Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θράκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θράκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Η μελέτη του πολιτισμού στη Θράκη


Κατά την τελετή της αναγόρευσης του κ. Δημήτρη Α. Μαυρίδη, σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογία, της Σχολικής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, τον Μάρτιο του 2017, ο κ. Δημήτρης Α. Μαυρίδης εκφώνησε τον συνημμένο λόγο: 

Προσφωνήσεις :
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτη Κομοτηνής και Μαρώνειας,
Κύριε Πρύτανη
Κύριε Κοσμήτορα
Κύριε Πρόεδρε
Κύριοι Καθηγητές,  Κυρίες Καθηγήτριες
Αγαπητοί Σπουδαστές και Αγαπητές Σπουδάστριες


Κυρίες και Κύριοι,

 Η Θράκη βρίσκεται στο κέντρο περίπου ενός πολύ σημαντικού γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και όπου υπάρχουν μερικές από τις διασημότερες τοποθεσίες της υφηλίου.

Από τη Θράκη ακόμη περνούν οι δρόμοι που συνδέουν ηπείρους και θάλασσες, τη Δύση με την Ανατολή και τον Βορρά με τον Νότο.

Οι ακτές της Θράκης βρέχονται από τις τρεις θάλασσες της Ρωμηοσύνης: Το Αιγαίο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο. Η Θράκη είναι κομβικό σημείο για το λεγόμενο "Ανατολικό Ζήτημα", ένα ιστορικό φαινόμενο, το οποίο δημιουργείται στο μέτωπο της συνάντησης τριών ηπείρων και τριών τουλάχιστον πολιτισμών. Γεωπολιτική κομβική εστία του Ανατολικού Ζητήματος είναι η Κωνσταντινούπολη. Σημεία τριβής είναι ο Βόσπορος, ο Ελλήσποντος, το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος. Το Ανατολικό Ζήτημα είναι διαχρονικό και κύρια παράμετρός του είναι η αντιπαράθεση της Ευρώπης με την Ασία.

Είμαι από τα γεννοφάσκια μου Θρακιώτης! Κατά την ταραγμένη περίοδο των Βενετοτουρκικών Πολέμων τον 17ο και 18ο αιώνα αριθμός Μανιατών αναγκάστηκε να εκπατριστεί, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει. Κύριες περιοχές όπου έπλευσαν οι φυγάδες Μανιάτες ήταν η Δυτική Μικρά Ασία, η Θράκη και η Κορσική.  Ένας από τους φυγάδες ήταν και προπάππους μου.

Στη Θράκη, μια περιοχή που υποδέχθηκε Μανιάτες φυγάδες ήταν η εκτεταμένη λοφώδης και εύφορη έκταση που απλώνεται γύρω από το αρχαίο Ιερό Όρος, το όρος Γάνος των Βυζαντινών, το οποίο ήταν γνωστό ως μοναστική πολιτεία, παρόμοια οργανωμένη με το Άγιον Όρος. Πλησιέστερο αστικό κέντρο προς τον Γάνο είναι η αρχαία εμπορική πόλη της Ραιδεστού, ενώ γύρω από το όρος Γάνος υπάρχουν 28 χωριά στα οποία ζούσαν κυρίως Έλληνες  φυγάδες από το Αιγαίο.

Οι Μανιάτες πρόγονοί μου εγκαταστάθηκαν στο πλούσιο κεφαλοχώρι Σχολάριο. Μεταξύ άλλων πιστοποίησα οικογενειακές διηγήσεις οι οποίες μιλούν για δύο παππούδες μου, που την Άνοιξη του 1821 κρεμάστηκαν στην πύλη της Συλήβριας στα τείχη της Κωνσταντινούπολης για εκφοβισμό.

Δεν θα σας κουράσω με λεπτομέρειες από την εμπορική δραστηριότητα των μελών της οικογένειας, η οποία επεκτάθηκε μέχρι τις Ινδίες. Εκεί η πλούσια αγροτική παραγωγή της Ανατολικής Θράκης ήταν περιζήτητη. Αυτό άλλωστε χαρακτηρίζει την εξωστρεφή και τολμηρή διάθεση των ομοεθνών μας της "Καθ’ ημάς -Ανατολής". Ούτε θα αναφερθώ στα πάθη των ιδίων, όταν επιχειρήθηκε το 1913-1915 εθνική εκκαθάριση εις βάρος των Ρωμηών της Θράκης, του Πόντου και της Δυτικής Μικράς Ασίας.

Όλη αυτή την περίοδο ανεγέρθησαν δύο σπίτια: Ένα κατάγραφο ξύλινο κονάκι στο Σχολάριο, το οποίο δεν σώζεται σήμερα και ένα ξύλινο αστικό σπίτι στο Φραγκομαχαλά της Ραιδεστού, το οποίο ανήκει στο Δήμο του Τεκίρνταγκ, όπως ονομάζεται η Ραιδεστός σήμερα και προορίζεται για μουσείο του Δήμου.

Ένας καρπός της ενασχόλησής μου με τη Ραιδεστό, τα ξύλινα σπίτια της οποίας έχω φωτογραφήσει εξ ολοκλήρου,  είναι το βιβλίο "Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό - Σε αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας". Με την πείρα που απέκτησα φωτογραφίζοντας την παλαιά Ραιδεστό συνέχισα αποτυπώνοντας την ελληνική παρουσία στον πολιτιστικό χώρο της πάλαι ποτέ "Καθ’ ημάς Ανατολής". Ο επόμενος στόχος ήταν η Τρίγλια  της Βιθυνίας. Θα συνέχιζα με την Κομοτηνή, της οποίας όμως το ιστορικό βάθος κατά την βυζαντινή εποχή ήταν δύσκολο να  διαχειριστώ.
 Η προσπάθειά μου για την Κωνσταντινούπολη υπερέβαινε τις δυνάμεις μου. Ασχολήθηκα, λοιπόν, με την Ξάνθη.

Θα φανεί ίσως παράξενο αν σας πω ότι τα πέντε βιβλία που έχω γράψει για την Ξάνθη δεν στοχεύουν αποκλειστικά στην τοπική ιστορία. Εκείνο που κυρίως με απασχολεί είναι γενικές αρχές που μεταφέρουν και διατηρούν σημασίες. Και οι σημασίες αυτές είναι συγκεκριμένες. Σημαίνουν την ταυτότητα και οδηγούν στην ελευθερία, αφού η θρησκευτική μας πίστη, η παράδοση, η ιστορία, η γλώσσα και η τοπικότητα είναι τα στοιχεία και οι βάσεις της ελευθερίας μας, και αφού η ασφαλέστερη ανεξαρτησία βασίζεται στην πολιτισμική ταυτότητα, ενώ η πιο απόλυτη υποδούλωση βασίζεται στην πολιτισμική υποταγή.

Στη χωροταξική διάταξη της Ξάνθης διακρίνονται ακόμη οι βυζαντινές μυστικές αντιλήψεις για καθαγίαση του χώρου. Έπειτα, η πόλη, όπως διατηρείται κτισμένη γύρω από τις εκκλησίες, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα οικισμού της "Καθ’ ημάς Ανατολής". Αλλά είναι και το πληρέστερα διατηρούμενο στον ελλαδικό χώρο δομημένο παράδειγμα της κοινοτικής οργάνωσης του νεότερου Ελληνισμού κατά την ύστερη Τουρκοκρατία. Κτίτορας της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα με την καθοδήγηση της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι πόροι για την ανέγερση της πόλης προέρχονται από την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα της κοινότητας. Η Ξάνθη είναι δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού.

Η εκ βάθρων ανέγερση της κατεστραμμένης από σεισμούς πόλης το 1829, γίνεται από μπουλούκια οικοδόμων από τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Αυτοί μεταφέρουν τον λαϊκό πολιτισμό του αναγεννημένου Νέου Ελληνισμού στην Ξάνθη και τη Θράκη.

Οι επαφές με την Κεντρική Ευρώπη, λόγω της έντονης εμπορικής δραστηριότητας σχετικά με τον καπνό, αποτυπώνονται στο χαρακτήρα της πόλης. Η πόλη αποκτά κοσμοπολίτικο αέρα και αναδεικνύεται σε ελληνικό οικονομικό κέντρο, υπό Οθωμανική Διοίκηση.  Μεγάλη είναι η κινητικότητα των πληθυσμών της πόλης, η οποία αποτελεί ένα καταφύγιο φυγάδων και προσφύγων.

Στη διατηρούμενη Παλιά Πόλη της Ξάνθης απαντώνται στοιχεία της λαϊκής, της "αρχοντικής" και της εκκλησιαστικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Τα παραδοσιακά αυτά στοιχεία συνυπάρχουν με στοιχεία της κεντροευρωπαϊκής μπελ επόκ, της αρχιτεκτονικής του εκλεκτικισμού των αστικών κέντρων της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και του νεοκλασικισμού του Νέου Ελληνικού Κράτους. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης είναι ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο, καθρέπτης της εξωστρέφειας του Ελληνισμού και του κοσμοπολιτισμού των Ρωμηών της "Καθ’ ημάς Ανατολής", αλλά και τόπος αρμονικής συμβίωσης πληθυσμών με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές.

Έχουμε, δηλαδή, εδώ τη ζώσα και ορατή παρουσία όσων συνιστούν την εθνική και πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία: Βυζάντιο, Νέος Ελληνισμός, "Καθ’ ημάς Ανατολή",  Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, Κοινότητες των Ρωμηών κατά την Τουρκοκρατία, Μικρασιατική Καταστροφή.

Όμως οι σημασίες που μεταφέρει η Παλιά Πόλη της Ξάνθης δεν αφορούν μόνο το ιστορικό περιβάλλον, αλλά απλώνονται και στη σύγχρονη προβληματική, όπως συνειδητά ή ασυνείδητα τη βιώνουμε.

 Διαστημικοί δορυφόροι, ερτζιανά κύματα, ψηφιακή καλωδίωση, συστήματα πληροφόρησης υφαίνουν σήμερα ένα παγκόσμιο πλέγμα που απομακρύνει το εμπειρικό, το γνώριμο και το οικείο. Το παγκόσμιο αντικαθιστά το τοπικό. Το πρόσκαιρο καταργεί το ιστορικό. Ο τόπος φαίνεται να χάνει τη δύναμη του να αποκαλύπτει σημασίες. Η οικείωση είναι πια δύσκολη και γίνεται συνεχώς πιο σπάνια. Ο τόπος αποκτά πλέον χαρακτήρα διαδικαστικό κενό από σημασίες. Γίνεται χώρος που δεν είναι μόνιμος, που χρησιμεύει μόνο για να μας μεταφέρει εκεί που είναι ανάγκη να πάμε. Ο τόπος γίνεται μη τόπος. Ουσιαστική είναι η διαπίστωση ενός μεγάλου σύγχρονου διανοητή ότι "η έλλειψη πατρίδας είναι σήμερα ένα παγκόσμιο πεπρωμένο". Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ιδεολογική και έχει την εξήγησή της,  πάντα κατά τον ίδιο διανοητή, "στην αποχώρηση του ιστορικού στοιχείου μέσα από το Είναι". Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα μέσα σε ένα "διαρκές παρόν".

Μετά το 1922, με την καταστροφή του ευρύτερου Ελληνισμού, η Ελλάδα περιορίζεται όλο και περισσότερο σε μια χώρα των συνόρων. Τα σύνορά μας όμως δεν βρίσκονται πια μόνο στον Έβρο, στο Αιγαίο ή στην Κύπρο, αλλά και παντού εκεί όπου φθάνει η παιδεία μας, η αίσθηση του τόπου και η συνείδηση της ταυτότητας. Τα σύνορα παύουν να είναι γραμμικά και απλώνονται και διακλαδώνονται παντού στον εμπειρικό και στον νοητικό χώρο. Φαίνεται πια καθαρά ότι είναι απολύτως αναγκαίο να επανασυνδεθούμε σταθερά με αυτό που μας καθορίζει.

Ιδού λοιπόν σήμερα εδώ οι πόλεις της Θράκης ως σύνορα και ως τόποι, απ’ όπου μπορούμε να πλησιάσουμε αυτό που μας φαίνεται μακρινό, να συνδέσουμε το πρόσκαιρο με το διαρκές και να αντικαταστήσουμε το άξενο με το οικείο.

Ευχαριστώ εκ βαθέων τη Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης και ειδικότερα το Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας ,για την τιμή που μου επιφύλαξαν.

Αυτό με ικανοποιεί, γιατί το ερμηνεύω ως αποτέλεσμα συλλογικής συναίνεσης και αποδοχής. Πράγμα που αξιολογώ ιδιαίτερα, γιατί πιστεύω ότι χωρίς τη συλλογικότητα η κοινωνική πραγματικότητα προκύπτει μόνο προσθετικά, ως άθροισμα ατομικών ιδιοτήτων και όχι ως ενιαία παράδοση και ζωντανός πολιτισμός. Αυτή την ενιαία παράδοση και τον ζωντανό πολιτισμό είναι αναγκαίο να παρουσιάσουμε και να αναδείξουμε.

Κυρίες και κύριοι σας ευχαριστώ.


Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

H εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922



1) Η κατανόηση της Μικρασιατικής Καταστροφής

Η ασύλληπτης έκτασης, τρομερή Μικρασιατική Καταστροφή έχει απωθηθεί και παραμένει σήμερα ως ανοικτό τραύμα στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Λίγο γνωστά είναι τα δραματικά γεγονότα του Αυγούστου του 1922. Κυριολεκτικά  άγνωστα παραμένουν, όμως, τα γεγονότα τα σχετικά με την εγκατάλειψη και εκκένωση της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922.

Η Ανατολική Θράκη αποτελούσε την κύρια εστία του θρακικού Ελληνισμού και ήταν προαύλιο της Κωνσταντινούπολης. Η Ανατολική Θράκη βρισκόταν υπό ελληνική διοίκηση από τον Ιούλιο του 1920 και είχε ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος από τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Σήμερα, η απώλεια της Ανατολικής Θράκης θεωρείται ότι συμπίπτει με τη Μικρασιατική Καταστροφή, στην πραγματικότητα όμως είναι αποτέλεσμα και επακόλουθό της. Ίσως είναι καιρός να μιλήσουμε και για τη Θρακική Καταστροφή, η οποία παραμένει άγνωστη, ανεξήγητη και ουσιαστικά αδικαιολόγητη. Είναι σκόπιμο να γνωρίζουμε τις συνθήκες και τις διεργασίες κάτω από τις οποίες συνέβησαν τα γεγονότα εκείνα. Και αυτό το λέω με τη συναίσθηση ότι ανάλογες συνθήκες συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα. Πρόκειται για την άνιση διπλωματία που εφαρμόζεται στις ετεροβαρείς σχέσεις μας με τους ισχυρούς προστάτες, που είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητούμε.

Οπωσδήποτε, αν η Μικρασιατική Καταστροφή οφείλεται σε δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες, αυτό δεν είναι βέβαιο ότι ισχύει για την αντίστοιχη καταστροφή στη Θράκη.

Τη δραματική αυτή περίοδο της ιστορίας μας την διαχειρίστηκαν από την πλευρά μας ο ιεροφάντης της Μεγάλης Ιδέας Ελευθέριος Βενιζέλος και οι αντίπαλοι και διάδοχοί του. Απέτυχαν και οι δύο. Ο Βενιζέλος γιατί γνώριζε τις  δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες και τις αγνόησε και οι διάδοχοί του γιατί δεν τις γνώριζαν, αλλά συνέχισαν την πολιτική του προκατόχου τους.  Ένα από τα αίτια και  συνέπεια, βέβαια, της αποτυχίας τους ήταν το να πολεμά κατά περίπτωση η μισή Ελλάδα σε κάθε φάση του αγώνα, που ήταν ο κρισιμότερος της σύγχρονης ιστορίας μας.

Οι δυσμενείς συνθήκες στις οποίες αναφερθήκαμε δεν έχουν ερμηνευθεί ακόμη. Συντελούν έτσι, μαζί με άλλους παράγοντες, στο να στερούμεθα  εθνικής συναίνεσης, ώστε να συνεχίζεται με κάποιες μορφές ο εθνικός διχασμός μέχρι τις μέρες μας. Η σύγχυση που συνεχίζει να επικρατεί δεν επιτρέπει στους Έλληνες να αξιολογήσουν τα γεγονότα, αλλά και να συνειδητοποιήσουν πραγματικότητες θεμελιώδεις για την ταυτότητα και την αυτογνωσία τους. Έτσι, παραμένουν άγνωστες οι πραγματικότητες της καθ’  ημάς Ανατολής, ενώ δεν μπορεί να αξιολογηθεί το ότι το νέο Ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε στις παρυφές του τότε Ελληνισμού. Ανάλογη είναι και η άγνοια που επικρατεί σχετικά με την Τουρκία και τις μακροϊστορικές συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Πλήρης είναι σήμερα η αδιαφορία μας σχετικά με την μετάλλαξη της Τουρκίας σε χώρα του Αιγαίου και την παράλληλη επιθυμία της να γίνει μέλος της ΕΕ, πράγμα που είναι αναγκαίο να μελετήσουμε για να χαράξουμε μια πολιτική.

Υπάρχει και η ιδεολογική μας σύγχυση. Για να μην κουράσω, θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Η Συνθήκη των Σεβρών θεωρείται σήμερα ως εκδήλωση ιμπεριαλιστικής βουλιμίας, και έτσι είναι σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα των τότε συμμάχων μας. Ωστόσο, μία απλή ανάλυση των δεδομένων αρκεί για να δείξει ότι η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μια μοιρασιά στην οποία οι Ρωμηοί της πάλαι ποτέ Ελληνικής Ανατολής εδικαιούντο και πήραν ένα μερίδιο. Το μερίδιο των Ρωμηών στη Συνθήκη των Σεβρών αντιστοιχούσε στο 7% των εδαφών της σημερινής Τουρκικής Δημοκρατίας, ενώ οι ίδιοι, με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς αποτελούσαν το 13% του συνολικού πληθυσμού. Τελικώς βέβαια δεν έλαβαν τίποτε και έγιναν πρόσφυγες.

Ας επανέλθουμε όμως στη Θράκη του 1922 για να αφηγηθούμε μια ακόμη ιστορία καταστροφής.


2) Οι Σύμμαχοι αποφασίζουν και οι Έλληνες αποδέχονται

Η κατάρρευση του ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922 δεν άφησε μόνο τους ελληνικούς πληθυσμούς απροστάτευτους. Η Μεγάλη Βρετανία, η άτυπη και διστακτική σύμμαχος των Ελλήνων, έμεινε τότε χωρίς την προστατευτική ασπίδα του Ελληνικού Στρατού. Αφού ο Ελληνικός Στρατός στη Μικρά Ασία κάλυπτε τα Στενά, την Κωνσταντινούπολη και την ουδέτερη ζώνη που κατείχαν οι Σύμμαχοι στις ακτές της Προποντίδας.

Η άφιξη του Κεμάλ στη Σμύρνη, στις 31 Αυγούστου 1922, σήμανε και την εκδήλωση έντονης κρίσης μεταξύ της Τουρκίας και της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας. Την κρίση πυροδότησε η δήλωση του Κεμάλ ότι μόνο η παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία θα απέτρεπε τη σύγκρουσή της με τους Συμμάχους.

Μετά την απαίτηση του Κεμάλ, η Μεγάλη Βρετανία φάνηκε να σχεδιάζει την ανασυγκρότηση του Ελληνικού Στρατού. Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση του Λόϋδ Τζώρτζ, με πρωτοστατούντα τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ετοιμαζόταν για πολεμική σύγκρουση με την κεμαλική Τουρκία. Αντίθετα, οι Γάλλοι τους οποίους ανησυχούσε η ελληνοαγγλική συνεργασία στην Εγγύς Ανατολή, απέσυραν τα στρατεύματά τους από το ασιατικό τμήμα της ουδέτερης ζώνης την οποία απειλούσε ο Κεμάλ.

 Η Γαλλία διαχώρισε τη θέση της και υποστήριξε την απαίτηση των Τούρκων για προσάρτηση στην Τουρκία της Ανατολικής Θράκης και των Στενών, που οι Τούρκοι θα ουδετεροποιούσαν.

Ωστόσο, η διάσταση στις γνώμες των Βρετανών ιθυνόντων και η απροθυμία της αγγλικής κοινής γνώμης και των αποικιών για πολεμική εμπλοκή με τους Τούρκους, ανάγκασαν  την κυβέρνηση του Λόϋδ Τζώρτζ να επιδιώξει συνεννόηση με την Τουρκία, μέσω της υποταγής της στις απαιτήσεις της Γαλλίας. Το τίμημα θα ήταν η Ανατολική Θράκη, και θα το πλήρωναν οι Έλληνες, χωρίς βέβαια να ερωτηθούν. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση εκείνη έπαιξε η αφόρητη πίεση του Γάλλου Προέδρου Πουανκαρέ. Η θετική διάθεση ορισμένων Άγγλων προς τους Έλληνες δεν ενισχύθηκε από τη μαχητικότητα, την τόλμη και την αποφασιστικότητα των Ελλήνων που, δυστυχώς, δεν υπήρξαν. Οι Έλληνες βρισκόταν κάτω από την ψυχολογία της ήττας. Άλλωστε, τις μέρες εκείνες η Ελλάδα εστερείτο ουσιαστικά διπλωματικής αντιπροσώπευσης, ενώ το καθεστώς στην Αθήνα βρισκόταν υπό κατάρρευση.

Η απόφαση των Συμμάχων για απόδοση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία, οδηγούσε και στην εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, των Στενών και της ουδέτερης ζώνης. Παρά την ταπείνωση των Συμμάχων, αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το ότι ήδη είχαν ικανοποιηθεί από τα κέρδη τους. Η Μεγάλη Βρετανία στη Μεσοποταμία, το Κουρδιστάν και τα πετρέλαια της Μοσούλης. Η Γαλλία, στη Συρία και τον Λίβανο και η Ιταλία, για την καταστροφή της Ελλάδας. Είχαν αποσπάσει την Τουρκία από την προσέγγισή της με τη Σοβιετική Ένωση. Προς μεγάλη, βέβαια, απογοήτευση του Λένιν και του Τρότσκυ, οι οποίοι ιδεοληπτικά φαντάζονταν την Τουρκία ως ηγέτιδα μιας παγκόσμιας αντιαποικιακής επανάστασης. Οι Σύμμαχοι ήθελαν τώρα την Τουρκία ως βασικό κρίκο στη ζώνη απομόνωσης που συγκροτούσαν γύρω από τη νεαρή Σοβιετική Ένωση. Επεδίωκαν την ενίσχυσή της για την αποφυγή της κομμουνιστικοποίησής της. Επιπλέον, είχαν επιλέξει την εθνικιστική Τουρκία ως θεματοφύλακα του Ανατολικού Ζητήματος. Η Ελλάδα δεν τους είχε πείσει ότι μπορούσε να είναι αξιόπιστος εταίρος, όπως είχαν σχεδιάσει ο Βενιζέλος και ο Λόϋδ Τζώρτζ. Η ελληνική στρατιωτική πανωλεθρία, ο μικρόψυχος και κοντόφθαλμος ελληνικός διχασμός, όπως και η αλαζονική επιμονή του Κωνσταντίνου να ανακτήσει το θρόνο του, ήταν τα συμπτώματα της ελληνικής αναξιοπιστίας. Η εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία αποτελούσε την προίκα για τη στενή μελλοντική της σχέση με τους Συμμάχους.

Η απόφαση για την εκκένωση της Θράκης πάρθηκε από τους Συμμάχους στις 9.9.1922 μετά από θυελλώδεις συσκέψεις τριών ημερών στο Παρίσι, μεταξύ του Γάλλου πρωθυπουργού Πουανκαρέ και του Άγγλου υπουργού εξωτερικών Λόρδου Κώρζον. Τις μέρες εκείνες δεν υπήρχε κυβέρνηση στην Αθήνα ικανή να αντιδράσει.

Ωστόσο, δύο μέρες μετά, εκδηλώθηκε στη Χίο και στη Μυτιλήνη το επαναστατικό κίνημα του Πλαστήρα και του Γονατά. Στόχος τους ήταν η ανατροπή του Κωνσταντίνου και η σωτηρία της Ανατολικής Θράκης. Το σύνθημά τους ήταν «Ελλάς - Σωτηρία». Είναι προφανές ότι ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος των Ελλήνων, αφού οι αποφάσεις των Συμμάχων είχαν ήδη παρθεί. Άλλωστε, ο επαναστατημένος στρατός έπλευσε προς την Αττική, ενώ υπήρχε απόλυτη ανάγκη να κατευθυνθεί στη Θράκη. Είναι γνωστό όμως ότι ο Λόϋδ Τζώρτζ στεναχωρήθηκε γιατί οι εξελίξεις στην Ελλάδα άργησαν μερικές ημέρες. Η επαναστατική επιτροπή διόρισε τον Ελ. Βενιζέλο που βρισκόταν στο Παρίσι για να χειρισθεί την ελληνική διπλωματία στο εξωτερικό. Περίμεναν δηλαδή από τον Βενιζέλο να ανατρέψει τα τετελεσμένα που είχαν ήδη δημιουργηθεί και πίστευαν στο άστρο του.
Δυστυχώς, ο Βενιζέλος δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες της νέας ελληνικής κυβέρνησης. Το γιατί, συζητείται μέχρι σήμερα.

Στο εύλογο ερώτημα του Λόρδου Κώρζον: "Ποιός θα υποχρεώσει τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη;", απάντησαν οι ίδιοι οι Έλληνες. Η Ανατολική Θράκη εγκαταλείφθηκε εθελόδουλα, ώστε να μην βρεθεί η Μεγάλη Βρετανία στη δυσάρεστη θέση να συγκρουσθεί με την Τουρκία. Και αυτό παρά το ότι πολλοί πίστευαν ότι  αρνούμενοι να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη τις μέρες εκείνες, οι Έλληνες δεν είχαν να χάσουν τίποτε και θα κέρδιζαν πολύτιμο χρόνο.

Στη συνομιλία του με τον Κώρζον στις 19.9.1922 ο Ελ. Βενιζέλος αρνήθηκε τη δυνατότητα αποχώρησης του Ελληνικού Στρατού από την Ανατολική Θράκη πριν από τη Διάσκεψη της Ειρήνης. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα υπήρχε τίποτε προς διαπραγμάτευση. Ο Κώρζον αισθάνθηκε αμηχανία μπροστά στα επιχειρήματα του Βενιζέλου, που ήταν τα ίδια με αυτά που είχε ο ίδιος επικαλεσθεί όταν ο Πουανκαρέ του είχε ζητήσει ακριβώς το ίδιο πράγμα με αυτό που ζητούσε ο ίδιος από τον Βενιζέλο. Κατά τον Κώρζον, η νύξη της παράδοσης της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία, έκανε τον Βενιζέλο ανίσχυρο να διατηρήσει τη συνηθισμένη του ψυχραιμία. Ωστόσο, μετά τρεις μόνο μέρες, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στον Κώρζον ότι συνέστησε στην Ελληνική Κυβέρνηση να δεχθεί αμέσως την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. Δεν είναι γνωστό το τι μεσολάβησε. Όπως και δεν είναι γνωστά όλα τα παρασκήνια των αποφάσεων, αλλά και άλλες λεπτομέρειες, όπως π.χ. η μη ανταπόκριση του Λόϋδ Τζώρτζ στις φορτικές εκκλήσεις για βοήθεια στους Έλληνες από τον Μπάζιλ Ζαχάρωφ.

Είναι γνωστά τα τηλεγραφήματα του Βενιζέλου προς τη νέα επαναστατική κυβέρνηση της Αθήνας:  «...Επήλθον ήδη καταστροφαί ανεπανόρθωτοι... Οι τρεις μεγάλαι και πρώην σύμμαχοι ημών Δυνάμεις απεφάσισαν την απόδωσιν ταύτης εις την Τουρκίαν. Ουδείς δε εχέφρων πολίτης δύναται να διανοηθεί την συνέχειαν του πολέμου προς την Τουρκίαν, με πλήρη ημών διπλωματική και στρατιωτική απομόνωσιν...» έγραφε και πρόσθετε ότι οι Τούρκοι θα απειλούσαν και τη Δυτική Θράκη. Τελείωνε δε με τη δήλωση ότι σε περίπτωση που η κυβέρνηση θα αποφάσιζε να κρατήσει την Ανατολική Θράκη τότε ... «αι θερμαί ευχαί μου θα συνοδεύσουν τον αγώνα τούτον του Έθνους, αλλά ευρίσκομαι, εν τοιαύτη περιπτώσει, εις την θλιβεράν ανάγκην να αρνηθώ την αποδοχήν της τιμητικής εντολής, όπως αντιπροσωπεύσω την χώραν εις το εξωτερικόν». Πρόκειται για φράσεις που δεν θα περίμενε κανείς ότι θα τις έγραφε ο μέχρι τότε   γνωστός  Βενιζέλος.

Δεν είναι απολύτως σαφής και γνωστή η στάση και το φρόνημα του Ελληνικού Στρατού τις τρομερές εκείνες ημέρες. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο νέος Έλληνας αρχιστράτηγος Νίδερ ζήτησε να παραβιάσει την ουδέτερη ζώνη στην Κωνσταντινούπολη και να βαδίσει ταχύτατα προς τον Βόσπορο. Πολλοί, στην ηγεσία της επανάστασης του 1922, είχαν παρόμοια στάση. Ωστόσο, είναι αμφίβολο το αν ο στρατηγός Νίδερ διέθετε στρατό με δυνατότητα προέλασης τον Σεπτέμβριο του 1922. Ο Ν. Πλαστήρας, που διαφώνησε με την απόφαση εκκένωσης, μεταπείστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Παραμένει το γεγονός ότι ο τουρκικός στρατός δεν ήταν σε θέση να διαπλεύσει την Προποντίδα και να επιτύχει την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Οι Τούρκοι δεν διέθεταν ναυτική δύναμη και η δύναμη πυρός των ελληνικών θωρηκτών ήταν σημαντική με τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Γι’ αυτό οι Άγγλοι είχαν ζητήσει την έξοδο του ελληνικού στόλου από την Προποντίδα κατά τις ημέρες της κρίσης πριν τη Διάσκεψη Ανακωχής. Υπήρχε επίσης και μία στρατηγική συνιστώσα στο να αρνηθούν οι Έλληνες να εκκενώσουν την Ανατολική Θράκη. Μία τέτοια κατάσταση έφερνε αμέσως σε ευθεία αντιπαράθεση τους Συμμάχους με την Τουρκία και το λιγότερο που θα κέρδιζαν οι Έλληνες ήταν πολύτιμος χρόνος. Η διάβαση των Τούρκων από τον Βόσπορο η τον Ελλήσποντο, που κατείχαν με ασθενείς δυνάμεις οι Άγγλοι, σήμαινε Αγγλο-Τουρκική σύγκρουση, κάτι που εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδας. Βρισκόταν δηλαδή η νικημένη Ελλάδα σε θέση που της έδινε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μία αγγλική ασπίδα και να αποφύγει νέα σύγκρουση με τους Τούρκους. Βέβαια, η ηττημένη χώρα δεν φαινόταν να έχει τις οικονομικές δυνατότητες για να συνεχίσει τον πόλεμο. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει ότι λαοί που είναι αποφασισμένοι και θέλουν να επιβιώσουν βρίσκουν τα μέσα για να αντισταθούν.


3) Η Διάσκεψη Ανακωχής των Μουδανιών.

Η Διάσκεψη των Μουδανιών, οργανώθηκε από τους Συμμάχους για τη σύναψη της ανακωχής και κράτησε από τις 20 έως 28.9.22. Εκεί η Ελλάδα έπαιξε τον ρόλο βωβού παρατηρητή στον οποίο ανακοινώθηκαν οι εις βάρος του όροι. Ο σκοπός της διάσκεψης ανακωχής των Μουδανιών ήταν να υποχρεωθούν οι Έλληνες να αποσυρθούν από την Ανατολική Θράκη. Το αντάλλαγμα εκ μέρους των Τούρκων θα ήταν ο σεβασμός της ουδέτερης συμμαχικής ζώνης και των Στενών μέχρι την τελική Διάσκεψη Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων και των Τούρκων. Οι Έλληνες εκλήθησαν στα Μουδανιά για να αποδεχθούν τα σε βάρος τους τετελεσμένα γεγονότα. Και αυτό έκαναν. Έγινε δηλαδή εκεί, μία διευθέτηση των συμμαχικών σχέσεων με την Τουρκία, εξόδοις της Ελλάδας.

Η διάσκεψη άρχισε χωρίς τους Έλληνες, που δεν είχαν ακόμη φθάσει, με κύριο θέμα τη γραμμή που θα αποσύρονταν οι Έλληνες. Πρόκειται δηλαδή για μια ιδιόρρυθμη  διάσκεψη ανακωχής που προδικάζει τη Συνθήκη Ειρήνης. Για μια ανακωχή που υποχρεώνει τον έναν από τους δύο αντιπάλους να υποχωρήσει πολύ πέραν της γραμμής, την οποία κατείχε, και να παραχωρήσει μεγάλες εκτάσεις στον αντίπαλο. Κατά την αφήγηση του Ισμέτ Ινονού στον Σπύρο Μαρκεζίνη το 1972, δέχθηκαν όλοι την προτροπή του: «Ας φθάσουμε σε ένα αποτέλεσμα και οι Έλληνες θα υποχρεωθούν να το δεχθούν». Οι Έλληνες, απλώς προσήλθαν την επαύριο για να τους ζητηθεί να προσυπογράψουν ό,τι οι άλλοι αποφάσισαν εις βάρος τους. Δεν επέτρεψαν στους Έλληνες να παρακαθίσουν στην τράπεζα της Διάσκεψης ως ισότιμοί τους, αλλά τους καλούσαν για ενημέρωση σε κάποιο από τα συμμαχικά πλοία. Μία άλλη διαπίστωση ταπεινωτική για τους Έλληνες είναι ότι οι Γάλλοι και οι Ιταλοί φέρονταν ως σύμμαχοι της Τουρκίας. Μόνον οι απαυδισμένοι Άγγλοι διαπραγματεύονταν, παρεμπιπτόντως, τα συμφέροντα της Ελλάδας. Κατά τον Σπύρο Μαρκεζίνη «οι Έλληνες παρέμειναν βωβοί θεατές και οι Τούρκοι ήγειρον συνεχώς και νέας αξιώσεις». Ο στρατηγός Σαρπύ με την καθοδήγηση του Φρακλίν Μπουγιόν, δέχθηκε όλα τα αιτήματα των Τούρκων. Ακολούθησαν οι Ιταλοί και μετά οι διστακτικοί Άγγλοι. "Η Θράκη μας παραδόθηκε χωρίς να ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός", σχολίαζε μετά από πενήντα χρόνια ο Ισμέτ Ινονού.

4) Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης

Στις 25.9.1922 ο Βενιζέλος τηλεγράφησε από το Παρίσι: «Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι' Ελλάδα», και: «ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσι την γην, ην από τόσων αιώνων κατοικούσιν, αυτοί και πρόγονοί των». Ήταν ακόμη μία από τις εθνικές εκκαθαρίσεις του 20ου αιώνα.  Η Συμφωνία Ανακωχής των Μουδανιών δεν επέβαλε και την αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού. Ωστόσο, οι γενοκτονικές πρακτικές των Τούρκων είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα πανικού και φόβου που ανάγκασαν σύσσωμο τον χριστιανικό πληθυσμό να αποχωρήσει ακολουθώντας τον Ελληνικό Στρατό.

Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης σήμαινε τη μετακίνηση των 260.000 Θρακών προσφύγων με την οικοσκευή τους και μέρος της σοδειάς τους, όπως και την αποχώρηση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι τον προηγούμενο μήνα, με την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας, είχαν καταφύγει στη Θράκη. Μετακινήθηκαν επίσης Αρμένιοι, Κιρκάσιοι και Τούρκοι αντικεμαλικοί των οποίων ο αριθμός δεν είναι γνωστός. Τη μετακίνηση συμπλήρωσε η αποχώρηση 70.000 περίπου στρατιωτών της Στρατιάς Θράκης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν δυτικά του Έβρου. Μαζί, και τελευταίοι, αποχώρησαν οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι και η ελληνική χωροφυλακή. Κατά τις είκοσι ημέρες της εκκένωσης της Θράκης δηλαδή, μετακινήθηκαν προς δυτικά πάνω από 450.000 άτομα. Οι μετακινήσεις έγιναν με τραίνα, με πλοία και οδικώς με κάρα, τα οποία ήταν τότε διαθέσιμα στη Θράκη. Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης είχε ολοκληρωθεί το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1922.


5) Γιατί οι Έλληνες δεν αντιστάθηκαν;   

Δεν μας είναι γνωστό κάτω από ποιές συνθήκες οδηγήθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο να επιμείνει στην αποδοχή της εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης και να αποδεχθεί τα τετελεσμένα. Ίσως, ο κυκλοθυμικός χαρακτήρας του επηρεάστηκε από τα καταστροφικά αποτελέσματα της μικρασιατικής του περιπέτειας. Νόμιζε ότι δεν ευθυνόταν για την καταστροφή και ότι προφύλασσε το έθνος από άλλες καταστροφές. Υπάρχει βέβαια και το στοιχείο της ρεαλιστικής αντιμετώπισης μιας κατάστασης που όπως φαινόταν τότε ήταν εξαιρετικά δύσκολη: η χώρα είχε ηττηθεί, ο Στρατός είχε διαλυθεί και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στερούνταν στέγης και τροφής. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Βενιζέλο για τη μικρασιατική του πολιτική. Ήταν εμφανής η διάθεση και η κατεύθυνση των Νεότουρκων για τη γενοκτονική εξόντωση του Μείζονος Ελληνισμού της Ανατολής. Οι προθέσεις των Νεότουρκων για πλήρες ξερίζωμα η εξόντωση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία και τη Θράκη, φάνηκαν αμέσως μετά την επικράτησή τους. Λίγο μετά, υποστηρίχθηκαν θερμά από τους Γερμανούς συμμάχους τους.

Η μεγάλης κλίμακας ανατολική πολιτική του Βενιζέλου τελειώνει με τις μοιραίες εκλογές της 1.11.1920, όπως τελειώνει και η ιστορικών διαστάσεων πολιτική του παρουσία. Έκτοτε, δεν υπάρχει ανατολική πολιτική στην Ελλάδα. Κατά το Λόϋδ Τζωρτζ οι εκλογές της 1.11.1920 συγκρίνονταν με την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Δεν φανταζόταν τότε, ότι αυτό που θα επακολουθούσε θα ήταν ακόμη τρομερότερο. Η μομφή για τον Βενιζέλο μπορεί να δοθεί για τη ανεξήγητη απόφαση των εκλογών εκείνων, όπως και για την έλλειψη τόλμης τον Σεπτέμβριο του 1922. Βέβαια, η μομφή απευθύνεται στον Βενιζέλο, γιατί οι πολιτικοί αντίπαλοί του, παρά τον πατριωτισμό τους, διέπραξαν τεράστια σφάλματα και ήταν σαφώς ανίκανοι να δώσουν λύση στη μικρασιατική εμπλοκή την οποία ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε δημιουργήσει. Ο Βενιζέλος ήταν ο μόνος που διέθετε την τόλμη, το διεθνές κύρος και τις ικανότητες που ήταν απαραίτητες για την απεμπλοκή από τη Μικρά Ασία, όταν ήταν πια φανερό το αδιέξοδο και οι διεθνείς συγκυρίες ήταν πια δυσμενείς. Υπήρχε χρόνος κατά τον οποίο ήταν ακόμη δυνατό να διασωθεί ο Ελληνισμός της Ανατολής, η Ανατολική Θράκη και ίσως και η Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, Βενιζέλος του 1922 δεν είναι ο Βενιζέλος του 1915 ή του 1919. Για πρώτη φορά φαίνεται να τον διακρίνει κάποια απαισιοδοξία και παραίτηση. Έχει απορρίψει τη Μεγάλη Ιδέα και πιστεύει πλέον ότι τα όρια του Ελληνισμού βρίσκονται στον Έβρο. Η έλλειψη ενδιαφέροντος του Βενιζέλου για την Ανατολική Θράκη μας φαίνεται σήμερα αδικαιολόγητη, όπως και η σύνταξή του με το κλίμα της απογοήτευσης και της παραίτησης. Οπωσδήποτε, η αντίληψη του Βενιζέλου για το Ανατολικό Ζήτημα δεν απέδιδε μεγάλη σημασία στη Θράκη, αφού η πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας ήταν γι’ αυτόν αδύνατη χωρίς ελληνική παρουσία στην ασιατική πλευρά του Αιγαίου.

H απόφαση για την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης χωρίς αντίσταση, ο πανικός και η αδυναμία συνεννόησης δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο από την κόπωση και το βάρος της ήττας που πίεζε τους Έλληνες τις μέρες εκείνες. Η ελληνική νευρικότητα και απογοήτευση μπορούν ίσως να ανιχνευθούν σε ό,τι οι αλλεπάλληλες καταστροφές και συμφορές έχουν συσσωρεύσει στο συλλογικό ελληνικό υποσυνείδητο.

Εκείνο που πρέπει να παρατηρήσουμε αφορά τη νοοτροπία της εξάρτησης που χαρακτηρίζει τη χώρα μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Δηλαδή, την τυφλή πίστη στην παντοδυναμία και τη στήριξη των υποτιθέμενων ξένων συμμάχων μας. Κατά τις δραματικές μέρες πριν από τον Αύγουστο του 1922, κυριαρχούσε η εντύπωση ότι οι Άγγλοι δεν θα επέτρεπαν νίκη των Τούρκων. Μετά την καταστροφή, όλοι, με λίγους διαφωνούντες, που οι διαφωνίες τους πνίγηκαν μέσα στη γενική επιθυμία υποταγής στις συμμαχικές υποδείξεις, ήταν τυφλά πρόθυμοι να πράξουν ό,τι θα επέβαλε το συμμαχικό διευθυντήριο. Ο ίδιος ο Βενιζέλος υποδείκνυε τη συμμόρφωση σε ό,τι επιθυμούσαν οι Άγγλοι. Ζούσε ακόμη στο κλίμα των καλών ημερών. Οι Σύμμαχοι, όμως, δεν νοιάζονταν για τίποτε άλλο από τα συμφέροντά τους και αυτά δεν ήταν τότε ίδια με τα συμφέροντα της Ελλάδας.

Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι οι Πλαστήρας – Γονατάς ζήτησαν από τον Άγγλο Πρέσβη στην Αθήνα να υποδείξει ο ίδιος τη σύνθεση της Κυβέρνησής τους. Ακόμη και ο Ελ. Βενιζέλος πρόσεχε να είναι πάντα αρεστός στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι αντιπροσωπευτικός ο τρόπος με τον οποίο αρχίζει την επιστολή του προς τον Στρατηγό Νίδερ, Διοικητή της Στρατιάς Θράκης την 2.11.1922, αμέσως μετά την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης.


Γράφει ο Βενιζέλος: 

«Φίλτατε στρατηγέ,
Επιθυμώ να σας συγχαρώ διά την επιτυχίαν μεθ’ης εξετελέσατε την θλιβεράν εντολήν της εκκενώσεως της Αν.Θράκης. θέλω να σας είπω πόσην αληθή υπερηφάνειαν ησθάνθην, όταν εις το υπουργείον των Εξωτερικών εν Αγγλία μου ανεκοίνωσαν σχετικόν τηλεγράφημα του στρατηγου Χάριγκτον, εκφράζοντος την εκτίμησίν του διά τον τρόπον καθ΄ όν έγινε η εκκένωσις….»

Μας είναι, πράγματι, οδυνηρό το να παρακολουθούμε τον ιδιοφυή πολιτικό, που πριν δύο χρόνια πρωταγωνιστούσε στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη, να αισθάνεται τώρα υπερήφανος με τον αμφίβολο έπαινο ενός ασήμαντου στρατηγού, που δεν έτρεφε καμία εκτίμηση για τους Έλληνες. Και τί έπαινο!  Έπαινο γιατί οι Έλληνες οργάνωσαν ικανοποιητικά την ταφική πομπή του Ελληνισμού της Θράκης.

Δυστυχώς στην πολιτική που ασκήθηκε από μέρους των Ελλήνων κυριάρχησε η φροντίδα να εξυπηρετηθεί πρώτα η Μεγάλη Βρετανία, ώστε ανεπαισθήτως παραμερίστηκαν τα ελληνικά συμφέροντα.


6) Τα επακόλουθα

Η εξαγορά της Τουρκίας με την εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης δημιούργησε δυσμενή κατάσταση για τη χώρα μας, η οποία έχασε τη θέση του στρατηγικού εταίρου της Μεγάλης Βρετανίας. Έκτοτε η Τουρκία παραμένει στο στρατόπεδο στο οποίο ανήκει και η Ελλάδα και όπου πάντα η Τουρκία βαρύνει περισσότερο από μας. Εκτός από τη διατήρηση της Ανατολικής Θράκης, κύριος σκοπός της διπλωματίας μας το 1922 θα έπρεπε να είναι και η ματαίωση της προσέγγισης Μεγάλης Βρετανίας – Τουρκίας. Η παραμονή μας στην Ανατολική Θράκη εξυπηρετούσε αμφότερους τους στόχους.

Με την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες οι Τούρκοι επιστρέφουν στην Ευρώπη και θέτουν μια υποθήκη που σήμερα ονομάζεται: «Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας». Χωρίς την παρουσία της στην Ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, η Τουρκία συγκεκριμενοποιείται σε αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή σε μία χώρα της Ασίας με σαφή ασιατική ταυτότητα. Η μικρασιατική ήττα της Ελλάδας και το ιστορικά πρωτοφανές γεγονός της συγκέντρωσης όλων των Ελλήνων στην ευρωπαϊκή τους κοιτίδα δημιουργούν συνθήκες που τροφοδοτούν μια κρίση ταυτότητας και στις δύο χώρες. Στην Τουρκία, με το να παραμένει μετέωρη σαν τις κρεμαστές γέφυρες του Βοσπόρου ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία και ανάμεσα σε ένα ψευδεπίγραφο δυτικό προσανατολισμό και σε μια ασιατική ταυτότητα. Στην Ελλάδα με το να προσπαθεί να ενταχθεί στο δυτικό ευρωπαϊκό σύστημα, αφού έχει χάσει την οικουμενική της διάσταση και τον μείζονα Ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής.

Η ελληνική γεωπολιτική σκέψη δεν έχει ακόμη κατορθώσει να εκτιμήσει σωστά το μέγεθος και τη σημασία των γεγονότων. Και αυτό είναι αναγκαίο, γιατί ίσως δεν απέχουμε πολύ από την εποχή κατά την οποία η Τουρκία θα αναδειχθεί και πάλι ως ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα. Ίσως τότε η Μικρασιατική Καταστροφή αποκτήσει τις διαστάσεις μιας ήττας ολόκληρης της Ευρώπης, αλλά και ίσως η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες θα αναγνωρισθεί ως ένα ασύγγνωστο σφάλμα.



Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Από τις αναμνήσεις του Νικολάου Δημητρίου Μαυρίδη.



Ζούσαμε στην Ανατολική Θράκη, στην αρχαία πόλη της Ραιδεστού. Η ζωή μας ήταν άνετη, αφού ο πατέρας μου που ήταν έμπορος, είχε μια αποδοτική εμπορική δραστηριότητα. Έμποροι ήταν όλοι οι πρόγονοί μου, τόσο ώστε υπήρχε παράδοση να μεταβιβάζονται οι εμπορικές δραστηριότητες από γενιά σε γενιά.

Η καλή μας ζωή άρχισε να διαταράσσεται όταν το 1908 η επανάσταση των Νεότουρκων άλλαξε τους όρους με τους οποίους συζούσαμε με τους Τούρκους.  Ακολούθησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η κατάληψη  της Θράκης από τους Βούλγαρους. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό των Ρωμηών, στον οποίο συμμετείχαν και οι Βούλγαροι, όταν τον Δεκέμβριο του 1912 εμφανίστηκε στο λιμάνι της Ραιδεστού η τουρκική ναυαρχίδα "Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα" σαρωμένη από τα βλήματα του "Αβέρωφ" και χωρίς κατάρτια και κανόνια. Είχε συμμετάσχει στην ένδοξη "Ναυμαχία της Έλλης" , όπου διασφαλίστηκε η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο. Εμείς είμαστε, όμως, κάτω από το ζυγό των Βούλγαρων.  Οι Βούλγαροι έφυγαν σε λίγους μήνες και ο διωγμός των Θρακιωτών από τους Τούρκους άρχισε ως συνέχεια. Ευρισκόμενος στην πόλη της Ραιδεστού δεν είδα τις σφαγές και τις εκτοπίσεις της μάζας των χωρικών,  που από τη Θράκη, οδηγήθηκαν στη μικρασιατική ακτή της Προποντίδας. Ωστόσο, ο τρόμος, ήταν διάχυτος και κάθε θόρυβος μας ανησυχούσε γιατί υποθέταμε ότι ήταν η αρχή σφαγών ή εκτοπισμών. Την ίδια εποχή η Τουρκία εισήλθε, μετά την εμφάνιση του γερμανικού στόλου, στη Συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων και οι τουρκικές στρατιές παρατάχθηκαν στα διάφορα μέτωπα που ήταν πολλά. Η ηγέτιδα  δύναμη των Κεντρικών Δυνάμεων, η Γερμανία, έπεισε τους Τούρκους ότι χρειαζόταν γερμανούς εκπαιδευτές και επιτελικούς αξιωματικούς. Έτσι, ο τουρκικός στρατός στελεχώθηκε από Γερμανούς, όπως και το τουρκικό γενικό επιτελείο.

Την ίδια εποχή, οι Νεότουρκοι αποφάσισαν την ένταξη των Ρωμηών στον τουρκικό στρατό. Οι Ρωμηοί είχαν αποκτήσει κάποια πρόσθετα δικαιώματα με την κυριαρχία των Νεότουρκων, ωστόσο, δεν στρατεύονταν στον τουρκικό στρατό. Με την επιστράτευση των Ρωμηών άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες φήμες ότι το μέτρο της επιστράτευσης ήταν μία συνωμοσία των Τούρκων για να εξοντώσουν τον άρρενα ελληνικό πληθυσμό. Οι μνήμες των Αμελέ Ταμπουρού (Τάγματα Εργασίας) ήταν ακόμη ζωντανές. Ο τουρκικός στρατός στελεχωμένος από Γερμανούς αξιωματικούς ανέλαβε να πραγματοποιήσει την επιστράτευση των νέων των ρωμαίικων κοινοτήτων, κανείς από τους οποίους δεν επιθυμούσε την επιστράτευσή του. Πολλοί προφασιζόταν αρρώστιες, ενώ άλλοι δεν κατατάγονταν με αποτέλεσμα να κηρύσσονται λιποτάκτες.

Κατά την πρώτη φάση της επιστράτευσης Γερμανοί εκπαιδευτές ανέλαβαν μαζί με Τούρκους στρατιώτες την εκπαίδευση των Ρωμηών νεοσυλλέκτων και επισκέπτονταν κάθε πόλη, όπου επέλεγαν τα κατάλληλα πρόσωπα.  

Στη Ραιδεστό η επιλογή των κληρωτών από τη ρωμαίικη κοινότητα έγινε στο στρατόπεδο της πόλης. Ο αδελφός μου Αλέξανδρος, που φοβόταν ότι οι μονάδες με Ρωμηούς στρατιώτες προοριζόταν για τον πόλεμο στην Ανατολική Οθωμανική Αυτοκρατορία και μάλιστα στην περιοχή του Κουρδιστάν, πήρε ένα αφέψημα από βότανα, ώστε να πάθει ταχυπαλμία, κάτι που ανάγκασε, παρά τις αντιρρήσεις του Γερμανού εκπαιδευτή, τον Τούρκο διοικητή να τον χαρακτηρίσει ανίκανο για τον πόλεμο και να τον αφήσει ελεύθερο.

Εγώ κατατάχθηκα κανονικά, παρ΄ όλο που προφασίστηκα αδυναμία να εκτελέσω μία άσκηση επιλογής για κατάταξη, σε αντίθεση με την επιμονή του Γερμανού εκπαιδευτή να μην απορριφθώ.  

Με την κατάταξή μου συνταχθήκαμε κανονικά σε μονάδες και περπατήσαμε μέχρι τα στρατόπεδα της Αδριανούπολης. Η ζωή στο στρατόπεδο δεν ήταν βάρβαρη όπως φανταζόμασταν. Ωστόσο, ήταν σκληρή και αυστηρή και ήμασταν όλοι ανήσυχοι για την προοπτική μεταφοράς μας στο μέτωπο του Ιράκ. Εγώ είχα πάντα την ανησυχία ότι θα πολεμούσα σε ένα πόλεμο, όπου και οι δύο αντίπαλοι ήταν εχθροί μας και όπου η παράταξη την οποία υπηρετούσα ήταν πραγματικά εχθρός μου και εχθρός όλων των προσώπων που αγαπούσα και γνώριζα. Έτσι, ένα πρωινό του Οκτώβριου του 1915 περπάτησα, προσπαθώντας να δείξω ότι είμαι αμέριμνος, έξω από την πύλη του στρατοπέδου και έγινα ελεύθερος, αλλά και λιποτάκτης.

Ένα μήνα πριν -στο στρατόπεδο έμεινα αρκετούς μήνες- είχα πετύχει να πάρω άδεια για τη Ραιδεστό. Έξω από το στρατόπεδο είχε ένα μπακτσέ με φράουλες που έδειχναν ότι θα ήταν πολύ νόστιμες. Πήρα λοιπόν ένα καλάθι φράουλες που πίστευα ότι πηγαίνοντας με το τραίνο θα πρόφταινα να τις διατηρήσω σε καλή κατάσταση. Το καλάθι δεν ήταν καλυμμένο, γιατί ο καλός αγρότης που μου το προμήθευσε δεν είχε χαρτί κατάλληλο γι΄ αυτή τη δουλειά. Πήγα λοιπόν στο σταθμό του τραίνου με το καλάθι και μία τσάντα και κάθισα σε ένα παγκάκι δίπλα στις γραμμές του τραίνου περιμένοντας τον συρμό. Αμέσως με το που κάθισα εμφανίστηκε ένας ψηλόλιγνος Τούρκος που φορούσε μια κομψή σταμπουλίνα[1]. Με χαιρέτησε και αμέσως μου έπιασε κουβέντα. Ανάμεσα σε άλλα μου είπε: "Τι ωραίες φράουλες ; αγαπώ πολύ τις φράουλες και είμαι ευχαριστημένος γιατί βλέπω ότι ωριμάσαν φέτος νωρίς". Δεν ξέρω πως μου ήρθε και του είπα: "Αν αγαπάτε τόσο τις φράουλες θα μου επιτρέψετε να σας χαρίσω το καλάθι το οποίο είναι εύκολο να αντικαταστήσω". Ο κομψός κύριος φαίνεται να διστάζει, αλλά σε λίγο μου είπε: "Σας ευχαριστώ πολύ, θα το πάρω για να θυμάμαι την ευγένειά σας". Χωρίσαμε σύντομα πιστεύοντας ότι δεν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ.

Έφτασα στο σπίτι μου, όπου η μητέρα μου κλαίγοντας μου είπε: "Ο πατέρας σου φρόντισε να σε κρύψει. Η αστυνομία σε ψάχνει και ρωτάει παντού μήπως σε είδαν. Έχει μάλιστα φροντίσει να σου βρει κρυψώνα". Η κρυψώνα, όπως έμαθα σε λίγο, ήταν ένα πατάρι στο σπίτι μιας μοδίστρας που βρισκόταν μερικά σπίτια παρακάτω από το δικό μας. Αργότερα έμαθα, ότι ο πατέρας μου είχε φροντίσει να δωροδοκήσει τον διοικητή της Αστυνομίας, ώστε οι έρευνες που γινόταν να μην γίνονται στο δρόμο μας. Κάθισα σε αυτό το σπίτι αρκετούς μήνες, τόσο ώστε βαρέθηκα, παρά τη ραπτική που μου δίδαξε η καλή μοδίστρα. Τέλος, μετά από καιρό άρχισα να βγαίνω έξω. Η απόφασή μου αυτή ήταν μοιραία. Με συνέλαβαν  σύντομα με την κατηγορία του λιποτάκτη. Μεταφέρθηκα στο στρατόπεδο της Αδριανούπολης και σε ένα μήνα ορίστηκε να δικαστώ στο Στρατοδικείο για λιποταξία. Οι καταδικαζόμενοι από αυτό το Στρατοδικείο δεν εκτελούνταν, αλλά ούτε φυλακιζόταν, απλώς αποστέλλοντο  στο μέτωπο του "Κουτ" στο Ιράκ, όπου πολεμούσαν οι Τούρκοι με τους Άγγλους. Εκεί, τους κατέτασσαν  σε ομάδες θανάτου, που καθάριζαν με τα σώματά τους τις νάρκες για να περάσει ασφαλώς ο τουρκικός στρατός και να επιτεθεί άθικτος στην αγγλική γραμμή.

Η ημέρα της δίκης έφτασε. Εγώ είχα μέρες να κοιμηθώ από την αγωνία μου. Το πρωί που μας μεταφέραν στο Στρατοδικείο αισθανόμουν σαν να πήγαινα στο εκτελεστικό απόσπασμα. Φθάνοντας στην αίθουσα του Στρατοδικείου, στάθηκα στη δεύτερη σειρά της ομάδας των κατηγορουμένων που θα δικαζόταν εκείνη τη μέρα. Μετά από λίγο, ήρθαν οι στρατοδίκες και κάθισαν σε μία σειρά μπροστά από τους κατηγορουμένους. Και τότε, είδα με μεγάλη κατάπληξη τον κύριο με τη σταμπουλίνα να παίρνει μια θέση πίσω από τους στρατοδίκες, όντας ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου.

Ήμουν κάθιδρος. Δεν ήξερα πως θα χειριζόμουν τη δύσκολη αυτή κατάσταση. Θα είχε κάποια ευνοϊκή στάση ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου; Ή θα ήταν σκληρός και ανυποχώρητος, όπως ήταν συνήθως οι Τούρκοι αξιωματικοί; Πέρασαν πολλοί κατηγορούμενοι από το Στρατοδικείο, οι περισσότεροι των οποίων καταδικάστηκαν ως ένοχοι λιποταξίας με τιμωρία την κατάταξη σε τάγματα θανάτου.

Τέλος, έφτασε η δική μου σειρά. Η απολογία μου ήταν μια ιστορία κοινότυπης αισθηματολογίας με δικαιολογία την αρρώστια της μητέρας μου. Ήμουν βέβαιος ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου θα αγνοούσε κάθε συναισθηματισμό για να πάρει την απόφασή του. Μετά την απολογία μου και προτού οι στρατοδίκες συνεννοηθούν για την ποινή που θα μου υπέβαλαν, σηκώθηκε ο Πρόεδρος και είπε: "Γνωρίζω αυτό το παιδί. Σίγουρα θα παρασύρθηκε για να λιποτακτήσει. Άλλωστε, έχει και τη δικαιολογία ότι η μητέρα του ήταν άρρωστη. Ξέρω ότι είναι καλό παιδί ! ".  Οι στρατοδίκες αντάλλαξαν μερικές ματιές και φράσεις μεταξύ τους και με κήρυξαν "Αθώο".





[1] Η σταμπουλίνα είναι ένα είδος φράκου σαν μακρύ παλτό, που φορούσαν οι Οθωμανοί διοικητικοί υπάλληλοι από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η σταμπουλίνα φοριόταν με φέσι ή χωρίς φέσι. 

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Ἡ πολιτισμική λεηλασία τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Ξάνθης



Ἡ πόλη τῆς Ξάνθης μέσα στούς αἰῶνες.

Ἀρχαιότατη εἶναι ἡ πόλη τῆς Ξάνθης, ἡ ὁποία κατά τήν μακραίωνη παρουσία της καί παρά τήν ὑποταγή της σέ ποικίλους κατακτητές, ποτέ δέν ἔχασε τήν ἑλληνικότητά της. Ἀμέσως μετά τήν τουρκική κατάκτηση περί τό 1375, ἡ πόλη βρέθηκε νά περιβάλλεται ἀπό σλαβικούς ἐξισλαμισμένους πληθυσμούς στήν πρός Βορρά ὀρεινή περιοχή καί μουσουλμανικούς νεοφερμένους πληθυσμούς στήν πρός Νότο πεδινή περιοχή. Ὡστόσο, γιά αἰῶνες ἡ πόλη παρέμεινε ἕνα προπύργιο καί καταφύγιο τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς περιφέρειάς της.
Ἀνεξήγητες παραμένουν ἀκόμη οἱ διαδικασίες πού κράτησαν τήν χριστιανική Ξάνθη ἀνταγωνιστική ἀπέναντι στήν ἰσλαμική Γενισέα, ἡ ὁποία τελικά παρακμάζει, ὅταν ἡ ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ συνοδεύεται ἀπό τήν κυριαρχία τῶν χριστιανῶν στό ἐμπόριο καί στήν οἰκονομία. Τόν 19ο αἰώνα, μάλιστα, ἡ ἐπεξεργασία καί τό ἐμπόριο τοῦ χρυσοφόρου καπνοῦ περνάει στά χέρια τῶν μελῶν τῆς ἑλληνικῆς ὀρθόδοξης κοινότητας, ἡ ὁποία κατορθώνει μέ τήν καθοδήγηση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας νά ἀνοικοδομήσει ἐκ βάθρων τίς κατεστραμένες ἀπό τούς σεισμούς τοῦ 1829 πόλεις τῆς Γενισέας καί τῆς Ξάνθης. Ἀνοικοδομοῦνται ἔτσι περιβάλλοντα μέ βάση τήν ἰδιοπροσωπία καί τόν χαρακτῆρα τῆς Ρωμηοσύνης, πού ἐμπνέεται ἀπό τά μεγάλα οἰκονομικά κέντρα τῆς Ἠπείρου καί τῆς Μακεδονίας, ἀλλά καί ἀπό τήν ἴδια τήν Κωνσταντινούπολη, ὡς πρωτεύουσα καί κέντρο τῆς Ρωμηοσύνης.
Δέν ὑπάρχει ὄμορος χαρακτήρας πού νά συνδέει τήν κοσμοπολίτικη ρωμαίικη καί χριστιανική Ξάνθη μέ τή σλαβόφωνη καί ἐξισλαμισμένη ὀρεινή περιοχή τῆς Νότιας Ροδόπης, οὔτε ἡ μεταφορά τῆς ὀθωμανικῆς διοίκησης ἀπό τή Γενισέα στήν Ξάνθη τό 1872 καθορίζει τόν χαρακτῆρα τῆς ρωμαίικης, δυτικόστροφης καί ἀρχοντικῆς Ξάνθης, τήν ὁποία οἰκοδομοῦν Ἠπειρῶτες καί Δυτικομακεδόνες Ρωμηοί μαστόροι μέ τά μπουλούκια τους. Ἡ κατεστραμένη ἀπό τούς σεισμούς Ξάνθη ἀνοικοδομεῖται μετά τό 1829 γύρω ἀπό τά θεμέλια τῶν ἐκκλησιῶν πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ μάλλον ἀπό τήν βυζαντινή ἐποχή.  Μάρτυρας τῆς ἑλληνικότητας τῆς Ξάνθης παραμένει ἡ Παλιά της Πόλη, ὅπου ἡ παρουσία τοῦ ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί ἡ λάμψη τῆς ἀστικῆς ἀνάπτυξης τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητας συνεχίζουν σήμερα νά ἐντυπωσιάζουν τούς ἐπισκέπτες. Ἡ Ξάνθη παραμένει ἕνα ἀνοικτό ὑπαίθριο μουσεῖο καί μία πηγή ἱστορικῆς μαρτυρίας χάρη στήν διατήρησή της. Σήμερα ἡ Ξάνθη δέν εἶναι μόνο ὁ μεγαλύτερος καί ὁ καλύτερα διατηρούμενος παραδοσιακός οἰκισμός τῆς Βόρειας Ἑλλάδας, ἀλλά ἀποτελεῖ καί τό πληρέστερα διατηρούμενο δομημένο δεῖγμα τῆς κοινοτικῆς καί θρησκευτικῆς ὀργάνωσης τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ πού ὑφίσταται στόν ἑλλαδικό χῶρο. Ἡ Ξάνθη, ὅπως ἀγαθή τύχη τή διασώζει σήμερα, εἶναι δημιούργημα τοῦ ἑλληνικοῦ κοινοτισμοῦ.
Κτήτορας τῆς Ξάνθης εἶναι ἡ ρωμαίικη κοινότητα, ἡ ὁποία διαθέτει τό οἰκονομικό καί πληθυσμιακό κεφάλαιο γιά ἕνα τέτοιο ἔργο, ἀλλά καί τήν καθοδήγηση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ψυχή τῆς ἀνοικοδόμησης τῆς πόλης εἶναι ὁ Μητροπολίτης Εὐγένιος ὁ ὁποῖος εἶναι καί κεφαλή τῆς ὀρθόδοξης κοινότητας. Ἡ ἐγκατάσταση τῆς τουρκικῆς διοίκησης γίνεται στήν περιφέρεια τῆς πόλης, ὅπου καί ἀναγείρεται καί ἡ νέα βιομηχανική περιοχή τοῦ καπνοῦ. Ἡ πόλη ἀποτελεῖ ἕνα ἑλληνικό πολιτιστικό καί οἰκονομικό κέντρο μέ ὀθωμανική διοίκηση.


Οἱ διεκδικήσεις τῆς Βουλγαρίας στή Θράκη.

Ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα εἶναι φανερό ὅτι ὁ ἀνατολικός δεσποτισμός καί ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία δέν θά ἐπιβιώσουν γιά μεγάλο διάστημα. Ὁ πανσλαβισμός, ἐθνικιστική ἰδεολογία τήν ὁποία πρόβαλε ἡ ὀρθόδοξη Ρωσία προορίζει τή Βουλγαρία ὡς διάδοχο τῶν Ὀθωμανῶν στή Θράκη.
Τήν ἴδια ἐποχή, δηλαδή στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἡ φιλόδοξη Βουλγαρία προσπαθεῖ στά πλαίσια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα νά ἀποκτήσει ἐρείσματα στήν Ξάνθη, στήν ὁποία ὅμως δέν ὑπάρχει ὑπολογίσιμος βουλγαρικός πληθυσμός. Ὁ Μακεδονικός Ἀγώνας στήν Ξάνθη ἔχει ὡς ὁδηγό καί ἐμπνευστή τόν ἀνυποχώρητο Μητροπολίτη Ἰωακείμ Σγουρό πού ὑποστηρίζεται ἀπό τό σύνολο τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ. Ὅμως, μέ τήν εὐκαιρία τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων ἡ Βουλγαρία θά γίνει κυρίαρχος τῆς περιοχῆς.

Οἱ Βουλγαρικές Κατοχές τῆς Θράκης.

Στίς 8.11.1912, ἕνα μῆνα μετά τήν ἔκρηξη τοῦ Πρώτου Βαλκανικοῦ Πολέμου, ὁ βουλγαρικός στρατός κατέλαβε ἀμαχητί τήν Ξάνθη. Τέλειωσε ἔτσι ἡ μακραίωνη ὀθωμανική κυριαρχία. Ὡστόσο, γρήγορα οἱ Ξανθιῶτες διαπίστωσαν ὅτι ὁ ἐμφανιζομενος ὡς σύμμαχος ὁμόδοξος λαός δέν ἦταν παρά ἕνας καινούργιος κατακτητής. Ἄλλωστε, ἡ εὔθραυστη συμμαχία Ἑλλάδας-Βουλγαρίας ὁδήγησε πολύ σύντομα στόν Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στόν ὁποῖο ἡ κατακτητική καί ἀλαζονική Βουλγαρία ἀντιμετώπισε συνασπισμένους ὅλους τούς πρώην συμμάχους της.
Οἱ ἑλληνικές νίκες κατά τόν Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο ἔφεραν καί τό ποθούμενο στήν Ξάνθη. Στίς 12.7.1913 ὁ Ἑλληνικός Στρατός ἀπελευθέρωσε τήν πόλη καί εἰσῆλθε σ’ αὐτή μέσα σέ ἐνθουσιώδη ἀτμόσφαιρα. Φαινόταν ἐκείνη τή μέρα ὅτι οἱ ἐλπίδες καί οἱ πόθοι αἰώνων εἶχαν φθάσει στήν πραγμάτωσή τους. Ὡστόσο, οἱ πολιτικές συνθῆκες στήν Εὐρώπη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἐπέβαλαν ἄλλες λύσεις. Μέ τή Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου καί κάτω ἀπό τήν πίεση τῶν ἰσχυρῶν ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση ὑποχρεώθηκε νά ἐγκαταλείψει τή Θράκη καί νά δεχθεῖ τά ἑλληνικά σύνορα στόν Νέστο. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1913 ἡ βουλγαρική διοίκηση ἐπέστρεψε στήν Ξάνθη. Ἀρχίζει ἔτσι ἡ πρώτη βουλγαρική κατοχή τῆς πόλης, ἕως τίς 4.10.1919, ὅταν ἡ 9η Ἑλληνική Μεραρχία μέ διοικητή τόν στρατηγό Γ. Λεοναρδόπουλο ἀπελευθέρωσε ὁριστικά τήν Ξάνθη.
Ὡστόσο ἡ ἐθνικιστική ἀναθεωρητική Βουλγαρία τοῦ Μεσοπολέμου δέν ἐγκατέλειψε τήν κατακτητική της στάση καί τά σχέδιά της γιά ἔξοδο πρός τό Αἰγαῖο. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1941, ὅταν ἡ πανίσχυρη γερμανική στρατιά κατέλαβε τή Θράκη καί τήν Ἀνατολική Μακεδονία, ἡ τότε βουλγαρική διοίκηση κατόρθωσε νά ἀναλάβει δῆθεν τή φύλαξη τῶν γερμανικῶν κατακτήσεων. Ἡ Βουλγαρία βρισκόταν πάλι γιά δεύτερη φορά κυρίαρχος στά θρακικά ἐδάφη.


Ἡ μοίρα τῶν πολιτιστικῶν ἀγαθῶν τῆς Θράκης.

Ἤδη ἀπό τήν ἔναρξη τῆς πρώτης κατοχῆς τῆς Θράκης τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1913 τά πράγματα ἦταν πολύ δύσκολα. Μέ τήν βεβαιότητα τῆς μόνιμης καί νομότυπης παρουσίας της ἡ Βουλγαρία συνέχισε καί ἐνέτεινε τήν πολιτική ἐθνοκάθαρσης πού εἶχε ἤδη ἀρχίσει νά ἐφαρμόζει. Μεγάλο τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἀναγκάσθηκε τώρα νά ἐγκαταλείψει τήν Θράκη καί νά καταφύγει στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, πέραν τοῦ Νέστου. Στήν πόλη τῆς Ξάνθης ἐγκαταστάθηκε ἀριθμός ἐποίκων. Συντονισμένα μέτρα ἐκβουλγαρισμοῦ ἄρχισαν νά ἐφαρμόζονται. Ἐπιδιώχθηκε μιά πολιτισμική γενοκτονία καί ἐθνοκάθαρση. Οἱ ἐκκλησίες καί τά σχολεῖα ἔγιναν βουλγαρικά. Οἱ δάσκαλοι καί οἱ ἱερεῖς ἐκδιώχθηκαν. Ὁ Μητροπολίτης Ἄνθιμος συνελήφθηκε καί ἐκτοπίσθηκε. Ἐκτός ἀπό τή ζώσα ἑλληνική παρουσία ἐπιχειρήθηκε καί ἡ ἐξαφάνιση τῆς ἱστορικῆς μνήμης. Τά χειρόγραφα καί οἱ κώδικες τῶν μοναστηριῶν τῆς Ξάνθης συγκεντρώθηκαν καί μεταφέρθηκαν στή Σόφια, ὅπου σήμερα συνεχίζουν νά παραμένουν. Ὅ,τι ἑλληνικό ἐξαφανίσθηκε, ἡ ἑλληνική γλώσσα ἀπαγορεύτηκε, οἱ ἐπιγραφές ἐκβουλγαρίσθηκαν, τά ὀνόματα ἄλλαξαν, τά ἀρχεῖα καί τά βιβλία κάηκαν.
Κατά τήν πρώτη βουλγαρική κατοχή λεηλατήθηκαν χειρόγραφα, κώδικες καί κειμήλια τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Παναγίας Καλαμοῦς καί τῆς Παναγίας Ἀρχαγγελιώτισσας. Πρόκειται μεταξύ ἄλλων γιά 37 περίπου χειρόγραφα καί κώδικες οἱ ὁποῖοι ἔχουν ταυτισθεῖ καί καταλογογραφηθεῖ.
Κατά τή δεύτερη βουλγαρική κατοχή συνεχίσθηκε ἡ πολιτισμική ἐθνοκάθαρση μέ τήν ἀπάλειψη κάθε ἴχνους ἱστορικῆς ἑλληνικῆς παρουσίας. Ἀνάλογα ἀνηρπάγησαν κειμήλια καί κώδικες τῶν Ἱερῶν Μονῶν Εἰκοφοινίσσης τοῦ ὄρους Παγγαίου στήν Ἀνατολική Μακεδονία καί Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν.


Ἡ ἐπιστροφή τῶν πολιτιστικῶν ἀγαθῶν τῆς Θράκης ὡς πράξη πολιτισμοῦ, μετριοπάθειας καί συμφιλίωσης.

Ἡ ἐπιστροφή τῶν πολιτισμικῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα ἡ Βουλγαρία ἔχει παράνομα ἀποσπάσει ἀπό τίς Μονές τῆς Θράκης καί τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας ἐπιβάλλεται γιά λόγους δικαιοσύνης, διεθνοῦς τάξης, ἔμπρακτης συγγνώμης καί συνύπαρξης καί συνεργασίας Ἑλλάδας-Βουλγαρίας στά πλαίσια τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἔνωσης.
Ὡστόσο, ἡ Βουλγαρία ἀποφεύγει συστηματικά τήν ἀπόδοση δικαιοσύνης καί, ὅταν δέν ἀδιαφορεῖ, καταφεύγει σέ τυπολατρικά καί στρεψόδικα ἐπιχειρήματα:
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐνθρόνισή του (1995), ὁ σημερινὸς Μητροπολίτης Ξάνθης καί Περιθεωρίου κ. Παντελεήμων ἔστειλε ἐπιστολὴ μὲ τὴν ὁποία ζητοῦσε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Σόφιας τὴν ἐπιστροφὴ τῶν χειρογράφων κωδίκων, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων κλαπέντων κειμηλίων. Στὶς 5 Μαρτίου 1997 ἐστάλη ἀπαντητικὴ ἐπιστολὴ στὸν Μητροπο­λίτη Ξάνθης, τὴν ὁποία ὑπογράφει ὁ Πατριάρχης Σόφιας κ. Μάξιμος. Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ τὸ Πατριαρχεῖο Σόφιας:
α. Παραδέχεται ὅτι βρίσκονται στὴν Σόφια οἱ ἐν λόγῳ χειρόγραφοι κώδικες.
β. Θεωρεῖ ὅτι σύμφωνα μὲ Βουλγαρικὸ νόμο τῆς 11ης Ἀπρι­λίου 1969 ἀπαγορεύεται ἡ ἐξαγωγὴ μνημείων πολι­τισμοῦ.
γ. Οἱ Βούλγαροι πολῖτες δὲν δικαιοῦνται χωρὶς τὴν ἄδεια τῆς Γενικῆς Διευθύνσεως τῶν Ἀρχείων νὰ παραδίδουν σὲ ξέ­να ἱδρύματα ἀντίγραφα ἐγγράφων.
δ. Θεωροῦν ὅτι, μὲ τὴν ὑπογραφεῖσα σύμβαση μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ Βουλγαρίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἰσχύει τὸ καθεστὼς παραγραφῆς-χρησικτησίας γιὰ κατοχὴ ἐγγράφων καὶ ἀντικειμένων μετὰ τὴν παρέλευση 50 ἐτῶν, οἱ χειρό­γραφοι κώδικες τῶν μονῶν τῆς Ξάνθης ἀνήκουν πλέον στὸ Βουλ­γαρικὸ Δημόσιο, ἀφοῦ ἀπὸ τὸ 1917, ὁπότε καὶ ἐκλά­πησαν, ἔχουν παρέλθει πλέον τῶν 80 ἐτῶν.
Τέλος, ὁ Πατριάχης Σόφιας θεωρεῖ ὅτι, ἐπειδὴ τὰ χειρόγραφα εἶναι γραμμένα στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἔχουν μεγάλη σημασία γιὰ τὴν μελέτη τῆς κοσμικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τῆς Βουλγαρίας, ἀφοῦ ἀποτελοῦν τὶς ἀψευδεῖς μαρτυρίες τοῦ παρελθόντος καὶ τὰ ἴχνη τῆς παρουσίας Βουλ­γάρων ἔξω ἀπὸ τὰ σημερινὰ σύνορα τῆς χώρας τους(!).



Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ



Χώρος και ιστορία. Η σημερινή κατάτμηση της Θράκης από τρία εθνικά κράτη περιόρισε το ελληνικό στοιχείο στον στενό χώρο από τις υπώρειες της Ροδόπης προς το Θρακικό Πέλαγος και στη δυτική κοιλάδα του νότιου Έβρου, ενώ κατέστησε την Ελληνική Θράκη περιοχή των συνόρων χωρίς ενδοχώρα. Ωστόσο, η Ελληνική Θράκη αποτελεί σήμερα ιδιάζουσα πολιτισμική πραγματικότητα για την Ελλάδα, αφού διατηρεί τα ίχνη της μακροχρόνιας συμβίωσης διαφόρων λαών με το ανήσυχο ελληνικό στοιχείο, σε μια περιοχή κοντά στο κέντρο περίπου του σημαντικού εκείνου γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και όπου υπάρχουν μερικές από τις σημαντικότερες τοποθεσίες της υφηλίου.
Η περιοχή της Ξάνθης διατηρεί τα ιστορικά και τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά της στο πέρασμα των αιώνων. Στην προς βορρά της Ξάνθης ορεινή περιοχή οι γηγενείς ορεσίβιοι Πομάκοι συνεχίζουν να κατοικούν στη γενέθλια γη. Η ορεινή περιοχή της Ροδόπης πάνω από την Ξάνθη δεν έχει εγκαταλειφθεί από τον πληθυσμό της, όπως άλλες ορεινές περιοχές της χώρας. Προς νότο της Ξάνθης, που είναι κτισμένη στις υπώρειες της Ροδόπης, απλώνεται μια εύφορη πεδιάδα, όπου σήμερα κατοικούν εθνοτικές ομάδες γηγενείς ή μεταφερμένες από μακριά σε διάφορες περιόδους. Η πόλη και η νότια περιφέρειά της μοιάζουν με ένα καταφύγιο προσφύγων, οι οποίοι υπενθυμίζουν μόνιμα το βυζαντινό παρελθόν. Η αρμονική συμβίωση των εθνοτικών ομάδων που κατοικούν στην Ξάνθη και την περιφέρειά της αποτελεί ένα επίτευγμα της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους, που δεν είναι ευρύτερα γνωστό.
Μετά την τουρκική κατάκτηση της περιοχής γύρω στο 1372 Γιουρούκοι και Κονιάρηδες Τουρκομάνοι εγκαθίστανται στην εύφορη πεδιάδα και απωθούν τους χριστιανούς κατοίκους, οι οποίοι καταφεύγουν στα βουνά και στην πόλη της Ξάνθης. Η πεδιάδα, εκτός από την ακτή, σχεδόν εκτουρκίζεται. Τον εκτουρκισμό της πεδιάδας ακολούθησε ο εξισλαμισμός της ορεινής περιοχής τον 17ο αιώνα. Οι νεοφερμένοι κατακτητές Οθωμανοί Τούρκοι ιδρύουν ένα νέο οικονομικό, διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο μέσα στην εύφορη πεδιάδα: τη Γενισέα Καρά Σου. Η βυζαντινή Ξάνθεια, πόλη της οποίας πρώτη αναφορά γίνεται τον 9ο αιώνα, δεν παρακμάζει όπως το γειτονικό βυζαντινό Περιθεώριο. Δημιουργείται ένα δίπολο με τη Γενισέα μουσουλμανικό κέντρο και την Ξάνθη κατοικούμενη κυρίως από Ρωμηούς.
Η αγροτική οικονομία της περιοχής θα αναβαθμισθεί μετά τον 16ο αιώνα, όταν εισάγεται η καλλιέργεια του καπνού, για να φθάσει στα τέλη του 19ου αιώνα να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο οικονομικό σύστημα ως κέντρο παραγωγής και εμπορίας καπνού υψηλής ποιότητας. Το ενδιαφέρον του διεθνούς κεφαλαίου για τον καπνό μετά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα συμπίπτει με την αναγέννηση του Ελληνισμού και τη δημιουργία του χώρου που ονομάσθηκε καθ' ημάς Ανατολή. Ο χώρος αυτός συμπίπτει με τον χώρο που καταλάμβανε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά την ύστερη φάση της και κατοικείται και από Έλληνες, οι οποίοι ώς ένα βαθμό διαμορφώνουν και τον χαρακτήρα του. Την ίδια εποχή η ανάγκη για εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρίσκει τις κοινότητες των Ρωμηών πρόθυμους συνεργάτες. Λίγο αργότερα, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις θα καταστήσουν τις ρωμαίικες κοινότητες σημαντικό τμήμα της αστικής τάξης της Αυτοκρατορίας. Εντυπωσιακή είναι η άνοδος της ρωμαίικης κοινότητας της Ξάνθης. Τόσο ώστε, ο πλούτος από το εμπόριο του καπνού δίνει στη ρωμαίικη κοινότητα τη δυνατότητα να ανοικοδομήσει εκ βάθρων την πόλη, που το 1829 είχε ισοπεδωθεί από σεισμό.
Η μεγάλη εποχή της Ξάνθης αρχίζει γύρω στο 1860, όταν η παρακμή της Γενισέας κατευθύνει πόρους και δραστηριότητες στην Ξάνθη και την καθιστά το 1872 έδρα του Καζά. Το 1891 η πόλη συνδέεται σιδηροδρομικά με τη Θεσσαλονίκη  και την Κωνσταντινούπολη. Η ανοικοδόμηση της πόλης συνεχίζεται αδιάλειπτα, για να διακοπεί απότομα το 1912 με την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων. Το 1919 η πόλη ενσωματώνεται το Ελληνικό Κράτος. 
Η πόλη οφείλει την ανοικοδόμησή της μετά τους σεισμούς και την ακμή της κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα στον πλούτο που προσπορίζει η καλλιέργεια και η εμπορία του καπνού, αλλά και στην προνομιακή της θέση πάνω σε σημαντικούς εμπορικούς δρόμους. Η θέση αυτή βρίσκεται στη φυσική απόληξη των ορεινών δρόμων από τη Ροδόπη προς τη θάλασσα και εποπτεύει τη νότια της Ροδόπης εύφορη πεδιάδα, πηγή πλούσιας παραγωγής, που στηρίζει, εκτός από την πόλη, και πλήθος χωριών.
Σταθμό στην ανθρωπολογία της Ξάνθης και της περιοχής της αποτελεί η Μικρασιατική Καταστροφή. Από τον Σεπτέμβριο του 1922 και συνεχώς μέχρι το 1925 καταφθάνουν στην περιοχή χιλιάδες πρόσφυγες της πάλαι ποτέ Ελληνικής Ανατολής. Τα πληθυσμιακά δεδομένα ανατρέπονται, νέοι οικισμοί δημιουργούνται και οι μουσουλμάνοι παύουν πλέον να αποτελούν την πλειοψηφία. Στην ίδια την πόλη της Ξάνθης ο πληθυσμός υπερδιπλασιάζεται και εκτεταμένες νέες συνοικίες της προσφυγικής εγκατάστασης δημιουργούνται νοτιοδυτικά  της πόλης. Οι δύο βάρβαρες βουλγαρικές κατοχές, το 1913-1919 και 1941-1944, δεν θα αφήσουν σημαντικά ίχνη στην πόλη, παρόλο που χιλιάδες κάτοικοι αναγκάζονται να εκπατρισθούν –πολλοί για να μη γυρίσουν ποτέ πιά πίσω. Μετά τις περιπέτειες και τα πάθη της χώρας κατά το πρώτο μισό του 20ού  αιώνα οι παλιοί αυτόχθονες έμποροι μεταναστεύουν σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα και νέοι αστικοί πληθυσμοί συγκεντρώνονται στην πόλη. Ο ευτελισμός της τιμής του καπνού είναι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν στην καθυστέρηση της οικονομικής ανάπτυξης στην περιοχή της Ξάνθης.
Οι γνωστές εξωτερικές απειλές αφύπνισαν το ελληνικό κράτος, ώστε μετά το 1974 δέσμη μέτρων έθεσε πάλι την πόλη και την περιφέρειά της σε αναπτυξιακή τροχιά. Ακολούθησαν προγράμματα στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα η πόλη στηρίζεται στις υπηρεσίες και την αγροτική παραγωγή της περιφέρειάς της και γνωρίζει πάλι μία περίοδο ανοικοδόμησης. 
Φωτ. 1 Άποψη της  Ξάνθης  στις αρχές  του 20ου αι.


Φωτ. 2  Οικοδόμηση ώστε να μην εμποδίζεται η θέα.

Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης.  Ο οικισμός που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως Παλιά Πόλη της Ξάνθης είναι κτισμένος μετά το 1829˙ χρονιά κατά την οποία μεγάλοι σεισμοί, που τους ακολούθησε πυρκαγιά, φαίνεται ότι κατέστρεψαν ολοσχερώς τον προηγούμενο οικισμό. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης διατηρεί λίγα ίχνη της βυζαντινής Ξάνθειας, που εντοπίζονται στα θεμέλια των εκκλησιών και στη διάταξη του πολεοδομικού ιστού, όπως και των μοναστηριών που έχουν ιδρυθεί μετά τη μεσοβυζαντινή εποχή. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης διατηρείται σήμερα σε μεγάλο βαθμό άθικτη και έχει κηρυχθεί διατηρητέα το 1976. Η διατήρησή της οφείλεται στην οικονομική δυσπραγία των πρώτων μεταπολεμικών ετών, η οποία δεν επέτρεψε την ανοικοδόμηση με πολυκατοικίες, όπως έγινε στις άλλες ελληνικές πόλεις. Ο σωζόμενος σήμερα οικισμός της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι ο μεγαλύτερος παραδοσιακός οικισμός που διασώζεται στη Βόρειο Ελλάδα, αλλά και μαζί το καλύτερα διατηρούμενο δομημένο δείγμα της κοινοτικής οργάνωσης των Ελλήνων κατά την ύστερη Τουρκοκρατία που διασώζεται στον ελλαδικό χώρο.
Παρά το ότι μιλάμε για την "Παλιά Πόλη" της Ξάνθης, ωστόσο –σε σχέση με το ιστορικό βάθος της πατρίδας μας –, χαρακτηρίζουμε έτσι μία σχετικώς νεόκτιστη πόλη (φωτ. 1). Κτίτορες της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα και η τοπική εκκλησία, αφού πρωτεργάτης της ανοικοδόμησης είναι η κεφαλή της Δημογεροντίας ο Μητροπολίτης Ευγένιος, ο οποίος αρχιεράτευε την κρίσιμη δεκαετία του 1830. Η εξωστρέφεια των Ρωμηών εμπόρων του καπνού και η αίγλη της μεγάλης αστικής παράδοσης των Δυτικών συντελούν ώστε η πόλη να ανοικοδομηθεί ως ένα υβρίδιο της "αρχοντικής" αρχιτεκτονικής του νότιου ελληνικού χώρου του 18ου αιώνα και της εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής της Κεντρικής Ευρώπης, όπως αυτή θριάμβευε την εποχή εκείνη στα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η κατεστραμμένη πόλη ανοικοδομείται με πόλους και πυρήνες τα θεμέλια των εκκλησιών, που ανήκαν μάλλον στη βυζαντινή Ξάνθεια και που πάνω τους στηρίχθηκαν οι νέες εκκλησίες –κέντρα των συνοικιών. Η ανοικοδόμηση έγινε με γνώμονα τις νεοελληνικές κοινοτικές αντιλήψεις: είναι πλήρης ο εθνικοθρησκευτικός διαχωρισμός και οι χριστιανικές συνοικίες, οι οποίες παραμένουν στα όρια που έχουν καθιερωθεί επί αιώνες, απλώνονται πέριξ των εκκλησιών που αποτελούν και τα κέντρα του οικιστικού ιστού. Η πολεοδομική μορφή του χώρου της Ξάνθης οργανώνεται σε γειτονιές (μαχαλάδες), σύμφωνα με τις οθωμανικές αντιλήψεις και πρακτικές διοίκησης, με διαχωρισμό των κατακτημένων λαών σε θρησκευτικά έθνη (μιλλέτ).
Δεν σώζεται σχεδόν τίποτε μέσα στην πόλη που να παραπέμπει σε εποχή παλαιότερη των σεισμών. Το παλαιότερο χρονολογημένο σπίτι της Ξάνθης ανάγεται στο 1841. Αμέσως μετά την καταστροφή του 1829, όμως, ανεγείρονται από τον Μητροπολίτη Ευγένιο πέντε κοινοτικοί ναοί μέσα στην πόλη, το καθολικό της Μονής της Αρχαγγελιώτισσας και τρεις ναοί στην περιφέρεια. Η εντυπωσιακή αυτή οικοδομική έξαρση θα πρέπει να στηρίχθηκε στις οικονομικές δυνατότητες που πρόσφερε στον Μητροπολίτη Ευγένιο η ρωμαίικη κοινότητα. Ευνοϊκές ήταν και οι πολιτικές συνθήκες, αφού κατά την περίοδο εκείνη βρισκόταν σε εξέλιξη η προσπάθεια εφαρμογής μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με σκοπό τον διοικητικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό της.
Όλα τα σπίτια έχουν θέα προς την πεδιάδα και ελεύθερο ορίζοντα κατά παλαιότατη πολεοδομική πρακτική των Βυζαντινών που υιοθέτησαν και οι Οθωμανοί Τούρκοι: μπορούσες να κτίσεις όπως ήθελες, αρκεί να μην εμπόδιζες τη θέα των γειτόνων (φωτ. 2). Έτσι οι γειτονιές της Ξάνθης είναι αμφιθεατρικά κτισμένες σε πλαγιές, ενώ οι νέες περιοχές, οι κτισμένες μετά την επέκταση της πόλης μετά το 1870, όπως και η σύγχρονη πόλη, βρίσκονται στο κατώτερο σημείο της προς την πεδιάδα (φωτ. 1). Το ανάγλυφο του οικισμού στις πλαγιές και ορισμένες θέσεις επιτρέπουν οπτικές φυγές,  ώστε να δίνεται πάντα μια εικόνα ενός ποικιλόμορφου συνόλου και να γεννάται στον επισκέπτη η αίσθηση μιας εσωτερικής αρμονίας.

Ο 20ός αιώνας βρίσκει την πόλη σε πλήρη ακμή με ισάριθμες συνοικίες χριστιανών και μουσουλμάνων. Οι χριστιανικές συνοικίες είναι επτά, δομημένες γύρω από μεταβυζαντινούς ναούς της ύστερης Τουρκοκρατίας. Οι πέντε από τις χριστιανικές συνοικίες βρίσκονται μέσα στα όρια της σημερινής Παλιάς Πόλης. Οι μουσουλμανικές συνοικίες εκτείνονται περιφερειακά και είναι έξι, εκ των οποίων οι δύο βρίσκονται στην Παλιά Πόλη. Τέλος, τα βιοτεχνικά και τα βιομηχανικά κτήρια, οι καπναποθήκες και τα καπνομάγαζα κτισμένα μετά το 1860, βρίσκονται στο νότιο κατώτερο και πεδινό τμήμα της πόλης. Ο διαχωρισμός της κατοικίας από τις βιομηχανικές δραστηριότητες είναι πλήρης (φωτ. 1).
Στην περιφέρεια της πόλης κατοικούν σε μονώροφες ή διώροφες μονοκατοικίες με περίκλειστη αυλή οι εσωστρεφείς και υπομονετικοί τουρκογενείς μουσουλμάνοι. Στη συνοικία Σούννε κατοικούν σε μεγάλα κονάκια με πτέρυγες οι μουσουλμάνοι τσιφλικάδες μπέηδες και σε μικρότερες αστικές κατοικίες οι μουσουλμάνοι δημόσιοι υπάλληλοι. Στα βόρεια υψώματα της περιφέρειας της πόλης, κατοικούν σε μικρές φτωχικές κατοικίες οι αυστηροί, εργατικοί Πομάκοι, απόγονοι γηγενών ορεσίβιων Θρακών, των οποίων η γλώσσα και η ταυτότητα βρίσκονται σε συνεχή απειλή. Στη νότια περιφέρεια βρίσκονται οι φτωχοί και ολιγαρκείς Αθίγγανοι. Στη νέα συνοικία των Δώδεκα Αποστόλων κατοικούν στις αρχές του 20ού αιώνα λίγοι σλαβόφωνοι οπαδοί της Βουλγαρικής Εξαρχίας και δυτικά υπάρχει μία κοινότητα Εβραίων. Τέλος, στις κεντρικές συνοικίες κατοικούν οι έμποροι, μικρέμποροι, βιοτέχνες, μαστόροι και εργάτες που είναι Έλληνες, αυτόχθονες ή επήλυδες, από πολλά μέρη της Ελλάδας και κυρίως από την Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Μέσα στήν Ξάνθη εγκαθίστανται κατά περιόδους χριστιανικοί πλη­θυσμοί από τη Βόρεια Θράκη, τη Χαλκιδική, την   Ήπει­ρο και τη Μακεδονία, όπως καί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο το 1877­–1878. Αργότερα εγκαθίστανται στην πόλη Κρητικοί και μετά το 1922 εγκαθίστανται μαζικά πρόσφυ­γες τής Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου και, τέλος, πληθυσμοί ποντιακής καταγωγής από τήν πρώην Σοβιετική  Ένωση, τελευταίοι αυτοί φυγάδες της πάλαι ποτέ ελληνικής Ανατολής.
Η πόλη ευτύχησε να βρίσκεται σε μία περιοχή η οποία διαθέτει πλούσιο και ποικίλο φυσικό περιβάλλον. Το φυσικό περιβάλλον περιβάλλει την πόλη, είναι από παντού ορατό και λειτουργεί ως συνοδευτικό στοιχείο του δομημένου χώρου, τον διαφοροποιεί ακόμη περισσότερο και τον αναδεικνύει. Ενδιαφέρουσα είναι η διάταξη των τριών μοναστηριών της πόλης στα γύρω υψώματα, με τρόπο που δημιουργεί στον επισκέπτη αισθήματα οικείωσης και σιγουριάς, αφού τα μοναστήρια φαίνεται σαν να αιωρούνται πάνω από την πόλη και να την περιβάλλουν προστατευτικά.


Φωτ. 3  Λαϊκές κατοικίες σύμφωνα με τα πρότυπα της Φιλιππούπολης ( αρχές του 20ου αι. ).




Φωτ. 4  Λαίκές κατοικίες  με σαχνισί  π. 1840 και 1890. 



Φωτ.5  Πέτρινο οθωμανικό Διοικητήριο  π. 1900 





Φωτ.6  Πέτρινο κονάκι Μουσουλμάνου  μπέη π. 1900.



Φωτ. 7  Νεοκλασσική κατοικία Ρωμηού εμπόρου π. 1905



Φωτ. 8  Κονάκι Ρωμηού εμπόρου κατά τα πρότπα του αναγεννημένου Ελληνισμού της  Ηπείρου και της  Θεσσαλίας π. 1860 





Φωτ. 9  Το Νηπιαγωγείο Στάλιου , 1891 σε  σχέδιο Ιταλού αρχιτέκτονα.








Ύφος και πολυμορφία.  Η πόλη γίνεται αντιληπτή ως σύνολο μιας ενδιαφέρουσας αλληλουχίας πολιτισμικών στοιχείων, ρυθμών και εντυπώσεων, αλλά και ως μία συναρπαστική ανάμειξη παλιού και νέου. Η ποικιλομορφία αυτή, σε όλα τα επίπεδα και τις μορφές, καθιστά την Ξάνθη τόπο εξαιρετικά ενδιαφέροντα.
Στην Παλιά Πόλη η μίμηση των βορειοθρακιώτικων προτύπων (φωτ. 3) αναμειγνύεται με λαϊκές κατοικίες (φωτ. 4), κονάκια κατά την παράδοση της "αρχοντικής αρχιτεκτονικής" της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου (φωτ. 9), κονάκια μουσουλμάνων με διαχωρισμό των δύο φύλλων (χαρεμλίκ και σελαμλίκ) (φωτ. 5), επιβλητικά πέτρινα κτήρια με οθωμανικό ακαδημαϊκό χαρακτήρα (φωτ. 6), κατοικίες των εμπόρων του καπνού με παράδοξο εκλεκτικιστικό δυτικότροπο ύφος (φωτ. 7) καί, τέλος, νεοκλασικά κτήρια (φωτ. 8), τα οποία, όμως, διαθέτουν ανατολίτικα σαχνισιά.  Το βυζαντινό-οθωμανικό ξύλινο σπίτι με τον μεγαλοαστικό φραγκολεβαντίνικο στόμφο δεν συναντάται στην Ξάνθη.
Το δομημένο περιβάλλον ανήκει στην καθ΄ ημάς Ανατολή, αλλά και θυμίζει τα εμπορικά και αστικά κέντρα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας (φωτ. 9), αλλά και την ιταλική αναγέννηση (φωτ. 10), τον εκλεκτικισμό της Κεντρικής  Ευρώπης (φωτ. 11) και τη νεογοτθική αρχιτεκτονική της ρομαντικής Αγγλίας (φωτ. 12),  τον ρωμανικό χαρακτήρα (φωτ. 29), τα αγγλικά μεσοαστικά και μεγαλοαστικά οπτοπλίνθινα σπίτια (φωτ. 13), τη γαλλική μικροαστική πολυκατοικία (φωτ. 14), τις κλιμακωτές απολήξεις των τοίχων κατά τον ολλανδικό και τον βορειογερμανικό τρόπο (φωτ. 15), τον νεοκλασικισμό του ελληνικού κράτους (φωτ. 8) και, τέλος, την πρώιμη κεντροευρωπαϊκή art deco (φωτ. 16), αλλά και πολλά ακόμη, χωρίς όμως ο επισκέπτης προς στιγμή να αμφιβάλει ότι βρίσκεται στην καθ’ ημάς Ανατολή. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο ιδιαίτερης αισθητικής σημασίας.
Οι δρόμοι είναι στρωμένοι με κυβολίθους, όπως αυτοί στο Παρίσι και η πολυχρωμία και η ποικιλομορφία των κτηρίων χαρίζουν μεγάλο πλούτο εντυπώσεων (φωτ. 17).













Κτηριακός πλούτος.  Η ανοικοδόμηση της πόλης γίνεται σε τέσσερις φάσεις: 
α.  Από το 1829 μέχρι περίπου το 1860, όταν ανεγείρονται οι εκκλησίες, πολλές κατοικίες και τα κονάκια των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων. Την εποχή αυτή σχηματοποιούνται και οι συνοικίες της πόλης.
β.  Από το 1860 μέχρι το 1912, όταν η πόλη επεκτείνεται στην πεδινή περιοχή έξω από τα όρια της βυζαντινής Ξάνθειας προς τη σημερινή Κεντρική Πλατεία και ανεγείρεται η βιομηχανική και βιοτεχνική περιοχή του καπνού . Την ίδια εποχή ανεγείρονται τα εκλεκτικιστικά και νεοκλασικά αρχοντικά των εμπόρων (φωτ. 7, 8, 11, 12, 13, 21, 22).
γ. Κατά τον Μεσοπόλεμο, όταν δημιουργούνται οι προσφυγικοί συνοικισμοί (φωτ. 25).
δ.  Μετά το 1960 και κυρίως μετά το 1974, όταν πολυκατοικιοποιούνται οι συνοικίες της Νέας Πόλης. 
Σχηματικά μπορούμε να κατατάξουμε τα κτίσματα στην πόλη της Ξάνθης σε μερικές κατηγορίες:
1.      Κτίσματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Απλή μονώροφη ή διώροφη κατοικία με ή χωρίς περίκλειστη αυλή (φωτ. 3), που στις μουσουλμανικές γειτονιές παρουσιάζει εσωστρέφεια (φωτ. 18). Στον όροφο συνήθως διαθέτει χαγιάτι γύρω, από το οποίο διατάσσονται τα δωμάτια. Στο ισόγειο συνήθως υπάρχει αποθήκη και χώροι για τις εργασίες του σπιτιού ή για την ξήρανση του καπνού. Η κατασκευή γίνεται με απλά παραδοσιακά μέσα και είναι από πέτρα στο ισόγειο και τσατμά τον όροφο. Εκτός από τις παραδοσιακές κατοικίες, υπάρχουν και κατοικίες κτισμένες από Ηπειρώτες μαστόρους. Αυτές είναι στέρεες κατασκευές από πέτρα, τον άφθονο γρανοβιορίτη  της περιοχής (φωτ. 19). Σημαντικό αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό στην πόλη της Ξάνθης, όπως και σε όλη την Ανατολή, αποτελεί το σαχνισί. Το σαχνισί είναι προέκταση του ορόφου ή τμήματος του ορόφου ενός κτίσματος (φωτ. 4). Η επέκταση αυτή υποστηρίζεται από ξύλινα στηρίγματα.
2.    Κονάκια των μουσουλμάνων μπέηδων. Μεγάλα κτίσματα σε σχήμα Π με διαχωρισμό των χώρων για άνδρες και γυναίκες. Το ισόγειο διαθέτει αποθήκες και κουζίνες, ημιυπαίθριες ή μη, ενώ στον όροφο τα δωμάτια είναι διαταγμένα πέριξ μεγάλης σάλας που είναι και ηλιακό. Τα κονάκια αυτά σήμερα έχουν σχεδόν κατεδαφισθεί.
3.     Κονάκια κατά τα πρότυπα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας που ανέγειραν πλούσιοι χριστιανοί έμποροι, όταν σε πλήρη αντίθεση με τη φτώχεια των προηγούμενων αιώνων απόκτησαν τη δυνατότητα να ανοικοδομήσουν τα σπίτια τους με τρόπο που υπερβαίνει τις απλές στεγαστικές ανάγκες. Οι μακραίωνες αισθητικές παραδόσεις του Ελληνισμού αναδύονται και πάλι μετά τον 18ο  αιώνα ως επιλογές των ευπόρων νέων ρωμαίικων αστικών στρωμάτων εκφραζόμενες στα πλαίσια και στους τρόπους της καθ' ημάς Ανατολής και της ευρύτερης Ανατολής. Οι πλούσιοι έμποροι ζητούν τη συνεργασία των λαϊκών μαστόρων, οι οποίοι ενσωματώνουν στην πλούσια παράδοσή τους τους τρόπους και τις αντιλήψεις Ανατολής και Δύσης. Η ανέγερση των κτισμάτων αυτών γίνεται από ομάδες μαστόρων που ξεκινούν από τη Μακεδονία, τήν Ήπειρο και τη Βόρειο Θράκη. Πολλοί από αυτούς θα μείνουν για πάντα στην Ξάνθη. Και αυτά τα κονάκια είναι διώροφα σε σχήμα Π. Οι κατασκευές είναι στέρεες από χονδρούς πέτρινους τοίχους στο ισόγειο και τσατμά στον όροφο (φωτ. 9, 20).
4.    Εκλεκτικιστικά κτήρια, αρχοντικά των εμπόρων και των μεγαλοαστών. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίζονται έμποροι του καπνού με κοσμοπολίτικη νοοτροπία και διεθνείς διασυνδέσεις. Στα σπίτια και στα αρχοντικά που ανεγείρουν μιμούνται την ποικιλία και την ανάμειξη των μορφών και των στυλ που εμφανίζει το κοσμοπολίτικο Πέραν της Κωνσταντινούπολης. Δημιουργείται ένα ποικιλόμορφο δομημένο περιβάλλον, όπου συνυπάρχουν στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής με στοιχεία και μορφές που έρχονται από την Κεντρική Ευρώπη. Οι κατασκευές είναι στέρεες από πέτρα καθ΄ ολοκλήρου ή μεικτές με τσατμά στον όροφο, πολλά οικοδομικά στοιχεία έχουν εισαχθεί. Τα κτήρια αυτά συνήθως είναι διώροφα με υπερυψωμένο ημιυπόγειο (φωτ. 21). Είναι εμφανής η συμβολή σπουδασμένων αρχιτεκτόνων ή μηχανικών.
5.     Νεοκλασικά κτήρια. Ο νεοκλασικισμός, που κυριαρχεί στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο είναι βέβαια, εκτός από αισθητικό στοιχείο και στοιχείο με  ιδεολογική σημειολογία, έτσι ώστε κοινοτικά κτήρια και αρχοντικά σε νεοκλασικό ύφος να αναγερθούν με τη βοήθεια Ελλήνων ή ξένων αρχιτεκτόνων. Οι κατασκευές είναι συνήθως διώροφες με υπερυψωμένο ημιυπόγειο στέρεες από πέτρα. Η εσωτερική διάταξη είναι συνήθως συμμετρική με μία κεντρική αίθουσα στον όροφο πέριξ της οποίας διατάσσονται τα δωμάτια. Επιβλητική σκάλα με δύο κλάδους οδηγεί από το ισόγειο στον όροφο, ενώ πολύχρωμοι φεγγίτες δημιουργούν χρωματικές εντυπώσεις στους εσωτερικούς χώρους (φωτ. 22).
6.    Πέτρινα κτήρια για κοινοτική ή κυβερνητική χρήση. Αυτά είναι κτίσματα που μεταδίδουν το κύρος και τη σοβαρότητα του φορέα, όπως είναι το Διοικητήριο, τα σχολεία, τα κοινοτικά κτίσματα και άλλα. Στην κατηγορία αυτή συνήθως περιλαμβάνονται κτήρια με νεοκλασικό χαρακτήρα και διακοσμήσεις στα πλαίσια των παραθύρων, επιβλητικές εξωτερικές σκάλες και ακριβά υλικά (φωτ. 23).
7.     Αστικές κατοικίες με λόγια διακοσμητικά στοιχεία. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν κτήρια κατασκευασμένα με πέτρα ή σκυρόδεμα που συχνά ενσωματώνουν ακαδημαϊκά διακοσμητικά στοιχεία (φωτ. 24).
8.    Κατοικίες της προσφυγικής αποκατάστασης. Στις προσφυγικές συνοικίες κατασκευασμένες τη δεκαετία του 1920 στα πλαίσια της μεγάλης προσπάθειας του Ελληνικού Κράτους για τη στέγαση των προσφύγων, η οποία έγινε είτε με την ανέγερση τυποποιημένων κατοικιών, είτε με την παροχή οικοπέδων και δανείων προς τους πρόσφυγες για αυτοστέγαση με χρήση έτοιμου σχεδίου (φωτ. 25).
9.    Σύγχρονες πολυκατοικίες και κατασκευές. Ο τύπος αυτός είναι ο γνωστός σε όλη την Ελλάδα, με τον οποίο επετεύχθη η στέγαση του πληθυσμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, μεταλλάσσοντας όμως το παραδοσιακό ελληνικό περιβάλλον.
10.            Εμπορικά κτήρια. Απλές ή ευτελείς πρόχειρες κατασκευές και παραπήγματα στους εμπορικούς δρόμους, αλλά και στέρεες κατασκευές από πέτρα (γρανοβιορίτη) που ανήγειραν Ηπειρώτες μαστόροι (φωτ. 26). Ενδιαφέροντα είναι τα στηθαία και τα αετώματα μικρών μονώροφων και διώροφων καταστημάτων στο γύρισμα του αιώνα, όπου αποτυπώνονται χρονολογίες, αρχικά των κτιτόρων, ή διακοσμήσεις χαρακτηριστικές της ευαισθησίας του ιδιοκτήτη (φωτ. 31).
11.  Βιομηχανικά κτήρια. Οι καπναποθήκες της Ξάνθης αποτελούν ένα πολύ σημαντικό σύνολο βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και είναι η μοναδική παρόμοια περιοχή που σώζεται σήμερα στον ελληνικό χώρο. Ωστόσο η περιοχή των καπναποθηκών της Ξάνθης δεν προστατεύεται νομοθετικά, ενώ δεν έχει επιχειρηθεί κάποια χρήση τους που θα τις αξιοποιούσε ως σύνολο.
Οι καπναποθήκες της Ξάνθης είναι κτισμένες κατά την εποχή της εντατικής ανοικοδόμησης της πόλης, δηλαδή από το 1860 μέχρι το 1912. Στα κτήρια αυτά γινόταν η κατεργασία  του καπνού, που κατέληγε σε δέματα καπνού  τα οποία αποθηκεύονταν εκεί. Η επιβλητική στέρεη κατασκευή, τα αετώματα, οι κλιμακωτές απολήξεις και η συμμετρική σύνθεση παραπέμπουν σε πρότυπα της Κεντρικής Ευρώπης. Ο επιβλητικός χαρακτήρας των κατασκευών επιδιώκει να δώσει μία εγκυρότητα  και μία άτυπη εγγύηση για την επιχείρηση που στεγάζεται εκεί. Πολλές από τις καπναποθήκες διαθέτουν ιδιόρρυθμα στηθαία ή αετώματα, δείγματα μιας φιλοπαίγμονος διάθεσης από μέρους των μαστόρων ή και των ιδιοκτητών. Πολλές φορές οι καπναποθήκες συνοδεύονται από κτήρια γραφείων ή κτήρια-κατοικίες των καπνεμπόρων (φωτ. 15).
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των καπναποθηκών είναι συχνά η ρομαντική διάθεση, η νοσταλγία προς το φανταστικό, σ' αυτό που είναι άγνωστο αλλά και επιθυμητό. Η ρομαντική αυτή διάθεση, μια νοσταλγία χωρίς αντικείμενο ξεκινά βέβαια από τον νεορομαντισμό της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά και εκφράζει την εξιδανίκευση της Δύσης από τους Ρωμηούς.
12.Εκκλησίες. Αυτές είναι κτισμένες κατά τη δεκαετία του 1830 και ακολουθούν τον τύπο που διαμορφώνεται την ίδια εποχή στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή τον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Είναι η εποχή που η προσπάθεια για εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιτρέπει στους Ρωμηούς την ανέγερση τριώροφων κατοικιών και μεγάλων εκκλησιών, τόσο μεγάλων που συχνά είναι πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι απαιτείται από τον αριθμό των πιστών, ενώ μπορεί και να διαθέτουν ευρύχωρο γυναικωνίτη. Οι εκκλησίες βρίσκονται μέσα σε περίβολο που πολλές φορές περιλαμβάνει σχολείο, γραφείο της κοινότητας, κατοικία του παπά ή και ακόμη του νεωκόρου ή, τέλος, και αίθουσα συνεδρίασης της κοινότητας ή της Δημογεροντίας. Οι εκκλησίες και η μάνδρα που τις περιβάλλει είναι βαμμένες σε ώχρα. Παρά τον άνεμο φιλελευθερισμού που συνοδεύει τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις η ανατολική δεσποτεία είναι δυνατό να δημιουργήσει απρόβλεπτες καταστάσεις. Οι μάνδρες, λοιπόν, που περιβάλλουν τις εκκλησίες και τα γραφεία της κοινότητας εξασφαλίζουν και κάποια προστασία (φωτ. 27).
Ενδιαφέρον είναι το κοινωνικό-θρησκευτικό συγκρότημα (κουλλιγιέ) που υπήρχε στη σημερινή περιοχή της Κεντρικής Πλατείας που ανήγειραν οι Οθωμανοί όταν η Ξάνθη έγινε έδρα του Καζά. Ενδιαφέροντα επίσης ήταν τα τυπικά χάνια της Ανατολής με φούρνο, καταστήματα και πυρήνα αγοράς που ξεπερνούσαν τα πενήντα και που σήμερα σώζονται ελάχιστα (φωτ. 28).
Τα οικοδομικά υλικά είναι αυτά της παραδοσιακής οικοδομικής: πέτρα, ξύλο και συχνά πλίνθοι. Ειδικότερα  την Ξάνθη χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, αφού ήταν άμεσα διαθέσιμα, ο γκρίζος γρανίτης της Ροδόπης (γρανοβιορίτης) (φωτ. 19) και η ροδίζουσα πέτρα (ψαμμίτης) που προέρχεται από το λατομείο της Μάνδρας κοντά στα αρχαία Άβδηρα (φωτ. 29).
30

31
32

Λεπτομέρειες και διακοσμήσεις.  Η πανσπερμία των ρυθμών των κτισμάτων της Ξάνθης συμπληρώνεται από την ποικιλία της λεπτομέρειας και της διακόσμησης˙ δηλαδή, από αυτό που είναι περιττό και δεν χρειάζεται, αλλά και είναι αυτό που δίνει τη χαρά και την ικανοποίηση, χωρίς πάντα να προϋποθέτει τον πλούτο πού όμως, κατά κανόνα, ακολουθεί. Οι λεπτομέρειες στα κτίσματα της Ξάνθης συναντώνται ως οικοδομικά και διακοσμητικά στοιχεία στους τοίχους, τις πόρτες, στα παράθυρα και στις όψεις. Οι λεπτομέρειες βρίσκονται στις κατεργασμένες πέτρες, τις γωνιές και τις φαλτσογωνιές, στα πεζοδρόμια ή στα καλντερίμια. Καμιά φορά επιστρατεύονται ζωγράφοι για να διακοσμήσουν εξωτερικές όψεις, να συνθέσουν κτιτορικές επιγραφές. Οι ζωγραφιές εμπνέονται από τα ρομαντικά ονειροπολήματα της Κεντρικής Ευρώπης και τις λαϊκές λιθογραφίες που κυκλοφορούσαν τον 19ο αιώνα (φωτ. 30). Συνηθέστερα, ντόπιοι αυτοδίδακτοι καλλιτέχνες, που αποκαλούνται κοσμηματογράφοι, εμπλουτίζουν τα εσωτερικά των αρχοντικών και γεμίζουν τοίχους και οροφές με ζωγραφικές διακοσμήσεις σαν ταπετσαρίες. Στην όψιμη μορφή τους αυτές οι ζωγραφικές διακοσμήσεις παίρνουν ένα ψυχρό ακαδημαϊκό ύφος. Οι Ηπειρώτες μαστόροι της πέτρας φέρνουν μαζί τους τις συνήθειες της γλυπτικής διακόσμησης με λιθανάγλυφα (φωτ. 31). Οι κουδαραίοι μαστόροι αποτυπώνουν την παρουσία τους με τα συμβολικά τους ανάγλυφα, ενώ οι ιδιοκτήτες ζητούν τις ανάγλυφες διακοσμήσεις που ομορφαίνουν αλλά και απωθούν το κακό.
Όσο για τις σιδεριές στις πόρτες, στα παράθυρα και τις μάντρες˙ αυτές κρατούν ταπεινά τον ρόλο των στολιδιών (τα βυζαντινά κοσμίδια), που με τη φιλοπαίγμονα διάθεσή τους ξεπερνούν το χαρακτηριστικό και δίνουν τη βεβαιότητα του ιδιαίτερου και του αποκλειστικού.
Έτσι, συναντάμε παντού σιδεριές με την τυπική μορφή της Κωνσταντινούπολης (λόγχες και έλικες ) και πάμπολλες άλλες μορφές, όπως π.χ. τις ίδιες κωνσταντινουπολίτικες σιδεριές σε περίπλοκες παραλλαγές, σιδεριές με ύφος art nouveau σε λαϊκά σπίτια, σιδεριές ύφους art deco σε νεοκλασικίζοντα σπίτια, περίπλοκες σιδεριές με βαριές διακοσμήσεις μάλλον γαλλικής έμπνευσης (φωτ. 32) και πολλά άλλα.
Όλη αυτή η πανσπερμία ρυθμών και διακοσμήσεων βρίσκεται ανάκατα, φύρδην μίγδην, υπερταξικά και αταξικά, θα μπορούσε κανείς να πει, ανάμεσα σε κατοικίες με ρωμαίικο, οθωμανικό ή λαϊκό χαρακτήρα. Η ανάμειξη ρυθμών και τάξεων εκτείνεται σε όλη την πόλη, απ’ άκρου εις άκρον. Οι μακραίωνες δημοκρατικές παραδόσεις της ελληνικής Ανατολής συνεχίζουν να επιβιώνουν, παρά τη συγκέντρωση πλούτου και την ανάπτυξη μιας αστικής τάξης, η οποία διαθέτει εισοδήματα, πράγμα για το οποίο είναι υπερήφανη και θέλει να το κάνει γνωστό.
33

34

35

36

37

38

Ο Νομός Ξάνθης. Στην περιφέρεια της Ξάνθης, όπως και στην υπόλοιπη Θράκη, υπάρχει σημαντικός αριθμός οικισμών που παρουσιάζουν ιδιαίτερο αισθητικό ενδιαφέρον. Αριθμός που, σε αναλογία ως προς το σύνολο των οικισμών του Νομού, φαίνεται να είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο που ισχύει για την υπόλοιπη χώρα.
Οι οικισμοί είναι αγροτικοί πεδινοί (μουσουλμανικοί, ανάμεικτοι των υπωρειών της Ροδόπης,  χριστιανικοί της ζώνης παρά τη θάλασσα, χριστιανικοί των προσφύγων της Ανατολής, χριστιανικοί των Σαρακατσάνων που εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα), όπου κατοικούν αγρότες, κτηνοτρόφοι, επαγγελματοβιοτέχνες και μικρέμποροι και ορεινοί ή ημιορεινοί, (κυρίως μουσουλμανικοί και λίγοι χριστιανικοί)  που κατοικούνται από κτηνοτρόφους και καπνοκαλλιεργητές (κυρίως Πομάκοι της ορεινής ζώνης και Έλληνες γηγενείς και πρόσφυγες της περιοχής της Σταυρούπολης).
Στα πεδινά συναντά κανείς αγροτικά μονώροφα ή διώροφα σπίτια με χαγιάτι και αυλή. Στα ορεινά και ημιορεινά, μονώροφα ή κυρίως διώροφα σπίτια ή νοικοκυρόσπιτα μεγάλα και μικρά (φωτ. 33) με ημιυπαίθριους ή κλειστούς χώρους στο ισόγειο που χρησιμεύουν ως αποθήκες, κουζίνες και στάβλοι. Στο ισόγειο υπάρχει επίσης φούρνος ή, καμιά φορά, και χαμάμ. Ο όροφος συνήθως διαθέτει επίμηκες μετωπικό χαγιάτι με πολλές μορφές.  Τα σπίτια των μουσουλμάνων είναι σαφώς διακριτά από τις ψηλές ασπρισμένες μάντρες που κλείνουν την αυλή και εξασφαλίζουν την εσωστρέφεια της μουσουλμανικής οικογένειας. Η αρχιτεκτονική είναι αγροτική τοπική (φωτ. 34), αλλά συχνά και  εξέλιξη ή μίμηση αστικών προτύπων (φωτ. 35). Το σαχνισί συναντάται και εδώ ευρύτατα (φωτ. 38). Τα υλικά είναι πέτρα, ωμόπλινθοι ή οπτόπλινθοι και ξύλο. Οι στέγες είναι  συνήθως τετράριχτες με σχιστόπλακες ή κεραμοσκεπείς.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κτισμάτων στα χωριά του Νομού είναι η μέριμνα που λαμβάνεται για την κατεργασία του καπνού που ξεραίνεται και περνά διάφορες διαδικασίες μέσα στο σπίτι. Σε πολλά αγροτικά σπίτια κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί το χαγιάτι (φωτ. 34).  Χαρακτηριστικές είναι οι ποικιλόμορφες καπνοδόχοι (φωτ. 33).  Συχνά είναι και τα ορεινά κτηνοτροφικά συγκροτήματα, οι καλύβες που ακόμη χρησιμοποιούνται ως εφήμερα  καταλύματα των πρώην νομάδων κτηνοτρόφων.
Οι παλιοί δρόμοι της ορεινής περιοχής, που σήμερα βρίσκονται σε αχρηστία, διαθέτουν αριθμό από πέτρινα γεφύρια κατασκευασμένα από τον 16ο αιώνα (φωτ. 36) παρόμοια με αυτά που συναντά κανείς στην υπόλοιπη ορεινή Ελλάδα.


Άβδηρα. Πεδινός οικισμός κτισμένος λίγα χιλιόμετρα βόρεια της ομώνυμης αρχαίας και βυζαντινής πόλης που πάντα ήταν κατοικημένος από Χριστιανούς (ελληνοχωριό). Χαρακτηριστική είναι η τοπική διάλεκτος που ανήκει στις βορειοελληνικές διαλέκτους. Ο πλούτος της κωμόπολης φαίνεται από τα αρχοντικά και τα πυργόσπιτα που διασώζονται μέχρι σήμερα, όπως και από τις δύο κρήνες διακοσμημένες με λιθανάγλυφα κατά την παράδοση του Πηλίου και της Θεσσαλίας (φωτ. 37). Τα πυργόσπιτα που διασώζονται, όπως αυτό του Παμουκτσόγλου (φωτ. 38), είναι κτισμένα από Ηπειρώτες κουδαραίους μαστόρους.

Γενισέα.  Ο σημαντικός κατά την Τουρκοκρατία αυτός οικισμός, κέντρο των μουσουλμάνων της περιοχής, παρήκμασε μετά τον 18ο αιώνα σε βαθμό που σήμερα μόνο δύο τεμένη θυμίζουν την παλιά του δόξα (φωτ. 39).
Εκτός από τουρκικό διοικητικό κέντρο η Γενισέα εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε και σε πασίγνωστο κέντρο παραγωγής καπνού. Τα δε φημισμένα καπνά της Ξάνθης διαφημιζόταν στην αγορά της Κωνσταντινούπολης ως καπνά της Γενισέας.
Φαίνεται ότι στις αρχές του 19ου αιώνα Ρωμηοί έμποροι ανέλαβαν τον έλεγχο της εμπορίας και της διακίνησης του καπνού. Πολλοί από αυτούς κατάγονταν από την Ήπειρο από όπου και μπουλούκια οικοδόμων κατέφθασαν για να ανοικοδομήσουν τα κτίσματα τα απαραίτητα για την κατεργασία, την αποθήκευση και το εμπόριο του καπνού, όπως και τις κατοικίες που δικαιούνταν οι πλούσιοι πλέον Ρωμηοί έμποροι. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας κατά την οποία η αγροτική γη συγκεντρώθηκε στα χέρια κυρίως μουσουλμάνων μπέηδων, η παραγωγή του καπνού γινόταν από τους εργατικούς, δεμένους με τη γη, υπομονετικούς μουσουλμάνους αγρότες, η κατεργασία του καπνού γινόταν από εύστροφους και παραγωγικούς Ρωμηούς εργάτες, ενώ το εμπόριο και ο έλεγχος της διακίνησης του καπνού πέρασε στα χέρια Ρωμηών εμπόρων, που διέθεταν τον κοσμοπολιτισμό και την ανησυχία που τους επέτρεπε να κινούνται σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον.
Υπάρχει στη Γενισέα σημαντικός αριθμός αποθηκών και εργαστηρίων κατεργασίας του καπνού που φαίνεται να έχουν οικοδομηθεί το πρώτο μισό του 19ου αιώνα (φωτ. 40), πριν ανεγερθούν τα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα και κτήρια στη βιομηχανική περιοχή του καπνού της Ξάνθης. Τα κτήρια αποθήκευσης του καπνού της Γενισέας είναι ισόγεια, κτισμένα με μιά ιδιόμορφη αρχιτεκτονική με κύριο διακοσμητικό στοιχείο τα καμπυλότοξα παράθυρα και πόρτες που οικοδομούνται με βάση τον ροδίζοντα ψαμμίτη της Μάνδρας των Αβδήρων (φωτ. 40). Τα καμπύλα τόξα των παραθύρων και των εισόδων και των κτηρίων αυτών διακοσμούνται από λιθανάγλυφα κατά τη μεγάλη παράδοση των πετράδων της Ηπείρου, που ωστόσο στη Γενισέα ακολουθεί τις τοπικές ιδιομορφίες. Η διακόσμηση της πέτρας με λιθανάγλυφα συμπληρώνεται από τις περίτεχνες καμπυλόσχημες σιδεριές με λόγχη και έλικα, όπως αυτές συναντώνται στη γειτονική Ξάνθη και στην Κωνσταντινούπολη. Τα κτήρια του καπνού στη Γενισέα παρουσιάζουν μία ιδιορρυθμία που δεν συναντάται αλλού και γι' αυτό αποτελούν ένα σύνολο που χρειάζεται νομοθετική και συστηματική προστασία.

Εχίνος. Η ορεινή αυτή κωμόπολη είναι το κέντρο των μουσουλμάνων Πομάκων όπου διατηρούνται τεμένη, κατοικίες, κονάκια, εργαστήρια, αποθήκες και μαγαζιά υπολείμματα ενός αυθεντικού μακραίωνου παραδοσιακού περιβάλλοντος. Χαρακτηριστικές είναι εκεί οι κατοικίες με καφασωτό χαγιάτι, που ως ημιυπαίθριος ή κλειστός ιδιωτικός χώρος συναθροίζει την οικογένεια ή χρησιμεύει και για την ξήρανση του καπνού. Μεγάλα νοικοκυρόσπιτα για πατριαρχικές οικογένειες και πολλές χρήσεις ξεχωρίζουν. Τα σπίτια φαίνονται μεγάλα και πολλές φορές διαθέτουν αστικές ανέσεις και αστικά μορφολογικά στοιχεία, αφού η μονοκαλλιέργεια του καπνού ήταν αρκετά αποδοτική οικονομικά. Η εξάπλωση των νέων υλικών διευκόλυνε βέβαια τη ζωή των κατοίκων, αλλά γέμισε τη γραφική κωμόπολη με άκομψες πλάκες σκυροδέματος και διέσπασε την αρμονική εικόνα των στεγών που γοήτευε τον επισκέπτη.

Σταυρούπολη. Στην ορεινή αυτή κωμόπολη, που κατοικείται από Χριστιανούς, διασώζονται μερικά νοικοκυρόσπιτα κατασκευασμένα από Ηπειρώτες μαστόρους που φαίνεται ότι εργάσθηκαν στην Ξάνθη.

Τοξότες. Στο χωριό αυτό διατηρούνται ψηλά διώροφα νοικοκυρόσπιτα ανάμεσα σε χαμηλές τυπικές μονώροφες αγροτικές κατοικίες. Τα μεγάλα νοικοκυρόσπιτα ανήκαν σε γαιοκτήμονες μπέηδες της ύστερης Τουρκοκρατίας. 

Χρύσα. Το παρά την Ξάνθη αυτό χωριό βρίσκεται ακριβώς πάνω στον "γιακά", γήλοφο όπου παράγεται καλής ποιότητας καπνός. Ο μεγάλος αριθμός από νοικοκυρόσπιτα και κονάκια που σώζονται ακόμη εκεί μαρτυρά τον πλούτο που ήταν αποτέλεσμα της καλλιέργειας του καπνού (φωτ. 34, 35).


Επιλεγμένη βιβλιογραφία


Αβραμίδου Ε. Κεμανετζή, Αϊβαλιώτησ Β. : Οδοί και τοπωνύμια της Ξάνθης, ΠΑΚΕΘΡΑ, 2003
Aλτσιζόγλου Φαίδων: Οι γιακάδες και ο κάμπος της Ξάνθης, Αγροτική Τράπεζα, Αθήναι 1941
Βακαλoπουλος Απoστολος: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1974-1996
Γεωργαντζής Π. Α. : Συμβολή εις την ιστορίαν της Ξάνθης, Ξάνθη 1976
 _______: Τα χάνια της Ξάνθης και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της πόλης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 38, Ξάνθη 1983
Γερομιχαλός Αθ. : Ιωακείμ Σγουρός, Μητροπολίτης Ξάνθης και αι αποφάσεις της Δημογεροντίας, Θεσσαλονίκη 1968
_______: Αι επί Τουρκοκρατίας Δημογεροντίαι. Η Δημογεροντία Ξάνθης, Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1973
Goodwin Godfrey: A history of ottoman architecture, Thames and Hudson, London 1971
Δωροβίνης Βασίλης: Η μοναδικότητα του χώρου της Ξάνθης, Αρχαιολογία, τεύχος 13, Αθήνα 1984
Eξάρχου Θωμάς: Ξάνθη, ματιά στο χτες της πόλης μέσα από φωτογραφίες, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 1997
_______: Τα αρχοντικά της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου, ΔΕΑΞ, Ξάνθη 1999
_______: Οι Ηπειρώτες στην Ξάνθη, Αδελφότης Ηπειρωτών Νομού Ξάνθης, Ξάνθη 2002
_______: Νησίδες Πόλεως Ξάνθης 2, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2003
Ζαρκάδα Χριστίνα: Τα χάνια της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 37, Ξάνθη 1982
Θανοπουλος Κωνσταντίνος: Πορεία Αντίθετα. Η σύγκρουση για την προστασία της Παλιάς Ξάνθης, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2005
Iωαννίδης Στέφανος (επιμέλεια): Λεύκωμα αναμνηστικό για τα πεντάχρονα της Φιλοπροόδου Ενώσεως Ξάνθης, Ξάνθη 1958
_______: Στοιχεία από την Εκπαιδευτική Ιστορία της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 31, Ξάνθη 1974
_______: Ένας επαγγελματικός οδηγός του 1910-1941, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 32, Ξάνθη 1975-1976
_______: Ξάνθη 1870-1910. Εικόνες και μαρτυρίες από την ιστορία της, Εκδόσεις Χ. Καμπουρίδη, Ξάνθη 1978
_______: Ξάνθη, περίοδοι δημιουργίας και ακμής 1870-1940, Θρακική Επετηρίς, τεύχος 1, Κομοτηνή 1980
_______: Ξάνθη, περίοδοι ακμής κατά τα τελευταία εκατό χρόνια, Αρχαιολογία, τεύχος 13, Αθήνα 1984
_______: Κανονισμός της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 40, Ξάνθη 1985
_______: Ξάνθη 1870-1940. Εικόνες και μαρτυρίες από την ιστορία της, Ξάνθη 1990
_______: Βαρταλαμίδι, με κείμενα για τον πολιτισμό της Ξάνθης, Δήμος Ξάνθης, Ξάνθη 1994
Κοψίδης Ράλλης: Περί Ξάνθης, Ζυγός, τεύχος 8, Αθήνα 1974
Καραδημου - Γερολυμπου Αλεκα: Μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Βορειοελλαδικές πόλεις την περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, Τροχαλία, Αθήνα 1998
Κίζησ Γιαννησ: Θράκη, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, Τόμος Η , Μέλισσα, Αθήνα 1991
_______: Πηλιορείτικη Οικοδομία, Πολιτισμικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα, 1994
Κυριακίδης Στίλπων : Περί την ιστορίαν της Θράκης, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1960
Λαγόπουλος Αλέξανδρος Φ. : Ο ουρανός πάνω στη γη, Οδυσσέας , Αθήνα 2002
Λαμπάκης Γ. : Περιηγήσεις. Ξάνθη-Άβδηρα-Μπουλούστρα-Γενιτζέ, Δελτίο Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τεύχος 6, Αθήνα 1906
Μαυριδησ δημήτρης: Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό. Σε αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας, ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2003
_______: Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης φωτογραφημένη σε ταχυδρομικά δελτάρια, ΠΑΚΕΘΡΑ-ΔΕΑΞ, Ξάνθη 2004
_______: Η πόλη της Ξάνθης ως δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού, "Νέα Κοινωνιολογία", Τεύχος 38, Αθήνα 2004
_______: Μαστοριά και μεράκι στην παλιά Ξάνθη, ΠΑΚΕΘΡΑ-ΔΕΑΞ, Ξάνθη 2005
_______: Μνεία της καθ’ ημάς Ανατολής, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2005
_______: Από την ιστορία της Θράκης 1875-1925, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2006
_______: Αγγελοφύλακτος Ξάνθη, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2007
_______ (επιμέλεια): Ξάνθη. Έκφραση και Περιγραφή της πόλης (υπό εκτύπωση), Δήμος Ξάνθης.
Μελκίδη Χ. Χρύσα: Κοινωνικές ανακατατάξεις και επιπτώσεις Στην πολεοδομική εξέλιξη της Ξάνθης κατά την Οθωμανική περίοδο, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 38, Ξάνθη 1983
_______: Παρατηρήσεις πάνω στον πολεοδομικό χάρτη του παραδοσιακού οικισμού της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 43, Ξάνθη 1994
Μερακλησ Μιχάλης: Λαογραφικά Ζητήματα, Καστανιώτης και Διάττων, Αθήνα 2004
Μουτσόπουλος Νίκος: Η αρχιτεκτονική προεξοχή. Το "Σαχνισί", ΕΜΣ Θεσσαλονίκη 1988
_______: Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Μακεδονίας (15ος –19ος αιώνας), Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993
Μπακιρτζής Ιωάννης: Μία υπόθεση στο Ιεροδικείο της Ξάνθης, Σπανίδης, Ξάνθη 2002
Παντελεημων Καλαφατησ, Μητροπολίτης Ξάνθης: Πρακτικά Δημογεροντίας Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2006
Πάντος Π. Α. : Ιστορική τοπογραφία του Νομού Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 32, 34, Ξάνθη 1975-1976, 1978
Παρασκευοπούλου Α. -Κολοκυθά Μ. : Παλιά Ξάνθη. Μία έρευνα στα κοινωνικά, οικονομικά χαρακτηριστικά και την πολεοδομική οργάνωση του χώρου, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 41, Ξάνθη 1986
Ρουκούνης Γιάννης, Μάρω Γιαννοπούλου: Οι καπναποθήκες της Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά, τεύχος 45, Ξάνθη 1991
_______: Η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των οικισμών του Νομού Ξάνθης, Θρακικά Χρονικά τεύχος 40, Ξάνθη 1985
Συλλογικό: Βαλκανική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα 1993
_______: Ξανθιώτικο Καρναβάλι, Θρακικές Λαογραφικές Γιορτές, Σαράντα χρόνια 1966–2004, ΠΑΚΕΘΡΑ-ΔΕΑΞ, Ξάνθη 2005
Σφαελλος Κ. Δ. : Θράκη, Λαϊκή Αρχιτεκτονική - Λαογραφία, Θρακικά Χρονικά, τόμος 27 (1967).
Τοντόρωφ Ν. : Η Βαλκανική Πόλη (15ος–19ος αιώνας), Θεμέλιο, Αθήνα 1986
Τσιγάρας Γ. : Θρησκευτικά μνημεία στο Νομό Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου – Μουφτεία Ξάνθης, Ξάνθη 2005
_______: Οι εκκλησίες της Ξάνθης, Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2005