Η
πόλη του σημερινού Tekirdağ έχει μακραίωνη
ιστορία, αλλά και πολλά ιστορικά ονόματα, πράγμα που δείχνει καθαρά την
ιστορική της πορεία και τον δυναμισμό της. Στο σημείο της ακτής, όπου απλώνεται
το σημερινό Tekirdağ εγκαταστάθηκαν τον 6ο π.Χ.
αιώνα, κατά το δεύτερο ελληνικό μεταναστευτικό κύμα, Σάμιοι άποικοι. Η πολίχνη
που ίδρυσαν ονομάσθηκε Βισάνθη. Κατά την κλασσική εποχή η Βισάνθη βρέθηκε υπό
την κυριαρχία των Αθηναίων και χρησιμοποιήθηκε ως κέντρο συγκέντρωσης της
πλούσιας αγροτικής παραγωγής της Θράκης. Τα ελάχιστα αρχαία υπολείμματα
εξαφανίστηκαν, όπως γίνεται σε όλη την Τουρκία, με την έντονη ανοικοδόμηση των
πόλεων και των οικισμών. Τα λίγα αρχαία νομίσματα της πόλης κομμένα κατά την Αθηναϊκή
Περίοδο της Βισάνθης βρέθηκαν στο γειτονικό Πάνιδο. Από τα κείμενα των αρχαίων
και των Ρωμαίων ιστορικών δεν προκύπτουν σημαντικές πληροφορίες. Δίνονται μόνο
παροδικές αναφορές. (Μαμώνη 2001, Παπακώστας 2010, Μαυρίδης 2003).
Κατά τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες το
όνομά της ήταν Resisto ή Registo. Ο Ιουστινιανός ο Α΄ την οχύρωσε γιατί
οι κατά καιρούς επιδρομείς της Θράκης είχαν πάντα σαν σκοπό την έξοδο στη
θάλασσα που είναι η Ραιδεστός. (Προκόπιος - σύγχρονη έκδοση 1971). Εξελίχθηκε
σε εμπορικό και οικονομικό κέντρο. Το πλήθος των ονομασιών της δείχνει το πώς η
εμπορική δραστηριότητα αλλάζει τον στατικό χαρακτήρα της αγροτικής ζωής: Raedestos, Redestas,
Redestos, Redisco,
Rodesto, Rodestol,
Rodestus, Rodischo,
Rodistus, Rodosto,
Rodostus, Roesto,
Rostho, Rothostoca, Rudischo, Rudustu
και Ruysto. (Külzer 2008). Στους νεώτερους χρόνους Tekfur Dag
και Tekirdağ. Οι αναφορές
των συγγραφέων και των ταξιδιωτών είναι τώρα ενθουσιώδεις και εγκωμιαστικές.
Ο πρώτος υπολογίσιμος οικισμός κοντά στη
σημερινή της θέση ήταν η αδελφή πόλη της Περίνθου ή Ηράκλειας, η οποία
βρίσκεται σε απόσταση 30 χλμ. από τη Ραιδεστό.
Η ιστορία της Ραιδεστού ξεκινά από την
προϊστορική εποχή, όπως μαρτυρούν τα άφθονα ευρήματα που κατά καιρούς μας
χαρίζουν η γη της Θράκης και οι αρχαιολόγοι. Η Θράκη κατά την αρχαϊκή και
κλασσική εποχή ήταν οργανωμένη σε επικράτειες ανάλογα προς τη φυλετική σύσταση
του πληθυσμού. Κατάσπαρτη είναι η γη της Θράκης από τύμβους, ταφικά μνημεία
βασιλέων και ευγενών της αρχαίας χώρας.
Κατά τον 4ο και 5ο
π.Χ. αιώνα η Θράκη εξελληνίστηκε. Με την άνοδο της Ρωμαϊκής δύναμης η Θράκη
κατακτήθηκε τον 1ο π.Χ. αιώνα από τους Ρωμαίους. Το 50 μ.Χ. η
Πέρινθος αναγνωρίστηκε από τους Ρωμαίους ως διοικητικό κέντρο της επαρχίας της
Θράκης.
Τον 5ο μ.Χ αιώνα η Θράκη
πέρασε στην κυριαρχία της Βυζαντινής πλέον Αυτοκρατορίας. Τα πλούσια εδάφη της
περιοχής της Ραιδεστού και η γειτνίαση προς την Κωνσταντινούπολη ήταν πηγή
μεγάλων εσόδων. Η σταθερότητα που δημιούργησε η βυζαντινή διοίκηση παγίωσε την
ευημερία της Ραιδεστού και δημιούργησε μία τάξη και μία παράδοση.
Η Ηράκλεια, η αρχαία Πέρινθος, πόλη
ιστορική και αποικία των Σαμίων και αυτή, "αρχαία και διάσημη", όπως την αποκαλεί ο Τάκιτος, ήταν η
πρωτεύουσα της Θράκης. Οι ίδιοι οι Περίνθιοι χαρακτήριζαν την πόλη τους ως
"διττοθαλασσούσα", όπως
αναγράφεται σε αρχαία νομίσματα της Περίνθου. Μετά την επισκίασαν η
Κωνσταντινούπολη και η γειτονική Ραιδεστός. Εδώ κήρυξε ο Πρωτόκλητος Απόστολος
Ανδρέας και ίδρυσε τη Μητρόπολη Ηράκλειας, της οποίας Επισκοπή έγινε η
Ραιδεστός. Αυτή ήταν η πρώτη Μητρόπολη που ιδρύθηκε σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού
Κράτους η Ηράκλεια έγινε η δεύτερη μετά το Βυζάντιο πόλη και έγινε έδρα της
πρώτης μητροπολιτικής περιφέρειας της βυζαντινής εκκλησίας. Έτσι, εξασφαλίζεται
κατά τους βυζαντινούς η αποστολικότητα και η οικουμενικότητα του Πατριαρχικού
Θρόνου της Νέας Ρώμης και καταρρίπτεται ο ισχυρισμός των Λατίνων για τα "πρωτεία" της Ρώμης. Με την παρακμή
της Ηράκλειας, η Μητρόπολη Ηράκλειας μετετράπη σε Μητρόπολη Ηράκλειας και
Ραιδεστού, (1694). (Μαυρίδης 2003). Τη Μητρόπολη Ηράκλειας και Ραιδεστού
ελάμπρυναν κατά τον 18ο αιώνα με την παρουσία και τη διοίκησή τους
πέντε αρχιερείς καταγόμενοι όλοι από τη νήσο Λέρο. Οι αρχιερείς ονομάζονταν
κατά χρονολογική σειρά: Γεννάδιος, Γεράσιμος, Μεθόδιος, Μελέτιος και Ιγνάτιος.
Το μέγεθος των προσφορών τους στην εκπαίδευση και στην κοινωνική εξέλιξη
μαρτυρείται από πλήθος πηγών. Αφιέρωσαν ναούς και πρόσφεραν μεγάλα χρηματικά
ποσά στην εκπαίδευση. Ήταν λόγιοι. Εξέδωσαν σπουδαία συγγράμματα και συνετέλεσαν
στην ανύψωση του κοινωνικού αισθήματος και της γενικής παιδείας. (Μαμώνη 2001).
Σύμφωνα με τον
Προκόπιο η Ραιδεστός ήταν " ευλιμένη ", τόσο που ο Ιουστινιανός, " … ανέστησε πόλιν, τείχει μεν ερύμνην, μεγέθει δε διαφερόντως υπέρογκον ".
Τα ισχυρά τείχη της Ραιδεστού ισοπέδωσε το 813 ο μαινόμενος Κρούμος. Τα τείχη
ξανακτίστηκαν και η Ραιδεστός παρέμεινε κάστρο μέχρι την τουρκική κατάκτηση από
τον Σουλεϋμάν Γαζή Πασά το 1357. Τον 13° αιώνα, καθολικοί μοναχοί διατηρούσαν
στη Ραιδεστό ξενοδοχείο για τους δυτικούς προσκυνητές οι οποίοι ταξίδευαν προς
τους Άγιους Τόπους.
Η κοινοτική παράδοση και η διάθεση
αγαθοεργίας και ευεργετισμού είναι μακρόχρονη και σταθερή στη Ραιδεστό.
(Μαυρίδης 2003). Το 1071 ο πολιτικός και λόγιος Μιχαήλ Ατταλειάτης (1030-1080),
ο οποίος ήταν και αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, συγκλητικός και δικαστής
ίδρυσε στη Ραιδεστό, όπου είχε μεγάλα κτήματα και σημαντική περιουσία, το
πτωχοκομείο του Πανοικτήρμονος κοντά στην Εκκλησία του Χριστού, όπου σήμερα το
Ρουστέμ Πασά Τζαμί. Το πτωχοκομείο στεγάστηκε σε παλιό κτήριο κατεστραμμένο από
τους σεισμούς, το οποίο επισκευάστηκε. (Μαμώνη 2001, Μαυρίδης 2003) Ο
Ατταλειάτης είναι ευρύτερα γνωστός ως συγγραφέας μιας "Ιστορίας" που καλύπτει τα ταραγμένα
χρόνια 1034-1080.
Το πτωχοκομείο του Ατταλειάτη βασιζόταν
σε γραπτούς κανόνες για τη λειτουργία του. Ο Ατταλειάτης, φρόντισε να προικίσει
το πτωχοκομείο με έσοδα για τη λειτουργία του και να εξασφαλίσει την επιβίωσή
του. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης είχε την πρόνοια να συγγράψει και ένα κανονισμό (Dumbarton Oaks
1), που αναφέρει την οργάνωση και όλες τις σκέψεις του και τις ιδέες του για τη
μακροημέρευση του πτωχοκομείου, το οποίο ονόμασε "Πτωχοκομείο του Πανοικτήρμονος Χριστού". Δυσπιστούσε στις
προθέσεις του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος βυσσοδομούσε κατά των θρησκευτικών
ιδρυμάτων και φρόντιζε για την κατάσχεση της περιουσίας τους. Στο κείμενο αυτό
υπάρχουν πολλές πληροφορίες για την πόλη και το "Κάστρον Ραιδεστού" ή "Κάστρο",
όπως αργότερα αναφερόταν η πόλη. (Dumbarton Oaks 1). Οι κάτοικοι μάλιστα του εσωτερικού πυρήνα της
Ραιδεστού αναφέρονταν μέχρι πρόσφατα ως "Καστριανοί"[1]. Ώστε με την
ταύτιση των εκκλησιών και των πυλών του κάστρου, που αναφέρει ο Ατταλειάτης, θα
μπορέσει ίσως κανείς να ανασυνθέσει τη μορφή της πόλης κατά τον 11ο
αιώνα μ.Χ. Ο Ατταλειάτης αναφέρει θρησκευτικά κτίσματα ευρισκόμενα έξω από τη
Δυτική Πύλη της πόλης της Ραιδεστού. Ο ίδιος είχε αναγείρει, στο πλαίσιο της
οικονομικής του δραστηριότητας, ενοικιαζόμενα διαμερίσματα στο ίδια περιοχή.
Στην αμβλυγώνια τριγωνική περιοχή του
κέντρου της πόλης της Ραιδεστού, της οποίας η μεγάλη πλευρά είναι η ακτή της
Προποντίδας, δεν υπάρχουν τζαμιά και μιναρέδες. Είναι πιθανό το "Κάστρον Ραιδεστού" με τις τέσσερις
πύλες να ήταν πολεοδομικά σχεδιασμένο, ώστε να υπακούει στη μυστική ρωμαϊκή και
βυζαντινή πολεοδομική οργάνωση, σύμφωνα με την οποία ο χώρος να καθαγιάζεται με
ιερά σύμβολα ή ναούς. Ωστόσο, γνωρίζουμε τόσα λίγα για τους βυζαντινούς ναούς
της πόλης που δεν είναι δυνατόν ακόμη να μελετήσουμε τέτοιες πιθανότητες. Ο
μόνος βυζαντινός ναός της πόλης ήταν, μέχρι το 1935, η μικρή εκκλησία της
Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας στην παραλία της Ραιδεστού. Αλλά, και η
εκκλησία αυτή είχε χάσει πολλά από τα βυζαντινά χαρακτηριστικά της μετά από
αλλεπάλληλες επισκευές και αναδομήσεις.
Κατά το μακρό χρονικό διάστημα μετά την
κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1357, το κέντρο της πόλης
παρέμεινε στα χέρια των Ρωμηών. Από ό,τι γνωρίζω για τις πόλεις της Θράκης,
κάτι παρόμοιο συνέβη μόνο στην Ξάνθη. Αυτό φαίνεται να έγινε στις πόλεις αυτές,
γιατί οι ρωμαίικες κοινότητες εκμεταλλευόμενες εμπορικά τα αγροτικά προϊόντα
και τον καπνό, διέθεταν πάντα ισχυρή οικονομική βάση και ήταν αναντικατάστατες.
Ένας πιθανός πρόσθετος λόγος, επίσης είναι η κατάκτηση των πόλεων αυτών από
τους Τούρκους μετά από συνθηκολόγηση. Σύμφωνα με μαρτυρίες, που προφορικά
επιβίωσαν μέχρι σήμερα, η πόλη της Ραιδεστού συνθηκολόγησε μετά από κρατερή
μάχη στον περίβολο του τείχους της (1357) και σε τόπο που ονομάσθηκε Σεχιτλέρ
Μεζαρί (Νεκροταφείο των Μαρτύρων). Η Συνθήκη και οι όροι της παράδοσης
εσώζοντο, μέχρι τη μεγάλη πυρκαγιά του 1826, στη βιβλιοθήκη της Μητρόπολης.
Ένας όρος της Συνθήκης αφορούσε την απαλλαγή των κατοίκων της πόλης από την
υποχρέωση να τρέφουν και να στεγάζουν τους Οθωμανούς στρατιώτες. Ο όρος αυτός
αποδείχθηκε πολύ σημαντικός, αφού η Ραιδεστός έγινε σημείο συνάντησης των
οθωμανικών στρατιών κατά τις εκστρατείες τους προς την Ευρώπη.
Ακολούθησε η εγκατάσταση των νεοφερμένων
στην πόλη, όπου κατάλαβαν μέρος του κέντρου της περιορίζοντας τους χριστιανούς
στις παράλιες συνοικίες. Δεν μας είναι γνωστό ποιες από τις βυζαντινές
εκκλησίες παρέμειναν στα χέρια της ρωμαίικης κοινότητας.
Το 1556 κατά την εποχή της βασιλείας του
Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, ο Bεζύρης
Ρουστέμ Πασάς θέλησε να ανοικοδομήσει στη Ραιδεστό ισλαμικό κουλλιγιέ που κατά
την τουρκική παράδοση ήταν το ιδανικό της ισλαμικής πολεοδομίας. Το κουλλιγιέ[2] (Μαυρίδης 2010)
θα περιελάμβανε κοινωνικά κτίσματα και ανεγέρθη τελικώς στην περιοχή του λόφου
της παραλίας, όπου πριν υπήρχε η βυζαντινή εκκλησία του Χριστού και το "Κάστρον Ραιδεστού". Η ανέγερση του
κουλλιγιέ απαίτησε μία μεγάλη εργατική δύναμη, η οποία προήλθε από την Αρμενία.
Ο ελληνικός πληθυσμός της Ραιδεστού, ο
οποίος ήταν στην πλειονότητά του αστικός, είχε για κύρια ασχολία το εμπόριο και
κυρίως το διαμετακομιστικό εμπόριο που σε μερικούς προσπόριζε μεγάλο πλούτο. Αυτό γινόταν παλαιόθεν. Οι Ρωμηοί
έμποροι και βιοτέχνες ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες κατά τα πρότυπα της
Τουρκοκρατίας στη Θράκη. Οι συντεχνίες ρύθμιζαν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα
με γραπτά καταστατικά. Η Ραιδεστός ήταν πάντα μία σημαντική εμπορική πόλη. Κατά τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, "εν τω κάστρω τη Ραιδεστώ κατάγουσιν
άμαξαι τον σίτον πολλαί".(Κανάκης
1997).
Τον 11° αιώνα, επί αυτοκρατορίας Μιχαήλ
Δούκα, ο αμφιλεγόμενος Λογοθέτης του Δρόμου (Πρωθυπουργός) Νικηφόρος
(Νικηφορίτζης), προσπάθησε με μεταρρυθμιστικές ενέργειες να ανασυγκροτήσει την
οικονομία της Αυτοκρατορίας. στη
Ραιδεστό ίδρυσε "φούνδακα" (μεγάλη αποθήκη) με χαρακτήρα
μονοπωλίου του σίτου, σε μία προσπάθεια να κρατικοποιήσει το εμπόριο του σίτου,
να εξασφαλίσει την τροφοδοσία της Κωνσταντινούπολης, να κατανείμει δίκαια
τους φόρους και να περιορίσει την κερδοσκοπία. Τον φούνδακα διοικούσε ο
φουνδακάριος, ο οποίος επέβαλε τα φορολογικά τέλη και κατένειμε τον σίτο σε εμπόρους
(σιτοκάπηλους) που διέθεταν καταστήματα μέσα στον φούνδακα, ίσως παρόμοια με τα
καταστήματα που σήμερα υπάρχουν. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό και προκάλεσε
λαϊκή αγανάκτηση, που κατέληξε σε στάση και καταστροφή της μεγάλης σιταποθήκης.
Δεν είναι γνωστό αν τέτοια σιταποθήκη υπήρχε μόνο στη Ραιδεστό, ή αν υπήρχαν
φούνδακες και σε άλλες πόλεις της Αυτοκρατορίας.
Με την τουρκική κατάκτηση παγιώνεται στη
Θράκη μία σταθερή κατάσταση, όπως απόδεικνύουν οι εντυπώσεις και τα σχόλια των
ξένων ταξιδιωτών. Έτσι, μπορεί να ερμηνευθεί η περιγραφή της "Νεωτερικής
Γεωγραφίας" των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά (1781): "Ραιδεστός, πόλι ονομαστή, μεγάλη και
πολυάνθρωπη με θρόνο αρχιεπισκόπου". Ανάλογα αναφέρει για τη Ραιδεστό,
πιο παλιά, ο σταυροφόρος και χρονογράφος Γοδεφρίδος Βιλαρδουίνος στο "Χρονικό της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης"
(1204): "… κατοικημένη από Έλληνες…"
, " … πολύ πλούσια και δυνατή και
μεγάλη… από τις καλύτερες πόλεις της Ρωμανίας…" , " … σε μία από τις καλύτερες τοποθεσίες…".
Αλλά και για τον Μάρκο Αντώνιο Κατσαΐτη (1742), η Ραιδεστός είναι "πόλη δοξασμένη από τις πιο ενδιαφέρουσες της
Τουρκίας".
Τον 12ο αιώνα μαρτυρείται η
εγκατάσταση Βενετών εμπόρων στη Ραιδεστό. Ο αυτοκράτορας μάλιστα, υπόγραψε
σύμβαση με τους Βενετούς, παρέχοντάς τους και εμπορικά προνόμια. Το 1202 η Δ΄
Σταυροφορία κάνει τη Ραιδεστό τμήμα των ενετικών κτήσεων. Με την κατάλυση και
διαμοιρασμό της Αυτοκρατορίας το 1204, η Ραιδεστός, όπως και οι άλλες εμπορικές
πόλεις της Προποντίδας, έπεσε στο μερίδιο της Βενετίας. Τον 13ο
αιώνα αντικαθιστούν τους Βενετούς, οι Γενουάτες. Η ληστρική "Καταλανική
Εταιρεία" καταλαμβάνει τη Ραιδεστό το 1306 και την καθιστά, λόγω της
κεντρικής θέσης της, έδρα της δράσης της.
Οι Έλληνες κάτοικοι εσφάγησαν. Τον
14ο αιώνα η πόλη γεμίζει Καταλανούς και Ιταλούς εμπόρους, που
απομυζούν την παρηκμασμένη αυτοκρατορία. Μέχρι πρόσφατα υπήρχαν στην πόλη
λεβαντίνοι έμποροι. Ο καπουτσίνος Robert de Dreux
χαρακτηρίζει τη Ραιδεστό το 1669 "...
ωραιότατη και εμπορικότατη ...", "...
με καθημερινή συγκοινωνία με την Κωνσταντινούπολη..." .
Ο εξόριστος Κελεμέν Μίκες περιγράφει την
πόλη στις 28.5.1720 ως "ευχάριστη,
γραφική, πολύ μεγάλη και εξευγενισμένη με τα γύρω χωράφια καλλιεργημένα έτσι
που να μοιάζουν με φροντισμένους κήπους…" , "… πολύ ευχάριστη η θέα της και τέρπει το
βλέμμα…", "κτισμένη στην
παραλία με αμπέλια γύρω-γύρω…", "… το φαγητό άφθονο και καλό…" (Kelemen
Mikes, έκδοση 2000).
Ο Κελεμέν Μίκες αναφέρει το 1721 ότι η
πόλη της Ραιδεστού χωριζόταν σε τέσσερα τμήματα (Ρωμηοί, Τούρκοι, Αρμένιοι και
Εβραίοι), χωρίς οι κάτοικοί τους να αναμειγνύονται· έτσι, που στις συχνές
επιδημίες χολέρας, συνέβαινε να μην εξαπλώνεται η επιδημία από τη μία εθνότητα
στην άλλη και πολλοί μαχαλάδες να μένουν απρόσβλητοι.
Με την ερήμωση της Θράκης τους τρεις αιώνες
που ακολούθησαν την τουρκική κατάκτηση, η οικονομία της Θράκης κατέρρευσε και περιορίστηκε
σε μία κλειστή οικονομία με αυτάρκεια και εξαφάνιση των εμπορικών συναλλαγών.
Κατά τους τρεις αιώνες, 15ο - 16ο -17ο
σημειώνονται μαζικές μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών από το Αιγαίο προς την
Ασία και τη Θράκη και από την κυρίως Ελλάδα προς τη Μικρά Ασία. Είναι η εποχή
κατά την οποία ο Ελληνισμός ετοιμάζεται να αναγεννηθεί. Οι εμπορικές κοινότητες
ευημερούν και διαμορφώνουν την ταυτότητα και τον χαρακτήρα του χριστιανικού
πληθυσμού. Η περιοχή της Ραιδεστού με τα 28 χωριά των Γανόχωρων και τις
απέραντες εκτάσεις στις πλαγιές του Ιερού Όρους (Tekfur
Dag) είναι ελκυστική, τόσο που μεγάλος αριθμός Ελλήνων
από το Αιγαίο και την Πελοπόννησο εγκαθίστανται εκεί.
Με τις προϋποθέσεις αυτές κατά το τέλος
του 17ου αιώνα, η Ραιδεστός αναδεικνύεται και πάλι ως το κέντρο
συγκέντρωσης και εξαγωγής της πλούσιας αγροτικής παραγωγής της θρακικής
ενδοχώρας (σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, βρώμη, καναρόσπορος, λιναρόσπορος, σησάμι,
δέρματα, γαλακτοκομικά, υφάσματα, υφαντά). Ο Κελεμέν Μίκες αναφέρει το 1721,
ότι κατά την εποχή της σοδειάς κάπου 300 κάρα γεμάτα αγροτικά προϊόντα
συνωθούνταν στην πόλη κάθε μέρα. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι από την
Αδριανούπολη, την Κεσσάνη, τις Σαράντα Εκκλησιές, τη Βιζύη, την Αρκαδιούπολη,
τα Γανόχωρα και τη Μακρά Γέφυρα, μετέφεραν με βοϊδάμαξες και καραβάνια από
καμήλες την παραγωγή τους στη Ραιδεστό.
Τόπος των συναλλαγών ήταν η αγορά και τα
καφενεία, που βρισκόταν πίσω από τα σωζόμενα σήμερα εμπορικά κτήρια. Εκεί, τα
προϊόντα αγοράζονταν και αποθηκεύονταν από χονδρέμπορους, στους οποίους
βαθμιαία κυριάρχησαν οι Έλληνες, που τα μεταπωλούσαν χονδρικά μεταφορτώνοντάς
τα σε πλοία προς την Κωνσταντινούπολη και τα μεγάλα λιμάνια της Μεσογειακής
Ευρώπης. Τα πλοία έφερναν στο λιμάνι της Ραιδεστού έλαια, προϊόντα των νησιών
του Αιγαίου, σαπούνι, εσπεριδοειδή, υφάσματα, μηχανήματα και αποικιακά. Τις
δραστηριότητες αυτές υποστήριζαν οι βιοτέχνες και οι τεχνίτες της Ραιδεστού,
Ρωμηοί και αυτοί, που ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες. Οι πολυπληθείς Αρμένιοι
της Ραιδεστού, είχαν έρθει από την Ανατολή και ήταν έμποροι και τεχνίτες και
κυρίως σιδηρουργοί που κατασκεύαζαν γεωργικά εργαλεία (τσιλιγκίρηδες). Κατά
τις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσαν στη Ραιδεστό τρεις τράπεζες,
μία των οποίων ήταν η "Τράπεζα Μυτιλήνης".
Η Ραιδεστός ήταν από τη βυζαντινή εποχή
προνομιακός τόπος για εξορία επισήμων προσώπων. Το 1720 ο Ούγγρος επαναστάτης
πρίγκιπας Φραγκίσκος Β΄ Ρακότσι, φυγάς μετά τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699),
εγκαθίσταται στη Ραιδεστό ως εξόριστος μέχρι το θάνατό του το 1735. Ο πρίγκιπας
ακολουθείτο από πλήθος αυλικών, συμπολεμιστών και συνεργατών, μεταξύ των
οποίων ο συγγραφέας Κελεμέν Μίκες. (Kelemen Mikes, έκδοση 2000). Η ομάδα των Ούγγρων εξόριστων
αγόρασε συστάδα σπιτιών στον σημερινό Φραγκομαχαλά τα οποία συνέδεσε με
υπόγειες σήραγγες. Υπήρχαν ακόμη απόγονοί τους μέχρι το τέλος του 19ου
αιώνα.
Δεν είναι γνωστό το πώς άρχισε η κατασκευή και η χρήση ξύλινων
σπιτιών, τα οποία αποτελούσαν τον κύριο τύπο κατοικίας σε όλη την περιοχή γύρω
από τις θάλασσες του Βόρειου Αιγαίου και της Προποντίδας, όπως και σε μεγάλο
μήκος της ακτογραμμής της Μαύρης Θάλασσας. Δεν είναι επίσης γνωστό πότε η
Ραιδεστός έφτασε να είναι κτισμένη καθ΄ ολοκληρίαν από ξύλο. Οι μόνες μη
ξύλινες κατασκευές ήταν αυτές του κράτους και των θρησκευτικών αρχών, οι οποίες
για λόγους κύρους και διάρκειας κατασκεύαζαν πέτρινα κτήρια. Η πόλη έδινε έτσι
την εντύπωση μιας συμπαγούς ξύλινης μάζας με τα χρώματα του καμένου μαυρισμένου
ξύλου που απλώνεται δίπλα στη θάλασσα. Οι μαχαλάδες αποτελούνταν από
ομοιόμορφα ξύλινα σπίτια σε μια συμπαγή γκρίζα μάζα. Η εικόνα των κτισμάτων
αυτών είναι χαρακτηριστική. Ο πολύμορφος εκλεκτικισμός χαρακτηριστικό στοιχείο
των πόλεων του 19ου αιώνα δεν υπάρχει εδώ, όπως δεν υπάρχει ο δυτικότροπος
εκλεκτικισμός που υιοθέτησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία για να υποστηρίξει την
προσπάθεια εκσυγχρονισμού της.
Τα ξύλινα σπίτια βρίσκονται σήμερα στο τελευταίο στάδιο της
αποσύνθεσής τους και διασώζονται σε μικρές ομάδες ή μεμονωμένα μέσα στη θάλασσα
των πολυκατοικιών. Έχουν βέβαια προστατευθεί νομοθετικά ως διατηρητέα. Αυτό
όμως είναι μάλλον σφάλμα, γιατί τα ξύλινα σπίτια έμειναν μοναχικά μέσα σε
μπετόν που τα απαξιώνει αισθητικά, αλλά δημιουργεί και πολλούς τρόπους για την
αποσύνθεσή τους. Εκείνο που θα τα έσωζε ήταν η κήρυξη ολόκληρου του οικισμού ως
διατηρητέου.
Συνεκτική δύναμη
του Ανατολικού Ελληνισμού υπό την Οθωμανική κυριαρχία ήταν η Ανατολική Ορθόδοξη
Εκκλησία. Οι κατακτητές Οθωμανοί, με την ιδιαίτερη πείρα που διέθεταν
από την πολιτική ζωή της Κεντρικής Ασίας και την διαχείριση μεγάλου αριθμού
αιγοπροβάτων, επινόησαν πρωτότυπα διοικητικά σχήματα, ως ποιμένες ανθρώπων. Ένα
από αυτά, που είχε μεγάλη σημασία για τους Έλληνες, ήταν και το ρωμαίικο
μιλλιέτ, το οποίο περιελάμβανε όλους τους χριστιανούς που ακολουθούσαν την
Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Στα πλαίσια αυτά οι Τούρκοι παρεχώρησαν προνόμια
στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, ώστε να κρατηθεί η συνοχή του ρωμαίικου
μιλλιέτ και να συνεργαστούν μαζί του χωρίς προβλήματα. Η Ανατολική Ορθόδοξη
Εκκλησία συνειδητοποίησε το πρόβλημα και οργανώθηκε έτσι ώστε να διοικεί
ολόκληρο το Ορθόδοξο μιλλιέτ, χωρίς τη μεσολάβηση της Οθωμανικής Διοίκησης. Το
σύστημα αυτό απεδείχθη αποδοτικό και επιτυχές και κράτησε από το 1453 μέχρι το
1920, ενώ υπάρχουν ακόμη ίχνη του. Οι ευνοημένοι από τη νομοθεσία Ρωμηοί
προσπάθησαν να κρατήσουν τις προνομιακές ρυθμίσεις και να επωφεληθούν τα μέγιστα
από αυτές. Έτσι, οι κοινότητες οργανώθηκαν σε ανεξάρτητες ομάδες οι οποίες
διοικούνταν από εκλεκτά μέλη τους, τους Δημογέροντες. Κεφαλή και ηγεσία της
κοινότητας ήταν ο κατά τόπον Μητροπολίτης.
Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1854) και οι
κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που έδιναν προνόμια στις μειονότητες (Τανζιμάτ 1839
και 1855) ωφέλησαν πολύ τους Οθωμανούς Έλληνες, οι οποίοι με ραγδαίους ρυθμούς
ανήλθαν κοινωνικά και αποτέλεσαν μέρος της αστικής τάξης της Αυτοκρατορίας. Η
κοινωνική και οικονομική επιτυχία των Ελλήνων της Αυτοκρατορίας οφείλεται στην
ελευθερία της δράσης που παρεχώρησε η Οθωμανική Διοίκηση στις πολλές
μειονότητες που την κατοικούσαν. Οι Έλληνες, περισσότερο από τους άλλους λαούς,
διέπρεψαν στην επιστήμη, την οικονομία και το εμπόριο. Ο κοσμοπολιτισμός τους
τούς επέτρεπε να διεκδικούν ανώτερες θέσεις στην οικονομία, αφού δεν μπορούσαν
να σταδιοδρομήσουν στον διοικητικό δημόσιο τομέα ή τον στρατό. Γνώριζαν
γλώσσες, είχαν ταξιδεύσει και μπορούσαν να σταθούν σε σύγχρονα περιβάλλοντα.
Παράλληλα, κυριαρχούσαν στις εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις και στον
τραπεζικό τομέα.
Ιδιαίτερο πεδίο δράσης και δημιουργίας
για τους Ρωμηούς υπηκόους της Αυτοκρατορίας ήταν η παιδεία. Εκεί η νομοθεσία
του Τανζιμάτ επέτρεπε μεγάλο εύρος δράσης για τις σχολικές επιτροπές και την
ίδια τη διοίκηση των κοινοτήτων. Από τον 17ο αιώνα οι κοινότητες
επιδίωξαν την ανέγερση σχολείων και την προσέλκυση διδασκάλων με τα κατάλληλα
προσόντα.
Οι ελληνικές κοινότητες κατά την
Τουρκοκρατία αποτελούν σπουδαίο, αλλά λίγο γνωστό επίτευγμα. Την απαθλίωση και
την εξάρθρωση του Θρακικού Ελληνισμού κατά τους δύο πρώτους αιώνες μετά την
Άλωση, ακολούθησε η ανασύνταξή του. Η μακραίωνη πολιτική παράδοση του
Ελληνισμού συνδυάζεται με την εκκλησιαστική ευχαριστιακή σύναξη μέσα στην
εμπειρία του κοινοτικού συστήματος. Ο θεσμός των κοινοτήτων ανήκει στους μεσοβυζαντινούς
χρόνους, όταν αναφέρονται κοινότητες διοικημένες από "πρωτεύοντες και πατέρες των πόλεων". Η αυτοδιοίκηση των κοινοτήτων είναι ένα λαμπρό
παράδειγμα υπεύθυνης κοινωνικής δημοκρατίας, αλληλεγγύης, φιλανθρωπίας,
επαγγελματικής συντεχνιακής οργάνωσης και συνείδησης της αξίας της παιδείας.
Πρόκειται στην ουσία για ένα επιτυχές πολίτικο σύστημα, που βασίζεται σε μία
αντίληψη συμμετοχικής άμεσης δημοκρατίας και έχει ως πυρήνα το ανθρώπινο πρόσωπο.
Η κοινοτική οργάνωση συμπληρώνεται με την ίδρυση σχολειών και αποτελεί ένα από
τα προνομία της Μεγάλης Εκκλησίας. Παράλληλα, οι Ρωμηοί επαγγελματίες
οργανώνονταν οικονομικά σε συντεχνίες (ισνάφια, τουρκικά εσναφλάρ). Οι
συντεχνίες ήταν στενοί σύνδεσμοι ομότεχνων και είναι συνέχεια της ανάλογης
βυζαντινής πρακτικής. Τις συντεχνίες ανέχτηκαν οι Τούρκοι γιατί συνέφεραν οικονομικά.
Οι άπιστοι
"τζιμμήδες", υπήκοοι
δεύτερης κατηγορίας, ανέρχονται με τη βοήθεια της συνθήκης του Κιουτσούκ
Καϊναρτζή (1774) και της οθωμανικής μεταρρύθμισης του "Τανζιμάτ" (1839) και γίνονται η αστική τάξη
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι οι Ρωμηοί της "καθ' ημάς Ανατολής", οργανωμένοι σε κοινότητες πολιτικά
υποταγμένες αλλά πολιτιστικά και οικονομικά κυρίαρχες.
Η πιο σπουδαία δραστηριότητα των
κοινοτήτων, η παιδεία, πραγματώνεται κατά τον 19ο αιώνα με τους
συλλόγους. Η ιστορία των εκπαιδευτικών συλλόγων της Θράκης, (Μαμώνη 1968,
Μαυρίδης 2003, Μαυρίδης 2006), αρχίζει με την ίδρυση του "Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως"
το 1861, που αμέσως ανέπτυξε λαμπρή δράση ως οργανωτής της εκπαίδευσης του
αλύτρωτου Ελληνισμού. Γρήγορα, παρόμοιοι σύλλογοι ιδρύθηκαν σε όλη τη Θράκη. Το
1872 ιδρύεται στην Αδριανούπολη ο "Φιλεκπαιδευτικός
Σύλλογος Αδριανουπόλεως". Τα μέλη αποκαλούνταν μεταξύ τους
αδελφοί. Οι τάσεις αυτές ενισχύονται από τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς που
επικρατούν στη Βαλκανική πριν και, κυρίως, μετά το 1878. Η βουλγαρική
εθνικιστική αφύπνιση μαζί με την απειλή του πανσλαβισμού, της προσχώρησης στη
Βουλγαρική Εξαρχία και την απειλούμενη εθνική ταυτότητα των Ρωμηών, οδηγούν
τους Ρωμηούς αστούς της Κωνσταντινούπολης σε ανάληψη δράσης.
Στη Ραιδεστό, ιδρύεται το 1871 ο "Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ραιδεστού", που το
1897 επαναλαμβάνει τη δράση του ως "Αναγνωστήριον
η Βισάνθη". Το παράδειγμα της Ραιδεστού ακολούθησε ολόκληρη η
περιφέρειά της. Στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρχαν ανάλογοι σύλλογοι
σχεδόν παντού γύρω από τη Ραιδεστό, ακόμη και σε μικρά χωριά και κοινότητες,
ιδίως μάλιστα στην περιφέρεια των Γανόχωρων. Οι σύλλογοι της Μακεδονίας και της
Θράκης υποστηρίζονται από τον "Σύλλογο
προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων", που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1869 υπό
την αιγίδα του Υπουργείου των Εξωτερικών.
Οι σκοποί των συλλόγων ήταν κυρίως εκπαιδευτικοί και απέβλεπαν
πρωτίστως στη μόρφωση της νεολαίας και δευτερευόντως των ενήλικων, φιλοδοξώντας
στην ανάδειξη και τόνωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Ήταν μία έκφραση της
ανόδου της ελληνικής εθνικής ιδέας. Στην ίδρυση και τη λειτουργία των συλλόγων
πρωτοστατούσαν οι αστοί έμποροι και βιοτέχνες με θαυμαστό ζήλο και λαχτάρα για
τη μόρφωση της νεολαίας. Η δράση αυτή ικανοποιεί το εθνικό τους αίσθημα και
τους κάνει υπερήφανους.
Οι συντεχνίες των Ρωμηών κινητοποιούνται και προσφέρουν αφιλοκερδή
ατομική εργασία. Οι κτίστες εργάζονται αμισθί για την ανέγερση σχολικών κτηρίων
και μεγάρων για τους συλλόγους, ενώ οι πλούσιοι έμποροι ανταγωνίζονται σε
δωρεές. Η αυταπάρνηση και η αυθυπέρβαση που ἐμπνεει η κοινοτική συνείδηση,
οδηγεί τους πλούσιους εμπόρους στις ευεργεσίες. Ευεργέτες της Ραιδεστού είναι
οι : Σταύρος και Πασχάλης Γεωργιάδης ("Γεωργιάδειον
Αρρεναγωγείον", Νηπιαγωγείο), οι μεγαλέμποροι
δημητριακών Κωνσταντίνος και Γεώργιος Θεοδωρίδης ("Θεοδωρίδεια Εκπαιδευτήρια") και ο Κ. Κωνσταντινίδης. Οι Έλληνες
είναι περήφανοι για τους συλλόγους τους και η δράση τους είναι στα μάτια τους
μία απόδειξη της ιδιαιτερότητας του πολιτισμού και της ιστορίας τους. Μετά την
προσφυγιά, η δράση των συλλόγων αναφέρεται σαν απόδειξη του ανώτερου πολιτισμού
των Ελλήνων. (Μαυρίδης 2003).
Στο Θρακικό Φιλεκπαιδευτικό
Σύλλογο Ραιδεστού υπήρχαν
βιβλιοθήκη με αναγνωστήριο, συλλογή αρχαιοτήτων από την περιφέρεια της
Ραιδεστού, συλλογή νομισμάτων, πινακοθήκη, αίθουσα για τη φιλαρμονική. Στο
υπόγειο και προς τη θάλασσα λειτουργούσε κυλικείο. Ο Σύλλογος διοργάνωνε
γιορτές και χορούς. Η συλλογή αρχαιοτήτων του Συλλόγου διασώζεται σήμερα στο
αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης.
Ιδιαίτερη ήταν η ευσέβεια των Ραιδεστινών που ενέπνευσε και υποστήριξε
την ανέγερση εκκλησιών, όπως και την επισκευή των εκκλησιών που κατέστρεφαν οι
συχνοί σεισμοί και οι ενδημικές πυρκαγιές. Αναφέρεται πλήθος εκκλησιών οι
οποίες σήμερα δεν υπάρχουν αλλά και δεν μπορούν να ταυτισθούν με τοποθεσίες.
Πρέπει ακόμη να αναφερθεί η επίδοση των Ραιδεστινών στην ιερατική ψαλτική. Οι
ψάλτες και οι μουσικοδιδάσκαλοι της Ραιδεστού ήταν γνωστοί σε ένα ευρύτερο χώρο
που κάλυπτε την Προποντίδα και το Αιγαίο.
Ο Γάλλος αρχαιολόγος A. Dumont, κατά την αρχαιολογική περιήγηση της Θράκης το 1868, διαπιστώνει πως
οι Έλληνες κατόρθωσαν μέσα στις αντιξοότητες να κρατήσουν τη γλώσσα τους και
τον πολιτισμό τους. Χαρακτηριστική είναι η ζωντανή σχέση της Ελλήνων με τη
λόγια παράδοση και η επιβίωση ενός ήθους, που εδράζεται σε μακραίωνες και
δοκιμασμένες πολιτισμικές παραδόσεις. Στις βάσεις αυτές, η εγκύκλιος παιδεία
δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πνευματική άνθηση και προσφέρει στέρεη γνώση.
Εντύπωση προκαλεί το 1871 στον ανταποκριτή της γαλλικής "Επιθεώρησης των Δύο Κόσμων", η
προσήλωση των Ελλήνων στην παιδεία. Η προσήλωση των Ελλήνων στην παιδεία και η
συνεχώς, έστω τυπολατρική, επιδίωξή της, παραμένει πάγια και ακλόνητη. Κατά τον
ιστορικό Γεώργιο Φίνλεϋ, οι επαναστατημένοι Έλληνες είχαν μικρότερο ποσοστό
αναλφαβητισμού από τους Δυτικούς Ευρωπαίους της εποχής της Εθνεγερσίας.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι, σε άσημο χωριό της περιφέρειας της
Ραιδεστού, ο ταπεινός δάσκαλος διαθέτει προσωπική βιβλιοθήκη με κείμενα των
Ελλήνων κλασικών. Μένει κατάπληκτος από την εμμονή των Ελλήνων να διαφυλάξουν
την εθνική τους πολιτισμική ταυτότητα. Η παρουσία μιας ελληνικής εκλεπτυσμένης
κοινωνίας είναι κυρίαρχη. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Βούλγαροι τύπωσαν το
πρώτο βιβλίο στη γλώσσα τους, μόλις το 1806.
Μια ανάμνηση του κοινοτικού πνεύματος μοιάζει να είναι σήμερα η
προσπάθεια των Ελλήνων της Ανατολής και των απογόνων τους για τη διαφύλαξη της
ιστορικής μνήμης.
Με την παγκόσμια αναταραχή και αναδιάταξη του παγκόσμιου συστήματος
στις δεκαετίες του 1910 και του 1920 άλλαξε και η ζωή των ανθρώπων. Πολλοί από
αυτούς αναγκάσθηκαν να εκπατρισθούν λόγω της αναδιάταξης των συνόρων και της
νέας διανομής του χώρου. Το Tekirdağ,
ευρισκόμενο στο κέντρο της παγκόσμιας δίνης, που παρέσυρε λαούς και
αυτοκρατορίες άλλαξε χαρακτήρα. Οι πολυπληθείς Αρμένιοι έφυγαν για την
Ανατολή. Οι Έλληνες αναγκάσθηκαν να μετοικίσουν στην Ελλάδα. Η εγκατάλειψη του Tekirdağ από τον ελληνικό πληθυσμό εντάσσεται στη Συνθήκη της Λωζάννης,
παρόλο που έγινε πριν την υπογραφή της Συνθήκης και αμέσως μετά τη Μικρασιατική
Καταστροφή. Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης έγινε από τους Έλληνες τον
Οκτώβριο του 1922, βάσει της Συνθήκης Ανακωχής των Μουδανιών. Οπωσδήποτε, όλες
οι μετακινήσεις πληθυσμών που έγιναν πριν από τη Συμφωνία της Λωζάννης
αθροίζουν αυτό που χαρακτηρίζουμε ως Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Το Tekirdağ, όπως συμβαίνει και σε όλη την Ανατολή, χάνει τον κοσμοπολιτικό
χαρακτήρα μιας πολυπολιτισμικής πόλης και αποκτά ομοιογενή χαρακτήρα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 το Tekirdağ
ακολούθησε την πορεία των αναπτυσσόμενων πόλεων και χάρη στην πλούσια αγροτική
περιοχή που το περιβάλλει γιγαντώθηκε, ώστε σήμερα να αποτελεί μία εξελιγμένη,
πλην χωρίς ιδιαίτερη γοητεία, ευρωπαϊκή πόλη. Τα τελευταία χρόνια η ανέγερση
βιομηχανιών έδωσε στο Tekirdağ ένα
πρόσθετο χαρακτήρα μοντερνισμού και επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, η βαθειά
ιστορικότητα του τόπου είναι ορατή και πλανάται αδιάκοπα πάνω από την πόλη.
Βιβλιογραφία:
Αποστολίδης
Μυρτίλος: "Κώδικες Ανατολικής Θράκης", Θρακικά 18, 1943
Ατταλειάτης
Μιχαήλ: "Διάταξις επί τω παρ' αυτού συστάντι πτωχοτροφείω και τω
μοναστηρίω", στο Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος 1, Βενετία,
1872.
Ατταλειάτης Μιχαήλ: Ιστορία, Εκδόσεις Κανάκη, 1997
Βακαλόπουλος
Κωνστ.: Διωγμοί και γενοκτονία του
Θρακικού Ελληνισμού-Ο πρώτος ξεριζωμός (1906-1917), Ηρόδοτος, 1998
Βακαλόπουλος Κωνστ.:: Η ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού-Θράκη,
Κυριακίδης, 1990
Βακαλόπουλος Κωνστ.:: Η Θρακική Έξοδος (1918-1922), Ηρόδοτος,
1999
Βαφειάδης
Νικ.: Εκκλησιαστικαί επαρχίαι της Θράκης,
Εταιρεία Θρακικών Μελετών, 1953
Βιλλαρδουίνος
Γοδεφρίδος: Η κατάκτηση της
Κωνσταντινούπολης, Χατζηνικολή, 1985
Βογιατζής
Γ.: Η πρώϊμη Οθωμανοκρατία στη Θράκη,
Ηρόδοτος, 1998
Βουραζέλη-Μαρινάκου
Ελ. : Αι εν τη Θράκη συντεχνίαι τών
Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατία, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1950
Γαβριήλ Αθηνά: "Γανόχωρα
Προποντίδος. Η Χώρα 1600-1922", Εταιρεία Θρακικών Μελετών, Δημ. Αρ.50,
1956
Γεδεών
Ι. Μανουήλ: "Γανοχώρων εκκλησιαστικαί παροικίαι", Εκκλησιαστική Αλήθεια 36, Κωνσταντινούπολη,
1912
Γεδεών
Ι. Μανουήλ: "Μνημεία λατρείας χριστιανικής εν Γανοχώροις", Εκκλησιαστική Αλήθεια 36,
Κωνσταντινούπολη, 1912
Γεδεών
Ι. Μανουήλ: Μνήμη Γανοχώρων,
Πατριαρχικόν Τυπογραφείον, 1913
Γεδεών
Ι. Μανουήλ: "Πέντε συγγενείς εκ Λέρου Αρχιερείς της Ηράκλειας", Θρακικά 5, 1934
Γεραγάς
Κ.: Αναμνήσεις εκ Θράκης, 1920-1922,
Εστία, 1926
Γερμίδης
Άγγελος: "Τα Γανόχωρα Ανατολικής Θράκης" , Θρακικά 46, 1972
Γριτσόπουλος Τάσος: "Συμβολή εις
την εκκλησιαστικήν ιστορίαν της Ραιδεστού", ΑΘΛΓΘ, 1953
Dumbarton
Oaks Studies, Byzantine Monastic Foundation Documents, Volume 1, Attaleiates: Rule of Michael Attaleiates for his
Almshouse in Rhaidestos and for the Monastery of Christ Panoiktirmon in
Constantinople, Dumbarton Oaks Research Library and Collection, Washington.
D.C., 2000
Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού: Επιχειρήσεις εις Θράκην, (1919-1923),
1969
Ζήσης
Ευστρ: "Διάφορα Αυδημίου", Θρακικά
5-8, 1934-1937
"Θρακικός
Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος εν Ραιδεστώ". Έκθεσις των πεπραγμένων από της συστάσεως αυτού μέχρι τέλος του Γ΄
έτους, Κωνσταντινούπολις 1884
Isaak Benjamin: The
greek settlements in Thrace until the Macedonian conquest, I. J. Brill, London,
1988
Ιωάννου Γιώργος: "Η Παναγία η
Ρευματοκρατόρισσα", στο Η Σαρκοφάγος,
Αθήνα, 1971
Johnes A. H. M.: Cities
of the Eastern Roman Empire, Oxford University Press, 1937
Κατσαΐτης Μάρκος Αντώνιος: Ταξίδια του 1742. Βορειοδυτικά παράλια της
Μικράς Ασίας, Προποντίδα, Κωνσταντινούπολη, Εκδόσεις Ενώσεως Σμυρναίων,
1972
Kelemen Mikes: Letters
from Turkey, Kegan Paul, London, 2000
Κζούνη Σμαρώ: Η μητρόπολη του Γάνου και Χώρας της Ανατολικής Θράκης, Θεσσαλονίκη,
1998
Κιζλάρης
Θανάσης: "Από τα χωριά Σιμιτλί και Σχολάριο", Θρακική Εστία Θεσσαλονίκης 4, 1985-1986
Κοτζαγεώργη
Ξ.-Δ. Παναγιωτακόπουλου: Νεότερη και
σύγχρονη ιστορία της Θράκης-Βιβλιογραφικός οδηγός, ΙΜΧΑ, 1993
Κουρίλας
Ευλόγιος: Αγιασμάτιον Θράκης και
Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι, 1958
Κουρίλας
Ευλόγιος : "Βιογραφικός κατάλογος μητροπολιτών Ηρακλείας", Θρακικά 38, 1958
Κουρίλας
Ευλόγιος : Heraclia Sacra, Αθήναι,
1957
Külzer
Andreas - Koder Johannes : Tabula Imperii
Byzantini, Band 12 , Ostthrakien (Europe), OAW, Wien, 2008.
Λουκοπούλου Λουϊζα: "Contribution à l' historie de la Thrace
Propontique durant la periode archaique", Μελετήματα 9, Κέντρον ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητος, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 1989.
Μαμώνη Κυριακή: "Ανέκδοτη ιστορική
περιγραφή Ραιδεστού", Περί Θράκης, τόμος 1, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη,
2001
Μαμώνη
Κυριακή : "Από την ιστορίαν και δράσιν των συλλόγων Ραιδεστού
Θράκης", Μνημοσύνη 2, 1968-1969
Μαμώνη
Κυριακή : "Η εκπαιδευτική και φιλανθρωπική αδελφότης Κωνσταντινουπόλεως
και τα σχολεία της Θράκης", στο Η
ιστορική και αρχαιολογική και λαογραφική έρευνα για την Θράκη, ΙΜΧΑ, 1988
Μαμώνη Κυριακή : Σύλλογοι Θράκης και Ανατολικής Ρωμυλίας (1861-1922), ΙΜΧΑ, 1995
Μανουήλ-Κορφιάτη Θεοδοσία: Η Ραιδεστός, Θεσσαλονίκη, 1985
Μανουηλίδης Φ.: "Πόλις και Νομός
Ραιδεστού", Θρακικά 24, 1955
Μαραβελάκης
Α.-Βακαλόπουλος Α.: Αι προσφυγικαί
εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών,
1955
Μαυρίδης Α.Δ. - Τσιγάρας Χ.Γ. , Γενισέα, Νέα πόλη του Νέστου-τόπος
συνάντησης πολιτισμών, Δήμος Βιστωνίδος, Γενισέα 2010.
Μαυρίδης Α.Δ., Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό - Σε αναζήτηση της νεοελληνικής
ταυτότητας, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2003.
Μαυρίδης Α.Δ., Από την Ιστορία της Θράκης 1875-1925, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και
Περιθεωρίου, Ξάνθη, 2006.
Μήλλας Ακύλας : Προποντίδα, μία θάλασσα της Ρωμιοσύνης, Λ. Μπαρζιώτη, 1992
Μπελιά
Ελένη: Εκπαίδευση και αλυτρωτική
πολιτική. Η περίπτωση της Θράκης 1856-1912, ΙΜΧΑ1995
Ντογραμμαντζής Ι. : "Το Σκουλάρι
Γανοχώρων Θράκης", Θρακική Εστία
Θεσσαλονίκης 4, 1985-1986
Οικουμενικό Πατριαρχείο: Μαύρη βίβλος διωγμών και μαρτυρίων 1919,
Αρσενίδης
Ortayli
Jeber: "Rodosto (Extention en Marmara de la via Egnatia en XVIe
siecle)", στο The via Egnatia
under ottoman rule, Crete University Press,
Rethymnon, 1996
Παπαζώης Δ. Τριαντ.: Τό αρχαίο Πάνιο (Πάνιδο) Ανατολικής Θράκης,
Θεσσαλονίκη, 1988
Παπακώστας
Γιάννης: Διά τον σύνδεσμον του απανταχού
Ελληνισμού, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήναι, 2010
Πολυχρονίδου-Λουκοπούλου
Λουίζα: "Αρχαιότητα" και "Αρχαιολογία της Νοτιοανατολικής
Θράκης", στο Η ιστορική,
αρχαιολογική και λαογραφική έρευνα για την Θράκη, ΙΜΧΑ, 1988
Σακελλαριάδης
Σπήλιος: Πόλεις και θέσμια Θράκης και
Ιωνίας εν τη Αρχαιότητι, Αθήναι, 1929
Σαμοθράκης Αχ: Λεξικόν γεωγραφικόν και ιστορικόν της Θράκης. ΑΘΛΓΘ 28, 1963
Satkin
Münir: Tekirdağ eski ahsap ev süslemeleri,
Tekirdağ, 1999
Satkin
Münir : Tekirdağ eski ahsap evleri,
Tekirdağ, 1996
Schönert-Geiss Edith: Die Münzpragung
von Bisante, Dikaia, Selymbria, Berlin, 1977
Σοϊλεντάκης
Νικ.: Ιστορία του Θρακικού Ελληνισμού,
Πιτσιλός, 1996
Σταματιάδης
Επαμ.: Οι Καταλανοί εν τη Ανατολή,
Αθήναι, 1869
Σταμούλη-Σαραντή Ελπινίκη: Ανατολική Θράκη, Η Σηλύβρια με τα γύρω της
χωριά, Αθήναι, 1956-1958
Συλλογικό: Ραιδεστός-Θεσσαλονίκη, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, 2016
Tekirdağ Valiğli: Tekirdağ, Tekirdağ,
1992
Τσελεμπή
Ε.-Κοβέλ Τ.: Από Κωνσταντινουπόλεως εις
Αδριανούπολη, Εκάτη, 1993
Φιλολογικός
Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως: Θρακική
προσωπογραφία, Ρήσος, 1991
Ψάλτης
Στ.: Η Θράκη και η δύναμις του εν αυτή
Ελληνισμού, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, 1919
[1] Πληροφορία από τον Ραιδεστινής καταγωγής Νίκο Πανταζόπουλο.
[2] Λέξη περσικής
προέλευσης (Kull=το όλον). Βασική αντίληψη της τουρκικής
πολεοδομίας. Συνιστάται σε συνήθως ενιαία κατασκευή, η οποία οργανώνει
κοινωνικές, διοικητικές και θρησκευτικές λειτουργίες. Ένα τυπικό κουλλιγιέ
περιλαμβάνει παζάρι, τέμενος, σχολείο (μεδρεσέ), πτωχοκομείο (ιμαρέτ), λουτρό
(χαμάμ), νοσοκομείο, κρήνες (σεμπίλ), ξενοδοχείο (χάνι), νεκροταφείο και
διοικητικά κτήρια, χωρίς να περιορίζεται σε αυτά . Τα κουλλιγιέ συναντώνται
στις μεγάλες ισλαμικές πόλεις της κεντρικής Ασίας (Σαμαρκάνδη, Εσφαχάν), αλλά
και σε ευρωπαϊκές πόλεις τις οποίες ανοικοδόμησαν οι Οθωμανοί Τούρκοι
(Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου