Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνισμός.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελληνισμός.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Γιάννης Παπακώστας, «Διά τόν σύνδεσμον τοῦ ἀπανταχοῦ Ἑλληνισμοῦ. Μείζων Ἑλληνισμός καί ἑλληνικά γράμματα στίς ἀπαρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἄγνωστες ἐκθέσεις πρός τόν ΣΩΒ γιά το Α΄ ἐκπαιδευτικό συνέδριο του 1904», Σύλλογος πρός Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων, Ἀθῆναι 2010, σχῆμα 17x24, σελ. 452.



Οἱ ἐκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, πού περί τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα, ἀναγκάσθηκε νά παραχωρήσει στούς ὑπηκόους της ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἔγιναν ἡ ἀφορμή καί ὁδήγησαν στήν ἄνοδο καί στή συμμετοχή τῶν Ρωμηῶν τῆς Αὐτοκρατορίας στή νεοπαγή ἀστική δυτικόστροφη τάξη της. Τό κοσμοπολίτικο Πέραν τῆς Κωνσταντινούπολης δέν ἐξελίσσεται μόνο σέ καθρέπτη τοῦ ἐκδυτικισμοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί γίνεται ἐπίσης τό κέντρο τῆς δράσης καί τῆς ἐπιτυχίας τῆς ρωμαίικης κεφαλαιουχικῆς καί ἐμπορευματικῆς τάξης.
Οἱ ἑλληνικές κοινότητες ἐλέγχουν, πρίν τό 1922, τό 50% τοῦ κεφαλαίου τοῦ ἐπενδεδυμένου στή βιομηχανία τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως καί τό 60% τῶν θέσεων ἐργασίας στούς μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχοῦν ἀπόλυτα στό εἰσαγωγικό καί τό ἐξαγωγικό ἐμπόριο. Ἀναφέρεται ὅτι τό 1914 τό 46% ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες τραπεζῶν καί τραπεζίτες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἦταν Ρωμηοί. Τήν ἴδια χρονιά, ἀπό τίς 6.507 βιομηχανίες καί βιοτεχνίες τῆς Αὐτοκρατορίας, τό 49% ἀνῆκε σέ Ρωμηούς. Τό 1912, ἀπό τίς 18.063 ἐμπορικές ἐπιχειρήσεις τῆς Αὐτοκρατορίας, τό 43% βρισκόταν σέ ἑλληνικά χέρια, τό 23%  ἀνῆκε σέ Ἀρμένιους, τό 15% σέ Μουσουλμάνους καί τό ὑπόλοιπο σέ ἄλλους. Τό 1914 πάλι, Ἕλληνες ἦταν τό 52% τῶν γιατρῶν, τό 49% τῶν φαρμακοποιῶν, τό 52% τῶν ἀρχιτεκτόνων, τό 37% τῶν μηχανικῶν καί τό 29% τῶν δικηγόρων τῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Ρωμηοί μαθητές ἀντιπροσωπεύουν σέ ἀπόλυτους ἀριθμούς τό διπλάσιο σχεδόν τῶν Μουσουλμάνων μαθητῶν σέ ὅλη τήν Αὐτοκρατορία. Τήν ἴδια ἐποχή οἱ Ἑλληνίδες, σέ ἀντίθεση πρός τίς μουσουλμάνες τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐργάζονταν μαζικά στή βιομηχανία, τήν ταπητουργία καί τήν παραγωγή τροφίμων. Ἡ ἑλληνική γλώσσα εἶχε γίνει ἡ γλώσσα τῶν ἐμπόρων καί τῆς καλῆς κοινωνίας, σέ βαθμό πού σημαντικό ποσοστό Ρωμηῶν ἀγνοοῦσε τήν τουρκική (τά στοιχεῖα ὀφείλονται στή συλλογική μελέτη Ottoman Greeks in the age of nationalism, Darwin Press, 1999).
Σπουδαία ἦταν ἡ θέση τῆς ἑλληνικῆς ναυτιλίας, κατά τά μέσα τοῦ 19ου  αἰώνα. Θέση, ἡ ὁποία μετά ἀπό κάποια κάμψη μετά τήν εἰσαγωγή τοῦ ἀτμοῦ στή ναυπήγηση τῶν πλοίων, ἀνέκαμψε ὅταν οἱ  Ἕλληνες πλοιοκτῆτες ἀγόρασαν καί μετέφεραν στήν Ἀνατολική Μεσόγειο τά παλιά ἀγγλικά ἀτμόπλοια.
Ὑπόβαθρο καί προϋπόθεση τῆς ἀνόδου καί τῆς ἀκτινοβολίας τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων ἦταν ἡ προσήλωση τῶν Ἑλλήνων στήν Παιδεία. Πρόκειται γιά μορφή ἐκσυγχρονισμοῦ πού δέν ἐπιβάλλει τήν ἀπώλεια τῶν πολιτισμικῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἡ Παιδεία, ἡ ὁποία ἦταν ἕνα ἀπό τά προνόμια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, πραγματώνεται κατά τόν 19° αἰῶνα μέ τούς συλλόγους. Ἡ  ἱστορία τῶν συλλόγων τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολῆς ἀρχίζει μέ τήν ἵδρυση τοῦ " Ἑλληνικοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως" τό 1861, ὁ ὁποῖος, ἀμέσως ἀνέπτυξε λαμπρή δράση ὡς ὀργανωτής τῆς ἐκπαίδευσης τοῦ ἀλύτρωτου Ἑλληνισμοῦ. Γρήγορα, παρόμοιοι σύλλογοι ἱδρύθηκαν σέ ὅλη τήν Ἀνατολή. Τελείως πρόσφατα, ἡ ἔρευνα ἐντόπισε καί καταλογογράφησε χιλιάδες συλλόγους σέ όλη τή Μικρά Ασία καί τή Θράκη. Οἱ σκοποί τῶν συλλόγων ἀπέβλεπαν στή μόρφωση τῆς νεολαίας καί δευτερευόντως τῶν ἐνηλίκων, φιλοδοξῶντας στήν ἀνάδειξη καί τόνωση τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας.
Τήν πραγματικότητα αὐτή τοῦ Μείζονος Ἑλληνισμοῦ καί τή σχέση της μέ τά ἑλληνικά γράμματα καί τήν ἑλληνική παιδεία κατά τίς ἀπαρχές τοῦ 20οῦ   ἀνέλαβε νά περιγράψει ὁ ὁμότιμος καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γιάννης Παπακώστας, δοκιμασμένος μελετητής τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Πρόκειται γιά φιλόδοξο ἐγχείρημα μεγάλης κλίμακος, τή συγκρότηση μιᾶς μορφῆς ἐγκυκλοπαίδειας καί περιγραφικοῦ χάρτη τῶν ἐκπαιδευτικῶν πραγμάτων τοῦ Μείζονος Ἑλληνισμοῦ κατά τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἡ πολύ σημαντική αὐτή προσπάθεια βασίσθηκε στά πρακτικά καί τίς ἐκθέσεις τοῦ «Πρώτου ἐν Ἑλλάδι Ἐκπαιδευτικοῦ Συνεδρίου» πού ὀργανώθηκε στήν Ἀθήνα ἀπό τίς 31 Μαρτίου ἕως τίς 4 Ἀπριλίου 1904. Τήν πρωτοβουλία τῆς ὀργάνωσης τοῦ συνεδρίου ἐκείνου τήν εἶχαν ὁ Δημ. Βικέλας καί ὁ Γ. Δροσίνης (ἀπό τόν ὁποῖο ξεκίνησε ἡ πρόταση συγκλήσεώς του). Ὁ Δ. Βικέλας ἦταν ὁ πρόεδρος καί ὁ Γ. Δροσίνης ὁ γραμματέας τοῦ «Συλλόγου πρός Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων». Στό συνέδριο συμμετεῖχαν ὡς ὀργανωτές ὁ «Σύλλογος πρός διάδοσιν τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων» καί ὁ φιλολογικός «Σύλλογος Παρνασσός». Τά πρακτικά τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συνεδρίου περιλαμβάνουν ἄγνωστα μέχρι σήμερα ὑπομνήματα καί ἐκθέσεις γιά τά ἐκπαιδευτικά πράγματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ στή Μακεδονία καί στή Θράκη. Τό σπουδαῖο αὐτό ἐρευνητικό ὑλικό ἀνασύρθηκε ἀπό τόν συγγραφέα μέσα ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ «Συλλόγου πρός Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων».
Στή μελέτη τοῦ κ.Γιάννη Παπακώστα δημοσιεύονται ἐκθέσεις μέ πολύ σημαντικά στοιχεῖα καί πληροφορίες γιά τή Θεσσαλονίκη, τίς Σέρρες, τό Μοναστήρι, τήν Ἀδριανούπολη καί τή Ραιδεστό. Δημοσιεύονται ἐπίσης μαρτυρίες γιά τίς περιοχές Κοζάνης, Βεροίας, Φιλιππούπολης, Στενημάχου, Πύργου, Ἀγχιάλου, Βάρνας καί Κορυτσᾶς, ὅπως καί ἀδημοσίευτα στοιχεῖα γιά τά ἐκπαιδευτήρια τῆς Ἑλληνισμοῦ τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Ἀλεξάνδρειας, τοῦ Καϊρου καί τοῦ Πόρτ Σάιδ καί ἐκθέσεις γιά τά ἐκπαιδευτήρια τῆς Κωνσταντινούπολης καί τῆς Σμύρνης.
Στό συνέδριο ἔλαβαν μέρος χίλιοι περίπου ἐκπρόσωποι τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος  τοῦ ὑπόδουλου καί παροικιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ ἐκθέσεις καί τά ὑπομνήματα τῶν συνέδρων δίνουν μία οὐσιαστική εἰκόνα τῆς προσήλωσης τοῦ ἐκτός τῶν τότε ἑλλαδικῶν συνόρων Ἑλληνισμοῦ στήν ἑλληνική γλώσσα. Δίνεται ἐπίσης καί τό μέγεθος τοῦ πλήθους καί τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τοῦ μαθητικοῦ πληθυσμοῦ στόν ὁποῖο ἀπευθυνόταν τά σχολεῖα τοῦ μείζονος Ἑλληνισμοῦ. Συγκινητικό εἶναι τό φρόνημα τῶν ἐκπαιδευτικῶν συλλόγων, πού εἶχαν συσταθεῖ κατά ἑκατοντάδες στήν Ἀνατολή καί ἀπέβλεπαν στή διδασκαλία καί τή διάδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅπως καί μιᾶς ἑλληνοκεντρικῆς παιδείας.
Σέ μία ἐποχή, κατά τήν ὁποία ὁ Ἑλληνισμός δοκιμάζεται δεινῶς, ἡ προσήλωση τῶν ἐκτός τοῦ τότε ἑλληνικοῦ κράτους ἑλληνικῶν πληθυσμῶν στήν παιδεία καί ἡ μορφή πού εἶχε ἡ παιδεία αὐτή ἀποτελοῦν στοιχεῖα καί στηρίγματα αἰσιοδοξίας. Μέσα ἀπό τίς σελίδες τῆς μελέτης τοῦ κ. Παπακώστα παρακολουθοῦμε τίς προσπάθειες καί τίς ἐπιθυμίες τῶν συντελεστῶν τῆς ἐκπαίδευσης τοῦ μείζονος Ἑλληνισμοῦ γιά μόρφωση τῆς νεολαίας καί δευτερευόντως τῶν ἐνηλίκων μέ τόν ἀνομολόγητο σταθερό σκοπό τῆς ἀνάδειξης καί τῆς τόνωσης τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας. Σέ μία ἐποχή ἀποδόμησης καί ἰδεολογικοῦ μηδενισμοῦ παρακολουθοῦμε τήν προσπάθεια τῶν ἀνατολικῶν Ἑλλήνων γιά συγκρότηση καί ἀναβίωση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας, πρᾶγμα πού θά τούς ἐπιτρέψει νά λάβουν μέρος στή μεγάλη ἐξόρμηση τοῦ 1912-1922.
Τά χειρόγραφα τοῦ πρώτου ἐκπαιδευτικοῦ συνεδρίου τοῦ 1904, πού ἀναδύει, ἐκδίδει καί παρουσιάζει ὁ κ. Γιάννης Παπακώστας δέν ἀποτελοῦν μόνο τεκμήρια τῆς πίσης τῶν Ἑλλήνων στήν Παιδεία, ἀλλά καί τεκμήρια τῆς ζωῆς καί τῆς πραγματικότητας τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν πού βρισκόταν ἔξω ἀπό τά σύνορα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Γιά παράδειγμα ἀναφέρω τή ἔκθεση τοῦ δασκάλου Κ. Γεωργιάδη γιά τή Ραιδεστό, ἡ ὁποία θά πάρει τή θέση της στίς λίγες ἱστορικές περιγραφές πού διαθέτουμε γιά τήν πόλη αὐτή.
Ὅπως τονίζει ὁ μελετητής, δύο εἶναι τά σημαντικά στοιχεῖα πού θά προκαλέσουν τήν προσοχή τοῦ ἀναγνώστη τῆς μελέτης: «Ἡ διαπίστωση ὅτι τό μάθημα τῶν ἑλληνικῶν καταλάμβανε σταθερά τό 35% τῶν ἑβδομαδιαίων ὡρῶν διδασκαλίας ἤ καί περισσότερο –φαινόμενο πού συνιστοῦσε καί τόν συνεκτικό δεσμό τοῦ Ἑλληνισμοῦ· ἡ διαπίστωση ἐπίσης ὅτι βρίσκεται μπροστά σέ ἕναν σφύζοντα μαθητικό πληθυσμό, ὁ ὁποῖος προκύπτει ἀπό τής Ἐκθέσεις τῶν ἁρμόδιων φορέων….»
Τό βιβλίο ἀποτελεῖται ἀπό τρία κύρια μέρη. Στό Πρῶτο Μέρος ἀναφέρονται τά ὀργανωτικά ὅπως καί ἡ θεματολογία τοῦ συνεδρίου. Ἀναλύονται καί σχολιάζονται τά κίνητρα καί οἱ διοργανωτές τοῦ Συνεδρίου, οἱ Ἐκπαιδευτικοί Σύλλογοι καί γίνεται ἰδιαίτερη ἀναφορά στήν Ἀνατολική Ρωμυλία καί τή Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή. Σχετικά μέ τή θεματολογία τοῦ Συνεδρίου συζητῶνται μεταξύ ἄλλων τά διδακτικά ἐγχειρίδια καί ἡ γλώσσα. Τό Πρῶτο Μέρος κλείνει μέ ἐκθέσεις καί ὑπομνήματα. Δημοσιεύονται ἐκθέσεις γιά τό Μοναστήρι, τήν Ἀδριανούπολη, τή Ραιδεστό, τή Θεσσαλονίκη καί γιά ἕνα εὐρύτατο σύνολο περιοχῶν στά Βαλκάνια, τή Μικρά Ἀσία, τήν Κύπρο, τή Ρωσία καί τήν Αἴγυπτο.
Στό Δεύτερο Μέρος συνεχίζεται ἡ δημοσίευση ἐκθέσεων ἀπό ἐκπαιδευτήρια, συλλόγους καί δασκάλους προερχόμενων ἀπό τόν τεράστιο χῶρο ὅπου κατοικοῦσε ὁ παροικιακός Ἑλληνισμός. Παρουσιάζονται ἐκθέσεις γιά τά ἐκπαιδευτήρια τοῦ Μοναστηρίου, τῆς Ραιδεστοῦ, τῆς Ἀδριανούπολης, τῆς Θεσσαλονίκης καί τῶν Σερρῶν, ὅπως καί συντομότερα ἐκθέσεις γιά ἐκπαιδευτήρια τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κωνσταντινούπολης, τῆς Σύρου κ.ἄ.
Τό Τρῖτο Μέρος περιλαμβάνει πίνακες τῶν ἐκθεμάτων πού ἀπέστειλε κάθε σχολεῖο γιά τή Σχολική  Ἔκθεση πού ἀποτελοῦσε ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ Συνεδρίου. Γιά τή λειτουργία τῆς ἔκθεσης αὐτῆς εἶχε διαμορφωθεῖ κατάλληλα ὁ χῶρος τῶν γραφείων τοῦ «Συλλόγου πρός Διάδοση Ὠφελίμων Βιβλίων». Τα ἐκθέματα εἶχαν ἀποσταλεῖ ἀπό ἔνδεκα ἐκπαιδευτήρια.
Τέλος, τά θεωρητικά ὑπομνήματα πού ἀναφερόταν σέ ἐκπαιδευτικά θέματα τῆς ἐποχῆς θά δημοσιευθοῦν σέ τόμο πού θά ἀκολουθήσει.
Μπροστά στή σημερινή κρίση τῶν ἐκπαιδευτικῶν πραγμάτων στή χώρα μας καί στήν τυπολατρική ἀντιμετώπιση τῆς Παιδείας ἡ παρουσίαση τῆς ἐπιβλητικῆς ἐκπαιδευτικῆς δραστηριότητας τοῦ Μείζονος Ἑλληνισμοῦ πρίν ἀπό ἕνα αἰῶνα μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς καταλύτης ἀναγέννησης καί φρονηματισμοῦ. Τό βιβλίο τοῦ κ.Γιάννη Παπακώστα εἶναι καί γι’ αὐτό πολύτιμο.

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Χάρης Φεραίος: Ο Τρίτος Βάτραχος, Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2009, σχήμα 14x20, σσ. 160





Πρόκειται για βιβλίο-συλλογή μικρών άρθρων που ο Κύπριος συγγραφέας δημοσίευσε σε εφημερίδες της Λευκωσίας.
Μια πρώτη ματιά αφήνει την εντύπωση ότι πρόκειται για συνάθροιση μικρών δοκιμίων με ετερόκλητη θεματολογία. Ωστόσο, ο αναγνώστης γρήγορα συντονίζεται στον ρυθμό του συγγραφέα και εξοικειώνεται με τη σκέψη και την προβληματική του. Το μικρά αυτά κείμενα διαθέτουν μια εσωτερική λογική. Τα φαινομενικά ετερόκλητα θέματα συγκλίνουν προς ένα κέντρο: την ανίχνευση και την ανεύρεση της σημασίας και της ερμηνείας, της ένταξης των καθ’ έκαστον στο καθόλου, κατ΄ Αριστοτέλη. Ο συγγραφέας επισημαίνει και συζητά προβλήματα και δεν υπαγορεύει λύσεις. Πάντα, όμως, μέσα σε μια ελληνοκεντρική οπτική που τη χρωματίζει η έγνοια και ο καημός της Ρωμηοσύνης ως υπαρξιακό βίωμα. 
Η θεματολογία του συγγραφέα βάζει σε διαρκή αδιάσπαστη παράταξη τα μεγάλα ερωτήματα και διακυβεύματα που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό κόσμο κατά τις πρόσφατες δεκαετίες. Εδώ έχουμε ένα βιβλίο ελληνοκεντρικό, όπου τα βιώματα του συγγραφέα και οι μύχιες σκέψεις του επικεντρώνονται στην ποικιλία και το πλήθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ο Ελληνισμός και τα δύο ελληνικά κράτη. Χαρακτηριστική των κατευθύνσεων του συγγραφέα είναι η χρήση παραλλαγών ενός κιονόκρανου από την Αγία Σοφία στο εξώφυλλο του βιβλίου. Αλλά και μέσα στα κείμενα του βιβλίου ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφέρεται στην Αγία Σοφία ως αισθητική έκφραση του ελληνικού κόσμου και ως κορυφαίο ανθρώπινο επίτευγμα.
Το μικρό αυτό βιβλίο περιλαμβάνει σαράντα μικρά κείμενα, ένα προοίμιο και μία συμβολική διήγηση ως επιμύθιο, από το οποίο ξεκινά και ο παράδοξος τίτλος του. Τα κείμενα χωρίζονται σε τέσσερις ενότητες ανά δέκα.
Στην πρώτη ενότητα του βιβλίου, με τον εύλογο τίτλο «Η περιπλάνηση του Νέου Ελληνισμού», επιχειρείται μία τοποθέτηση της διαχρονικής κρίσης ταυτότητας του Ελληνισμού και συζητώνται οι πολιτισμικές διαστάσεις της σημερινής μας κατάστασης και οι αλλοτριωτικοί κίνδυνοι που μας περιβάλλουν. Η συχνή αναφορά στον Χρήστο Γιανναρά και τα βιβλία του δίνει ένα στίγμα της προβληματικής του συγγραφέα. Επισημαίνω, επίσης, τις αναφορές στον πρόωρα χαμένο φιλόσοφο Σπύρο Κυριαζόπουλο (1932-1977).
Ο συγγραφέας που έχει θετική μόρφωση (είναι αρχιτέκτονας και μάλιστα καλός) διακρίνεται για την αρχαιογνωσία του και την άνεση με την οποία χειρίζεται την κλασική γραμματεία και την εκκλησιαστική υμνογραφία. Ο ίδιος ακολουθεί με συνέπεια την αντίληψη για τη συνέχεια του Ελληνισμού στην οποία δεν διστάζει να αναφέρεται.
Στο δεύτερο τμήμα που επιγράφεται «Πολιτική άνευ “Πόλεως”», ο συγγραφέας προσπαθεί να συγκρίνει και να αξιολογήσει τη σημερινή άσκηση της πολιτικής στους ελληνικούς χώρους με τις μακραίωνες πολιτικές παραδόσεις του Ελληνισμού.
Το τρίτο τμήμα του βιβλίου ονομάζεται «Η ημετέρα παίδευσις». Εδώ ο συγγραφέας συζητά τη γλωσσική κατάσταση στη σύγχρονη Κύπρο σε συνάρτηση με τις ιστορικές περιπέτειες της πολύπαθης νήσου. Ο ίδιος έχει προσωπική εμπειρία από την επίπονη ιστορική πορεία του νησιού μετά το 1955. Πέρα από το πολιτικό και εθνικό ζήτημα ο Χάρης Φεραίος ανησυχεί, όπως πολλοί άλλοι, για την γλωσσική αλλοτρίωση που είναι εμφανής στην Κύπρο. Ο ίδιος χειρίζεται την απλή νεοελληνική αριστοτεχνικά σε βαθμό που το βιβλίο του είναι γλωσσικά παραδειγματικό.
Το τελευταίο τμήμα του βιβλίου ονομάζεται «Ο εμπαιγμός», ονομασία που αναφέρεται στην αντιμετώπιση του κυπριακού προβλήματος από τους ισχυρούς. Με σεμνότητα, αλλά και πατριωτικό και ανθρωπιστικό ζήλο ο Χάρης Φεραίος προσπαθεί να ψηλαφίσει τους όρους και τους τρόπους και τους όρους κάτω από τους οποίους το αντιστασιακό φρόνημα της Κύπρου θα βοηθήσει στην επιβίωση του χειμαζόμενου κυπριακού ελληνισμού.





Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Η ανέγερση της Αγίας Σοφίας και η συνέχεια του Ελληνισμού.



Η Αγία Σοφία, η «μεγάλη εκκλησία» της Κωνσταντινούπολης στέκεται στην κορυφή του πρώτου λόφου της Πόλης και κοντά στο άκρο της ιστορικής χερσονήσου που περιβάλλεται από την Προποντίδα, τον Βόσπορο και τον Κεράτιο. Η Αγία Σοφία κτίσθηκε μεταξύ των ετών 532 και 537 και αποτελούσε οργανικό τμήμα του συγκροτήματος του παλατίου της Κωνσταντινούπολης. Το κτίσμα που γνωρίζουμε σήμερα είναι το τρίτο κατά ιστορική σειρά και κτίσθηκε για να αναπληρώσει την κατεστραμμένη κατά τη Στάση του Νίκα προηγούμενη Αγία Σοφία. 

H ανέγερση της Αγίας Σοφίας έγινε μέσα σε πέντε χρόνια και δέκα μήνες, χρονικό διάστημα το οποίο φαίνεται απίστευτο δεδομένης της κλίμακας και της πολυπλοκότητας του μνημείου[i]. Το ίδιο απίστευτο και μοναδικό είναι το γεγονός ότι ο Ανθέμιος παρουσίασε πρωτόλεια της κατασκευής (ινδάλματα, κάτι σαν τις σημερινές μακέτες), λίγες μόλις μέρες μετά την καταστολή της Στάσης του Νίκα και την καταστροφή της προηγούμενης εκκλησίας της Αγίας Σοφίας[ii]. Αλλά και απ΄ όλες τις απόψεις η Αγία Σοφία θεωρήθηκε, και είναι, κάτι «το μοναδικό στον κόσμο» (singulariter in mundo)[iii]

Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά, αλλά και τα πιο ιδιόρρυθμα κτήρια στην ιστορία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής και αποτελεί συνδυασμό της βασιλικής με τον περίκεντρο ναό με τρούλλο. Με τους μεγαλειώδεις χώρους και τον τρούλλο της Αγίας Σοφίας πραγματοποιείται η επιθυμία του βυζαντινού λαού για ένα ναό ικανό να «χωρέσει το Αχώρητον». Η Αγία Σοφία δίκαια χαρακτηρίσθηκε ως «επίγειος ουρανός».
Η πραγματικότητα όμως και οι σημασίες που μεταφέρονται μέσω της Αγίας Σοφίας υπερβαίνουν τους ορισμούς. Η Αγία Σοφία πραγματοποιεί τη μετάβαση από τον αρχαίο στον βυζαντινό κόσμο ως ύψι στο δημιούργημα του ενιαίου Ελληνισμού μέσα στην συνέχεια και τη συνέπεια της ιστορίας του.
Η Αγία Σοφία μπορεί να γίνει αντιληπτή και ως καθρέπτης της ελληνικής ιστορίας. Αυτό συνδέεται με την συναισθηματική φόρτιση που συνοδεύει τη διϊστορική  εικόνα του μνημείου στη συλλογική μας συνείδηση. Γιατί εκείνο που βρίσκεται βαθιά μέσα στα πράγματα, αυτό συνεχίζει να αναδύεται, να επιμένει  και να παραμένει παρόν στην Αγία Σοφία. Υποστηρίζουμε ότι οι διαχρονικές αξίες και οι αντιλήψεις που χαρακτηρίζουν το μνημείο αυτό μαρτυρούν τη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας. Κάτω από τις συγκυρίες και τις συμπεριφορές υπάρχουν αρχές και αρχέτυπα που επιμένουν, εμφανίζονται και συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις πραγματικότητες.
Κατ΄ αρχήν είναι παντού παρούσα στην Αγία Σοφία η θεμελιώδης γνωσιολογική αντίληψη των Ελλήνων για τη σημασία και τη σπουδαιότητα της θέασης. Το πνεύμα χρειάζεται να δει για να κατανοήσει[iv]. Σ’ αυτό βοηθά το πολυσυζητημένο φως που χαρακτηρίζει το εσωτερικό του κτηρίου[v]. Αλλά και ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του όλου έργου, μας δίδει την αίσθηση της αντιδιαστολής προς την Ασία και τη Δυτική Ευρώπη. Όπως και η ποιότητα της επιστήμης που το δημιούργησε, μαζί με τη μορφή της αισθητικής που το σφραγίζει, μπορούμε να πούμε ότι βρίσκονται σε συμφωνία με τις καλύτερες ελληνικές παραδόσεις. Θα μπορούσαμε ακόμη να προσθέ σουμε την απόρριψη της χρησιμοθηρικής επιστήμης, που διακηρύττουν οι δύο ιδιο φυείς δημιουργοί του έργου, όπως και την αποφασιστική τους στάση απέναντι στην απαίτηση της λογικής να περιορίσει και να καθορίσει τον κόσμο[vi]

Την ανέγερση της Αγίας Σοφίας ανέθεσε ο Ιουστινιανός σε δύο ιδιοφυείς επιστήμονες, εκπρόσωπους των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι παρέμειναν σταθεροί υποστηρικτές των αρχαίων ελληνικών παραδόσεων.
Οι προσωπικότητες των δύο δημιουργών της Αγίας Σοφίας γεννούν σήμερα ερωτήματα. Αμφότεροι, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος, δεν ήταν γνωστοί ως δόκιμοι αρχιτέκτονες όταν ο Ιουστινιανός τους ανέθεσε την ανέγερση της Αγίας Σοφίας και ούτε είχαν πραγματοποιήσει άλλα οικοδομικά έργα[vii].
Επρόκειτο μάλλον για θεωρητικούς επιστήμονες, οι οποίοι έθεταν την επιστήμη τους σε εμπειρική απόδειξη και εφαρμογή και οι οποίοι ήταν γνωστοί ως «μηχανικοί» η ως «μηχανοποιοί»[viii]. Οι όροι αυτοί αφορούσαν τους λίγους επιστήμονες, τους οποίους απασχολούσε εκείνη την εποχή η θεωρία της Μηχανικής.

Ο Ανθέμιος, από τις Τράλλεις της Λυδίας, είχε την κύρια ευθύνη της ανέγερσης της Αγίας Σοφίας, εκτός από την αρχιτεκτονική του μνημείου ήταν υπεύθυνος για την όλη οργάνωση των εργασιών και την οικονομική διαχείριση. Ο Ανθέμιος προήρχετο από προικισμένη οικογένεια διανοουμένων και ήταν γνωστός ως μαθηματικός και μελετητής της φυσικής επιστήμης. Εκείνο που τον απασχολούσε φαίνεται ότι ήταν η θεωρία και η κατασκευή μηχανών σε κάποια μορφή μιμητική των λειτουργιών του φυσικού κόσμου[ix].Ήταν θεωρητικός επιστήμονας και αρέσκονταν να κατασκευάζει πρωτότυπα  μηχανήματα χωρίς φανερή πρακτική αξία. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος της πραγματείας του: «Περί παραδόξων μηχανημάτων»[x], όπου μεταξύ άλλων συζητείται και η σχεδίαση της έλλειψης. Ασχολήθηκε με την παραγωγή ενός τεχνητού σεισμού, με τη χρήση της δύναμης του ατμού, όπως και με την κατασκευή ενός μεγάλου κατόπτρου[xi]. Αναφέρεται ακόμη ως ζωγράφος και γλύπτης. Συνέγραψε θεωρητικά κείμενα, μεταξύ των οποίων τη συνέχεια της πραγματείας του Αρχιμήδη για τα σφαιρικά κάτοπτρα μετά από ανάλυση της θεωρίας των κωνικών τομών[xii]. O Παύλος Σιλεντιάριος τον χαρακτήρισε ως «πολυμήχανο»[xiii].

Ο Ισίδωρος από τη Μίλητο, ήταν αυθεντία στην Ευκλείδεια Γεωμετρία. Θεωρείται ως ο μεγαλύτερος γεωμέτρης της ύστερης αρχαιότητας. Φαίνεται ότι ο Ισίδωρος είχε διδάξει στα Πανεπιστήμια της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης και ότι είχε σχέσεις με την Πλατωνική Ακαδημία, πριν το κλείσιμό της απ' τον Ιουστινιανό[xiv]. Ένα γνωστό σύγγραμμά του αφορούσε σχόλιο σε πραγματεία του Ιέρωνα της Αλεξάνδρειας. Είχε επίσης εκδόσει τα έργα του Αρχιμήδη.

Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της Αγίας Σοφίας μας συνδέει λοιπόν, κατά κάποιους τρόπους, με τον αρχαίο κόσμο και τις κλασσικές αντιλήψεις. Αυτό είναι εμφανές στην αίσθηση του μέτρου που αποπνέει όλο το οικοδόμημα και στην ανθρωποκεντρική αντίληψη που χαρακτηρίζει τον σχεδιασμό του.

Παρά το ότι αμφότεροι οι υπεύθυνοι για την ανέγερση της Αγίας Σοφίας δεν είχαν κατασκευαστικές εμπειρίες, ωστόσο, στην πράξη υπερέβησαν και τις προσδοκίες, και τα καθιερωμένα: Έθεσαν μεγάλους και υψηλούς στόχους και επινόησαν εκπληκτικές κατασκευές. Αυτό που κατασκεύασαν εξάντλησε όλα τα περιθώρια και υπερέβη όλους τους συντελεστές ασφαλείας. Για πολλούς, είναι ανεξήγητο πώς το κτίσμα στάθηκε και πώς ακόμη στέκεται, μετά από τριάντα σεισμούς και δεκαπέντε αιώνες. Οι έμπειροι πρωτομάστορες και οι βοηθοί τους θα πρέπει να έμειναν κατάπληκτοι από τα τολμηρά πειράματα των δύο νεοφώτιστων αρχιτεκτόνων[xv]. Όλοι, όμως, συγκλονίστηκαν όταν η Αγία Σοφία παραδόθηκε στο κοινό. Ο συγκλονισμός αυτός συνεχίζει αδιάπτωτα να γεννιέται με την ίδια ένταση και στους σημερινούς επισκέπτες. Είχε δημιουργηθεί κάτι, που όχι μόνο δεν μπορούσε να εξηγηθεί τεχνικά, αλλά ήταν και αισθητικά απίστευτο: Από τον απέραντο εσωτερικό χώρο και την μυθική χρωματική εντύπωση μέχρι τον αιωρούμενο (μετεωριζόμενο κατά τον Προκόπιο[xvi]) τρούλλο[xvii]. Πρόκειται για μια νέα σύλληψη με κοσμοϊστορικές σημασίες, ανεξάρτητη από εξελικτικές διαδικασίες. Πρόκειται για κορυφαία δημιουργία που αναδύεται αιφνιδίως, χωρίς την προετοιμασία που συνήθως μετά από μακροχρόνιο διάστημα καταλήγει σε κορύφωση. Δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά μνημεία που θα αποτελούσαν προϋποθέσεις για την εξελικτική προετοιμασία και πορεία προς την Αγία Σοφία[xviii].

Τεράστια μέσα[xix] και πολύτιμα υλικά διέθεσε ο Ιουστινιανός για την ανέγερση της Μεγάλης Εκκλησίας[xx]. Ο πλούτος και οι κυματισμοί των υλικών δίδουν στο φως ένα απόκοσμο χαρακτήρα[xxi]. Ο ναός φωτίζεται από εκατό παράθυρα. Αλλά ας αφήσουμε τον Προκόπιο να περιγράψει την εντύπωση που προκάλεσε το φως της Αγίας Σοφίας: «Ο χώρος δεν φωταγωγείται από έξω από τον ήλιο, αλλά λάμπει και ακτινοβολεί με φως που η πηγή του βρίσκεται στο εσωτερικό του ναού»[xxii]. Το φως αντανακλάται και ιριδίζει στις μαρμάρινες πολύτιμες επιφάνειες και μια φαντασιακή ομίχλη διαχέεται και εξαπλώνεται στο χώρο. Το φως καταλάμπει μέσα από τους ψηφιδωτούς σταυρούς στους χρυσούς ουρανούς και πάνω στα βαθιά χρώματα των ψηφιδωτών διακοσμήσεων και δημιουργεί την αίσθηση και τη βεβαιότητα της ουράνιας πραγματικότητας που θεία χάρη προσφέρει στους επισκέπτες.

Όπως και να περιγραφούν οι εντυπώσεις που δημιουργούνται, είναι βέβαιο ότι πρόκειται για χώρους σαφείς και ορισμένους, πλην υπερβατικούς. Χώρους, όπου συνυπάρχουν το μυστηριώδες με το καθορισμένο και το επέκεινα με το εδώ. Αλλά στην Αγία Σοφία δεν έχουμε τη συντριπτική κυριαρχία που θέλουν να υποβάλλουν τα ανατολικά ιερά, ούτε την επιτακτική απαίτηση της ανάτασης που επιβάλλουν οι γοτθικοί ναοί της Δύσης. Εδώ υπάρχει, πάντα και παντού, μια αίσθηση ενανθρώπισης, ισορροπίας και μέτρου, η οποία είναι η συνέχεια και η αποκορύφωση του κλασσικού ελληνικού ανθρωπισμού. Κατά τον Προκόπιο το κτήριο χαρακτηρίζεται «τη αρμονία του μέτρου»[xxiii].

Όπως και να ερμηνεύσουμε το έργο των δύο ιδιόρρυθμων και αυτοδίδακτων αρχιτεκτόνων, εκείνα που σήμερα φαίνονται σημαντικά, εκτός από την υψηλή αισθητική του έργου, είναι η ποιότητα και το ηθικό επίπεδο της επιστήμης τους, αλλά και ο χαρακτήρας της τεχνικής που χρησιμοποιήθηκε.

Είναι λοιπόν οι δημιουργοί του έργου θεωρητικοί επιστήμονες, οι οποίοι κατά την πάγια ελληνική αντίληψη δεν θέτουν την επιστήμη τους σε χρησιμοθηρικά πλαίσια. Πρόκειται για καθαρή επιστήμη η οποία βρίσκεται έξω από τις ανάγκες και η οποία δεν είναι δυνατόν να υπηρετήσει σκοπιμότητες. Αυτό εμείς σήμερα δύσκολα μπορούμε να το καταλάβουμε, αφού έχουμε την εμπειρία της χρησιμοθηρικής και εργαλειακής επιστήμης, η οποία μας απειλεί όλους, ανατρέποντας την οικολογική ισορροπία του πλανήτη. Αλλά και την πικρή εμπειρία μιας επιστήμης η οποία επινοεί τα μέσα της καθολικής καταστροφής. Μια τέτοια επιστήμη εξυπηρετεί σκοπιμότητες οι οποίες αποβλέπουν στην υποταγή της φύσης και στην εξυπηρέτηση βλάσφημων σκοπών, όπως είναι η παγκόσμια κυριαρχία. Για την Ορθοδοξία οι σκοπιμότητες αυτές δεν είναι παρά αποτελέσματα μιας πτώσης. Αυτό είναι επίσης αδιανόητο και για τις ελληνικές αντιλήψεις, πρόκειται για την ύβρη που υπερβαίνει κάθε μέτρο και αλαζονικά παραβιάζει την κοσμική και θεία τάξη. Άλλωστε, πάγια είναι η ελληνική αντίληψη που σαφώς διατυπώνει ο Πλάτων: «Πάσα επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται»[xxiv].

Όμως και η υψηλή τέχνη με την οποία πραγματοποιήθηκε το έργο της ανέγερσης της Αγίας Σοφίας δεν είναι σήμερα κατανοητή ως αποτέλεσμα που προέρχεται από επιστήμονες με θεωρητική κατάρτιση. Μας είναι σήμερα αδιανόητη η απουσία των στεγανών που περιορίζουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες και επιβάλλουν ανθρώπινες συμπεριφορές περιορισμένες σε στενά πλαίσια, στεγνές από ουσιαστικές ποιότητες. Στεγανά τα οποία εμποδίζουν την τέχνη από το να είναι λαϊκή, αυθόρμητη και αυθεντική. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα η τέχνη αποτελεί δραστηριότητα που μάλλον εξυπηρετεί σκοπιμότητες, παρά αυτό που παλαιότερα είχε χαρακτηρισθεί ως «σκοπιμότητα χωρίς σκοπό»[xxv].



[i]    Έπρεπε να καθαρισθεί ο χώρος, να απαλλοτριωθούν ιδιοκτησίες, να συλλεγούν τα σπάνια και πολύτιμα οικοδομικά υλικά απ’  όλη την Αυτοκρατορία, να ετοιμαστούν τα σχέδια και οι μελέτες , αλλά και μετά την έναρξη των εργασιών να επιλυθούν περίπλοκα προβλήματα, όπως  η προσαρμογή του τρούλλου στις μεγάλες αψίδες. Ενδεικτικό των δυσχερειών είναι οι αλλαγές και οι προσαρμογές που συνεχώς γινόταν πάνω στα αποφασισμένα σχέδια και στις υπό εκτέλεση κατασκευές. Όπως η εκκλησία ανυψωνόταν, οι αλλαγές και οι νέες μορφές των κατασκευών έδιναν νέα όψη σε ολόκληρο το έργο. Παρόμοια κατάσταση θα χαρακτηρίζει και τις ανεγέρσεις των γοτθικών εκκλησιών της Κεντρικής Ευρώπης μερικούς αιώνες μετά. Εκεί όμως θα χρειασθούν για τη συμπλήρωσή τους πολλές δεκαετίες. 
[ii]    Προκοπίου Καισαρέως : Περί κτισμάτων. Λόγος Α,20.
[iii]   The Chronicle of Marcellinus, trans and commentary by B. Croke, Sydney 1995, p.47
[iv]           Χαρακτηριστικός και διδακτικός είναι ο μύθος του σπηλαίου από την Πολιτεία  του Πλάτωνα.
[v]   Αν και σήμερα ο φωτισμός της Αγίας Σοφίας από τον έξω χώρο έχει μειωθεί, αφού έχουν καταργηθεί παράθυρα και οι στηρίξεις και τα αντερείσματα εμποδίζουν το φως προς τα παράθυρα.
[vi] Σύμφωνα με την πάγια αποφατική στάση των Ελλήνων.
[vii] Krautheimer R. : Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, σ. 255.
[viii]         W. Eugene Kleinbauer : Saint Sophia at Constantinople, William L. Bauhan Publisher, Dublin, New Hampshire 1999, p.12
[ix]  Αγαθίας : Ιστορία v.6.3, Kleinbauer, p.13, G.L. Huxley: Anthemius of Tralles, A Study in Later Greek Geometry, Cambridge, Massachusetts, 1959.
[x]   Huxleyp.6.
[xi]  Το ενδιαφέρον του Ανθέμιου για τη θεωρία των κατόπτρων συνδέεται άμεσα με τον χειρισμό του φωτός στο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας και με τον περίφημο σχεδιασμό του αρχικού τρούλλου της ίδιας εκκλησίας. (Ιάκωβος Ποταμιάνος: Το φως στη βυζαντινή εκκλησίαUniversity Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 200-214). Δεν πρόκειται βέβαια για τη θεωρία των καυστικών κατόπτρων, αλλά για το πρόβλημα του σταθερού φωτισμού ανεξάρτητα από τη θέση του ήλιου στον ουρανό και την εποχή του χρόνου.
[xii] Γενικά η κοινωνία της Κωνσταντινούπολης θεωρούσε τον Ανθέμιο πρόσωπο ιδιόρρυθμο, Αγαθίας v.6.7-8.6. Υπάρχουν ανέκδοτα σχετικά με την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του Ανθέμιου. Κατά τον Αγαθία ο Ανθέμιος βρισκόταν σε κακές σχέσεις με τον γείτονά του, φίλο του αυτοκράτορα, ρήτορα Ζήνωνα, ο οποίος για κάποιο λόγο μήνυσε τον Ανθέμιο, που φρόντισε να πάρει εκδίκηση με τη βοήθεια της μηχανικής επιστήμης που κατείχε. Σε δωμάτιο εφαπτόμενο της κατοικίας του Ζήνωνα, ο Ανθέμιος εγκατέστησε περίκλειστους λέβητες  γεμάτους νερό, το οποίο ζέστανε μέχρι ατμοποίησης. Ο ατμός διοχετεύτηκε μέσω δερμάτινων αγωγών στα θεμέλια της κατοικίας του Ζήνωνα. Η πίεση του ατμού προκάλεσε κλυδωνισμούς στο σπίτι του Ζήνωνα, ο οποίος το εγκατέλειψε έντρομος, πιστεύοντας ότι λάμβανε χώρα ισχυρός σεισμός. Επιπροσθέτως, ο Ανθέμιος επινόησε κάποιο μηχάνημα που δημιουργούσε ενοχλητικούς θορύβους ώστε να ενοχλεί τον Ζήνωνα, όπως και κάποιο κάτοπτρο με το οποίο αντανακλώντας τις ακτίνες του ηλίου  τύφλωνε τον Ζήνωνα όταν αυτός βρισκόταν στο σπίτι του. Ο Ζήνων σύντομα διαπίστωσε τα τεχνάσματα του Ανθέμιου και τον έσυρε μπροστά στον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος θυμόσοφα παρατήρησε με χαρακτηριστικό παγανιστικό συμβολισμό ότι του ήταν αδύνατο να περιορίσει ταυτόχρονα τη δύναμη του Δία να προξενεί βροντές και αυτή του Ποσειδώνα να γεννά σεισμούς.  Σε μια άλλη ιστορία ο Ανθέμιος βοηθά την απελπισμένη μητέρα νεαρού στηλίτη να τον κατεβάσει από την στήλη με τρόπο που να φαίνεται ως θεία επέμβαση και όχι ως υπαναχώρηση και παράβαση της απόφασής του να παραμείνει στη στήλη μόνιμα.
[xiii]         Paulos Silentiarius: Description S. Sophiae, ed. B.G. Niebuhr, Bonn 1837, σειρές 267-278.
[xiv]         Υπάρχουν μόνο αόριστες φιλολογικές πληροφορίες γι’  αυτό.
[xv]         Krautheimer, σ. 261.
[xvi]         Προκόπιος, Λόγος Α,51
[xvii]         Πρόκειται για τον τρούλλο που σχεδίασε και κατασκεύασε ο Ανθέμιος. Η καμπυλότητα του τρούλλου αυτού ήταν πολύ μικρή, πράγμα που ίσως ήταν και η αιτία της πτώσης του. Η καμπυλότητα του τρούλλου του Ανθέμιου ακολουθούσε την εξωτερική καμπυλότητα των σφαιρικών τυμπάνων, πράγμα που σήμερα δεν ισχύει, αφού ο τρούλλος που σήμερα υφίσταται έχει πολύ μεγάλη καμπυλότητα.  Το 558 μετά από σεισμούς ο τρούλλος του Ανθέμιου κατέρρευσε. Η επανακατασκευή του ανατέθηκε στον Ισίδωρο τον Νεότερο, ανιψιό του Ισιδώρου, ο οποίος, όπως και ο Ανθέμιος, είχε τότε πεθάνει. Σύμφωνα με τον Αγαθία, ο οποίος είχε εμπειρία και από τους δύο τρούλλους, ο αρχικός τρούλλος του Ανθέμιου συνιστούσε το κύριο και ουσιώδες στοιχείο του εσωτερικού και του εξωτερικού της Αγίας Σοφίας και γεννούσε απεριόριστο θαυμασμό, περισσότερο από αυτόν που γεννούσε ο τρούλλος που τον αντικατέστησε. Ο Αγαθίας σχολιάζει μάλιστα το ότι ο τρούλλος του Ισίδωρου του Νεότερου ήταν πιο καμπύλος και πιο στενός από τον αρχικό του Ανθέμιου, πράγμα που περιόριζε την ομορφιά του. (Ιστορία v.9.3.) Αλλά και ο τρούλλος του Ισίδωρου του Νεώτερου κατέπεσε το 989 και πάλι το 1346, ενώ αργότερα κατά τον 19ο αιώνα ενισχύθηκε κατά την ανακαίνιση που επιχείρησαν οι αδελφοί Fossati.
[xviii]        Δεν υπάρχει ιστορική μαρτυρία που να επιβεβαιώνει τη συνηθισμένη αναφορά ότι ο Ανθέμιος σχεδίασε την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, που είναι σχεδόν σύγχρονη με την Αγία Σοφία και συχνά θεωρείται ως πρωτόλειό της.
[xix]  Κατά τον Προκόπιο  «ο βασιλεύς αφροντιστήσας χρημάτων απάντων εις την οικοδομήν σπουδή ίετο, και τους τεχνίτας εκ πάσης γης ήγειρεν άπαντας».
[xx] Ιδίως η εσωτερική ορθομαρμάρωση, οι κολώνες και τα κιονόκρανα έχουν κατασκευαστεί από εξαιρετικής ποιότητας μάρμαρα και βρίσκονται σε περίπλοκη αρμονική διάταξη σε σχέση με το μέγεθος, τις αναλογίες και το χρώμα τους. Τα χρώματα των μαρμάρων αποκρύπτουν και εξαϋλώνουν το βάρος της πέτρας και των κεραμικών υλικών. Η πολυμορφία των υλικών είναι και σήμερα ορατή στην Αγία Σοφία. Μπορούμε μεταξύ άλλων να διακρίνουμε μαύρες πέτρες από τον Βόσπορο, πράσινο μάρμαρο από την Κάρυστο, πολυχρωματική πέτρα από την Φρυγία, πορφυρό γρανίτη με ασημένιες γραμμές από την Αίγυπτο, πράσινο ανοικτό μάρμαρο από τη Σπάρτη, μάρμαρο από την Ισαυρία με κόκκινες και λευκές φλέβες, κίτρινη πέτρα από τη Λιβύη, ποικιλίες όνυχα, όπως και το τοπικό μάρμαρο από την Προκόννησο με το οποίο είναι στρωμένο το δάπεδο του ναού.
[xxi]         Σε μεγάλο βαθμό η εντύπωση που το φως της Αγίας Σοφίας προξενούσε ξεκινούσε από τον φωτισμό του αρχικού τρούλλου που σχεδίασε ο Ανθέμιος. Ο τρούλλος αυτός όπως φαίνεται είχε τη μοναδική δυνατότητα να φωτίζεται σταθερά ανεξάρτητα από τη θέση του ήλιου στον ουρανό και την εποχή του έτους.  Ο Ανθέμιος είχε επιτύχει να απαντήσει στο θεμελιώδες αίτημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής πραγματοποιώντας την εντύπωση του «άκτιστου φωτός», που πηγή του είναι η κορυφή του τρούλλου, όπου και η εικόνα του Παντοκράτορα.  Ο σχεδιασμός της εσωτερικής επιφάνειας του τρούλλου αποτελούσε στην ουσία ένα κάτοπτρο, το οποίο δημιουργούσαν οι χρυσές ψηφίδες που περιέβαλαν τον μεγάλο σταυρό που υπήρχε στο μέσον του τρούλλου. Τα δε παράθυρα στη βάση του τρούλλου είχαν φαίνεται σχεδιασθεί ως ελλειπτικά κάτοπτρα διπλής καμπυλότητας ώστε να είναι «φέγγους διαρκώς αγωγοί», (Προκόπιος: Λόγος Α, σ. 43). Το πρόβλημα του κατόπτρου που θα μπορούσε να κατευθύνει τις ακτίνες του ηλίου σε κάποιο ορισμένο σημείο ενός κτηρίου, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές θέσεις του ήλιου κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε επιλυθεί από τον Ανθέμιο στην πραγματεία του «περί παραδόξων μηχανημάτων» (Huxley, σ.6-9). Εκεί ο Ανθέμιος είχε θέσει με σαφήνεια και προνοητικότητα το πρόβλημα:  «ζητείται η πρόσκρουση μιας ακτίνας του ηλίου προς μία ορισμένη σταθερή θέση, χωρίς ποτέ η ακτίνα να απομακρύνεται σε οποιαδήποτε ώρα ή εποχή του έτους» (Huxley, σ.6) 
[xxii]         Προκόπιος, Λόγος Α, 30, 31.
[xxiii]         Προκόπιος, Λόγος Α, 21.
[xxiv]         Μενέξενος, 19.
[xxv] Σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του  Immanuel Kant

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Οἱ εὐεργέτες τῆς Ξάνθης


1) Οἱ ἑλληνικές κοινότητες στήν καθ' ἡμᾶς Ἀνατολή.

Οἱ ἑλληνικές κοινότητες κατά τήν Τουρκοκρατία ἀποτελοῦν σπουδαῖο, ἀλλά λίγο γνωστό ἐπίτευγμα. Τήν ἀπαθλίωση καί τήν ἐξάρθρωση τοῦ Θρακικοῦ Ἑλληνισμοῦ κατά τούς δύο πρώτους αἰῶνες μετά τήν ἅλωση, ἀκολούθησε ἡ ἀνασύνταξή του. Ἡ μακραίωνη πολιτική παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ συνδυάζεται μέ τήν ἐκκλησιαστική εὐχαριστιακή σύναξη μέσα στήν ἐμπειρία τοῦ κοινοτικοῦ συστήματος. Ὁ θεσμός τῶν κοινοτήτων ἀνήκει στούς μεσοβυζαντινούς χρόνους, ὅταν ἀναφέρονται κοινότητες διοικούμενες ἀπό "πρωτεύοντες καί πατέρες τῶν πόλεων". Ἡ αὐτοδιοίκηση τῶν κοινοτήτων εἶναι ἕνα λαμπρό παράδειγμα ὑπεύθυνης κοινωνικῆς δημοκρατίας, ἀλληλεγγύης, φιλανθρωπίας, ἐπαγγελματικῆς συντεχνιακῆς ὀργάνωσης καί συνείδησης τῆς ἀξίας τῆς παιδείας. Πρόκειται στήν οὐσία γιά ἕνα ἐπιτυχές πολιτικό σύστημα, πού βασίζεται σέ μία ἀντίληψη συμμετοχικῆς ἄμεσης δημοκρατίας καί ἔχει ὡς πυρῆνα τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἡ κοινοτική ὀργάνωση συμπληρώνεται μέ τήν ἵδρυση σχολείων καί ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά προνόμια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Παράλληλα, οἱ Ρωμηοί ἐπαγγελματίες ὀργανώνονταν οἰκονομικά σέ συντεχνίες (ἰσνάφια). Οἱ συντεχνίες ἦταν στενοί σύνδεσμοι ὁμοτέχνων καί εἶναι συνέχεια τῆς ἀνάλογης βυζαντινῆς πρακτικῆς. Τίς συντεχνίες ἀνέχθηκαν οἱ Τοῦρκοι γιατί συνέφεραν οἰκονομικά.
Οἱ Ρωμηοί, —ὑπήκοοι δεύτερης κατηγορίας—, ἀνέρχονται μέ τή βοήθεια τῆς συνθήκης τοῦ Κιουτσούκ Καϊναρτζῆ (1774) καί τῆς ὀθωμανικῆς μεταρρύθμισης τοῦ "Τανζιμάτ" (1839) καί γίνονται σημαντικό τμῆμα τῆς ἀστικῆς τάξης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Εἶναι οἱ Ρωμηοί τῆς καθ' ἡμᾶς Ἀνατολῆς, ὀργανωμένοι σέ κοινότητες πολιτικά ὑποταγμένες, ἀλλά πολιτιστικά καί οἰκονομικά κυρίαρχες. Τίς ἑλληνικές κοινότητες ὁδηγεῖ ἡ συναίσθηση ἑνός ἔθνους οἰκουμενικοῦ μέ συνείδηση τοῦ ἱστορικοῦ καί πολιτιστικοῦ του  χρέους.
Οἱ ρωμαίικες κοινότητες ἐπωφελοῦνται ἀπό τίς σχετικές ἐλευθερίες, πού ἐπιτρέπουν οἱ ὀθωμανικές μεταρρυθμίσεις, καί ἐπιτυγχάνουν οὐσιαστικά νά αὐτοδιοικοῦνται. Στήν Ξάνθη, ἡ Δημογεροντία φροντίζει τά σχολεῖα, διαχειρίζεται τά ἔσοδα τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν μοναστηριῶν, ὅπως καί τήν κοινοτική περιουσία, κανονίζει μέ ψηφοφορία προβλήματα καί διαφωνίες, ἐνῶ ἐπιβάλλει σωφρονιστικές ποινές. Στήν πραγματικότητα ἡ Δημογεροντία διοικεῖ, διαχειρίζεται καί τιμωρεῖ. Οἱ ἴδιοι οἱ Δημογέροντες ἐκλέγονται μέ γενική συνέλευση τῶν Ρωμηῶν τῆς πόλης.

2) Οἱ σύλλογοι καί ἡ παιδεία στήν καθ' ἡμᾶς Ἀνατολή.

Μεγάλη εἶναι ἡ αἴγλη τῆς παιδείας στούς ρωμαίικους πληθυσμούς τῆς καθ' ἡμᾶς Ἀνατολῆς, τόσο ὥστε ἡ παιδεία γίνεται μία ἀπό τίς πιό σπουδαῖες μέριμνες τῶν κοινοτήτων.
Ἡ παιδεία, πραγματώνεται κατά τόν 19ο αἰῶνα μέ τούς συλλόγους. Ἡ ἱστορία τῶν ἐκπαιδευτικῶν συλλόγων τῆς Θράκης ἀρχίζει μέ τήν ἵδρυση τοῦ "Ἑλληνικοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως" τό 1861, πού ἀμέσως ἀνέπτυξε λαμπρή δράση ὡς ὀργανωτής τῆς ἐκπαίδευσης τοῦ ἀλύτρωτου Ἑλληνισμοῦ. Γρήγορα, παρόμοιοι σύλλογοι ἱδρύθηκαν σέ ὅλη τήν Ἀνατολή, τήν Μακεδονία καί τήν Θράκη καί ἰδίως στήν Ἀνατολική Θράκη, ὅπου ὑπῆρχαν συμπαγεῖς καί ἀκμαῖοι ἑλληνικοί πληθυσμοί, ("Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ραιδεστοῦ" 1871, "Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ἀδριανουπόλεως" 1872). Στήν Ξάνθη, μετά τά παλιά "Ταμεῖα τοῦ Ἐλέους", τόν "Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο" καί τήν "Ἑταιρεία τῶν Ξένων", ἱδρύεται τό 1900 ὁ "Μουσικογυμναστικός Σύλλογος Ὀρφεύς".
Τά μέλη τῶν συλλόγων ἀποκαλοῦνταν μεταξύ τους ἀδελφοί. Οἱ τάσεις αὐτές ἐνισχύονται ἀπό τούς ἐθνικιστικούς ἀνταγωνισμούς πού ἐπικρατοῦν στή Βαλκανική πρίν καί, κυρίως, μετά τό 1878. Ἡ βουλγαρική ἐθνικιστική ἀφύπνιση μαζί μέ τήν ἀπειλή τοῦ πανσλαβισμοῦ, τῆς προσχώρησης στή βουλγαρική ἐξαρχία καί τήν ἀπειλούμενη ἐθνική ταυτότητα τῶν Ρωμηῶν, ὁδηγοῦν τούς Ρωμηούς ἀστούς τῆς Κωνσταντινούπολης σέ ἀνάληψη δράσης, στήν ὁποία πρωτοστατοῦν οἱ κυριώτεροι εκπρόσωποι τοῦ παροικιακοῦ κεφαλαίου, ἄνθρωποι μέ μεγάλη οἰκονομική, κοινωνική καί πολιτική δύναμη.
Οἱ σύλλογοι τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θράκης ὑποστηρίζονται ἀπό τόν "Σύλλογο πρός Διάδοσιν τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων", πού ἱδρύθηκε στήν Ἀθήνα τό 1869 ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν.
Οἱ σκοποί τῶν συλλόγων ἦταν κυρίως ἐκπαιδευτικοί καί ἀπέβλεπαν πρωτίστως στή μόρφωση τῆς νεολαίας καί δευτερευόντως τῶν ἐνηλίκων, φιλοδοξώντας στήν ἀνάδειξη καί τόνωση τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας. Ἦταν μία ἔκφραση τῆς ἀνόδου τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ἰδέας. Στήν ἵδρυση καί τή λειτουργία τῶν συλλόγων πρωτοστατοῦσαν οἱ ἀστοί ἔμποροι καί βιοτέχνες μέ θαυμαστό ζῆλο καί λαχτάρα γιά τή μόρφωση τῆς νεολαίας. Ἡ δράση αὐτή ἱκανοποιεῖ τό ἐθνικό τους αἴσθημα καί τούς κάνει ὑπερήφανους.
Εἶναι μία εἰκόνα ἐθνικῆς ἀναγέννησης καί ἀλυτρωτικῆς συνείδησης. Οἱ Ἕλληνες εἶναι περήφανοι γιά τούς συλλόγους τους καί ἡ δράση τους εἶναι στά μάτια τους μία ἀπόδειξη τῆς ἰδιαιτερότητας τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἱστορίας τους.
Ἡ ἀφύπνιση καί ἐνδυνάμωση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας τῶν ρωμαίικων πληθυσμῶν τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ἀκολουθεῖ παράλληλο δρόμο μέ τήν ἀναπτύξη τῶν ἐθνικισμῶν στή Δυτική Εὐρώπη, ἀλλά ἔχει διαφορετικό περιεχόμενο. Μέσα στά σκοτάδια πού τούς ἀπειλοῦν καί τούς περιβάλλουν, λάμπουν καί ἀκτινοβολοῦν γιά τούς Ρωμηούς οἱ ἑλληνικοί αἰῶνες. Τήν ἧττα, τήν ταπείνωση καί τήν ἀμάθεια, ἀκολουθοῦν ἡ αὐτοσυνείδηση καί ἡ ἀναγέννηση. Μέσα ἀπό τή λαμπρότητα τῆς ἐκκλησίας, τῆς ἱερατικῆς γλώσσας καί τοῦ βυζαντινοῦ τυπικοῦ, ἐπιμένει σταθερά τό αὐτοκρατορικό παρελθόν, ἡ νοσταλγία τῆς μεγάλης Ρωμανίας καί τῆς ἀνωτερότητάς της, πού ὑπόσχεται τή βέβαιη ἀνόρθωση μέσα ἀπό τήν κατάπτωση καί τήν τυραννία. Πρόκειται γιά μία ἐθνοτική ἀναβίωση καί τή βεβαίωση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας τῶν Ρωμηῶν, ἡ ὁποία πιστή στήν παράδοση, ἀγνοεῖ καί περιφρονεῖ τίς φυλετικές καταβολές καί στηρίζεται σέ πανίσχυρους ἀκατάλυτους μύθους.
Ὁ Γάλλος ἀρχαιολόγος A. Dumont, κατά τήν ἀρχαιολογική περιήγηση τῆς Θράκης τό 1868, διαπιστώνει πώς οἱ Ἕλληνες κατόρθωσαν μέσα στίς ἀντιξοότητες νά κρατήσουν τή γλῶσσα τους καί τόν πολιτισμό τους. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ζωντανή σχέση τῆς Ἑλλήνων μέ τή λόγια παράδοση καί ἡ ἐπιβίωση ἑνός ἤθους, πού ἑδράζεται σέ μακραίωνες καί δοκιμασμένες πολιτισμικές παραδόσεις. Στίς βάσεις αὐτές, ἡ ἐγκύκλιος παιδεία δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις γιά πνευματική ἄνθηση καί προσφέρει στέρεη γνώση.
Ἐντύπωση προκαλεῖ τό 1871 στόν ἀνταποκριτή τῆς γαλλικῆς "Ἐπιθεώρησης τῶν Δύο Κόσμων", ἡ προσήλωση τῶν Ἑλλήνων στήν παιδεία[1]. Χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὅτι, σέ ἄσημο χωριό τῆς περιφέρειας τῆς Ραιδεστοῦ, ὁ ταπεινός δάσκαλος διαθέτει προσωπική βιβλιοθήκη μέ κείμενα τῶν Ἑλλήνων κλασσικῶν. Μένει κατάπληκτος ἀπό τήν ἐμμονή τῶν Ἑλλήνων νά διαφυλάξουν τήν ἐθνική τους πολιτισμική ταυτότητα. Ἡ παρουσία μιᾶς ἑλληνικῆς ἐκλεπτυσμένης κοινωνίας εἶναι κυρίαρχη. Ἀναφέρει χαρακτη­ριστικά ὅτι οἱ Βούλγαροι τύπωσαν τό πρῶτο βιβλίο στή γλῶσσα τους, μόλις τό 1806.
Ὅπως φαίνονται σήμερα, οἱ σύλλογοι καί ἡ ἀνάδειξη τῆς παιδείας ὡς πρωτεύουσας ἀξίας ἦταν ἀποφασιστικές προσπάθειες γιά τήν αὐτογνωσία καί πιστοποίηση τῆς ἐθνικῆς καί τῆς πολιτισμικῆς ταυτότητας τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, μέ προοπτική τίς μεγάλες καί δραματικές ἀνακατατάξεις τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνα.

3)  Ἡ Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης ὡς δημιούργημα τῶν ρωμαίικων κοινοτήτων

Ἡ Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης, ὅπως διασώζεται σήμερα, εἶναι δημιούργημα τῆς νεοελληνικῆς κοινοτικῆς ἀντίληψης. Ἐκμεταλλευόμενες τόν πλοῦτο πού προσκομίζει ἡ καλλιέργεια καί ἡ ἐμπορία τοῦ  καπνοῦ (πού ἀρχίζει στήν Ξάνθη μέ τόν 18ο αἰῶνα) καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ  δυτικοευρωπαϊκοῦ κεφαλαίου, οἱ ρωμαίικες κοινότητες κυριαρχοῦν κοινωνικά καί οἰκονομικά κατά τά μέσα τοῦ  19ου αἰῶνα στήν περιφέρεια τῆς Ξάνθης καί τῆς Καβάλας καί ἀνοικοδομοῦν, μετά τό 1840, τήν σέ παρακμή εὐρισκόμενη πόλη τῆς Ξάνθης, δημιουργῶντας ἑνα ἀστικό, ἐμπορικό, βιοτεχνικό καί βιομηχανικό κέντρο.
Στήν πόλη τῆς Ξάνθης συγκεντρώνεται σημαντικός πλοῦτος, ὄχι μόνο λόγω τοῦ  καπνοῦ, ἀλλά καί λόγω τῆς θέσης τῆς πόλης πάνω στόν δρόμο πρός τήν Βόρεια Θράκη (σημερινή Βουλγαρία), τῆς ἀνάπτυξης τοῦ  ἐμπορίου καί τῆς κατασκευῆς τῆς σιδηρο­δρομικῆς γραμμῆς Θεσσαλονίκης – Ἀδριανούπολης – Κωνσταντινούπολης (1891). Ὁ πλοῦτος αὐτός θυμίζει τόν ἀνάλογο πλοῦτο τῶν γειτονικῶν Ἀβδήρων κατά τήν κλασική καί ἑλληνιστική ἐποχή.

4) Τό πνεῦμα τῆς εὐεργεσίας καί οἱ εὐεργέτες τῆς Ξάνθης

Μαζί μέ τήν ἀνάδειξη τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας ἀναδεικνύεται καί ἐκδηλώ­νεται μέ ἔνταση ἡ συλλογική συγκρότηση τῶν κοινοτήτων. Ὁ ἑλληνικός κοινοτισμός πραγματώνεται μέ τήν συνεχή μέριμνα πρός τήν ἐκκλησία, τήν συντεχνιακή ὀργάνωση, τήν φιλανθρωπία καί τήν μέριμνα γιά τήν παιδεία. Οἱ συντεχνίες τῶν Ρωμηῶν κινητο­ποι­οῦνται καί προσφέρουν ἀφιλοκερδή ἀτομική ἐργασία. Οἱ κτίστες καί οἱ μαστόροι ἐργάζονται ἀμισθί γιά τήν ἀνέγερση σχολικῶν κτηρίων καί μεγάρων γιά τούς συλλό­γους, ἐνῶ οἱ πλούσιοι ἔμποροι ἀνταγωνίζονται σέ δωρεές. Ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ αὐθυπέρβαση, πού ἐμπνέουν ἡ κοινοτική συνείδηση, ὁδηγοῦν τούς πλούσιους σέ εὐεργεσίες. Ἡ πρακτική τῶν εὐεργεσιῶν καί τῆς διάθεσης τοῦ  πλούτου γιά τήν ἐθνική καί θρησκευτική κοινότητα ἐκδηλώνεται μετά τά μέσα τοῦ  18ου αἰώνα σέ ὅλες τίς ἑλληνικές παροικίες, ἀπό τήν Δυτική Εὐρώπη μέχρι τήν Ἐγγύς Ἀνατολή καί ἀπό τήν Ἀφρική μέχρι τήν Ρωσία. 
Ἡ διάθεση γιά εὐεργεσίες εἶναι ἀποτέλεσμα χαρακτηριστικῶν ἀξιῶν τίς ὁποῖες διαθέτουν οἱ Ἕλληνες μετά τόν 18ο αἰῶνα. Θά μπορούσαμε νά χαρακτηρίσουμε τόν εὐεργετισμό σάν μία ἐκδήλωση λεβεντιᾶς γιά πραγμάτωση τοῦ κοινοβιακοῦ ἰδεώδους. Ἡ νεοελληνική λέξη λεβεντιά, βέβαια, εἶναι ἀμετάφραστη σέ ξένες γλῶσσες καί ἐκφράζει μία σύζευξη ἤθους καί δύναμης. Ἡ νεοελληνική λεβεντιά συμπληρώνεται μέ τό ἐπίσης νεοελληνικό φιλότιμο. Ἡ εὐεργεσία εἶναι ἡ διάθεση τῆς οἰκονομικῆς δύναμης νά τεθεῖ στήν ὑπηρεσία τοῦ ἤθους. Πρόκειται γιά μεγέθη ποιοτικά, προϊόντα τοῦ ὀρθόδο­ξου ἀταξικοῦ ἤθους καί τοῦ κοινοβιακοῦ ἰδεώδους τῆς Ὀρθοδοξίας, τά ὁποῖα διδά­σκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτοσκοπός καί ὄχι ἀντικείμενο ἤ μέσο τῆς οἰκονομίας.
Στήν Ξάνθη, πόλη ὅπου ὑπῆρχαν πολλοί πλούσιοι ἔμποροι τοῦ  καπνοῦ, ὁ εὐεργε­τισμός ἐκδηλώνεται μέσα στήν κοινότητα μέ τήν δημιουργία σχολείων καί τήν πραγμα­το­ποίηση φιλανθρωπίας.  Στήν Ξάνθη, οἱ κοινότητες φροντίζουν γιά τήν ἵδρυση σχολείων πού πρόθυμα ἐνισχύουν οἱ πλούσιοι ἔμποροι τοῦ  καπνοῦ. Διατηρεῖται καί λειτουργεῖ ἀκόμη σήμερα τό σχολεῖο στό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας τοῦ  Ἁγίου Βλασίου, ἐνῶ ἡ Ἑλληνική Σχολή, τό Παρθεναγωγεῖο Ματσίνη καί τό Νηπιαγωγεῖο Στάλιου, βρίσκονται μαζί μέ τό μητροπολιτικό μέγαρο δίπλα στόν μητροπολιτικό ναό τοῦ  Τιμίου Προδρόμου.
Ἀπό τούς μεγάλους εὐεργέτες τῆς Ξάνθης εἶναι ὁ ἔμπορος Μιχαήλ Μεταξᾶ Ματσίνης, ὁ ὁποῖος ἴδρυσε τήν Ματσίνειο Σχολή μέ τήν ἀνέγερση μεγάλου κτηρίου (1860), "πρός φωτισμόν καί ἐκπαίδευσιν ἁπάσης τῆς νεολαίας Ξάνθης". Ὁ Μιχαήλ Μεταξᾶ Ματσίνης φρόντισε νά προικίσει τό σχολεῖο μέ μόνιμα ἔσοδα ἀπό ἀγρούς, καταστήματα καί καπναποθῆκες πού ἐδώρησε, ὅπως καί μέ κληροδότημα πού περιέλαβε στή διαθήκη του λίγο πρίν τόν θάνατό του (1870).
Ἄλλος μεγάλος εὐεργέτης τῆς Ξάνθης εἶναι ὁ Παναγιώτης Στάλιος, καπνέμπορος ἀπό τήν Στενήμαχο μέ εὐρεία ἐπιχειρηματική δράση στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Πανα­γιώτης Στάλιος ἀνήγειρε, μαζί μέ τήν σύζυγό του Φωτεινή, τό λαμπρό νηπιαγωγεῖο (1881), κομψό κτίσμα σέ σχέδια Ἰταλοῦ ἀρχιτέκτονα μέ πρότυπα νεοαναγεννησιακά καί μέ τά ἴδια διακοσμητικά στοιχεῖα μέ τό ἀρχοντικό Στάλιου στήν ὁδό Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Ὁ Παναγιώτης Στάλιος δώρισε τήν ἔκταση ὅπου σήμερα τό νεκροταφεῖο τῆς πόλης. Στήν διαθήκη του προνόησε γιά τά σχολεῖα καί τίς μονές.
Ὁ Θεόδωρος Ζαλάχας, καπνέμπορος, μεγαλοσχολίτης καί πατριδολάτρης, ἀνήγειρε νηπιαγωγεῖο στήν συνοικία Σαμακώβ, πού λειτουργεῖ μέχρι σήμερα προικισμένο μέ κληροδοτήματα. Ὁ Θεόδωρος Ζαλάχας ἄφησε καί κληροδότημα στόν "Σύλλογο πρός Διάδοσιν τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων", ὥστε "ἐκ τῶν τόκων τοῦ ποσοῦ τούτου ὁ ἐν λόγῳ σύλλογος θέλει ἐπιμελεῖσθαι νά σπουδάζωσι τρία ἤ καί πλείονα ἀναλόγως τοῦ εἰσοδήματος ἄρρενα παιδία ἐκ τῆς πατρίδος μου Ξάνθης". Οἱ ὑπότροφοι, ἀφοῦ συνέχιζαν τίς σπουδές τους στό ἐξωτερικό, εἶχαν τήν ὑποχρέωση "νά διδάξωσι ἐν τῇ πατρίδι μου Ξάνθῃ καί ἄν αὐτή δέν ἔχει ἀνάγκην, εἰς ἄλλα μέρη τῆς Θράκης ἤ τῆς Μακεδονίας κατά τήν ἔγκρισιν τοῦ Συλλόγου". Ὁ ἴδιος ὁ Θεόδωρος Ζαλάχας πραγματοποίησε δωρεές γιά τόν ἑλληνικό στόλο, τό ὀρφανοτροφεῖο τῶν Ἀθηνῶν, τό ἑλληνικό νοσοκομεῖο Κωνσταντινουπόλεως, τό ἑλληνικό ὀρφανοτροφεῖο Κωνσταντινουπόλεως καί τή Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή.
Ὁ Ἠπειρώτης καπνέμπορος Χατζησταῦρος Χεκίμογλου (1829-1889) δώρισε οἰκοδόμημα στήν νέα συνοικία Χατζησταύρου γιά νά λειτουργήσει ὡς δημοτικό σχολεῖο, ὅπως καί οἰκόπεδο ὅπου ἀνεγέρθη ὁ ναός τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων.
Ὁ καπνέμπορος Ἀθανάσιος Κουγιουμτζόγλου πλούτισε τήν νέα συνοικία τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων μέ νηπιαγωγεῖο καί τό ἐπροίκησε μέ κληροδότημα γιά τή συντήρησή του.
Οἱ Ρωμηοί τῆς  καθ' ἡμᾶς Ἀνατολῆς εἶναι περήφανοι γιά τά σχολεῖα τους καί ἡ μόρφωση εἶναι στά  μάτια τους μία ἀπόδειξη τῆς ἰδιαιτερότητας τοῦ  πολιτισμοῦ καί τῆς ἱστορίας τους. Οἱ εὐεργέτες τῆς Ξάνθης πρόσφεραν μέγα ἐθνικό ἔργο, ἀφοῦ ἔθεσαν τίς βάσεις γιά νά δημιουργηθοῦν οἱ πνευματικές προϋποθέσεις ὥστε νά ἀντιμετωπισθεῖ ὁ βουλγαρικός ἐθνικισμός κατά τήν πρώτη δεκαετία τοῦ  20οῦ αἰώνα.
Τό πνεῦμα τοῦ  εὐεργετισμοῦ συνεχίστηκε καί μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης τοῦ 1919. Ἀναφέρουμε χαρακτηριστικά τίς διαθῆκες: τοῦ ἰατροῦ Γεωργίου Μαλετσίδη (1921), ὁ ὁποῖος ἄφησε ποσό γιά τό νοσοκομεῖο, τῆς Ἀγλαΐας Κωνστ. Χασιρτζόγλου (1940), ἡ ὁποία ἄφησε κληροδότημα στό νοσοκομεῖο, τῆς Πολυξένης Παντ. Κουγιουμ­τζόγλου (1943), τῆς Εὐαγγελινῆς Κωνστ. Βάρδα (1955), τοῦ  Παναγιώτη Νικολαΐδη (1953) πάλι γιά τό νοσοκομεῖο καί, τέλος, τήν δωρεά τῆς Ἄννας Καλούδη–Κουγιουμ­τζόγλου (1971). Ἡ Ἄννα Καλούδη-Κουγιουμτζόγλου ἦταν ἐγγονή τοῦ Χατζησ­ταύ­ρου Κεκίμογλου. Δώρισε στήν πόλη τά ἀρχοντικά τῆς ὁδοῦ Ἀντίκα ὅπου στεγάζονται σήμερα ὑπηρεσίες τοῦ  Δήμου καί τό λαογραφικό μουσεῖο. Στήν διαθήκη της ἔγραψε: "Μοναδική εὐχή καί ἐλπίδα μου εἶναι τά σπίτια αὐτά νά ἀποκτήσουν ἕναν ἐθνικό προορισμό".


Μέ συγκίνηση, εὐγνωμοσύνη καί ὑπερηφάνεια μνημονεύουμε τούς ἀφανεῖς καί φανερούς εὐεργέτες καί ὑποστηρικτές τῆς πόλης καί τῆς κοινότητας. Αὐτούς πού σέ καιρούς ἀνάγκης ξεπέρασαν τά ἀτομικά ὅρια καί ἔδωσαν παραδείγματα.
Ὅλοι πρέπει νά γνωρίζουν.


Εὐεργέτες τῆς πόλης τῆς Ξάνθης:
Εὐαγγελινή Κωνστ. Βάρδα
Θεόδωρος Ζαλάχας
Ἄννα Καλούδη-Κουγιουμτζόγλου
Ἀθανάσιος Κουγιουμτζόγλου
Πολυξένη Παντ. Κουγιουμτζόγλου
Γεώργιος Μαλετσίδης
Μιχαήλ Μεταξᾶ Ματσίνης
Παναγιώτης Νικολαΐδης
Παναγιώτης Στάλιος
Ἀγλαΐα Κωνστ. Χασιρτζόγλου
Χατζησταῦρος Χεκίμογλου

Ὅσοι παρέμειναν ἀνώνυμοι καί ὅσοι μένουν ἀκόμη ἄγνωστοι.



[1]   Ἡ προσήλωση τῶν Ἑλλήνων στήν παιδεία καί ἡ συνεχής, ἔστω τυπολατρική, ἐπιδίωξή της, παραμένει πάγια καί ἀκλόνητη. Κατά τόν ἱστορικό Γεώργιο Φίνλεϋ, οἱ ἐπαναστατημένοι Ἕλληνες εἴχαν μικρότερο ποσοστό ἀναλφαβητισμοῦ ἀπό τούς Δυτικούς Εὐρωπαίους τῆς ἐποχῆς τῆς Ἐθνεγερσίας.