Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καθ΄ημάς Ανατολή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καθ΄ημάς Ανατολή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Εγκαίνια του «Φωτογραφικού Μουσείου Ραιδεστού»


Η ομιλία του Δημήτρη Α. Μαυρίδη, κατά τα εγκαίνια του Φωτογραφικού Μουσείου της Παλιάς Ραιδεστού. 

Ραιδεστός, 1.12.2018

  Έχω γεννηθεί και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στη Βόρειο Ελλάδα. Παρά τούτο όταν χρειάζεται να προσδιορίσω την πατρίδα μου μου έρχεται στο νου ένας τόπος φαντασιακός δημιουργημένος από τη νοσταλγία που χαρακτήριζε τον πατέρα μου και τα αδέλφια του γεννημένα στις αρχές του 20ού αιώνα στην πόλη Tekirdağ.

Από πολύ μικρός άκουγα ιστορίες για το Tekirdağ, τότε λεγόμενο Ραιδεστός και είχα δημιουργήσει μια ρομαντική εικόνα για ένα ανύπαρκτο τόπο. Σιγά-σιγά εξιδανίκευσα τον τόπο της νοσταλγίας του πατέρα μου και δημιούργησα μία παραδείσια εικόνα για τον κόσμο της Ραιδεστού, την οποία είχα τοποθετήσει στα όρια του μύθου και της ιστορίας.

Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων, έλεγε ο Ηράκλειτος. Δηλαδή, ο δαίμων που χαρακτηρίζει υπαρξιακά κάθε άτομο, ξεκινά από τον τόπο και την κατοικία, το ήθος. Η ιδιαίτερη συγκρότηση του ατόμου δημιουργείται μετά τη συνείδηση του τόπου και του χώρου.  Για την ελληνική και τη βυζαντινή κοσμοαντίληψη ο χώρος είναι γεμάτος σημασίες, ορίζεται σαφώς και καθαγιάζεται με την παρουσία της Θείας Χάριτος. Ο τόπος αποκτά προστατευτικά μέσα για να αντιμετωπίσει τη βουλιμία του κακού που καραδοκεί έξω από τα σύνορα που έχουν καθαγιαστεί και είναι απρόσιτα.

 Τα σύγχρονα μέσα μαζικής πληροφόρησης υφαίνουν σήμερα ένα παγκόσμιο πλέγμα που απομακρύνει το εμπειρικό, το γνώριμο και το οικείο. Το παγκόσμιο αντικαθιστά το τοπικό. Το πρόσκαιρο καταργεί το ιστορικό. Ο τόπος φαίνεται να χάνει τη δύναμη του να αποκαλύπτει σημασίες. Η οικείωση είναι πια δύσκολη και γίνεται συνεχώς πιο σπάνια. Ο τόπος αποκτά πλέον χαρακτήρα διαδικαστικό κενό από σημασίες. Γίνεται χώρος που δεν είναι μόνιμος, που χρησιμεύει μόνο για να μας μεταφέρει εκεί που είναι ανάγκη να πάμε. Ο τόπος γίνεται μη τόπος. Ουσιαστική είναι η διαπίστωση ενός μεγάλου σύγχρονου διανοητή, του Martin Heidegger  ότιη έλλειψη πατρίδας είναι σήμερα ένα παγκόσμιο πεπρωμένο. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ιδεολογική και έχει την εξήγησή της,  πάντα κατά τον ίδιο διανοητή, στην αποχώρηση του ιστορικού στοιχείου μέσα από το Είναι. Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα μέσα σε ένα διαρκές παρόν.

Για μένα, λοιπόν, το πρόβλημα του μοντέρνου χώρου και τα προβλήματα της σύγχρονης πόλης είχαν ξεκαθαριστεί από τις αντιλήψεις αυτές. Παράλληλα, είχα μια έντονη επιθυμία να γνωρίσω το παρελθόν και το παρόν του Tekirdağ. Από τα βιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι της Αθήνας και στη Κωνσταντινούπολη άρχισα, πριν από 60 χρόνια, να μαζεύω παλιές φωτογραφίες. Αυτές αφορούσαν όλο τον κόσμο, αλλά έρριξα το βάρος μου στη Ραιδεστό. Έτσι, μάζεψα σχεδόν όλες τις φωτογραφίες της Ραιδεστού των αρχών του 20ού αιώνα και έψαχνα με τον φακό το περιβάλλον που υπήρχε τότε και που είχε ζήσει ο πατέρας μου. Ήθελα να βρω τί υπήρχε εκεί. Το σπίτι μας στη Ραιδεστό, κτισμένο από τον παππού μου το 1908, είχε τα πρωτεία των ερευνών και των ονειροπολήσεών μου.

 Το ιστορικό βάρος τέτοιων συλλογών έχει μεγάλη σημασία για τη συνείδηση και την κατανόηση της ταυτότητας και του πολιτισμού συγκεκριμένων λαών και εθνών και ιδίως αυτών που υφίστανται την τυραννία μιας κρίσης ταυτότητας. Η Ελλάδα είναι μια τέτοια χώρα. Η συλλογή που είχα ένιωθα ότι ικανοποιούσε μόνο εμένα και ότι ήταν αδικία να τη στερήσω και από άλλους ενδιαφερόμενους, που ήταν πολλοί. Γι΄ αυτό, όταν ο Δήμαρχος του Süleymanpaşa του Tekirdağ με βρήκε μετά από προσωπική του έρευνα, δεν δίστασα καθόλου να αποδεχθώ την τιμή που μου έκανε και μάλιστα να τον ευχαριστήσω γιατί στον σχεδιασμό του περιέλαβε ως στέγη του μουσείου φωτογραφίας το παλιό σπίτι του έκτισε ο παππούς μου και όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου, αλλά και όπου έχει ζήσει για πολλά χρόνια ο αξιότιμος Δήμαρχος κύριος Ekrem Eşkinat. Δώρησα λοιπόν τη συλλογή μου στο Δήμο του Süleymanpaşa, γιατί εκεί ανήκει.

Επίσης ευχαριστώ εκ βαθέων το Δήμαρχο κύριο Ekrem Eşkinat για την πρωτοβουλία του να μεταφράσει  στην Τουρκική το βιβλίο μου για το ταξίδι μου Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό.

Είμαι υπερήφανος γιατί μια πρωτοβουλία που είχε ιδιαίτερα κίνητρα έγινε μια πραγματικότητα που μέσω του πολιτισμού φέρνει τους λαούς κοντά και έχει συμβολική σημασία. 



























Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

H εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922



1) Η κατανόηση της Μικρασιατικής Καταστροφής

Η ασύλληπτης έκτασης, τρομερή Μικρασιατική Καταστροφή έχει απωθηθεί και παραμένει σήμερα ως ανοικτό τραύμα στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Λίγο γνωστά είναι τα δραματικά γεγονότα του Αυγούστου του 1922. Κυριολεκτικά  άγνωστα παραμένουν, όμως, τα γεγονότα τα σχετικά με την εγκατάλειψη και εκκένωση της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922.

Η Ανατολική Θράκη αποτελούσε την κύρια εστία του θρακικού Ελληνισμού και ήταν προαύλιο της Κωνσταντινούπολης. Η Ανατολική Θράκη βρισκόταν υπό ελληνική διοίκηση από τον Ιούλιο του 1920 και είχε ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος από τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Σήμερα, η απώλεια της Ανατολικής Θράκης θεωρείται ότι συμπίπτει με τη Μικρασιατική Καταστροφή, στην πραγματικότητα όμως είναι αποτέλεσμα και επακόλουθό της. Ίσως είναι καιρός να μιλήσουμε και για τη Θρακική Καταστροφή, η οποία παραμένει άγνωστη, ανεξήγητη και ουσιαστικά αδικαιολόγητη. Είναι σκόπιμο να γνωρίζουμε τις συνθήκες και τις διεργασίες κάτω από τις οποίες συνέβησαν τα γεγονότα εκείνα. Και αυτό το λέω με τη συναίσθηση ότι ανάλογες συνθήκες συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα. Πρόκειται για την άνιση διπλωματία που εφαρμόζεται στις ετεροβαρείς σχέσεις μας με τους ισχυρούς προστάτες, που είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητούμε.

Οπωσδήποτε, αν η Μικρασιατική Καταστροφή οφείλεται σε δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες, αυτό δεν είναι βέβαιο ότι ισχύει για την αντίστοιχη καταστροφή στη Θράκη.

Τη δραματική αυτή περίοδο της ιστορίας μας την διαχειρίστηκαν από την πλευρά μας ο ιεροφάντης της Μεγάλης Ιδέας Ελευθέριος Βενιζέλος και οι αντίπαλοι και διάδοχοί του. Απέτυχαν και οι δύο. Ο Βενιζέλος γιατί γνώριζε τις  δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες και τις αγνόησε και οι διάδοχοί του γιατί δεν τις γνώριζαν, αλλά συνέχισαν την πολιτική του προκατόχου τους.  Ένα από τα αίτια και  συνέπεια, βέβαια, της αποτυχίας τους ήταν το να πολεμά κατά περίπτωση η μισή Ελλάδα σε κάθε φάση του αγώνα, που ήταν ο κρισιμότερος της σύγχρονης ιστορίας μας.

Οι δυσμενείς συνθήκες στις οποίες αναφερθήκαμε δεν έχουν ερμηνευθεί ακόμη. Συντελούν έτσι, μαζί με άλλους παράγοντες, στο να στερούμεθα  εθνικής συναίνεσης, ώστε να συνεχίζεται με κάποιες μορφές ο εθνικός διχασμός μέχρι τις μέρες μας. Η σύγχυση που συνεχίζει να επικρατεί δεν επιτρέπει στους Έλληνες να αξιολογήσουν τα γεγονότα, αλλά και να συνειδητοποιήσουν πραγματικότητες θεμελιώδεις για την ταυτότητα και την αυτογνωσία τους. Έτσι, παραμένουν άγνωστες οι πραγματικότητες της καθ’  ημάς Ανατολής, ενώ δεν μπορεί να αξιολογηθεί το ότι το νέο Ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε στις παρυφές του τότε Ελληνισμού. Ανάλογη είναι και η άγνοια που επικρατεί σχετικά με την Τουρκία και τις μακροϊστορικές συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Πλήρης είναι σήμερα η αδιαφορία μας σχετικά με την μετάλλαξη της Τουρκίας σε χώρα του Αιγαίου και την παράλληλη επιθυμία της να γίνει μέλος της ΕΕ, πράγμα που είναι αναγκαίο να μελετήσουμε για να χαράξουμε μια πολιτική.

Υπάρχει και η ιδεολογική μας σύγχυση. Για να μην κουράσω, θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Η Συνθήκη των Σεβρών θεωρείται σήμερα ως εκδήλωση ιμπεριαλιστικής βουλιμίας, και έτσι είναι σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα των τότε συμμάχων μας. Ωστόσο, μία απλή ανάλυση των δεδομένων αρκεί για να δείξει ότι η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν μια μοιρασιά στην οποία οι Ρωμηοί της πάλαι ποτέ Ελληνικής Ανατολής εδικαιούντο και πήραν ένα μερίδιο. Το μερίδιο των Ρωμηών στη Συνθήκη των Σεβρών αντιστοιχούσε στο 7% των εδαφών της σημερινής Τουρκικής Δημοκρατίας, ενώ οι ίδιοι, με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς αποτελούσαν το 13% του συνολικού πληθυσμού. Τελικώς βέβαια δεν έλαβαν τίποτε και έγιναν πρόσφυγες.

Ας επανέλθουμε όμως στη Θράκη του 1922 για να αφηγηθούμε μια ακόμη ιστορία καταστροφής.


2) Οι Σύμμαχοι αποφασίζουν και οι Έλληνες αποδέχονται

Η κατάρρευση του ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922 δεν άφησε μόνο τους ελληνικούς πληθυσμούς απροστάτευτους. Η Μεγάλη Βρετανία, η άτυπη και διστακτική σύμμαχος των Ελλήνων, έμεινε τότε χωρίς την προστατευτική ασπίδα του Ελληνικού Στρατού. Αφού ο Ελληνικός Στρατός στη Μικρά Ασία κάλυπτε τα Στενά, την Κωνσταντινούπολη και την ουδέτερη ζώνη που κατείχαν οι Σύμμαχοι στις ακτές της Προποντίδας.

Η άφιξη του Κεμάλ στη Σμύρνη, στις 31 Αυγούστου 1922, σήμανε και την εκδήλωση έντονης κρίσης μεταξύ της Τουρκίας και της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας. Την κρίση πυροδότησε η δήλωση του Κεμάλ ότι μόνο η παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία θα απέτρεπε τη σύγκρουσή της με τους Συμμάχους.

Μετά την απαίτηση του Κεμάλ, η Μεγάλη Βρετανία φάνηκε να σχεδιάζει την ανασυγκρότηση του Ελληνικού Στρατού. Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση του Λόϋδ Τζώρτζ, με πρωτοστατούντα τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ετοιμαζόταν για πολεμική σύγκρουση με την κεμαλική Τουρκία. Αντίθετα, οι Γάλλοι τους οποίους ανησυχούσε η ελληνοαγγλική συνεργασία στην Εγγύς Ανατολή, απέσυραν τα στρατεύματά τους από το ασιατικό τμήμα της ουδέτερης ζώνης την οποία απειλούσε ο Κεμάλ.

 Η Γαλλία διαχώρισε τη θέση της και υποστήριξε την απαίτηση των Τούρκων για προσάρτηση στην Τουρκία της Ανατολικής Θράκης και των Στενών, που οι Τούρκοι θα ουδετεροποιούσαν.

Ωστόσο, η διάσταση στις γνώμες των Βρετανών ιθυνόντων και η απροθυμία της αγγλικής κοινής γνώμης και των αποικιών για πολεμική εμπλοκή με τους Τούρκους, ανάγκασαν  την κυβέρνηση του Λόϋδ Τζώρτζ να επιδιώξει συνεννόηση με την Τουρκία, μέσω της υποταγής της στις απαιτήσεις της Γαλλίας. Το τίμημα θα ήταν η Ανατολική Θράκη, και θα το πλήρωναν οι Έλληνες, χωρίς βέβαια να ερωτηθούν. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση εκείνη έπαιξε η αφόρητη πίεση του Γάλλου Προέδρου Πουανκαρέ. Η θετική διάθεση ορισμένων Άγγλων προς τους Έλληνες δεν ενισχύθηκε από τη μαχητικότητα, την τόλμη και την αποφασιστικότητα των Ελλήνων που, δυστυχώς, δεν υπήρξαν. Οι Έλληνες βρισκόταν κάτω από την ψυχολογία της ήττας. Άλλωστε, τις μέρες εκείνες η Ελλάδα εστερείτο ουσιαστικά διπλωματικής αντιπροσώπευσης, ενώ το καθεστώς στην Αθήνα βρισκόταν υπό κατάρρευση.

Η απόφαση των Συμμάχων για απόδοση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία, οδηγούσε και στην εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, των Στενών και της ουδέτερης ζώνης. Παρά την ταπείνωση των Συμμάχων, αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το ότι ήδη είχαν ικανοποιηθεί από τα κέρδη τους. Η Μεγάλη Βρετανία στη Μεσοποταμία, το Κουρδιστάν και τα πετρέλαια της Μοσούλης. Η Γαλλία, στη Συρία και τον Λίβανο και η Ιταλία, για την καταστροφή της Ελλάδας. Είχαν αποσπάσει την Τουρκία από την προσέγγισή της με τη Σοβιετική Ένωση. Προς μεγάλη, βέβαια, απογοήτευση του Λένιν και του Τρότσκυ, οι οποίοι ιδεοληπτικά φαντάζονταν την Τουρκία ως ηγέτιδα μιας παγκόσμιας αντιαποικιακής επανάστασης. Οι Σύμμαχοι ήθελαν τώρα την Τουρκία ως βασικό κρίκο στη ζώνη απομόνωσης που συγκροτούσαν γύρω από τη νεαρή Σοβιετική Ένωση. Επεδίωκαν την ενίσχυσή της για την αποφυγή της κομμουνιστικοποίησής της. Επιπλέον, είχαν επιλέξει την εθνικιστική Τουρκία ως θεματοφύλακα του Ανατολικού Ζητήματος. Η Ελλάδα δεν τους είχε πείσει ότι μπορούσε να είναι αξιόπιστος εταίρος, όπως είχαν σχεδιάσει ο Βενιζέλος και ο Λόϋδ Τζώρτζ. Η ελληνική στρατιωτική πανωλεθρία, ο μικρόψυχος και κοντόφθαλμος ελληνικός διχασμός, όπως και η αλαζονική επιμονή του Κωνσταντίνου να ανακτήσει το θρόνο του, ήταν τα συμπτώματα της ελληνικής αναξιοπιστίας. Η εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία αποτελούσε την προίκα για τη στενή μελλοντική της σχέση με τους Συμμάχους.

Η απόφαση για την εκκένωση της Θράκης πάρθηκε από τους Συμμάχους στις 9.9.1922 μετά από θυελλώδεις συσκέψεις τριών ημερών στο Παρίσι, μεταξύ του Γάλλου πρωθυπουργού Πουανκαρέ και του Άγγλου υπουργού εξωτερικών Λόρδου Κώρζον. Τις μέρες εκείνες δεν υπήρχε κυβέρνηση στην Αθήνα ικανή να αντιδράσει.

Ωστόσο, δύο μέρες μετά, εκδηλώθηκε στη Χίο και στη Μυτιλήνη το επαναστατικό κίνημα του Πλαστήρα και του Γονατά. Στόχος τους ήταν η ανατροπή του Κωνσταντίνου και η σωτηρία της Ανατολικής Θράκης. Το σύνθημά τους ήταν «Ελλάς - Σωτηρία». Είναι προφανές ότι ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος των Ελλήνων, αφού οι αποφάσεις των Συμμάχων είχαν ήδη παρθεί. Άλλωστε, ο επαναστατημένος στρατός έπλευσε προς την Αττική, ενώ υπήρχε απόλυτη ανάγκη να κατευθυνθεί στη Θράκη. Είναι γνωστό όμως ότι ο Λόϋδ Τζώρτζ στεναχωρήθηκε γιατί οι εξελίξεις στην Ελλάδα άργησαν μερικές ημέρες. Η επαναστατική επιτροπή διόρισε τον Ελ. Βενιζέλο που βρισκόταν στο Παρίσι για να χειρισθεί την ελληνική διπλωματία στο εξωτερικό. Περίμεναν δηλαδή από τον Βενιζέλο να ανατρέψει τα τετελεσμένα που είχαν ήδη δημιουργηθεί και πίστευαν στο άστρο του.
Δυστυχώς, ο Βενιζέλος δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες της νέας ελληνικής κυβέρνησης. Το γιατί, συζητείται μέχρι σήμερα.

Στο εύλογο ερώτημα του Λόρδου Κώρζον: "Ποιός θα υποχρεώσει τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη;", απάντησαν οι ίδιοι οι Έλληνες. Η Ανατολική Θράκη εγκαταλείφθηκε εθελόδουλα, ώστε να μην βρεθεί η Μεγάλη Βρετανία στη δυσάρεστη θέση να συγκρουσθεί με την Τουρκία. Και αυτό παρά το ότι πολλοί πίστευαν ότι  αρνούμενοι να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη τις μέρες εκείνες, οι Έλληνες δεν είχαν να χάσουν τίποτε και θα κέρδιζαν πολύτιμο χρόνο.

Στη συνομιλία του με τον Κώρζον στις 19.9.1922 ο Ελ. Βενιζέλος αρνήθηκε τη δυνατότητα αποχώρησης του Ελληνικού Στρατού από την Ανατολική Θράκη πριν από τη Διάσκεψη της Ειρήνης. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα υπήρχε τίποτε προς διαπραγμάτευση. Ο Κώρζον αισθάνθηκε αμηχανία μπροστά στα επιχειρήματα του Βενιζέλου, που ήταν τα ίδια με αυτά που είχε ο ίδιος επικαλεσθεί όταν ο Πουανκαρέ του είχε ζητήσει ακριβώς το ίδιο πράγμα με αυτό που ζητούσε ο ίδιος από τον Βενιζέλο. Κατά τον Κώρζον, η νύξη της παράδοσης της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία, έκανε τον Βενιζέλο ανίσχυρο να διατηρήσει τη συνηθισμένη του ψυχραιμία. Ωστόσο, μετά τρεις μόνο μέρες, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στον Κώρζον ότι συνέστησε στην Ελληνική Κυβέρνηση να δεχθεί αμέσως την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. Δεν είναι γνωστό το τι μεσολάβησε. Όπως και δεν είναι γνωστά όλα τα παρασκήνια των αποφάσεων, αλλά και άλλες λεπτομέρειες, όπως π.χ. η μη ανταπόκριση του Λόϋδ Τζώρτζ στις φορτικές εκκλήσεις για βοήθεια στους Έλληνες από τον Μπάζιλ Ζαχάρωφ.

Είναι γνωστά τα τηλεγραφήματα του Βενιζέλου προς τη νέα επαναστατική κυβέρνηση της Αθήνας:  «...Επήλθον ήδη καταστροφαί ανεπανόρθωτοι... Οι τρεις μεγάλαι και πρώην σύμμαχοι ημών Δυνάμεις απεφάσισαν την απόδωσιν ταύτης εις την Τουρκίαν. Ουδείς δε εχέφρων πολίτης δύναται να διανοηθεί την συνέχειαν του πολέμου προς την Τουρκίαν, με πλήρη ημών διπλωματική και στρατιωτική απομόνωσιν...» έγραφε και πρόσθετε ότι οι Τούρκοι θα απειλούσαν και τη Δυτική Θράκη. Τελείωνε δε με τη δήλωση ότι σε περίπτωση που η κυβέρνηση θα αποφάσιζε να κρατήσει την Ανατολική Θράκη τότε ... «αι θερμαί ευχαί μου θα συνοδεύσουν τον αγώνα τούτον του Έθνους, αλλά ευρίσκομαι, εν τοιαύτη περιπτώσει, εις την θλιβεράν ανάγκην να αρνηθώ την αποδοχήν της τιμητικής εντολής, όπως αντιπροσωπεύσω την χώραν εις το εξωτερικόν». Πρόκειται για φράσεις που δεν θα περίμενε κανείς ότι θα τις έγραφε ο μέχρι τότε   γνωστός  Βενιζέλος.

Δεν είναι απολύτως σαφής και γνωστή η στάση και το φρόνημα του Ελληνικού Στρατού τις τρομερές εκείνες ημέρες. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο νέος Έλληνας αρχιστράτηγος Νίδερ ζήτησε να παραβιάσει την ουδέτερη ζώνη στην Κωνσταντινούπολη και να βαδίσει ταχύτατα προς τον Βόσπορο. Πολλοί, στην ηγεσία της επανάστασης του 1922, είχαν παρόμοια στάση. Ωστόσο, είναι αμφίβολο το αν ο στρατηγός Νίδερ διέθετε στρατό με δυνατότητα προέλασης τον Σεπτέμβριο του 1922. Ο Ν. Πλαστήρας, που διαφώνησε με την απόφαση εκκένωσης, μεταπείστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Παραμένει το γεγονός ότι ο τουρκικός στρατός δεν ήταν σε θέση να διαπλεύσει την Προποντίδα και να επιτύχει την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Οι Τούρκοι δεν διέθεταν ναυτική δύναμη και η δύναμη πυρός των ελληνικών θωρηκτών ήταν σημαντική με τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Γι’ αυτό οι Άγγλοι είχαν ζητήσει την έξοδο του ελληνικού στόλου από την Προποντίδα κατά τις ημέρες της κρίσης πριν τη Διάσκεψη Ανακωχής. Υπήρχε επίσης και μία στρατηγική συνιστώσα στο να αρνηθούν οι Έλληνες να εκκενώσουν την Ανατολική Θράκη. Μία τέτοια κατάσταση έφερνε αμέσως σε ευθεία αντιπαράθεση τους Συμμάχους με την Τουρκία και το λιγότερο που θα κέρδιζαν οι Έλληνες ήταν πολύτιμος χρόνος. Η διάβαση των Τούρκων από τον Βόσπορο η τον Ελλήσποντο, που κατείχαν με ασθενείς δυνάμεις οι Άγγλοι, σήμαινε Αγγλο-Τουρκική σύγκρουση, κάτι που εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδας. Βρισκόταν δηλαδή η νικημένη Ελλάδα σε θέση που της έδινε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μία αγγλική ασπίδα και να αποφύγει νέα σύγκρουση με τους Τούρκους. Βέβαια, η ηττημένη χώρα δεν φαινόταν να έχει τις οικονομικές δυνατότητες για να συνεχίσει τον πόλεμο. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει ότι λαοί που είναι αποφασισμένοι και θέλουν να επιβιώσουν βρίσκουν τα μέσα για να αντισταθούν.


3) Η Διάσκεψη Ανακωχής των Μουδανιών.

Η Διάσκεψη των Μουδανιών, οργανώθηκε από τους Συμμάχους για τη σύναψη της ανακωχής και κράτησε από τις 20 έως 28.9.22. Εκεί η Ελλάδα έπαιξε τον ρόλο βωβού παρατηρητή στον οποίο ανακοινώθηκαν οι εις βάρος του όροι. Ο σκοπός της διάσκεψης ανακωχής των Μουδανιών ήταν να υποχρεωθούν οι Έλληνες να αποσυρθούν από την Ανατολική Θράκη. Το αντάλλαγμα εκ μέρους των Τούρκων θα ήταν ο σεβασμός της ουδέτερης συμμαχικής ζώνης και των Στενών μέχρι την τελική Διάσκεψη Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων και των Τούρκων. Οι Έλληνες εκλήθησαν στα Μουδανιά για να αποδεχθούν τα σε βάρος τους τετελεσμένα γεγονότα. Και αυτό έκαναν. Έγινε δηλαδή εκεί, μία διευθέτηση των συμμαχικών σχέσεων με την Τουρκία, εξόδοις της Ελλάδας.

Η διάσκεψη άρχισε χωρίς τους Έλληνες, που δεν είχαν ακόμη φθάσει, με κύριο θέμα τη γραμμή που θα αποσύρονταν οι Έλληνες. Πρόκειται δηλαδή για μια ιδιόρρυθμη  διάσκεψη ανακωχής που προδικάζει τη Συνθήκη Ειρήνης. Για μια ανακωχή που υποχρεώνει τον έναν από τους δύο αντιπάλους να υποχωρήσει πολύ πέραν της γραμμής, την οποία κατείχε, και να παραχωρήσει μεγάλες εκτάσεις στον αντίπαλο. Κατά την αφήγηση του Ισμέτ Ινονού στον Σπύρο Μαρκεζίνη το 1972, δέχθηκαν όλοι την προτροπή του: «Ας φθάσουμε σε ένα αποτέλεσμα και οι Έλληνες θα υποχρεωθούν να το δεχθούν». Οι Έλληνες, απλώς προσήλθαν την επαύριο για να τους ζητηθεί να προσυπογράψουν ό,τι οι άλλοι αποφάσισαν εις βάρος τους. Δεν επέτρεψαν στους Έλληνες να παρακαθίσουν στην τράπεζα της Διάσκεψης ως ισότιμοί τους, αλλά τους καλούσαν για ενημέρωση σε κάποιο από τα συμμαχικά πλοία. Μία άλλη διαπίστωση ταπεινωτική για τους Έλληνες είναι ότι οι Γάλλοι και οι Ιταλοί φέρονταν ως σύμμαχοι της Τουρκίας. Μόνον οι απαυδισμένοι Άγγλοι διαπραγματεύονταν, παρεμπιπτόντως, τα συμφέροντα της Ελλάδας. Κατά τον Σπύρο Μαρκεζίνη «οι Έλληνες παρέμειναν βωβοί θεατές και οι Τούρκοι ήγειρον συνεχώς και νέας αξιώσεις». Ο στρατηγός Σαρπύ με την καθοδήγηση του Φρακλίν Μπουγιόν, δέχθηκε όλα τα αιτήματα των Τούρκων. Ακολούθησαν οι Ιταλοί και μετά οι διστακτικοί Άγγλοι. "Η Θράκη μας παραδόθηκε χωρίς να ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός", σχολίαζε μετά από πενήντα χρόνια ο Ισμέτ Ινονού.

4) Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης

Στις 25.9.1922 ο Βενιζέλος τηλεγράφησε από το Παρίσι: «Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι' Ελλάδα», και: «ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσι την γην, ην από τόσων αιώνων κατοικούσιν, αυτοί και πρόγονοί των». Ήταν ακόμη μία από τις εθνικές εκκαθαρίσεις του 20ου αιώνα.  Η Συμφωνία Ανακωχής των Μουδανιών δεν επέβαλε και την αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού. Ωστόσο, οι γενοκτονικές πρακτικές των Τούρκων είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα πανικού και φόβου που ανάγκασαν σύσσωμο τον χριστιανικό πληθυσμό να αποχωρήσει ακολουθώντας τον Ελληνικό Στρατό.

Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης σήμαινε τη μετακίνηση των 260.000 Θρακών προσφύγων με την οικοσκευή τους και μέρος της σοδειάς τους, όπως και την αποχώρηση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι τον προηγούμενο μήνα, με την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας, είχαν καταφύγει στη Θράκη. Μετακινήθηκαν επίσης Αρμένιοι, Κιρκάσιοι και Τούρκοι αντικεμαλικοί των οποίων ο αριθμός δεν είναι γνωστός. Τη μετακίνηση συμπλήρωσε η αποχώρηση 70.000 περίπου στρατιωτών της Στρατιάς Θράκης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν δυτικά του Έβρου. Μαζί, και τελευταίοι, αποχώρησαν οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι και η ελληνική χωροφυλακή. Κατά τις είκοσι ημέρες της εκκένωσης της Θράκης δηλαδή, μετακινήθηκαν προς δυτικά πάνω από 450.000 άτομα. Οι μετακινήσεις έγιναν με τραίνα, με πλοία και οδικώς με κάρα, τα οποία ήταν τότε διαθέσιμα στη Θράκη. Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης είχε ολοκληρωθεί το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1922.


5) Γιατί οι Έλληνες δεν αντιστάθηκαν;   

Δεν μας είναι γνωστό κάτω από ποιές συνθήκες οδηγήθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο να επιμείνει στην αποδοχή της εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης και να αποδεχθεί τα τετελεσμένα. Ίσως, ο κυκλοθυμικός χαρακτήρας του επηρεάστηκε από τα καταστροφικά αποτελέσματα της μικρασιατικής του περιπέτειας. Νόμιζε ότι δεν ευθυνόταν για την καταστροφή και ότι προφύλασσε το έθνος από άλλες καταστροφές. Υπάρχει βέβαια και το στοιχείο της ρεαλιστικής αντιμετώπισης μιας κατάστασης που όπως φαινόταν τότε ήταν εξαιρετικά δύσκολη: η χώρα είχε ηττηθεί, ο Στρατός είχε διαλυθεί και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στερούνταν στέγης και τροφής. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Βενιζέλο για τη μικρασιατική του πολιτική. Ήταν εμφανής η διάθεση και η κατεύθυνση των Νεότουρκων για τη γενοκτονική εξόντωση του Μείζονος Ελληνισμού της Ανατολής. Οι προθέσεις των Νεότουρκων για πλήρες ξερίζωμα η εξόντωση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία και τη Θράκη, φάνηκαν αμέσως μετά την επικράτησή τους. Λίγο μετά, υποστηρίχθηκαν θερμά από τους Γερμανούς συμμάχους τους.

Η μεγάλης κλίμακας ανατολική πολιτική του Βενιζέλου τελειώνει με τις μοιραίες εκλογές της 1.11.1920, όπως τελειώνει και η ιστορικών διαστάσεων πολιτική του παρουσία. Έκτοτε, δεν υπάρχει ανατολική πολιτική στην Ελλάδα. Κατά το Λόϋδ Τζωρτζ οι εκλογές της 1.11.1920 συγκρίνονταν με την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Δεν φανταζόταν τότε, ότι αυτό που θα επακολουθούσε θα ήταν ακόμη τρομερότερο. Η μομφή για τον Βενιζέλο μπορεί να δοθεί για τη ανεξήγητη απόφαση των εκλογών εκείνων, όπως και για την έλλειψη τόλμης τον Σεπτέμβριο του 1922. Βέβαια, η μομφή απευθύνεται στον Βενιζέλο, γιατί οι πολιτικοί αντίπαλοί του, παρά τον πατριωτισμό τους, διέπραξαν τεράστια σφάλματα και ήταν σαφώς ανίκανοι να δώσουν λύση στη μικρασιατική εμπλοκή την οποία ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε δημιουργήσει. Ο Βενιζέλος ήταν ο μόνος που διέθετε την τόλμη, το διεθνές κύρος και τις ικανότητες που ήταν απαραίτητες για την απεμπλοκή από τη Μικρά Ασία, όταν ήταν πια φανερό το αδιέξοδο και οι διεθνείς συγκυρίες ήταν πια δυσμενείς. Υπήρχε χρόνος κατά τον οποίο ήταν ακόμη δυνατό να διασωθεί ο Ελληνισμός της Ανατολής, η Ανατολική Θράκη και ίσως και η Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, Βενιζέλος του 1922 δεν είναι ο Βενιζέλος του 1915 ή του 1919. Για πρώτη φορά φαίνεται να τον διακρίνει κάποια απαισιοδοξία και παραίτηση. Έχει απορρίψει τη Μεγάλη Ιδέα και πιστεύει πλέον ότι τα όρια του Ελληνισμού βρίσκονται στον Έβρο. Η έλλειψη ενδιαφέροντος του Βενιζέλου για την Ανατολική Θράκη μας φαίνεται σήμερα αδικαιολόγητη, όπως και η σύνταξή του με το κλίμα της απογοήτευσης και της παραίτησης. Οπωσδήποτε, η αντίληψη του Βενιζέλου για το Ανατολικό Ζήτημα δεν απέδιδε μεγάλη σημασία στη Θράκη, αφού η πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας ήταν γι’ αυτόν αδύνατη χωρίς ελληνική παρουσία στην ασιατική πλευρά του Αιγαίου.

H απόφαση για την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης χωρίς αντίσταση, ο πανικός και η αδυναμία συνεννόησης δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο από την κόπωση και το βάρος της ήττας που πίεζε τους Έλληνες τις μέρες εκείνες. Η ελληνική νευρικότητα και απογοήτευση μπορούν ίσως να ανιχνευθούν σε ό,τι οι αλλεπάλληλες καταστροφές και συμφορές έχουν συσσωρεύσει στο συλλογικό ελληνικό υποσυνείδητο.

Εκείνο που πρέπει να παρατηρήσουμε αφορά τη νοοτροπία της εξάρτησης που χαρακτηρίζει τη χώρα μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Δηλαδή, την τυφλή πίστη στην παντοδυναμία και τη στήριξη των υποτιθέμενων ξένων συμμάχων μας. Κατά τις δραματικές μέρες πριν από τον Αύγουστο του 1922, κυριαρχούσε η εντύπωση ότι οι Άγγλοι δεν θα επέτρεπαν νίκη των Τούρκων. Μετά την καταστροφή, όλοι, με λίγους διαφωνούντες, που οι διαφωνίες τους πνίγηκαν μέσα στη γενική επιθυμία υποταγής στις συμμαχικές υποδείξεις, ήταν τυφλά πρόθυμοι να πράξουν ό,τι θα επέβαλε το συμμαχικό διευθυντήριο. Ο ίδιος ο Βενιζέλος υποδείκνυε τη συμμόρφωση σε ό,τι επιθυμούσαν οι Άγγλοι. Ζούσε ακόμη στο κλίμα των καλών ημερών. Οι Σύμμαχοι, όμως, δεν νοιάζονταν για τίποτε άλλο από τα συμφέροντά τους και αυτά δεν ήταν τότε ίδια με τα συμφέροντα της Ελλάδας.

Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι οι Πλαστήρας – Γονατάς ζήτησαν από τον Άγγλο Πρέσβη στην Αθήνα να υποδείξει ο ίδιος τη σύνθεση της Κυβέρνησής τους. Ακόμη και ο Ελ. Βενιζέλος πρόσεχε να είναι πάντα αρεστός στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι αντιπροσωπευτικός ο τρόπος με τον οποίο αρχίζει την επιστολή του προς τον Στρατηγό Νίδερ, Διοικητή της Στρατιάς Θράκης την 2.11.1922, αμέσως μετά την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης.


Γράφει ο Βενιζέλος: 

«Φίλτατε στρατηγέ,
Επιθυμώ να σας συγχαρώ διά την επιτυχίαν μεθ’ης εξετελέσατε την θλιβεράν εντολήν της εκκενώσεως της Αν.Θράκης. θέλω να σας είπω πόσην αληθή υπερηφάνειαν ησθάνθην, όταν εις το υπουργείον των Εξωτερικών εν Αγγλία μου ανεκοίνωσαν σχετικόν τηλεγράφημα του στρατηγου Χάριγκτον, εκφράζοντος την εκτίμησίν του διά τον τρόπον καθ΄ όν έγινε η εκκένωσις….»

Μας είναι, πράγματι, οδυνηρό το να παρακολουθούμε τον ιδιοφυή πολιτικό, που πριν δύο χρόνια πρωταγωνιστούσε στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη, να αισθάνεται τώρα υπερήφανος με τον αμφίβολο έπαινο ενός ασήμαντου στρατηγού, που δεν έτρεφε καμία εκτίμηση για τους Έλληνες. Και τί έπαινο!  Έπαινο γιατί οι Έλληνες οργάνωσαν ικανοποιητικά την ταφική πομπή του Ελληνισμού της Θράκης.

Δυστυχώς στην πολιτική που ασκήθηκε από μέρους των Ελλήνων κυριάρχησε η φροντίδα να εξυπηρετηθεί πρώτα η Μεγάλη Βρετανία, ώστε ανεπαισθήτως παραμερίστηκαν τα ελληνικά συμφέροντα.


6) Τα επακόλουθα

Η εξαγορά της Τουρκίας με την εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης δημιούργησε δυσμενή κατάσταση για τη χώρα μας, η οποία έχασε τη θέση του στρατηγικού εταίρου της Μεγάλης Βρετανίας. Έκτοτε η Τουρκία παραμένει στο στρατόπεδο στο οποίο ανήκει και η Ελλάδα και όπου πάντα η Τουρκία βαρύνει περισσότερο από μας. Εκτός από τη διατήρηση της Ανατολικής Θράκης, κύριος σκοπός της διπλωματίας μας το 1922 θα έπρεπε να είναι και η ματαίωση της προσέγγισης Μεγάλης Βρετανίας – Τουρκίας. Η παραμονή μας στην Ανατολική Θράκη εξυπηρετούσε αμφότερους τους στόχους.

Με την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες οι Τούρκοι επιστρέφουν στην Ευρώπη και θέτουν μια υποθήκη που σήμερα ονομάζεται: «Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας». Χωρίς την παρουσία της στην Ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, η Τουρκία συγκεκριμενοποιείται σε αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή σε μία χώρα της Ασίας με σαφή ασιατική ταυτότητα. Η μικρασιατική ήττα της Ελλάδας και το ιστορικά πρωτοφανές γεγονός της συγκέντρωσης όλων των Ελλήνων στην ευρωπαϊκή τους κοιτίδα δημιουργούν συνθήκες που τροφοδοτούν μια κρίση ταυτότητας και στις δύο χώρες. Στην Τουρκία, με το να παραμένει μετέωρη σαν τις κρεμαστές γέφυρες του Βοσπόρου ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία και ανάμεσα σε ένα ψευδεπίγραφο δυτικό προσανατολισμό και σε μια ασιατική ταυτότητα. Στην Ελλάδα με το να προσπαθεί να ενταχθεί στο δυτικό ευρωπαϊκό σύστημα, αφού έχει χάσει την οικουμενική της διάσταση και τον μείζονα Ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής.

Η ελληνική γεωπολιτική σκέψη δεν έχει ακόμη κατορθώσει να εκτιμήσει σωστά το μέγεθος και τη σημασία των γεγονότων. Και αυτό είναι αναγκαίο, γιατί ίσως δεν απέχουμε πολύ από την εποχή κατά την οποία η Τουρκία θα αναδειχθεί και πάλι ως ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα. Ίσως τότε η Μικρασιατική Καταστροφή αποκτήσει τις διαστάσεις μιας ήττας ολόκληρης της Ευρώπης, αλλά και ίσως η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες θα αναγνωρισθεί ως ένα ασύγγνωστο σφάλμα.



Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Από τις αναμνήσεις του Νικολάου Δημητρίου Μαυρίδη.



Ζούσαμε στην Ανατολική Θράκη, στην αρχαία πόλη της Ραιδεστού. Η ζωή μας ήταν άνετη, αφού ο πατέρας μου που ήταν έμπορος, είχε μια αποδοτική εμπορική δραστηριότητα. Έμποροι ήταν όλοι οι πρόγονοί μου, τόσο ώστε υπήρχε παράδοση να μεταβιβάζονται οι εμπορικές δραστηριότητες από γενιά σε γενιά.

Η καλή μας ζωή άρχισε να διαταράσσεται όταν το 1908 η επανάσταση των Νεότουρκων άλλαξε τους όρους με τους οποίους συζούσαμε με τους Τούρκους.  Ακολούθησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η κατάληψη  της Θράκης από τους Βούλγαρους. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό των Ρωμηών, στον οποίο συμμετείχαν και οι Βούλγαροι, όταν τον Δεκέμβριο του 1912 εμφανίστηκε στο λιμάνι της Ραιδεστού η τουρκική ναυαρχίδα "Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα" σαρωμένη από τα βλήματα του "Αβέρωφ" και χωρίς κατάρτια και κανόνια. Είχε συμμετάσχει στην ένδοξη "Ναυμαχία της Έλλης" , όπου διασφαλίστηκε η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο. Εμείς είμαστε, όμως, κάτω από το ζυγό των Βούλγαρων.  Οι Βούλγαροι έφυγαν σε λίγους μήνες και ο διωγμός των Θρακιωτών από τους Τούρκους άρχισε ως συνέχεια. Ευρισκόμενος στην πόλη της Ραιδεστού δεν είδα τις σφαγές και τις εκτοπίσεις της μάζας των χωρικών,  που από τη Θράκη, οδηγήθηκαν στη μικρασιατική ακτή της Προποντίδας. Ωστόσο, ο τρόμος, ήταν διάχυτος και κάθε θόρυβος μας ανησυχούσε γιατί υποθέταμε ότι ήταν η αρχή σφαγών ή εκτοπισμών. Την ίδια εποχή η Τουρκία εισήλθε, μετά την εμφάνιση του γερμανικού στόλου, στη Συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων και οι τουρκικές στρατιές παρατάχθηκαν στα διάφορα μέτωπα που ήταν πολλά. Η ηγέτιδα  δύναμη των Κεντρικών Δυνάμεων, η Γερμανία, έπεισε τους Τούρκους ότι χρειαζόταν γερμανούς εκπαιδευτές και επιτελικούς αξιωματικούς. Έτσι, ο τουρκικός στρατός στελεχώθηκε από Γερμανούς, όπως και το τουρκικό γενικό επιτελείο.

Την ίδια εποχή, οι Νεότουρκοι αποφάσισαν την ένταξη των Ρωμηών στον τουρκικό στρατό. Οι Ρωμηοί είχαν αποκτήσει κάποια πρόσθετα δικαιώματα με την κυριαρχία των Νεότουρκων, ωστόσο, δεν στρατεύονταν στον τουρκικό στρατό. Με την επιστράτευση των Ρωμηών άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες φήμες ότι το μέτρο της επιστράτευσης ήταν μία συνωμοσία των Τούρκων για να εξοντώσουν τον άρρενα ελληνικό πληθυσμό. Οι μνήμες των Αμελέ Ταμπουρού (Τάγματα Εργασίας) ήταν ακόμη ζωντανές. Ο τουρκικός στρατός στελεχωμένος από Γερμανούς αξιωματικούς ανέλαβε να πραγματοποιήσει την επιστράτευση των νέων των ρωμαίικων κοινοτήτων, κανείς από τους οποίους δεν επιθυμούσε την επιστράτευσή του. Πολλοί προφασιζόταν αρρώστιες, ενώ άλλοι δεν κατατάγονταν με αποτέλεσμα να κηρύσσονται λιποτάκτες.

Κατά την πρώτη φάση της επιστράτευσης Γερμανοί εκπαιδευτές ανέλαβαν μαζί με Τούρκους στρατιώτες την εκπαίδευση των Ρωμηών νεοσυλλέκτων και επισκέπτονταν κάθε πόλη, όπου επέλεγαν τα κατάλληλα πρόσωπα.  

Στη Ραιδεστό η επιλογή των κληρωτών από τη ρωμαίικη κοινότητα έγινε στο στρατόπεδο της πόλης. Ο αδελφός μου Αλέξανδρος, που φοβόταν ότι οι μονάδες με Ρωμηούς στρατιώτες προοριζόταν για τον πόλεμο στην Ανατολική Οθωμανική Αυτοκρατορία και μάλιστα στην περιοχή του Κουρδιστάν, πήρε ένα αφέψημα από βότανα, ώστε να πάθει ταχυπαλμία, κάτι που ανάγκασε, παρά τις αντιρρήσεις του Γερμανού εκπαιδευτή, τον Τούρκο διοικητή να τον χαρακτηρίσει ανίκανο για τον πόλεμο και να τον αφήσει ελεύθερο.

Εγώ κατατάχθηκα κανονικά, παρ΄ όλο που προφασίστηκα αδυναμία να εκτελέσω μία άσκηση επιλογής για κατάταξη, σε αντίθεση με την επιμονή του Γερμανού εκπαιδευτή να μην απορριφθώ.  

Με την κατάταξή μου συνταχθήκαμε κανονικά σε μονάδες και περπατήσαμε μέχρι τα στρατόπεδα της Αδριανούπολης. Η ζωή στο στρατόπεδο δεν ήταν βάρβαρη όπως φανταζόμασταν. Ωστόσο, ήταν σκληρή και αυστηρή και ήμασταν όλοι ανήσυχοι για την προοπτική μεταφοράς μας στο μέτωπο του Ιράκ. Εγώ είχα πάντα την ανησυχία ότι θα πολεμούσα σε ένα πόλεμο, όπου και οι δύο αντίπαλοι ήταν εχθροί μας και όπου η παράταξη την οποία υπηρετούσα ήταν πραγματικά εχθρός μου και εχθρός όλων των προσώπων που αγαπούσα και γνώριζα. Έτσι, ένα πρωινό του Οκτώβριου του 1915 περπάτησα, προσπαθώντας να δείξω ότι είμαι αμέριμνος, έξω από την πύλη του στρατοπέδου και έγινα ελεύθερος, αλλά και λιποτάκτης.

Ένα μήνα πριν -στο στρατόπεδο έμεινα αρκετούς μήνες- είχα πετύχει να πάρω άδεια για τη Ραιδεστό. Έξω από το στρατόπεδο είχε ένα μπακτσέ με φράουλες που έδειχναν ότι θα ήταν πολύ νόστιμες. Πήρα λοιπόν ένα καλάθι φράουλες που πίστευα ότι πηγαίνοντας με το τραίνο θα πρόφταινα να τις διατηρήσω σε καλή κατάσταση. Το καλάθι δεν ήταν καλυμμένο, γιατί ο καλός αγρότης που μου το προμήθευσε δεν είχε χαρτί κατάλληλο γι΄ αυτή τη δουλειά. Πήγα λοιπόν στο σταθμό του τραίνου με το καλάθι και μία τσάντα και κάθισα σε ένα παγκάκι δίπλα στις γραμμές του τραίνου περιμένοντας τον συρμό. Αμέσως με το που κάθισα εμφανίστηκε ένας ψηλόλιγνος Τούρκος που φορούσε μια κομψή σταμπουλίνα[1]. Με χαιρέτησε και αμέσως μου έπιασε κουβέντα. Ανάμεσα σε άλλα μου είπε: "Τι ωραίες φράουλες ; αγαπώ πολύ τις φράουλες και είμαι ευχαριστημένος γιατί βλέπω ότι ωριμάσαν φέτος νωρίς". Δεν ξέρω πως μου ήρθε και του είπα: "Αν αγαπάτε τόσο τις φράουλες θα μου επιτρέψετε να σας χαρίσω το καλάθι το οποίο είναι εύκολο να αντικαταστήσω". Ο κομψός κύριος φαίνεται να διστάζει, αλλά σε λίγο μου είπε: "Σας ευχαριστώ πολύ, θα το πάρω για να θυμάμαι την ευγένειά σας". Χωρίσαμε σύντομα πιστεύοντας ότι δεν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ.

Έφτασα στο σπίτι μου, όπου η μητέρα μου κλαίγοντας μου είπε: "Ο πατέρας σου φρόντισε να σε κρύψει. Η αστυνομία σε ψάχνει και ρωτάει παντού μήπως σε είδαν. Έχει μάλιστα φροντίσει να σου βρει κρυψώνα". Η κρυψώνα, όπως έμαθα σε λίγο, ήταν ένα πατάρι στο σπίτι μιας μοδίστρας που βρισκόταν μερικά σπίτια παρακάτω από το δικό μας. Αργότερα έμαθα, ότι ο πατέρας μου είχε φροντίσει να δωροδοκήσει τον διοικητή της Αστυνομίας, ώστε οι έρευνες που γινόταν να μην γίνονται στο δρόμο μας. Κάθισα σε αυτό το σπίτι αρκετούς μήνες, τόσο ώστε βαρέθηκα, παρά τη ραπτική που μου δίδαξε η καλή μοδίστρα. Τέλος, μετά από καιρό άρχισα να βγαίνω έξω. Η απόφασή μου αυτή ήταν μοιραία. Με συνέλαβαν  σύντομα με την κατηγορία του λιποτάκτη. Μεταφέρθηκα στο στρατόπεδο της Αδριανούπολης και σε ένα μήνα ορίστηκε να δικαστώ στο Στρατοδικείο για λιποταξία. Οι καταδικαζόμενοι από αυτό το Στρατοδικείο δεν εκτελούνταν, αλλά ούτε φυλακιζόταν, απλώς αποστέλλοντο  στο μέτωπο του "Κουτ" στο Ιράκ, όπου πολεμούσαν οι Τούρκοι με τους Άγγλους. Εκεί, τους κατέτασσαν  σε ομάδες θανάτου, που καθάριζαν με τα σώματά τους τις νάρκες για να περάσει ασφαλώς ο τουρκικός στρατός και να επιτεθεί άθικτος στην αγγλική γραμμή.

Η ημέρα της δίκης έφτασε. Εγώ είχα μέρες να κοιμηθώ από την αγωνία μου. Το πρωί που μας μεταφέραν στο Στρατοδικείο αισθανόμουν σαν να πήγαινα στο εκτελεστικό απόσπασμα. Φθάνοντας στην αίθουσα του Στρατοδικείου, στάθηκα στη δεύτερη σειρά της ομάδας των κατηγορουμένων που θα δικαζόταν εκείνη τη μέρα. Μετά από λίγο, ήρθαν οι στρατοδίκες και κάθισαν σε μία σειρά μπροστά από τους κατηγορουμένους. Και τότε, είδα με μεγάλη κατάπληξη τον κύριο με τη σταμπουλίνα να παίρνει μια θέση πίσω από τους στρατοδίκες, όντας ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου.

Ήμουν κάθιδρος. Δεν ήξερα πως θα χειριζόμουν τη δύσκολη αυτή κατάσταση. Θα είχε κάποια ευνοϊκή στάση ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου; Ή θα ήταν σκληρός και ανυποχώρητος, όπως ήταν συνήθως οι Τούρκοι αξιωματικοί; Πέρασαν πολλοί κατηγορούμενοι από το Στρατοδικείο, οι περισσότεροι των οποίων καταδικάστηκαν ως ένοχοι λιποταξίας με τιμωρία την κατάταξη σε τάγματα θανάτου.

Τέλος, έφτασε η δική μου σειρά. Η απολογία μου ήταν μια ιστορία κοινότυπης αισθηματολογίας με δικαιολογία την αρρώστια της μητέρας μου. Ήμουν βέβαιος ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου θα αγνοούσε κάθε συναισθηματισμό για να πάρει την απόφασή του. Μετά την απολογία μου και προτού οι στρατοδίκες συνεννοηθούν για την ποινή που θα μου υπέβαλαν, σηκώθηκε ο Πρόεδρος και είπε: "Γνωρίζω αυτό το παιδί. Σίγουρα θα παρασύρθηκε για να λιποτακτήσει. Άλλωστε, έχει και τη δικαιολογία ότι η μητέρα του ήταν άρρωστη. Ξέρω ότι είναι καλό παιδί ! ".  Οι στρατοδίκες αντάλλαξαν μερικές ματιές και φράσεις μεταξύ τους και με κήρυξαν "Αθώο".





[1] Η σταμπουλίνα είναι ένα είδος φράκου σαν μακρύ παλτό, που φορούσαν οι Οθωμανοί διοικητικοί υπάλληλοι από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η σταμπουλίνα φοριόταν με φέσι ή χωρίς φέσι. 

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Βυζαντινά μνημεία στη Μικρά Ασία

Με αφορμή την επιδημία των μετατροπών σπουδαίων βυζαντινών θρησκευτικών μνημείων σε ισλαμικά τεμένη που παρατηρείται στην Τουρκία , καλό θα είναι να εξετάσουμε περιληπτικά τον πλούτο των βυζαντινών μνημείων που εξακολουθεί να διασώζεται  στη γειτονική μας χώρα. Εκτός από την Ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, όπου διασώζονται δεκάδες μνημεία, η Μικρά Ασία είναι γεμάτη από τα υπολείμματα και τα ίχνη του Βυζαντίου.
Η Μικρά Ασία αποτελούσε τη βάση και το υπόβαθρο της χιλιόχρονης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με την είσοδο των νομάδων Τούρκων στην Μικρά Ασία τον 11ο αι. άρχισε η αποδόμηση του χριστιανικού χαρακτήρα του χώρου και των πόλεων, ώστε σήμερα η χριστιανική παρουσία στον μικρασιατικό χώρο να έχει περιοριστεί στα ερείπια των χριστιανικών μνημείων. Στις ραγδαία αναπτυσσόμενες πόλεις της Τουρκίας που γιγαντώνει η μετακίνηση ανατολικών πληθυσμών προς τις ακτές,  ό,τι απέμεινε από τα βυζαντινά μνημεία πνίγεται βαθμιαία στην οικοδομική πλημμυρίδα. Όμως παντού, στις  εκτεταμένες πεδιάδες και τις αχανείς ορεινές περιοχές συναντά κανείς τα υπολείμματα των εκκλησιών, των μονών, των ασκηταριών  και των κάστρων,  που ξεχασμένα μέσα στη γενική αδιαφορία, επιμένουν να στέκονται.
Κύριες περιοχές όπου διασώζονται βυζαντινά μνημεία στη Μικρά Ασία είναι οι απόμακρες και μυθικές χώρες του Πόντου και της Καππαδοκίας. Στον ευρύ χώρο του Πόντου διασώζονται εκατοντάδες μνημεία που τα  συναντά κανείς στις ορεινές περιοχές. Στην Τραπεζούντα σωζόταν πριν από ένα αιώνα πάνω από 80 βυζαντινές εκκλησίες, ενώ σήμερα αυτές μετρούνται  στα δάκτυλα του ενός χεριού. Ο μεγάλος αυτοκρατορικός ναός της Αγίας Σοφίας (13ος αι.), αναστηλωμένος από το πανεπιστήμιο της Γλασκόβης  το 1957, διατηρείται σε καλή κατάσταση, πλην πρόσφατα μετατράπηκε από μουσείο σε τέμενος και οι λαμπρές τοιχογραφίες του καλύφθηκαν. Μέσα στην Τραπεζούντα επιβιώνει ως τέμενος ο ναός  της Παναγίας της Χρυσοκεφάλου, όπως και οι εκκλησίες του Αγίου Αντωνίου και της Αγίας Άννας. Στον ορεινό Πόντο σώζονται πολλές βυζαντινές εκκλησίες, μονές και κάστρα, χωρίς όμως κανείς να φροντίζει γι αυτά. Τα μεγάλα προσκυνήματα του Πόντου, η Μονή Σουμελά και η Μονή Περιστερεώτα σώζονται ερειπωμένα.
Στην εκτεταμένη και απομονωμένη Καππαδοκία σώζονται  κυριολεκτικά χιλιάδες εκκλησίες και ασκηταριά σκαμμένα στο μαλακό ηφαιστιογενές  πέτρωμα που καλύπτει ολόκληρη την Καππαδοκία. Στα Κόραμα της Καππαδοκίας έχουν συντηρηθεί πολλές εκκλησίες με εξαιρετικές τοιχογραφίες. Οι κοιλάδες  Ιλχάρα και Σονγκαλί  είναι βυθισμένες στο μαλακό έδαφος και στις κάθετες πλευρές τους σώζονται πάμπολλα ασκηταριά και εκκλησίες. Ένα από τα παράδοξα της Καππαδοκίας αποτελούν οι σκαπτές σε πολλά επίπεδα υπόγειες βυζαντινές πολιτείες. Τα βυζαντινά μνημεία της Καππαδοκίας χρονολογούνται στους πρώτους και στους μέσους χρόνους του Βυζαντίου και πολλά από αυτά είναι κατάγραφα με ανεικονικές διακοσμήσεις, αφού έχουν σκαφτεί και ιστορηθεί στα χρόνια της Εικονομαχίας. Η χριστιανική τέχνη της Καππαδοκίας είναι λαϊκότροπη σε αντίθεση με την αυτοκρατορική τέχνη της Κωνσταντινούπολης.
Στην πάλαι ποτέ χριστιανική χώρα της Βιθυνίας όπου και το μοναστικό κέντρο στο όρος Όλυμπος πάνω από την Προύσσα, διασώζονται σε κακή κατάσταση βυζαντινά μνημεία. Στο πάνω τμήμα του Σαγγάριου σώζεται σε καλή κατάσταση μέρος της γέφυρας που έκτισε ο Ιουστινιανός (6ος αι.)Στην μικρή πολιτεία της Τρίγλιας σώζεται η εκκλησία της  Παναγίας της Παντοβασίλισσας και το καθολικό της μονής του Χηνολάκκου. Κατά μήκος της ακτής της Προποντίδας σώζονται τα ερείπια μοναστηριών, όπως η μονή της Πελεκητής, ενώ στη Σιγή στέκεται ακόμη μεγάλη εκκλησία. Βορειότερα, στέκεται σε κακή κατάσταση η μεγάλη εκκλησία του Αγίου Αβερκίου. Στην αγιασμένη πολιτεία της Νίκαιας σώζεται η εκκλησία της Αγίας Σοφίας που έχει μετατραπεί και αυτή πρόσφατα σε τέμενος. Η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με εξαιρετική ψηφιδωτή διακόσμηση που σωζόταν σε πολύ καλή κατάσταση καταστράφηκε το 1922.  Τα τείχη της Νίκαιας σώζονται με τις πύλες τους.
Απέναντι από τη Σάμο και μετά την Μυκάλη εκτείνεται η λίμνη Ηράκλεια. Στις όχθες της υψώνεται το όρος Λάτμος, σημαντικό μοναστικό κέντρο, του οποίου διασώζονται εκκλησίες και καθολικά σε ερειπιώδη  κατάσταση.  Αλλά και σε νησίδες της λίμνης Ηράκλειας διασώζονται επιβλητικά ερείπια εκκλησιών και μονών.  Ανατολικότερα, μετά τη Φρυγία και σε ερημική περιοχή, που οι Τούρκοι ονομάζουν ¨Χίλιες και μία εκκλησίες¨  σώζονται σε καλή σχετικά κατάσταση αρκετές εκκλησίες των μέσων βυζαντινών χρόνων. Στην κωμόπολη Σύλλη της Λυκαονίας σώζεται ο Άγιος Μιχαήλ (4ος αι.)
Νοτιότερα, στη Λυκία στα βυζαντινά Μύρα σώζεται ο ναός του Αγίου Νικολάου (6ος αι.), ενώ ερείπια ναών βρίσκονται στη Φιλαδέλφεια, στην Έφεσο και στην Αττάλεια.
Τα ερείπια των βυζαντινών ναών συναντώνται παντού σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία  και μαζί με τα ερείπια  χιλιάδων μεταβυζαντινών ναών, επιμένουν να υπενθυμίζουν το χριστιανικό υπόβαθρο αυτής της χώρας.



Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ξύλινα σπίτια.











 Ξύλινα σπίτια βρίσκονται κυρίως στήν Κωνσταντινούπολη, ὁλόκληρο τόν Βόσπορο καί ὁλόκληρη τήν Προποντίδα. Ὑπάρχουν πολλά ἀπό αὐτά, πού λιγοστεύουν ὅμως μέ γοργό ρυθμό. Στά Πριγκη­πόν­νη­σα, σώζονται πολλά μεγαλοαστικά ξύλινα σπίτια μέ περίτεχνες σανι­δω­τές ξυλεπενδύσεις καί ξύλινα ψευδοκοσμήματα σάν κεντήματα (τά βυζαντινά "κοσμήδια"). Τά σπίτια τῶν Πριγκηποννή­σων ἔχουν χαρα­κτήρα ρομαντικό καί φραγκολεβαντίνικο. Ὑπάρχουν ξύλινα παρό­μοια σπίτια μέχρι τόν Πόντο, τήν Προῦσα καί τή Λέσβο στό Ἀνατολι­κό Αἰγαῖο. Σώζονται παντοῦ στή Θράκη, δηλαδή στήν Κωνσταντινου­πο­λί­τικη ἐνδοχώρα καί κυρίως στήν Ἀδριανούπολη, τήν ἐξαιρετική αὐτή βασιλική πόλη. στήν Ἀλεξανδρούπολη κατεδαφί­στηκε ἕνα καλό δεῖγμα, πρίν ἀπό χρόνια. μέχρι στήν Καβάλα, ὑπῆρχαν λίγα, σέ πιστή μίμηση τῆς Κωνσταντινουπολίτικης μορφῆς τους. Γιατί ἡ Κωνσταντι­νού­πολη ἦταν ἡ παλιά καί μόνιμη μητρόπολη τῶν ἀστῶν τῆς αὐτοκρα­τορίας καί ἐκεῖ βρισκόταν ἡ ἀρχή τῆς κάθε ἔμπνευσης καί τό πρότυπο κάθε μίμησης.
      Προφανῶς, ὑπῆρχαν τέτοια ξύλινα σπίτια σέ περιοχές κοντά στά δάση. Ἡ γεωγραφική τους κατανομή προσεγγίζει τό νότιο ὅριο τῶν πλα­τύφυλλων δασῶν καί τῆς ὀξυᾶς στά Βαλκάνια καί τή Μικρά Ἀσία. Ἡ κατασκευή τους γινόταν μέ ξύλινο σκελετό πού συμπληρωνόταν ἐνδιά­μεσα μέ  κονίαμα καί πλίνθους ἤ πέτρες. ἐπένδυση ἔξω ἦταν σανι­δω­τή ξύλινη, στό ἐσωτερικό σοβᾶς. Ὅλα ἔχουν τετράριχτη στέγη μέ βυζαντινά κεραμίδια. Οἱ ὁριζόντιες καί κατακόρυφες γραμμές χαρα­κτή­ριζαν τούς ὄγκους τους. Κατά τόν 18° αἰῶνα τά ξύλινα σπίτια ἀπο­κτοῦν περίτεχνες σιδεριές, πού προστατεύουν συνήθως τά παρά­θυρα τοῦ ἰσογείου καί τοῦ ὑπογείου. Οἱ σιδεριές, μέ τίς εὐθεῖες γραμ­μές καί τίς καμπύλες ἀπολήξεις καί διακοσμήσεις, συνδυάζονται θαυ­μάσια μέ τήν αἰσθητική καί τά γκρίζα χρώματα τῆς ξύλινης κατα­σκευῆς. Οἱ εἴσοδοι τῶν ξύλινων σπιτιῶν ἔχουν ἄμεση πρόσβαση στό δρόμο. Στούς χριστιανικούς μαχαλάδες, ἡ ἐσωστρέφεια τῶν σπιτιῶν μοιάζει νά ἀμφισβητεῖται ἀπό τήν ἐγγύτητα τῶν σαχνισιῶν στό δρόμο καί τήν ἀμεσότητα τῆς εἰσόδου. Ὑπάρχει τεράστια ποικιλία στίς μορφές τῶν εἰσόδων : τοξωτές, νεοκλασικές, λεβαντίνικες, μέ εἰσέ­χον προστῶο ἤ ἐξέχον πρόστυλο, μέ ἀμφίπλευρη ἤ μονόπλευρη, εὐθεία ἤ καμπύλη σκάλα σέ ἐσοχή ἤ μή καί πολλές ἄλλες.
      Τά γκρίζα ἕως πολύ σκούρα χρώματα τῶν γυμνῶν ξύλων αὐτῶν τῶν σπιτιῶν, δίνουν στούς μαχαλάδες μία ὁμοιόμορφη ἐντύπωση πα­λαι­ότητας καί ρομαντικῆς αἴσθησης. Ἡ παρουσία κήπων ἤ δέν­δρων συμπληρώνει τήν αἰσθητική ἐντύπωση. Τά ξύλινα σπίτια ἀθροί­ζονται σέ μία ἑνιαία ἀρχιτεκτονική μέ σαφῆ αἰσθητικό χαρακτήρα, παρ' ὅλη τήν ἐθνική, θρησκευτική καί κοινωνική ἑτερότητα τῶν μαχα­λάδων καί τῶν πληθυσμῶν.
      Πολλά ξύλινα σπίτια ἔχουν ἕνα ὄροφο, συνηθέστερα ὅμως δύο, δηλαδή ἰσόγειο καί ἀνώγειο στή μορφή τοῦ βυζαντινοῦ δίπατου. Ἄλλωστε, διάταγμα τοῦ 1559 περιόριζε τό ὕψος τῶν κτηρίων σέ δύο ὀρόφους (ἰσόγειο καί ὄροφο). Τόν 18° αἰῶνα, ἄρχισαν νά κτίζονται καί ξύλινα σπίτια μέ τρίτο ἐπίπεδο (τρίπατο), ἄν καί γιά μεγάλο διά­στη­μα, ἀπαγορεύονταν στούς χριστιανούς ἡ οἰκοδόμηση σπιτιῶν μέ δεύτερο ὄροφο. Πολύ συνηθισμένα εἶναι τά σπίτια μέ πέτρινη ὑποδο­μή στό κα­τώι καί δύο ξύλινους ὀρόφους (ἰσόγειο καί ἀνώγειο). Ἀπα­ραί­τητα στοιχεῖα τῶν ξύλινων σπιτιῶν εἶναι τά σαχνισιά (προεξοχή στόν ὄρο­φο, κλειστός ἐξώστης), κατά προτίμηση σέ ἀνατολική θέση καί στό δρόμο, καί λιγότερο τό ἰσόγειο χαγιάτι ὡς ἐξώστης, πρόδρομος τῆς κα­τοικίας. Ὑπάρχουν ξύλινα σπίτια γιά κάθε κοινωνική τάξη, ἀπό τά ἐκ­λεπτυ­σμένα καί ἀριστοκρατικά "γιαλί" τοῦ Βοσπόρου μέχρι τά λαϊκά ἡμιαστικά σπίτια τῶν χωριῶν καί τῶν κωμοπόλεων τῆς Θράκης.
      Τά ξύλινα σπίτια δύσκολα δίνουν τήν αἴσθηση τῆς ἐσωστρέφειας τῆς μουσουλμανικῆς κατοικίας, ἀλλά δίνουν, κυρίως, τήν ἐντύπωση ἑνός φραγκολεβαντίνικου ἐκλεκτικισμοῦ, ἤ, στή λαϊκή τους ἐκδοχή, μιᾶς ἀστικῆς ἐπίφασης. Τά ξύλινα κτήρια εἶναι συνήθως κατοικίες˙ τά δημόσια κτήρια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας γίνονταν πέτρινα γιά λόγους ἀντοχῆς καί ἐπιβολῆς. Ὑπάρχουν καί λίγα ξύλινα κτήρια πού δέν εἶναι κατοικίες, ὅπως τό τεραστίων διαστάσεων "λληνικό Ὀρφα­νοτροφεῖο" στήν Πρίγκηπο τῆς Προποντίδας, τό ὁποῖο πρέπει νά εἶναι ἡ μεγαλύτερη τέτοια κατασκευή. δέν σώζονται, ὅμως, ξύλινα σπίτια παλαι­ό­τερα ἀπό τόν 18° αἰῶνα. Τά παλιά σπίτια στό Φανάρι τῆς Κωνσταντινούπολης (ἴσως τοῦ 17ου αἰῶνα) διασώθη­καν γιατί εἶναι λιθόκτιστα.
      ἀρχιτεκτονική ἀλλά κυρίως ἡ τεχνική τοῦ ξύλινου σπιτιοῦ εἶναι βυζαντινές καί πολύ παλιότερες ἀπό τήν τουρκική κατάκτηση, ἄν καί τά ὀθωμανικά στοιχεῖα εἶναι φανερά στήν αἰσθητική τους, ἐνῶ φαίνε­ται νά ἔχουν ἕνα νεωτερικό χαρακτήρα, μαζί μέ μία ἔντονη ἐκζή­τηση. Ὑπάρχουν ἀναφορές τῶν βυζαντινῶν συγγραφέων στά ξύλινα σπίτια τῆς Κωνσταντινούπολης, κυρίως μέ εὐκαιρία τίς κατά καιρούς μεγάλες πυρκαγιές πού κατέκαιαν τήν Πόλη. Οἱ πυρκα­γιές ἀφάνιζαν τά ξύλινα σπίτια. Στήν Κωνσταντι­νούπολη, μέ τίς συνε­χεῖς πυρκαγιές, ἀνανε­ω­νόταν ὁ πληθυσμός τῶν σπιτιῶν κάθε δυό-­τρεῖς γενιές. Θρυλι­κοί ἦταν στήν παλιά Κωνσταντι­νούπολη, οἱ ἀναρχικοί "τουλου­μπατζῆδες", τά ἄτακτα σώματα τῶν πυροσβεστῶν.
      Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἔρευνα ὅτι ὁ τύπος κατοικίας μέ χαγιάτι (ἡμιυπαίθριος χῶρος, λιακωτό) στό ἰσόγειο καί στόν ὄροφο ὑπῆρχε στό Βυζάντιο, γνωστό τότε ὡς σωλάριο, δοξᾶτο ἤ ἡλιακό. Ἀκόμη, τό σαχνισί, ἡ ἀρχιτεκτονική προεξοχή στόν ὄροφο, τό ὁποῖο γιά κοινω­νι­κούς λόγους χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στήν ὀθωμανική ἀρχιτε­κτονική, εἶναι στοιχεῖο συνηθισμένο καί στή βυζαντινή ἀρχιτε­κτονική.      Εἶναι προφανές ὅτι οἱ νομάδες κατακτητές Ὀθωμανοί Τοῦρκοι δέν γνώριζαν πῶς νά κτίζουν σπίτια. Ἦταν σκηνῖτες. Κατοικία τους ἦταν τό "γιούρτ", ἡ πανάρχαια σκηνή τῶν τουρκικῶν φυλῶν, πού χρη­σιμοποιεῖται ἀκόμη σήμερα στά ὑψίπεδα τῆς κεντρικῆς Ἀσίας καί ἐκτί­θεται σέ λαογραφικά μουσεῖα τῆς Τουρκίας.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Πάνου Τσολάκη. Ο προσφυγικός συνοικισμός της Καστοριάς. Έκδοση Προσφυγικού Συλλόγου Απολλωνιαδιτών Καστοριάς, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 64, σχήμα 24x21




Από τα δύο εκατομμύρια των Ελλήνων της Ανατολής κατέφυγαν στην Ελλάδα, κατά τη δεκαετία του 1920, περίπου 1,5 εκατομμύριο, ενώ παράλληλα 500.000 Μουσουλμάνοι και Σλάβοι αποχώρησαν από τα εδάφη του Ελληνικού Κράτους. Από το χάος του 1922 αναδύεται ένα εθνικά ομοιογενές κράτος, η οικονομία και η αγροτική παραγωγή απογειώνονται, ενώ η βιομηχανία και το εμπόριο πραγματοποιούν άλματα. Προϋποθέσεις υπήρξαν η προσφυγική εγκατάσταση στη Μακεδονία και στη Θράκη και η ενίσχυση των μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά βέβαια και η επική προσπάθεια του ελληνικού κράτους, το οποίο μετά από μία τεράστια καταστροφή κατόρθωσε να περιθάλψει και να στεγάσει μεγάλο αριθμό προσφύγων. Απ’ αυτούς, το 53% αποτελείτο από αστικούς πληθυσμούς και το υπόλοιπο από αγρότες. Η αποκατάσταση των αγροτικών πληθυσμών έγινε από το Υπουργείο Γεωργίας, ενώ για τους αστικούς πληθυσμούς δημιουργήθηκαν ειδικοί φορείς. Οι εκτάσεις για την ανέγερση κατοικιών προήλθαν μετά από απαλλοτριώσεις. Η στέγαση και η εγκατάσταση των προσφύγων έγινε σε νέους αγροτικούς οικισμούς και σε νέες συνοικίες στις παρυφές των ελληνικών πόλεων. Οι κατοικίες που διανεμήθησαν στους πρόσφυγες πληρώθηκαν απ’ αυτούς, με είσπραξη στο άρτιο των ομολογιών του Ταμείου Ανταλλαξίμων. Η κατασκευή των κατοικιών έγινε με βάση τυποποιημένα σχέδια και μαζικά.
Ήδη από τον Οκτώβριο του 1922 είχε δημιουργηθεί το Ταμείο Αποκατάστασης των Προσφύγων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1923 συστάθηκε από την Κοινωνία των Εθνών η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, η οποία εξασφάλισε στο κατεστραμμένο οικονομικά ελληνικό κράτος τις εγγυήσεις, με βάση τις οποίες συνάφθηκαν εξωτερικά και εσωτερικά δάνεια. Η δημοσιονομική εξυγίανση των ελληνικών οικονομικών ακολούθησε την αύξηση της αγροτικής και της βιομηχανικής παραγωγής και επέτρεψε την ανοικοδόμηση περιφερειακών συνοικιών στις ελληνικές πόλεις, καθώς και νέων οικισμών στην ελληνική ύπαιθρο και κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η αποκατάσταση άρχισε σχεδόν αμέσως μετά την καταστροφή και το 1924 άρχισαν να παραδίδονται κατοικίες. Το 1928 είχε ήδη παραδοθεί το μεγαλύτερο τμήμα χιλιάδων κατοικιών. Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν ανεγερθεί για τους πρόσφυγες περισσότερες από 200.000 κατοικίες.
H ένταξη των προσφυγικών πληθυσμών των Ελλήνων της Ανατολής στο ελλαδικό κράτος ολοκληρώνει και επισφραγίζει την απομάκρυνση τους από τους ιστορικούς χώρους της πάλαι ποτέ Ελληνικής Ανατολής. Μεγάλο ποσοστό σημερινών Ελλήνων, που προέρχονται κατά ποικίλους τρόπους από τους ιστορικούς χώρους της Μικράς Ασίας, της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Μαύρης Θάλασσας, αγνοεί τις ιστορικές πραγματικότητες μέσα από τις οποίες οι ίδιοι διαμορφώθηκαν και στερείται την αίσθηση του γεωγραφικού χώρου στον οποίο ζούσαν οι άμεσοι πρόγονοί του. Γι΄ αυτό, είναι πολλαπλώς χρήσιμες οι μελέτες που παρουσιάζουν και αποκαλύπτουν τους γεωγραφικούς χώρους της καταγωγής, αλλά και της τελικής εγκατάστασης των προσφύγων της τρομερής Μικρασιατικής Καταστροφής. Υπάρχει μια ιστορική πραγματικότητα που συνήθως την υποπτευόμαστε χωρίς να έχουμε άμεση και καθαρή συναίσθηση για το τι ακριβώς αυτή σημαίνει. Είναι κάτι που δεν συζητείται εύκολα και είναι αόριστο πλην διακριτό. Ανάλογη πραγματικότητα υπάρχει και στη γειτονική μας Τουρκία. Εκεί, μάλιστα, οι μετακινήσεις πληθυσμών και η κατακυρίευση του ιστορικού χώρου από πληθυσμιακές ομάδες που δεν έχουν ιστορική σχέση με τον χώρο στον οποίο κατοικούν, δημιουργούν παράλληλες πραγματικότητες και συχνά δίνουν την αίσθηση του μη μόνιμου, του μη πραγματικού και αυτού που είναι ξένο. Η σημερινή Τουρκία είναι η χώρα όπου η πραγματικότητα επιβάλλεται, επικάθεται και επικαλύπτει ιστορικές πραγματικότητες που είναι εύκολα ανιχνεύσιμες και ορατές.
Όπως σε πολλές ελληνικές πόλεις, υπάρχει και στην Καστοριά ένας οργανωμένος προσφυγικός συνοικισμός που αποτελείται από 16 τετράγωνες μονοκατοικίες και 10 συμμετρικές διπλοκατοικίες και χρονολογείται από το 1932.
Η μελέτη του οικισμού αυτού έγινε από τον αναπληρωτή καθηγητή της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ κ.Πάνο Τσολάκη, του οποίου πρόσφατα κυκλοφόρησαν δύο σημαντικές μελέτες: «Τα οθωμανικά διοικητήρια στον ελλαδικό χώρο 1850-1912» και «Η αρχιτεκτονική της Παλιάς Καστοριάς». Ο κ. Τσολάκης έχει στέρεη αντίληψη της τοπικότητας και συλλαμβάνει  εύστοχα την ιστορική διάσταση, η οποία αποτελεί το πλαίσιο των μελετών του.
Οι πρόσφυγες της Καστοριάς προέρχονται κυρίως από την Απολλωνιάδα της Βιθυνίας, οικισμό που βρίσκεται σε νησίδα πλησίον της ακτής της ομώνυμης λίμνης. Υπάρχουν ευθείες αναλογίες και ομοιότητες των οικισμών της Απολλωνιάδας και της Καστοριάς. Ο οικισμός της Απολλωνιάδας κατοικείτο πριν το 1922 κυρίως από Έλληνες, οι οποίοι είχαν ως κύριο επάγγελμα τη σηροτροφία, αλλά και πολλούς απασχολούσε η αλιεία. Αυτός είναι και ο λόγος που τους έκανε να συγκεντρωθούν στην Καστοριά, όπου εξάσκησαν το επάγγελμα των ναυτικών προγόνων τους. Η Απολλωνιάδα, παρά το ότι βρίσκεται σε μεσόγεια περιοχή κοντά στη Προύσσα και στο όρος Όλυμπος, διέθετε 200 με 300 πλοιάρια και ήταν συνδεδεμένη με τη θάλασσα της Προποντίδας, αυτή τη «θάλασσα της Ρωμηοσύνης» μέσω του πλωτού ποταμού Ρυνδάκου. Συνιστούσαν έτσι με τα πλεούμενά τους τις αρτηρίες ενός κόσμου που έφτανε μέχρι τον Εύξεινο και το Αιγαίο και είχε σαν άξονα την Προποντίδα, τον Ελλήσποντο και τον Βόσπορο.
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων στα τέλη του 1924, έφθασαν στην Καστοριά 43 οικογένειες ψαράδων από την Απολλωνιάδα. Μαζί τους μετέφεραν πάνω σε κάρρο μια βάρκα τους, μια κουτούκα με ιστίο, όπως την περιέγραψε σε ξυλογραφία του ο Φώτης Κόντογλου. Με την εργατικότητα και την πείρα τους οι πρόσφυγες ψαράδες κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τον πλούτο της λίμνης της Καστοριάς και να ορθοποδήσουν οικονομικά. Μάλιστα, εκτός από την αλιεία, ήταν σε θέση σε λίγα χρόνια να ναυπηγήσουν τα παραδοσιακά σκάφη της λίμνης της Καστοριάς, (καράβια και μανόξυλα) σαν ανάμνηση των καϊκιών (ντουμπάζια) που οι ίδιοι και οι πρόγονοί τους ναυπηγούσαν για τη λίμνη Απολλωνιάδα.
Οι Απολλωνιαδίτες εγκαταστάθηκαν αρχικά σε ανταλλάξιμα μουσουλμανικά σπίτια της Καστοριάς, τα οποία με την ανταλλαγή των πληθυσμών που συμφωνήθηκε στις 30.1.1923 στη Λωζάνη εγκαταλείφθηκαν από τους αποχωρούντες μουσουλμάνους ιδιοκτήτες τους. Η πόλη της Καστοριάς είχε πριν το 1923 λιγότερους από 2.000 μουσουλμάνους κατοίκους.
Είναι εμφανές ότι η αποκατάσταση των προσφύγων στην Καστοριά δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «αστική», όπως βέβαια συμβαίνει ανάλογα σε πολλές μικρές πόλεις. Πρόκειται για «αστική» αποκατάσταση που διατηρεί  τα στοιχεία μιας «αγροτικής» αποκατάστασης. 
Το βιβλίο είναι πλούσια εικονογραφημένο με φωτογραφίες και σχέδια εποχής, αλλά και με σύγχρονο φωτογραφικό και εικαστικό υλικό, ώστε οι περιγραφές να αναφέρονται ευθέως στο ιστορικό υπόβαθρο. Πολύ καλές είναι οι φωτογραφίες της Καστοριάς που χρονολογούνται από τον Μεσοπόλεμο. Καλή και κατατοπιστική είναι η βιβλιογραφία, όπως χρήσιμος για την τοπική ιστορία είναι ο κατάλογος των ανταλλαξίμων ακινήτων της Καστοριάς.