση για την επιχείρηση που στεγάζεται εκεί. Πολλές από τις καπναποθήκες διαθέτουν ιδιόρρυθμα στηθαία ή αετώματα, δείγματα μιας φιλοπαίγμονος διάθεσης από μέρους των μαστόρων ή και των ιδιοκτητών. Πολλές φορές οι καπναποθήκες συνοδεύονται από κτήρια γραφείων ή κτήρια-κατοικίες των καπνεμπόρων (φωτ. 15).
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των καπναποθηκών είναι συχνά η ρομαντική διάθεση, η νοσταλγία προς το φανταστικό, σ' αυτό που είναι άγνωστο αλλά και επιθυμητό. Η ρομαντική αυτή διάθεση, μια νοσταλγία χωρίς αντικείμενο ξεκινά βέβαια από τον νεορομαντισμό της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά και εκφράζει την εξιδανίκευση της Δύσης από τους Ρωμηούς.
12.Εκκλησίες. Αυτές είναι κτισμένες κατά τη δεκαετία του 1830 και ακολουθούν τον τύπο που διαμορφώνεται την ίδια εποχή στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή τον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Είναι η εποχή που η προσπάθεια για εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιτρέπει στους Ρωμηούς την ανέγερση τριώροφων κατοικιών και μεγάλων εκκλησιών, τόσο μεγάλων που συχνά είναι πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι απαιτείται από τον αριθμό των πιστών, ενώ μπορεί και να διαθέτουν ευρύχωρο γυναικωνίτη. Οι εκκλησίες βρίσκονται μέσα σε περίβολο που πολλές φορές περιλαμβάνει σχολείο, γραφείο της κοινότητας, κατοικία του παπά ή και ακόμη του νεωκόρου ή, τέλος, και αίθουσα συνεδρίασης της κοινότητας ή της Δημογεροντίας. Οι εκκλησίες και η μάνδρα που τις περιβάλλει είναι βαμμένες σε ώχρα. Παρά τον άνεμο φιλελευθερισμού που συνοδεύει τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις η ανατολική δεσποτεία είναι δυνατό να δημιουργήσει απρόβλεπτες καταστάσεις. Οι μάνδρες, λοιπόν, που περιβάλλουν τις εκκλησίες και τα γραφεία της κοινότητας εξασφαλίζουν και κάποια προστασία (φωτ. 27).
Ενδιαφέρον είναι το κοινωνικό-θρησκευτικό συγκρότημα (κουλλιγιέ) που υπήρχε στη σημερινή περιοχή της Κεντρικής Πλατείας που ανήγειραν οι Οθωμανοί όταν η Ξάνθη έγινε έδρα του Καζά. Ενδιαφέροντα επίσης ήταν τα τυπικά χάνια της Ανατολής με φούρνο, καταστήματα και πυρήνα αγοράς που ξεπερνούσαν τα πενήντα και που σήμερα σώζονται ελάχιστα (φωτ. 28).
Τα οικοδομικά υλικά είναι αυτά της παραδοσιακής οικοδομικής: πέτρα, ξύλο και συχνά πλίνθοι. Ειδικότερα  την Ξάνθη χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, αφού ήταν άμεσα διαθέσιμα, ο γκρίζος γρανίτης της Ροδόπης (γρανοβιορίτης) (φωτ. 19) και η ροδίζουσα πέτρα (ψαμμίτης) που προέρχεται από το λατομείο της Μάνδρας κοντά στα αρχαία Άβδηρα (φωτ. 29).
30

31
32

Λεπτομέρειες και διακοσμήσεις.  Η πανσπερμία των ρυθμών των κτισμάτων της Ξάνθης συμπληρώνεται από την ποικιλία της λεπτομέρειας και της διακόσμησης˙ δηλαδή, από αυτό που είναι περιττό και δεν χρειάζεται, αλλά και είναι αυτό που δίνει τη χαρά και την ικανοποίηση, χωρίς πάντα να προϋποθέτει τον πλούτο πού όμως, κατά κανόνα, ακολουθεί. Οι λεπτομέρειες στα κτίσματα της Ξάνθης συναντώνται ως οικοδομικά και διακοσμητικά στοιχεία στους τοίχους, τις πόρτες, στα παράθυρα και στις όψεις. Οι λεπτομέρειες βρίσκονται στις κατεργασμένες πέτρες, τις γωνιές και τις φαλτσογωνιές, στα πεζοδρόμια ή στα καλντερίμια. Καμιά φορά επιστρατεύονται ζωγράφοι για να διακοσμήσουν εξωτερικές όψεις, να συνθέσουν κτιτορικές επιγραφές. Οι ζωγραφιές εμπνέονται από τα ρομαντικά ονειροπολήματα της Κεντρικής Ευρώπης και τις λαϊκές λιθογραφίες που κυκλοφορούσαν τον 19ο αιώνα (φωτ. 30). Συνηθέστερα, ντόπιοι αυτοδίδακτοι καλλιτέχνες, που αποκαλούνται κοσμηματογράφοι, εμπλουτίζουν τα εσωτερικά των αρχοντικών και γεμίζουν τοίχους και οροφές με ζωγραφικές διακοσμήσεις σαν ταπετσαρίες. Στην όψιμη μορφή τους αυτές οι ζωγραφικές διακοσμήσεις παίρνουν ένα ψυχρό ακαδημαϊκό ύφος. Οι Ηπειρώτες μαστόροι της πέτρας φέρνουν μαζί τους τις συνήθειες της γλυπτικής διακόσμησης με λιθανάγλυφα (φωτ. 31). Οι κουδαραίοι μαστόροι αποτυπώνουν την παρουσία τους με τα συμβολικά τους ανάγλυφα, ενώ οι ιδιοκτήτες ζητούν τις ανάγλυφες διακοσμήσεις που ομορφαίνουν αλλά και απωθούν το κακό.
Όσο για τις σιδεριές στις πόρτες, στα παράθυρα και τις μάντρες˙ αυτές κρατούν ταπεινά τον ρόλο των στολιδιών (τα βυζαντινά κοσμίδια), που με τη φιλοπαίγμονα διάθεσή τους ξεπερνούν το χαρακτηριστικό και δίνουν τη βεβαιότητα του ιδιαίτερου και του αποκλειστικού.
Έτσι, συναντάμε παντού σιδεριές με την τυπική μορφή της Κωνσταντινούπολης (λόγχες και έλικες ) και πάμπολλες άλλες μορφές, όπως π.χ. τις ίδιες κωνσταντινουπολίτικες σιδεριές σε περίπλοκες παραλλαγές, σιδεριές με ύφος art nouveau σε λαϊκά σπίτια, σιδεριές ύφους art deco σε νεοκλασικίζοντα σπίτια, περίπλοκες σιδεριές με βαριές διακοσμήσεις μάλλον γαλλικής έμπνευσης (φωτ. 32) και πολλά άλλα.
Όλη αυτή η πανσπερμία ρυθμών και διακοσμήσεων βρίσκεται ανάκατα, φύρδην μίγδην, υπερταξικά και αταξικά, θα μπορούσε κανείς να πει, ανάμεσα σε κατοικίες με ρωμαίικο, οθωμανικό ή λαϊκό χαρακτήρα. Η ανάμειξη ρυθμών και τάξεων εκτείνεται σε όλη την πόλη, απ’ άκρου εις άκρον. Οι μακραίωνες δημοκρατικές παραδόσεις της ελληνικής Ανατολής συνεχίζουν να επιβιώνουν, παρά τη συγκέντρωση πλούτου και την ανάπτυξη μιας αστικής τάξης, η οποία διαθέτει εισοδήματα, πράγμα για το οποίο είναι υπερήφανη και θέλει να το κάνει γνωστό.
33

34

35

36

37

38

Ο Νομός Ξάνθης. Στην περιφέρεια της Ξάνθης, όπως και στην υπόλοιπη Θράκη, υπάρχει σημαντικός αριθμός οικισμών που παρουσιάζουν ιδιαίτερο αισθητικό ενδιαφέρον. Αριθμός που, σε αναλογία ως προς το σύνολο των οικισμών του Νομού, φαίνεται να είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο που ισχύει για την υπόλοιπη χώρα.
Οι οικισμοί είναι αγροτικοί πεδινοί (μουσουλμανικοί, ανάμεικτοι των υπωρειών της Ροδόπης,  χριστιανικοί της ζώνης παρά τη θάλασσα, χριστιανικοί των προσφύγων της Ανατολής, χριστιανικοί των Σαρακατσάνων που εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα), όπου κατοικούν αγρότες, κτηνοτρόφοι, επαγγελματοβιοτέχνες και μικρέμποροι και ορεινοί ή ημιορεινοί, (κυρίως μουσουλμανικοί και λίγοι χριστιανικοί)  που κατοικούνται από κτηνοτρόφους και καπνοκαλλιεργητές (κυρίως Πομάκοι της ορεινής ζώνης και Έλληνες γηγενείς και πρόσφυγες της περιοχής της Σταυρούπολης).
Στα πεδινά συναντά κανείς αγροτικά μονώροφα ή διώροφα σπίτια με χαγιάτι και αυλή. Στα ορεινά και ημιορεινά, μονώροφα ή κυρίως διώροφα σπίτια ή νοικοκυρόσπιτα μεγάλα και μικρά (φωτ. 33) με ημιυπαίθριους ή κλειστούς χώρους στο ισόγειο που χρησιμεύουν ως αποθήκες, κουζίνες και στάβλοι. Στο ισόγειο υπάρχει επίσης φούρνος ή, καμιά φορά, και χαμάμ. Ο όροφος συνήθως διαθέτει επίμηκες μετωπικό χαγιάτι με πολλές μορφές.  Τα σπίτια των μουσουλμάνων είναι σαφώς διακριτά από τις ψηλές ασπρισμένες μάντρες που κλείνουν την αυλή και εξασφαλίζουν την εσωστρέφεια της μουσουλμανικής οικογένειας. Η αρχιτεκτονική είναι αγροτική τοπική (φωτ. 34), αλλά συχνά και  εξέλιξη ή μίμηση αστικών προτύπων (φωτ. 35). Το σαχνισί συναντάται και εδώ ευρύτατα (φωτ. 38). Τα υλικά είναι πέτρα, ωμόπλινθοι ή οπτόπλινθοι και ξύλο. Οι στέγες είναι  συνήθως τετράριχτες με σχιστόπλακες ή κεραμοσκεπείς.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κτισμάτων στα χωριά του Νομού είναι η μέριμνα που λαμβάνεται για την κατεργασία του καπνού που ξεραίνεται και περνά διάφορες διαδικασίες μέσα στο σπίτι. Σε πολλά αγροτικά σπίτια κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί το χαγιάτι (φωτ. 34).  Χαρακτηριστικές είναι οι ποικιλόμορφες καπνοδόχοι (φωτ. 33).  Συχνά είναι και τα ορεινά κτηνοτροφικά συγκροτήματα, οι καλύβες που ακόμη χρησιμοποιούνται ως εφήμερα  καταλύματα των πρώην νομάδων κτηνοτρόφων.
Οι παλιοί δρόμοι της ορεινής περιοχής, που σήμερα βρίσκονται σε αχρηστία, διαθέτουν αριθμό από πέτρινα γεφύρια κατασκευασμένα από τον 16ο αιώνα (φωτ. 36) παρόμοια με αυτά που συναντά κανείς στην υπόλοιπη ορεινή Ελλάδα.


Άβδηρα. Πεδινός οικισμός κτισμένος λίγα χιλιόμετρα βόρεια της ομώνυμης αρχαίας και βυζαντινής πόλης που πάντα ήταν κατοικημένος από Χριστιανούς (ελληνοχωριό). Χαρακτηριστική είναι η τοπική διάλεκτος που ανήκει στις βορειοελληνικές διαλέκτους. Ο πλούτος της κωμόπολης φαίνεται από τα αρχοντικά και τα πυργόσπιτα που διασώζονται μέχρι σήμερα, όπως και από τις δύο κρήνες διακοσμημένες με λιθανάγλυφα κατά την παράδοση του Πηλίου και της Θεσσαλίας (φωτ. 37). Τα πυργόσπιτα που διασώζονται, όπως αυτό του Παμουκτσόγλου (φωτ. 38), είναι κτισμένα από Ηπειρώτες κουδαραίους μαστόρους.

Γενισέα.  Ο σημαντικός κατά την Τουρκοκρατία αυτός οικισμός, κέντρο των μουσουλμάνων της περιοχής, παρήκμασε μετά τον 18ο αιώνα σε βαθμό που σήμερα μόνο δύο τεμένη θυμίζουν την παλιά του δόξα (φωτ. 39).
Εκτός από τουρκικό διοικητικό κέντρο η Γενισέα εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε και σε πασίγνωστο κέντρο παραγωγής καπνού. Τα δε φημισμένα καπνά της Ξάνθης διαφημιζόταν στην αγορά της Κωνσταντινούπολης ως καπνά της Γενισέας.
Φαίνεται ότι στις αρχές του 19ου αιώνα Ρωμηοί έμποροι ανέλαβαν τον έλεγχο της εμπορίας και της διακίνησης του καπνού. Πολλοί από αυτούς κατάγονταν από την Ήπειρο από όπου και μπουλούκια οικοδόμων κατέφθασαν για να ανοικοδομήσουν τα κτίσματα τα απαραίτητα για την κατεργασία, την αποθήκευση και το εμπόριο του καπνού, όπως και τις κατοικίες που δικαιούνταν οι πλούσιοι πλέον Ρωμηοί έμποροι. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας κατά την οποία η αγροτική γη συγκεντρώθηκε στα χέρια κυρίως μουσουλμάνων μπέηδων, η παραγωγή του καπνού γινόταν από τους εργατικούς, δεμένους με τη γη, υπομονετικούς μουσουλμάνους αγρότες, η κατεργασία του καπνού γινόταν από εύστροφους και παραγωγικούς Ρωμηούς εργάτες, ενώ το εμπόριο και ο έλεγχος της διακίνησης του καπνού πέρασε στα χέρια Ρωμηών εμπόρων, που διέθεταν τον κοσμοπολιτισμό και την ανησυχία που τους επέτρεπε να κινούνται σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον.
Υπάρχει στη Γενισέα σημαντικός αριθμός αποθηκών και εργαστηρίων κατεργασίας του καπνού που φαίνεται να έχουν οικοδομηθεί το πρώτο μισό του 19ου αιώνα (φωτ. 40), πριν ανεγερθούν τα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα και κτήρια στη βιομηχανική περιοχή του καπνού της Ξάνθης. Τα κτήρια αποθήκευσης του καπνού της Γενισέας είναι ισόγεια, κτισμένα με μιά ιδιόμορφη αρχιτεκτονική με κύριο διακοσμητικό στοιχείο τα καμπυλότοξα παράθυρα και πόρτες που οικοδομούνται με βάση τον ροδίζοντα ψαμμίτη της Μάνδρας των Αβδήρων (φωτ. 40). Τα καμπύλα τόξα των παραθύρων και των εισόδων και των κτηρίων αυτών διακοσμούνται από λιθανάγλυφα κατά τη μεγάλη παράδοση των πετράδων της Ηπείρου, που ωστόσο στη Γενισέα ακολουθεί τις τοπικές ιδιομορφίες. Η διακόσμηση της πέτρας με λιθανάγλυφα συμπληρώνεται από τις περίτεχνες καμπυλόσχημες σιδεριές με λόγχη και έλικα, όπως αυτές συναντώνται στη γειτονική Ξάνθη και στην Κωνσταντινούπολη. Τα κτήρια του καπνού στη Γενισέα παρουσιάζουν μία ιδιορρυθμία που δεν συναντάται αλλού και γι' αυτό αποτελούν ένα σύνολο που χρειάζεται νομοθετική και συστηματική προστασία.

Εχίνος. Η ορεινή αυτή κωμόπολη είναι το κέντρο των μουσουλμάνων Πομάκων όπου διατηρούνται τεμένη, κατοικίες, κονάκια, εργαστήρια, αποθήκες και μαγαζιά υπολείμματα ενός αυθεντικού μακραίωνου παραδοσιακού περιβάλλοντος. Χαρακτηριστικές είναι εκεί οι κατοικίες με καφασωτό χαγιάτι, που ως ημιυπαίθριος ή κλειστός ιδιωτικός χώρος συναθροίζει την οικογένεια ή χρησιμεύει και για την ξήρανση του καπνού. Μεγάλα νοικοκυρόσπιτα για πατριαρχικές οικογένειες και πολλές χρήσεις ξεχωρίζουν. Τα σπίτια φαίνονται μεγάλα και πολλές φορές διαθέτουν αστικές ανέσεις και αστικά μορφολογικά στοιχεία, αφού η μονοκαλλιέργεια του καπνού ήταν αρκετά αποδοτική οικονομικά. Η εξάπλωση των νέων υλικών διευκόλυνε βέβαια τη ζωή των κατοίκων, αλλά γέμισε τη γραφική κωμόπολη με άκομψες πλάκες σκυροδέματος και διέσπασε την αρμονική εικόνα των στεγών που γοήτευε τον επισκέπτη.

Σταυρούπολη. Στην ορεινή αυτή κωμόπολη, που κατοικείται από Χριστιανούς, διασώζονται μερικά νοικοκυρόσπιτα κατασκευασμένα από Ηπειρώτες μαστόρους που φαίνεται ότι εργάσθηκαν στην Ξάνθη.

Τοξότες. Στο χωριό αυτό διατηρούνται ψηλά διώροφα νοικοκυρόσπιτα ανάμεσα σε χαμηλές τυπικές μονώροφες αγροτικές κατοικίες. Τα μεγάλα νοικοκυρόσπιτα ανήκαν σε γαιοκτήμονες μπέηδες της ύστερης Τουρκοκρατίας. 

Χρύσα. Το παρά την Ξάνθη αυτό χωριό βρίσκεται ακριβώς πάνω στον "γιακά", γήλοφο όπου παράγεται καλής ποιότητας καπνός. Ο μεγάλος αριθμός από νοικοκυρόσπιτα και κονάκια που σώζονται ακόμη εκεί μαρτυρά τον πλούτο που ήταν αποτέλεσμα της καλλιέργειας του καπνού (φωτ. 34, 35).


Επιλεγμένη βιβλιογραφία


Αβραμίδου Ε. Κεμανετζή, Αϊβαλιώτησ Β. : Οδοί και τοπωνύμια της Ξάνθης, ΠΑΚΕΘΡΑ, 2003
Aλτσιζόγλου Φαίδων: Οι γιακάδες και ο κάμπος της Ξάνθης, Αγροτική Τράπεζα, Αθήναι 1941
Βακαλoπουλος Απoστολος: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1974-1996
Γεωργαντζής Π. Α. : Συμβολή εις την ιστορίαν της Ξάνθης, Ξάνθη 1976
 _______: Τα χάνια της Ξάνθης και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της πόλης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 38, Ξάνθη 1983
Γερομιχαλός Αθ. : Ιωακείμ Σγουρός, Μητροπολίτης Ξάνθης και αι αποφάσεις της Δημογεροντίας, Θεσσαλονίκη 1968
_______: Αι επί Τουρκοκρατίας Δημογεροντίαι. Η Δημογεροντία Ξάνθης, Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1973
Goodwin Godfrey: A history of ottoman architecture, Thames and Hudson, London 1971
Δωροβίνης Βασίλης: Η μοναδικότητα του χώρου της Ξάνθης, Αρχαιολογία, τεύχος 13, Αθήνα 1984
Eξάρχου Θωμάς: Ξάνθη, ματιά στο χτες της πόλης μέσα από φωτογραφίες, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 1997
_______: Τα αρχοντικά της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου, ΔΕΑΞ, Ξάνθη 1999
_______: Οι Ηπειρώτες στην Ξάνθη, Αδελφότης Ηπειρωτών Νομού Ξάνθης, Ξάνθη 2002
_______: Νησίδες Πόλεως Ξάνθης 2, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2003
Ζαρκάδα Χριστίνα: Τα χάνια της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 37, Ξάνθη 1982
Θανοπουλος Κωνσταντίνος: Πορεία Αντίθετα. Η σύγκρουση για την προστασία της Παλιάς Ξάνθης, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2005
Iωαννίδης Στέφανος (επιμέλεια): Λεύκωμα αναμνηστικό για τα πεντάχρονα της Φιλοπροόδου Ενώσεως Ξάνθης, Ξάνθη 1958
_______: Στοιχεία από την Εκπαιδευτική Ιστορία της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 31, Ξάνθη 1974
_______: Ένας επαγγελματικός οδηγός του 1910-1941, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 32, Ξάνθη 1975-1976
_______: Ξάνθη 1870-1910. Εικόνες και μαρτυρίες από την ιστορία της, Εκδόσεις Χ. Καμπουρίδη, Ξάνθη 1978
_______: Ξάνθη, περίοδοι δημιουργίας και ακμής 1870-1940, Θρακική Επετηρίς, τεύχος 1, Κομοτηνή 1980
_______: Ξάνθη, περίοδοι ακμής κατά τα τελευταία εκατό χρόνια, Αρχαιολογία, τεύχος 13, Αθήνα 1984
_______: Κανονισμός της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 40, Ξάνθη 1985
_______: Ξάνθη 1870-1940. Εικόνες και μαρτυρίες από την ιστορία της, Ξάνθη 1990
_______: Βαρταλαμίδι, με κείμενα για τον πολιτισμό της Ξάνθης, Δήμος Ξάνθης, Ξάνθη 1994
Κοψίδης Ράλλης: Περί Ξάνθης, Ζυγός, τεύχος 8, Αθήνα 1974
Καραδημου - Γερολυμπου Αλεκα: Μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Βορειοελλαδικές πόλεις την περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, Τροχαλία, Αθήνα 1998
Κίζησ Γιαννησ: Θράκη, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, Τόμος Η , Μέλισσα, Αθήνα 1991
_______: Πηλιορείτικη Οικοδομία, Πολιτισμικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα, 1994
Κυριακίδης Στίλπων : Περί την ιστορίαν της Θράκης, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1960
Λαγόπουλος Αλέξανδρος Φ. : Ο ουρανός πάνω στη γη, Οδυσσέας , Αθήνα 2002
Λαμπάκης Γ. : Περιηγήσεις. Ξάνθη-Άβδηρα-Μπουλούστρα-Γενιτζέ, Δελτίο Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τεύχος 6, Αθήνα 1906
Μαυριδησ δημήτρης: Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό. Σε αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2003
_______: Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης φωτογραφημένη σε ταχυδρομικά δελτάρια, ΠΑΚΕΘΡΑ-ΔΕΑΞ, Ξάνθη 2004
_______: Η πόλη της Ξάνθης ως δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού, "Νέα Κοινωνιολογία", Τεύχος 38, Αθήνα 2004
_______: Μαστοριά και μεράκι στην παλιά Ξάνθη, ΠΑΚΕΘΡΑ-ΔΕΑΞ, Ξάνθη 2005
_______: Μνεία της καθ’ ημάς Ανατολής, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2005
_______: Από την ιστορία της Θράκης 1875-1925, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2006
_______: Αγγελοφύλακτος Ξάνθη, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2007
_______ (επιμέλεια): Ξάνθη. Έκφραση και Περιγραφή της πόλης (υπό εκτύπωση), Δήμος Ξάνθης.
Μελκίδη Χ. Χρύσα: Κοινωνικές ανακατατάξεις και επιπτώσεις Στην πολεοδομική εξέλιξη της Ξάνθης κατά την Οθωμανική περίοδο, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 38, Ξάνθη 1983
_______: Παρατηρήσεις πάνω στον πολεοδομικό χάρτη του παραδοσιακού οικισμού της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 43, Ξάνθη 1994
Μερακλησ Μιχάλης: Λαογραφικά Ζητήματα, Καστανιώτης και Διάττων, Αθήνα 2004
Μουτσόπουλος Νίκος: Η αρχιτεκτονική προεξοχή. Το "Σαχνισί", ΕΜΣ Θεσσαλονίκη 1988
_______: Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Μακεδονίας (15ος –19ος αιώνας), Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993
Μπακιρτζής Ιωάννης: Μία υπόθεση στο Ιεροδικείο της Ξάνθης, Σπανίδης, Ξάνθη 2002
Παντελεημων Καλαφατησ, Μητροπολίτης Ξάνθης: Πρακτικά Δημογεροντίας Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2006
Πάντος Π. Α. : Ιστορική τοπογραφία του Νομού Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 32, 34, Ξάνθη 1975-1976, 1978
Παρασκευοπούλου Α. -Κολοκυθά Μ. : Παλιά Ξάνθη. Μία έρευνα στα κοινωνικά, οικονομικά χαρακτηριστικά και την πολεοδομική οργάνωση του χώρου, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 41, Ξάνθη 1986
Ρουκούνης Γιάννης, Μάρω Γιαννοπούλου: Οι καπναποθήκες της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 45, Ξάνθη 1991
_______: Η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των οικισμών του Νομού Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά τεύχος 40, Ξάνθη 1985
Συλλογικό: Βαλκανική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα 1993
_______: Ξανθιώτικο Καρναβάλι, Θρακικές Λαογραφικές Γιορτές, Σαράντα χρόνια 1966–2004, ΠΑΚΕΘΡΑ-ΔΕΑΞ, Ξάνθη 2005
Σφαελλος Κ. Δ. : Θράκη, Λαϊκή Αρχιτεκτονική - Λαογραφία, Θρακικά Χρονικά, τόμος 27 (1967).
Τοντόρωφ Ν. : Η Βαλκανική Πόλη (15ος–19ος αιώνας), Θεμέλιο, Αθήνα 1986
Τσιγάρας Γ. : Θρησκευτικά μνημεία στο Νομό Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου – Μουφτεία Ξάνθης, Ξάνθη 2005
_______: Οι εκκλησίες της Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2005