Οἱ ἀπαρχές τῆς πόλης
Ἡ πόλη τῆς Ξάνθης εἶναι παλαιότατη. Ἡ ἵδρυσή της ἴσως ἀνάγεται στήν κλασσική ἀρχαιότητα, ἄν καί οἱ λίγες μαρτυρίες ἀπό τίς ἀρχαῖες πηγές, –μέ σημαντικότερη αὐτή τοῦ Στράβωνα–, δέν ἔχουν ἐπιβεβαιωθεῖ ἀπό εὑρήματα. Ἀμφίβολη καί ἀμφιλεγόμενη εἶναι ἡ ταύτιση τῆς σημερινῆς πόλης μέ ἀρχαῖο οἰκισμό.
Ἡ Βυζαντινή Ξάνθεια
Ἡ βυζαντινή Ξάνθεια ἀναφέρεται στίς πηγές καί παίζει κάποιο ρόλο κατά τούς ταραγμένους χρόνους τοῦ 13ου καί 14ου αἰῶνα. Ὅ,τι ὅμως διασώζεται ἀπό τήν Ξάνθεια περιορίζεται στά ἐρείπια τοῦ κάστρου, στά θεμέλια καί σέ τμήματα τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπως στήν ἐκκλησία τῶν Ταξιαρχῶν Καβακίου καί στό καθολικό τῆς Μονῆς τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν. Στήν ὀνομαζόμενη σήμερα Παλιά Πόλη διακρίνονται τά ἴχνη ἑνός ὀχυρωμένου βυζαντινοῦ οἰκισμοῦ στά περιγράμματα τῶν ὁμάδων τῶν σπιτιῶν πού συγκροτοῦν τά ὅριά του, στούς στενούς, καί, –ἰδίως στό βόρειο τμῆμα–, στούς συχνά ἀδιεξόδους καί δαιδαλώδεις δρόμους, πού, παρά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ 19ου αἰώνα, φαίνεται νά διατηροῦν ἀναλλοίωτη τήν παλιά χάραξή τους.
Αὐτό πού ὅμως συνδέει τή σημερινή Ξάνθη μέ τή βυζαντινή Ξάνθεια εἶναι ἡ μορφή τοῦ πολεοδομικοῦ ἱστοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ διάταξη μᾶλλον διατηρεῖται σήμερα, παρά τίς ἀλλεπάλληλες ἀνοικοδομήσεις. Ἀλλά καί ἡ διάταξη τῶν μονῶν πέριξ τοῦ οἰκισμοῦ ἀνάγεται στήν ἵδρυσή τους κατά τή μεσοβυζαντινή ἐποχή καί ἀποτελεῖ τυπική περίπτωση καθαγίασης τοῦ χώρου.
Ὅποιος βρίσκεται μέσα στήν πόλη τῆς Ξάνθης, ἤ ὅποιος κατευθύνεται πρός τήν Ξάνθη ἀπό τήν πεδιάδα, βλέπει πάντα στόν ὁρίζοντα, πού γεμίζουν τά ὑψώματα, κάποια, ἤ ὅλα, ἀπό τά τρία μοναστήρια της. Ἡ θέα τῶν μοναστηριῶν συμπληρώνει τή γοητευτική εἰκόνα τῆς Παλιᾶς Πόλης καί στεφανώνει τά γύρω ὑψώματα, τά ὁποῖα χωρίς τά μοναστήρια θά φαινόταν σκοτεινά, ἄξενα καί ἀπειλητικά. Σήμερα, μέ τήν ἀνέγερση σύγχρονων πολυώροφων οἰκοδομῶν, τά μοναστήρια τῆς Ξάνθης δέν εἶναι πιά ἀμέσως ὁρατά, ὅπως ἦταν μόλις πρίν λίγες δεκαετίες. Ὡστόσο, ἡ παρουσία τῶν μοναστηριῶν στό περίγραμμα τῆς πόλης συνεχίζει καί σήμερα νά ἐντυπωσιάζει. Τόσο, πού ὁ εὐαίσθητος ἐπισκέπτης ἔχει τή βεβαιότητα πώς περιβάλλεται ἀπό ἱερή προστασία, ἐνῶ ὁ κάτοικος τῆς πόλης ἀσυναίσθητα ἀντιλαμβάνεται τήν παρουσία τῶν μοναστηριῶν ὡς πηγή οἰκείωσης καί σιγουριᾶς.
Τά μοναστήρια τῆς Ξάνθης δίνουν στήν πόλη μία χριστιανική ταυτότητα καί ὄχι μόνο τήν πλουτίζουν μέ γραφικότητα καί χαρακτῆρα, ἀλλά μεταφέρουν καί παλαιότατες σημασίες. Βαθύ μυστήριο καλύπτει τή βυζαντινή Ξάνθεια καί τά ἴχνη της, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἐλάχιστα. Μᾶς εἶναι ἄγνωστη ἡ ἱστορία τῶν μοναστηριῶν τῆς σημερινῆς Ξάνθης, τά ὁποῖα κτίζονται καί ξανακτίζονται στίς ἴδιες βάσεις μετά ἀπό καταστροφές καί θεομηνίες. Ὡστόσο, θεωρεῖται βέβαιη τήν ἵδρυση τῶν τριῶν μοναστηριῶν κατά τούς βυζαντινούς χρόνους.
Ὁλόκληρη ἡ εὐρεία περιφέρεια τῆς πόλης καθαγιάζεται σύμφωνα μέ τή βυζαντινή παράδοση, μέ τήν παρουσία τῶν μοναστηριῶν πού ὁρίζουν νοερό Σταυρό. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πόλη καί ἡ ἄμεση περιφέρεια της προστατεύονται ἀπό τόν Σταυρό. Ὁ Σταυρός ὁρίζεται νοερά σέ σχέση μέ παρατηρητή εὑρισκόμενο μέσα στήν πόλη γιά τόν ὁποῖο κάθε μοναστήρι βρίσκεται σέ ἕνα ἀπό τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Σύμφωνα μέ τίς δημώδεις ἐκφράσεις ἡ πόλη εἶναι "σταυρωμένη" καί τά μοναστήρια της εἶναι "σταυρᾶτα". Τό "σταύρωμα" σημαίνει τήν καθαγίαση ἀπό τόν Σταυρό, ἐνῶ τά "σταυρᾶτα" εἶναι τά κτίσματα καί τά σημεῖα πού φέρουν τόν Σταυρό. Πράγματι, σύμφωνα μέ προφορική λαϊκή παράδοση ἡ πόλη περικλείεται σέ νοερό Σταυρό, τά ἄκρα τοῦ ὁποίου ὁρίζονται ἀπό τά τρία μοναστήρια της καί τό μικρό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου στή Βιστονίδα λίμνη. Ἡ δημώδης αὐτή παράδοση συναντᾶται ἐπίμονα ἀκόμη καί στίς μέρες μας.
Τουρκοκρατία
Μέ τήν ἐμφάνιση τῶν Τούρκων καί τήν κατάληψη τῆς πόλης περί τό 1373, πλήθη Γιουρούκων καί Κονιάρηδων Τουρκομάνων, πού πλαισιώνονται καί συνοδεύονται ἀπό Ἀχῆδες καί Μπεχτασῆδες, ἐγκαθίστανται στήν εὔφορη πεδιάδα τῆς Ξάνθης, ἡ ὁποία, ἐκτός ἀπό τήν ἀκτή, σχεδόν ἐκτουρκίζεται. Τόν ἐκτουρκισμό τῆς πεδιάδας ἀκολούθησε ὁ ἐξισλαμισμός τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς τόν 17ο αἰῶνα. Οἱ νεοφερμένοι Ὀθωμανοί Τοῦρκοι δημιουργοῦν ἕνα νέο διοικητικό καί θρησκευτικό κέντρο μέσα στήν εὔφορη πεδιάδα: τή Γενισέα Καρά Σοῦ. Ὡστόσο, γιά λόγους πού δέν ἔχουν ἀκόμη διευκρινισθεῖ, ἡ Ξάνθη δέν παρακμάζει, ὅπως τό γειτονικό Περιθεώριο καί παραμένει μόνιμα στά χέρια τῶν Ρωμηῶν καί πιθανόν νά παίζει κάποιο ἐμπορικό ρόλο βασισμένη στήν πλούσια περιφέρειά της, ἐνῶ ἡ Γενισέα γίνεται τό διοικητικό, θρησκευτικό καί οἰκονομικό κέντρο τῆς περιοχῆς. Μποροῦμε, λοιπόν, νά μιλήσουμε γιά τό ἰδιότυπο δίπολο Ξάνθης καί Γενισέας.
Στήν ἴδια τήν πόλη οἱ νεοφερμένοι μουσουλμάνοι κατακτητές ἐγκαθίστανται περιφερειακά, ἐνῶ ὁ ἀριθμός τους παραμένει μικρός, τουλάχιστον μέχρι τά τέλη τοῦ 17ου αἰώνα, γιά νά φτάσει νά ἀποτελεῖ τό μισό τοῦ πληθυσμοῦ στό τέλος τοῦ 19ου αἰώνα.
ἩΠαλιά Πόλη τῆς Ξάνθης
Ὁ οἰκισμός πού σήμερα χαρακτηρίζουμε ὡς Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης εἶναι κτισμένος μετά τό 1829˙ χρονιά κατά τήν ὁποία μεγάλοι σεισμοί, πού τούς ἀκολούθησε πυρκαγιά, φαίνεται ὅτι κατέστρεψαν ὁλοσχερῶς τόν προηγούμενο οἰκισμό. Ἡ Παλιά Πόλη, –ὅπως καί ὁ προηγούμενος τοῦ 1829 οἰκισμός–, εἶναι κτισμένη στή θέση τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας. Ὁ σεισμός σχεδόν ἀπάλειψε τά ἴχνη τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας. Ἡ πόλη ὀφείλει τήν ἀνοικοδόμησή της καί τήν ἀκμή της, κατά τό τελευταῖο τρίτο τοῦ 19ου αἰώνα, στόν πλοῦτο πού προσπορίζει ἡ καλλιέργεια, ἡ κατεργασία καί τό ἐμπόριο τοῦ καπνοῦ, ἀλλά καί στήν προνομιακή της θέση πάνω σέ σημαντικούς ἐμπορικούς δρόμους. Ἡ θέση αὐτή βρίσκεται στή φυσική ἀπόληξη τῶν ὀρεινῶν δρόμων ἀπό τή Ροδόπη πρός τή θάλασσα καί ἐποπτεύει τή νότια τῆς Ροδόπης εὔφορη πεδιάδα, πηγή πλούσιας παραγωγῆς, πού στηρίζει, ἐκτός ἀπό τήν πόλη, καί πλῆθος χωριῶν. Ἡ σπουδαιότητα τῆς θέσης τῆς Ξάνθης ἐνισχύεται ἀπό τή διέλευση τῆς Ἐγνατίας Ὁδοῦ. Ἡ ὕπαρξη ἀριθμοῦ φρουρίων στήν ἄμεση περιφέρεια τῆς πόλης εἶναι χαρακτηριστική. Ὑπάρχουν γύρω ἀπό τήν πόλη τά ἐρείπια τεσσάρων τουλάχιστον φρουρίων, πού τά τρία ἀπό αὐτά χρονολογοῦνται μᾶλλον στήν ἀρχαιότητα. Μετά τό 1870 ἡ Γενισέα παρακμάζει καί ἡ Ξάνθη ἀναδεικνύεται πλέον καί σέ διοικητικό κέντρο, ἀφοῦ ἡ ὀθωμανική διοίκηση μεταφέρεται ἀπό τή Γενισέα στήν Ξάνθη. Ἕνα κοινωνικοθρησκευτικό κέντρο (κουλλιγιέ) ἀνεγείρεται ἀπό τήν ὀθωμανική διοίκηση στίς παρυφές τῆς τότε πόλης σύμφωνα μέ τήν πολεοδομική πρακτική τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων.
Κτίτορες τῆς Παλιᾶς Πόλης τῆς Ξάνθης εἶναι ἡ τοπική Ἐκκλησία καί ἡ ρωμαίικη Κοινότητα. Ἡ Κοινότητα διοικεῖται ἀπό τή Δημογεροντία πού εἶχε ἐφαρμόσει, ὅπως σέ ὅλη τήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή, μιά ἐπιτυχῆ μορφή αὐτοδιοίκησης. Κεφαλή τῆς ἐκλεγμένης Δημογεροντίας, εἶναι ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος καί προεδρεύει, ἀλλά καί εἶναι ὑπόλογος ἀπέναντι στήν ὀθωμανική διοίκηση. Ἡ ἀνοικοδόμηση ἀρχίζει μέ τή δεκαετία τοῦ 1830, ἀμέσως μετά τήν καταστροφή ἀπό τούς σεισμούς, καί συνεχίζεται ἀδιάλειπτα μέχρι τούς Βαλκανικούς Πολέμους. Ἡ πόλη ἀνοικοδομεῖται μέ πυρήνα τά θεμέλια τῶν ἐκκλησιῶν, πού μᾶλλον ὑπῆρχαν ἀπό τήν ἐποχή τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας, καί μέ γνώμονα τίς νεοελληνικές κοινοτικές ἀντιλήψεις. Ὑπάρχει πλήρης ἐθνοθρησκευτικός διαχωρισμός στήν πόλη καί οἱ χριστιανικές συνοικίες οἰκοδομοῦνται πέριξ τῶν ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν καί τούς πόλους τοῦ οἰκιστικοῦ ἱστοῦ. Οἱ συνοικίες παραμένουν στά ὅρια πού ἔχουν καθιερωθεῖ ἐπί αἰῶνες. Τήν προσπάθεια ἀνοικοδόμησης ἐμψυχώνει ὁ Μητροπολίτης Εὐγένιος καί χρηματοδοτεῖ ἡ ρωμαίικη κοινότητα, βασισμένη στήν οἰκονομική ἰσχύ πού τῆς παρέχει ἡ καλλιέργεια καί ἡ ἐμπορία τοῦ καπνοῦ. Τό ἐμπόριο τοῦ καπνοῦ, πού ἔλεγχαν οἱ Τοῦρκοι μπέηδες, περνάει στήν ἀρχή τοῦ 19ου αἰώνα στά χέρια τῶν Ἑλλήνων ἐμπόρων.
Ἡ ἀνοικοδόμηση λαμβάνει χώρα σέ μία ἐποχή ἀναγέννησης τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ καί μεγάλης ἀκμῆς του γενικότερα καί στή Θράκη εἰδικότερα. Ἀλλά καί οἱ πολιτικές συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἐπιτρέπουν στή ρωμαίικη κοινότητα νά δραστηριοποιηθεῖ, νά χρησιμοποιήσει τήν οἰκονομική καί κοινωνική της δύναμη καί νά δράσει συλλογικά. Πρόκειται γιά μία ἐποχή κατά τήν ὁποία ἡ ἀνάγκη ἐκσυγχρονισμοῦ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας συμπίπτει μέ τίς κοινωνικές καί οἰκονομικές ἐπιδιώξεις τῶν ρωμαίικων πληθυσμῶν. Ὁ ἐκσυγχρονισμός τῆς Αὐτοκρατορίας προϋποθέτει διαδικασίες ἐκδυτικισμοῦ τίς ὁποῖες υἱοθετοῦν μέ ἐπιτυχία οἱ ἑλληνικές κοινότητες, πρᾶγμα πού τούς δίνει οἰκονομικά καί κοινωνικά πλεονεκτήματα.
Ἡ ἀκμή τῆς πόλης κατά τόν 19ο αἰῶνα ὀφείλεται καί συμπίπτει λοιπόν μέ τήν ἀποκορύφωση τῆς ἀναγέννησης τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ μετά τόν 18ο αἰῶνα, ὅταν οἱ ρωμαίικες κοινότητες ἀνέρχονται καί γίνονται σημαντικό τμῆμα τῆς νεοπαγοῦς ἀστικῆς τάξης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Δημιουργεῖται τότε μία κατάσταση ὅπου, παρά τήν πολιτική ὑποταγή τους, οἱ ρωμαίικες κοινότητες ἀπολαμβάνουν σχετικές ἐλευθερίες καί ἀποκτοῦν σημαντικά πλεονεκτήματα καί οἰκονομική δύναμη.
Ἡ πόλη ἀνοικοδομεῖται ἀπό μετακινούμενες ἐποχικά ὁμάδες Ἠπειρωτῶν, Μακεδόνων καί Θρακῶν οἰκοδόμων ὡς ἕνα ἀρχιτεκτονικό ὑβρίδιο τῆς λαϊκῆς μακεδονικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, τῆς "ἀρχοντικῆς" ἀρχιτεκτονικῆς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου καί τῆς ἐκλεκτικιστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ἡ ὁποία μεταφέρεται ἐκεῖ ἀπό τά μεγάλα ἀστικά κέντρα τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης καί τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ Ξάνθη ἀνήκει στόν χῶρο τόν ὁποῖο χαρακτηρίζουμε ὡς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή, δηλαδή στήν περιοχή αὐτή τῆς Ἐγγύς Ἀνατολῆς πού κατοικεῖται καί ἀπό ἑλληνικούς πληθυσμούς, καί πού ἀποτελεῖ κατά παράδοση χῶρο τῆς ἐξάπλωσης τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι διαμορφώνουν καί καθορίζουν, ὥς ἕνα βαθμό, τόν χαρακτῆρα του. Ὁ χῶρος αὐτός ταυτίζεται συμβατικά μέ τόν χῶρο τῆς οἰκουμενικῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας κατά τήν ὕστερη φάση της. Ὁ χῶρος αὐτός εἶναι χῶρος γεωγραφικός, ἱστορικός καί πολιτισμικός.
Κατά τό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰώνα ἡ πόλη ἐπεκτείνεται ραγδαία ἔξω ἀπό τά ὅρια πού ἴσχυαν γιά μακραίωνο χρονικό διάστημα. Νέες συνοικίες δημιουργοῦνται πρός Νότο καί μία εὐρεία βιομηχανική καί βιοτεχνική περιοχή ἀνεγείρεται στίς παρυφές τῆς πεδιάδας. Ἡ βιομηχανική περιοχή περιλαμβάνει ἀποκλειστικά κτήρια κατεργασίας τοῦ καπνοῦ καί εἶναι σαφῶς διαχωρισμένη ἀπό τίς περιοχές κατοικίας. Ἡ πόλη γίνεται ἕνα οἰκονομικό, ἐμπορικό, βιοτεχνικό καί βιομηχανικό κέντρο.
Σημαντικό χαρακτηριστικό τῆς ἀνθρωπολογίας τῆς πόλης εἶναι ἡ πολυμορφία καί ἡ κινητικότητα τῶν πληθυσμῶν της. Στήν Ξάνθη ἐγκαθίστανται κατά περιόδους πληθυσμοί ἀπό τή Βόρεια Θράκη, τή Χαλκιδική, τήν Ἤπειρο καί τή Μακεδονία, ὅπως καί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες ἀπό τά Βαλκάνια κατά τόν Ρωσοτουρκικό Πόλεμο τό 1877–1878. Ἀργότερα ἐγκαθίστανται στήν πόλη Κρητικοί καί μετά τό 1922 ἐγκαθίστανται μαζικά πρόσφυγες τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τοῦ Πόντου καί, τέλος, πληθυσμοί ποντιακῆς καταγωγῆς ἀπό τήν πρώην Σοβιετική Ἕνωση, τελευταῖοι αὐτοί φυγᾶδες τῆς πάλαι ποτέ ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς. Οἱ πρόσφυγες τοῦ 1922 ὑπερδιπλασιάζουν τόν πληθυσμό τῆς πόλης. Ἡ Ξάνθη εἶναι ἕνα ἀπό τά καταφύγια τῶν προσφύγων τῆς πάλαι ποτέ ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς. Σήμερα ἡ περιφέρεια τῆς Ξάνθης κατοικεῖται ἀπό πολυμορφία ἐθνοτικῶν ὁμάδων. Βόρεια κατοικοῦν οἱ ὀρεσίβιοι Πομάκοι καί νότια στήν πεδιάδα ἀναμειγνύονται τουρκογενεῖς μουσουλμάνοι μέ Ρωμηούς, γηγενεῖς ἤ πρόσφυγες τῆς ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς.
Ἡ πολυμορφία τῶν ἐθνοτικῶν ὁμάδων ἀντανακλᾶται καί στήν πόλη τῆς Ξάνθης, ὅπου πρέπει νά σημειωθεῖ ἡ ἐπιτυχής συμβίωση τουρκογενῶν πληθυσμῶν καί, ἀργότερα, μουσουλμάνων Τσιγγάνων καί μουσουλμάνων Πομάκων τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς μέ τούς χριστιανικούς πληθυσμούς. Αὐτό γίνεται στά πλαίσια τοῦ Νέου Ἑλληνικοῦ κράτους καί ἀντιπροσωπεύει ἕνα ἐπίτευγμα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, τό ὁποῖο, ὅμως, παραμένει ἄγνωστο καί δέν προβάλλεται.
Σήμερα τό τμῆμα τῆς πόλης τοῦ 19ου αἰώνα, πού ὁρίζεται στά ὅρια περίπου τῆς βυζαντινῆς Ξάνθειας, διατηρεῖται σέ μεγάλο βαθμό ἄθικτο καί ἀποτελεῖ τό καλύτερα σωζόμενο στόν ἑλλαδικό χῶρο δομημένο δεῖγμα τῆς κοινοτικῆς ὀργάνωσης τῶν Ἑλλήνων τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Ἡ διάσωση τῆς Παλιᾶς Πόλης τῆς Ξάνθης ὀφείλεται στή συγκυρία τῆς οἰκονομικῆς παρακμῆς τῆς πόλης κατά τήν ἐποχή τῆς ἀνεξέλεγκτης ἀνοικοδόμησης τῶν ἑλληνικῶν πόλεων τίς δεκαετίες τοῦ 1950 καί τοῦ 1960.
Ἡ Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης δημιούργημα τοῦ νεοελληνικοῦ κοινοτισμοῦ καί τοῦ ἐμπορίου τοῦ καπνοῦ
Ἡ Παλιά Ξάνθη εἶναι καί ἕνα πλῆρες δομημένο παράδειγμα τῆς κοινοτικῆς ὀργάνωσης τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ μετά τήν ἀναγέννησή του. Ἕνα δομημένο παράδειγμα κοινοτικῆς ὀργάνωσης μοναδικό στόν ἑλλαδικό χῶρο, ἀφοῦ βέβαια ἔξω ἀπό τά ἑλληνικά σύνορα ὑπάρχει ἡ Κωνσταντινούπολη καί ὅ,τι ἀπομένει ἀπό τά ἀστικά περιβάλλοντα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς.
Ἡ πόλη ἀνήκει στόν χῶρο τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό ἐπίτευγμα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή εἶναι ἡ δική μας Ἀνατολή, αὐτή πού κατοικεῖται καί ἀπό ἑλληνικούς πληθυσμούς, τῶν ὁποίων ἡ παρουσία εἶναι σέ πολλές περιοχές καθοριστική.
Ὁ θεσμός τῶν κοινοτήτων, πού ξεκινᾶ ἀπό τούς μεσοβυζαντινούς χρόνους, ἀποτελεῖ κατά τήν Τουρκοκρατία ἕνα σπουδαῖο ἐπίτευγμα πού παραμένει σχετικά ἄγνωστο. Οἱ μακραίωνες πολιτικές παραδόσεις τῶν Ἑλλήνων συναντοῦν μέσα στίς κοινότητες τήν ἐκκλησιαστική εὐχαριστιακή σύναξη. Δημιουργεῖται ἕνα πολιτικό σύστημα πού συνιστᾶ ἕνα ἐπιτυχές καί λαμπρό φαινόμενο ἄμεσης συμμετοχῆς αὐτοδιοίκησης, κοινωνικῆς δημοκρατίας, συλλογικότητας ἀλληλεγγύης, φιλανθρωπίας, ἐπαγγελματικῆς συντεχνιακῆς ὀργάνωσης καί συνείδησης τῆς ἀξίας τῆς Παιδείας. Ἐπιτυγχάνεται ἔτσι ἕνα πλαίσιο ἀνάδειξης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, κοινωνικῆς δικαιοσύνης, καί διασφαλίζεται ὁ σεβασμός πρός τό φυσικό περιβάλλον.
Ἡ προσπάθεια γιά ἐκσυγχρονισμό τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας κατά τόν 19ο αἰῶνα εὐνοεῖ τούς Ρωμηούς. Οἱ ρωμαίικες κοινότητες κατορθώνουν νά ἐπωφεληθοῦν ἀπό τίς σχετικές ἐλευθερίες πού τούς ἐπιτρέπουν οἱ ὀθωμανικές μεταρρυθμίσεις. Οἱ κοινότητες ἐπιτυγχάνουν οὐσιαστικά νά αὐτοδιοικοῦνται, ἐνῶ ἐκμεταλλεύονται τήν οἰκονομική ἐλευθερία πού ἐπιτρέπουν οἱ μεταρρυθμίσεις. Οἱ κοινότητες αὐτοδιοικοῦνται ἀπό ἐκλεγμένη ἐπιτροπή, τή Δημογεροντία, ἡ ὁποία ἐκλέγεται μετά ἀπό ψηφοφορία τῆς γενικῆς συνέλευσης τῶν πολιτῶν, πού εἶναι ἄρρενες καί διαθέτουν κάποια οἰκονομική εὐχέρεια. Ἡ ἐκλογή γίνεται στίς ἐνορίες καί τῆς Δημογεροντίας προεδρεύει ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὑπόλογος πρός τήν τουρκική διοίκηση. Μέ τυπικό τρόπο στήν Ξάνθη ἡ Δημογεροντία διαχειρίζεται τήν κοινοτική περιουσία, τίς δωρεές καί τά ἔσοδα τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν μοναστηριῶν, ὥστε νά φροντίζει τά σχολεῖα καί τά κοινωφελῆ ἱδρύματα. Ἡ Δημογεροντία κανονίζει μέ ψηφοφορία προβλήματα καί διαφωνίες και ἐπιβάλλει σωφρονιστικές ποινές. Στήν πραγματικότητα ἡ Δημογεροντία διοικεῖ, διαχειρίζεται καί τιμωρεῖ.
Ἡ σύγχρονη πόλη τῆς Ξάνθης
Ἡ σύγχρονη πόλη, ἀποτελεῖ ἀνοικοδόμηση τῶν περιοχῶν πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τά ὅρια πού περίπου καθόριζαν τή βυζαντινή Ξάνθεια καί λαμβάνει τή μορφή της σέ τρεῖς φάσεις: ἀρχικά στά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, στή συνέχεια μετά τήν ἔλευση τῶν προσφύγων τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς καί, τέλος, μετά τό 1960. Ἡ σύγχρονη πόλη εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐντατικῆς ἀνοικοδόμησης, πού χαρακτηρίζει τίς ἑλληνικές πόλεις μετά τή δεκαετία τοῦ 1950, καί εἶναι δομημένη μέ βάση τίς ἀντιλήψεις καί τά ἀρχιτεκτονικά καί αἰσθητικά πρότυπα τά ὁποῖα ἐπικρατοῦν σήμερα στόν ἑλλαδικό χῶρο. Πρότυπα, τά ὁποῖα χαρακτηρίζονται ἀπό ἄκρατη ἐμπορευματοποίηση τοῦ χώρου καί ὑποταγή τῶν κριτηρίων στή λειτουργικότητα τῆς ἀνάγκης.
Μέ τήν ἀνακήρυξη τῆς Παλιᾶς Πόλης ὡς διατηρητέας, τό 1976, δημιουργεῖται ἕνας διφυής χαρακτῆρας στήν πόλη μέ τή συνύπαρξη παλιοῦ καί καινούργιου. Θά πρέπει, βέβαια, νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι αὐτό πού χαρακτηρίζουμε ὡς "παλιό" εἶναι ἡ ἱστορική πραγματικότητα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς κατά τόν 19ο αἰῶνα, μιά ἐποχή σχετικά πρόσφατη, ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψη τό ἱστορικό βάθος τῆς πατρίδας μας.
Ἔτσι σήμερα, ἡ Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης εἶναι γεμάτη ἀπό λαϊκότροπες βαλκανικές κατοικίες, μαγαζιά, τυπικές ρωμαίικες ἐκκλησίες τῆς τελευταίας ὀθωμανικῆς περιόδου, κονάκια κατά τήν παράδοση τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας καί τῆς Ἠπείρου, ἀλλά καί δυτικότροπα ἐκλεκτικιστικά μέγαρα πού κτίσθηκαν γιά νά ἐντυπωσιάσουν. Ἐπιβιώνει ἐκεῖ τό δομημένο περιβάλλον τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, γεμάτο μέ αὐθεντική ρωμαίικη χαρμολύπη, ὅπου ὅμως παραδόξως συμβιώνει καί ἡ κεντροευρωπαϊκή μπέλ ἐπόκ, ἐνῶ οἱ γύρω αὐθεντικοί μιναρέδες στεφανώνονται ἀπό βυζαντινά μοναστήρια.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου