Η εκδοτική δραστηριότητα, η σχετική με θέματα της τουρκικής ταυτότητας και της τουρκικής παρουσίας, βρίσκεται σήμερα σε έξαρση στην Τουρκία. Και όχι μόνο αυτό. Ποικίλες μελέτες και δραστηριότητες, μέσα σε πλαίσια μίμησης του εργαλειακού χαρακτήρα που κυριαρχεί στα αμερικανικά πανεπιστήμια, έχουν ως αντικείμενο την ιστορική αλλά και τη σημερινή Τουρκία.
Είναι ενδιαφέρον και μας αφορά άμεσα το ότι η ιστορική και γενικότερη επιστημονική έρευνα στην Τουρκία, όπως και η πιστοποίηση και η αυτογνωσία των ίδιων των Τούρκων, είναι ασύμβατα όχι μόνο με τη δική μας πιστοποίηση και αυτογνωσία, αλλά και με τα ιστορικά δεδομένα και τα συμπεράσματα της σχετικά αντικειμενικής επιστημονικής έρευνας.
Αυτό επίσης, το οποίο είναι ασύμβατο με τη δική μας ιστοριογραφία και πιστοποίηση, είναι η απόλυτη αντίληψη των Τούρκων για μηδενική βάση στην ιστορική αντίληψη για τον χώρο τον οποίο σήμερα κατέχουν. Εννοούμε την ανεδαφική αντίληψη του ότι η ιστορική πραγματικότητα στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια αρχίζει με την τουρκική κατάκτηση. Έτσι, για παράδειγμα, τα ξύλινα σπίτια της Προποντίδας, αλλά και γενικότερα οι μορφές των παραδοσιακών κατοικιών στη Μικρά Ασία θεωρούνται ως εξέλιξη του γιούρτ, της αρχαίας σκηνής των νομάδων Τούρκων, η οποία συναντάται ακόμη σήμερα στην Κεντρική Ασία. Έτσι, με μια τερατώδη ιστορική προσαρμογή αγνοείται το γεγονός ότι οι Τούρκοι και οι Τουρκομάνοι, οι οποίοι κατέκλυσαν μετά τον 11ο αιώνα τη Μικρά Ασία, βρέθηκαν σε ένα χώρο με αστική και οικιστική παράδοση πολλών αιώνων1.
Αυτά όμως είναι κοινότοπο να τα λέμε και να τα επαναλαμβάνουμε. Το παρελθόν δεν έχει στην Τουρκία αντικειμενική υπόσταση. Η μνήμη είναι επιλεκτική ή κατασκευασμένη. Το παρελθόν είναι ό,τι επιβάλλεται και ό,τι διδάσκεται και γράφεται. Οι αντιλήψεις αυτές έχουν επικυρωθεί έμπρακτα από εξέχουσες προσωπικότητες της Τουρκίας, όπως ο Κεμάλ Ατατούρκ και ο Τουργκούτ Οζάλ2.
Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την αντίληψη την οποία καλλιεργούν οι Τούρκοι σχετικά με το ιστορικό βάθος του χώρου, τον οποίο σήμερα κατέχουν, με τη γνωστή ρήση του Όργουελ: «Αυτός που ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον : αυτός που ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν».
Σήμερα, σαρώνονται και εξαφανίζονται τα ίχνη της παρουσίας των Ανατολικών Ελλήνων στους τόπους όπου κατοικούσαν μέχρι πρόσφατα. Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι μόνο με τον χρόνο, αλλά και με τη θύελλα μιας πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Τα εκατομμύρια των νεήλυδων από την Ανατολή κατακυριεύουν τούς χώρους και δημιουργούν ένα νέο δομημένο χώρο. Η Δυτική Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη, η Κωνσταντινούπολη, η Βιθυνία και ο Πόντος σαρώνονται από την ανοικοδόμηση. Μόνο η φτωχή και περιφερειακή Καππαδοκία φαίνεται να αποφεύγει προς το παρόν αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως Τρίτη Άλωση.
Ειδικότερα στην Προποντίδα, που για αιώνες ήταν «θάλασσα της Ρωμηοσύνης», αλλά και στη Θράκη, αρχαία κοιτίδα Ελληνισμού, τα ιστορικά δεδομένα παραποιούνται, αλλά και αγνοούνται με τρόπο τερατώδη.
Ο Δήμος του Τεκίρ Νταγκ στην Προποντίδα εξέδωσε πρόσφατα ένα λεύκωμα για να περιγράψει και να διαφημίσει την πόλη του, που δεν είναι άλλη από την αρχαία πόλη της Ραιδεστού, της οποίας το όνομα, όπως και τα ονόματα Βισάνθη, Ρησιστός ή Ροσιστός ή Ροδόστος ή Ροντόστο, πουθενά δεν αναφέρονται. Το λεύκωμα αρχίζει την ανάπτυξη του θέματός του από την προϊστορία. Στη σελίδα 13, μετά από κείμενο μιας σελίδας, αναφέρεται η τουρκική κατάκτηση, χωρίς να έχει γίνει λόγος για Έλληνες, ελληνικό πολιτισμό, ή Βυζάντιο. Ακολουθούν 190 σελίδες και 400 περίπου φωτογραφίες, όπου παρουσιάζονται ιστορικά και τοπογραφικά στοιχεία και προβάλλεται η πόλη. Η Ελλάδα και το Βυζάντιο παντελώς απουσιάζουν. Χωρίς να γίνεται αναφορά σε Έλληνες, ή έστω σε Ρωμηούς, εικονίζεται στη σελίδα 22 ένα παραδοσιακό σπίτι που αναφέρεται ως «σπίτι του Κωνσταντίνου». Στη σελίδα 29 εικονίζονται ρωμαϊκά νομίσματα της γειτονικής Περίνθου. Οι συγγραφείς δεν γνωρίζουν, ή θέλουν να αγνοούν, ότι το Τεκίρ Νταγκ ως αποικία των Σαμίων με το όνομα Βισάνθη και ως τόπος εγκατάστασης των Αθηναίων κληρούχων είχε κόψει ήδη νομίσματα από τον 4ο πΧ αιώνα. Στη σελίδα 40 υπάρχει μεγάλη φωτογραφία του τεμένους του Ρουστέμ Πασά, κτισμένου το 1537, χωρίς πουθενά να αναφέρεται ότι στον χώρο όπου κτίσθηκε το τέμενος υπήρχε το βυζαντινό κάστρο του Χριστού, έργο του Ιουστινιανού κατά τον 6ο μΧ αιώνα και, αργότερα, το πάλαι ποτέ πτωχοκομείο του Πανοικτίρμονος, το οποίο ίδρυσε ο Μιχαήλ Ατταλειάτης το 1077. Στις σελίδες 68 έως 74 υπάρχουν παλιές φωτογραφίες των κεντρικών συνοικιών του Τεκίρ Νταγκ με τα παλιά χαρακτηριστικά ξύλινα σπίτια της Προποντίδας, αρκετά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι πρόκειται για τις μέχρι το 1922 κεντρικές συνοικίες της πόλης της Ραιδεστού, στην οποία οι τουρκικές συνοικίες βρισκόταν στην περιφέρεια μακριά από την θάλασσα. Μόνο στη σελίδα 69 σε παλιά φωτογραφία η βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας αναφέρεται ως «προτεσταντική εκκλησία»! Η εκκλησία αυτή έχει σήμερα κατεδαφισθεί, στη θέση της υψώνεται η λέσχη των αξιωματικών της φρουράς του Τεκίρ Νταγκ. Στη σελίδα 75 παρουσιάζονται φωτογραφίες από την απελευθέρωση της Ραιδεστού τον Ιούλιο του 1920. Οι Έλληνες χαρακτηρίζονται ως Γιουνάν και εμφανίζονται ως κατακτητές, ώστε οι φωτογραφίες αυτές να ακολουθούνται από φωτογραφίες εορτασμών της απελευθέρωσης. Στη σελίδα 82 παρουσιάζεται παλιά φωτογραφία της κεντρικής παραθαλάσσιας συνοικίας της Παναγίας της Φανερωμένης, η οποία ονομάζεται μαχαλάς Ερτουγκρούλ, όνομα που φέρει σήμερα προς τιμήν του ομώνυμου τούρκου κατακτητή. Ακολουθούν φωτογραφίες με ανάλογη ιστορική αντίληψη, με την εξαίρεση μιας φωτογραφίας στη σελίδα 96, όπου γίνεται αόριστη αναφορά σε Ρωμηούς. Περιττό να σημειώσουμε ότι πουθενά δεν φαίνεται να γίνεται λόγος για το μεγάλο πλήθος των Αρμενίων που ζούσαν στην πόλη της Ραιδεστού από τον 16ο αιώνα. Όσο για τα λαμπρά εκπαιδευτικά ιδρύματα των Ρωμηών, τα νεοκλασικά πέτρινα κτήριά τους διασώζονται και χρησιμοποιούνται ακόμη ως σχολεία, όμως οι παλιές ελληνικές επιγραφές στα υπέρθυρα έχουν σβηστεί με κτυπήματα με καλέμι.
Αλλά, η οργουελλιανή μεταχείριση της ιστορίας από τους Τούρκους διανοούμενους, πολιτικούς και το τουρκικό κράτος δεν περιορίζεται στα εδάφη τα οποία κατέκτησαν οι Τούρκοι και τα οποία βάσει συνθηκών κατέχουν σήμερα, αλλά απλώνεται και στις γειτονικές χώρες, κατακτήσεις κάποτε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ελληνική Θράκη είναι βέβαια ένας χώρος όπου τρέφονται επιβουλές και καλλιεργούνται διεκδικήσεις. Έτσι, σε τεύχος του προπαγανδιστικού περιοδικού Cornucopia –που εκδίδεται στην Αγγλία– και σε άρθρο για την παρουσία των Τούρκων στη Θράκη αποκαλύπτεται η σύγχρονη τουρκική αντίληψη για την Ελληνική Θράκη. Σε πληθώρα ωραίων και μεγάλων φωτογραφιών δίδεται μία τουρκική-ισλαμική εικόνα της Ελληνικής Θράκης, όπου οι Έλληνες εμφανίζονται σχεδόν ως κατακτητές. Έτσι, φωτογραφίζεται η συνοικία της Μητροπόλεως στο κέντρο της Παλιάς Ξάνθης ως κατοικούμενη από Τούρκους, πράγμα που ποτέ δεν έγινε, αφού οι κεντρικές συνοικίες της Ξάνθης βρισκόταν πάντα υπό τον έλεγχο της ισχυρής ρωμαίικης κοινότητας. Όπως είναι γνωστό, η Ξάνθη και η Ραιδεστός διατήρησαν καθ’ όλη την Τουρκοκρατία την παρουσία των Ρωμηών στις κεντρικές τους συνοικίες και είναι αμφότερες παλιές βυζαντινές πόλεις, όπου διακρίνονται εισέτι στον πολεοδομικό τους σχεδιασμό οι βυζαντινές μυστικές αντιλήψεις για την οργάνωση και την καθαγίαση του χώρου. Ο πληρωμένος Άγγλος δημοσιογράφος ισχυρίζεται εσφαλμένα ότι η σύγχρονη Ξάνθη ιδρύθηκε από τους Τούρκους μπέηδες εμπόρους που εγκατέλειψαν την γειτονική Γενισέα μετά την καταστροφή της. Ψευδέστατος και αναιδέστατος είναι αυτός ο ισχυρισμός. Όχι μόνο η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει ότι η παρουσία των Ρωμηών στην πόλη της Ξάνθης είναι συνεχής, καθοριστική και αδιάσπαστη3, αλλά και η διατήρηση της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι η ζώσα, μόνιμη και σταθερή απόδειξη της ελληνικότητάς της.
Δεν είναι μόνο η Ελληνική Θράκη πεδίο για την κακοποίηση της τοπικής ιστορίας από τους Τούρκους. Όπως διαβάζουμε πρόσφατα στην εφημερίδα Αντιφωνητής, που εκδίδεται στην Κομοτηνή, και η Φιλιππούπολη στη Βόρεια Θράκη, κέντρο Ελληνισμού και ελληνικής παιδείας, έχει επιλεγεί ως πεδίο παραχάραξης της ιστορίας. Συνεργάτης της εφημερίδας βρέθηκε στη Φιλιππούπολη, όπου διάβασε κάποιο άρθρο σε περιοδικό που εκδίδεται στην Τουρκία. Στο άρθρο αυτό δίνεται μία εικόνα της Φιλιππούπολης ως αμιγώς τουρκικής πόλης και της αρχιτεκτονικής της ως αμιγώς τουρκικής, παρόμοιας με αυτή των τουρκικών πόλεων όπως η Προύσσα. Δεν αναφέρεται καν η παρουσία της κυρίαρχης κοινότητας των Ρωμηών, ούτε βέβαια το ότι η πόλη ιδρύθηκε από τους Μακεδόνες Έλληνες. Αγνοείται πλήρως η βουλγαρική παρουσία, αν και η Φιλιππούπολη βρίσκεται σήμερα στη βουλγαρική επικράτεια. Αναφέρονται μόνο οι τρεις λόφοι ως ανοικτό μουσείο τουρκικής αρχιτεκτονικής. Τίποτε για τα λαμπρά ελληνικά εκπαιδευτήρια, τα παρακείμενα στους λόφους της ελληνικότατης Φιλιππούπολης.
1. Αναφερόμαστε στο βιβλίο του Σπύρου Βρυώνη, Ο εκτουρκισμός της Μικράς Ασίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1998.
2. Αναφερόμαστε στο Ινστιτούτο Ιστορικών Μελετών που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ και στο βιβλίο του Τουργκούτ Οζάλ Η Τουρκία στην Ευρώπη. Βλέπε και το βιβλίο του Σπύρου Βρυώνη, Το τουρκικό κράτος και η Ιστορία, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1998.
3. Βλέπε μεταξύ άλλων το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή Φωκίωνα Κοτζαγεώργη Μικρές πόλεις της ελληνικής χερσονήσου κατά την πρώιμη νεότερη εποχή: Η περίπτωση της Ξάνθης (15ος – 17ος αι.), Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2008.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου