Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντινούπολη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντινούπολη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ξύλινα σπίτια.











 Ξύλινα σπίτια βρίσκονται κυρίως στήν Κωνσταντινούπολη, ὁλόκληρο τόν Βόσπορο καί ὁλόκληρη τήν Προποντίδα. Ὑπάρχουν πολλά ἀπό αὐτά, πού λιγοστεύουν ὅμως μέ γοργό ρυθμό. Στά Πριγκη­πόν­νη­σα, σώζονται πολλά μεγαλοαστικά ξύλινα σπίτια μέ περίτεχνες σανι­δω­τές ξυλεπενδύσεις καί ξύλινα ψευδοκοσμήματα σάν κεντήματα (τά βυζαντινά "κοσμήδια"). Τά σπίτια τῶν Πριγκηποννή­σων ἔχουν χαρα­κτήρα ρομαντικό καί φραγκολεβαντίνικο. Ὑπάρχουν ξύλινα παρό­μοια σπίτια μέχρι τόν Πόντο, τήν Προῦσα καί τή Λέσβο στό Ἀνατολι­κό Αἰγαῖο. Σώζονται παντοῦ στή Θράκη, δηλαδή στήν Κωνσταντινου­πο­λί­τικη ἐνδοχώρα καί κυρίως στήν Ἀδριανούπολη, τήν ἐξαιρετική αὐτή βασιλική πόλη. στήν Ἀλεξανδρούπολη κατεδαφί­στηκε ἕνα καλό δεῖγμα, πρίν ἀπό χρόνια. μέχρι στήν Καβάλα, ὑπῆρχαν λίγα, σέ πιστή μίμηση τῆς Κωνσταντινουπολίτικης μορφῆς τους. Γιατί ἡ Κωνσταντι­νού­πολη ἦταν ἡ παλιά καί μόνιμη μητρόπολη τῶν ἀστῶν τῆς αὐτοκρα­τορίας καί ἐκεῖ βρισκόταν ἡ ἀρχή τῆς κάθε ἔμπνευσης καί τό πρότυπο κάθε μίμησης.
      Προφανῶς, ὑπῆρχαν τέτοια ξύλινα σπίτια σέ περιοχές κοντά στά δάση. Ἡ γεωγραφική τους κατανομή προσεγγίζει τό νότιο ὅριο τῶν πλα­τύφυλλων δασῶν καί τῆς ὀξυᾶς στά Βαλκάνια καί τή Μικρά Ἀσία. Ἡ κατασκευή τους γινόταν μέ ξύλινο σκελετό πού συμπληρωνόταν ἐνδιά­μεσα μέ  κονίαμα καί πλίνθους ἤ πέτρες. ἐπένδυση ἔξω ἦταν σανι­δω­τή ξύλινη, στό ἐσωτερικό σοβᾶς. Ὅλα ἔχουν τετράριχτη στέγη μέ βυζαντινά κεραμίδια. Οἱ ὁριζόντιες καί κατακόρυφες γραμμές χαρα­κτή­ριζαν τούς ὄγκους τους. Κατά τόν 18° αἰῶνα τά ξύλινα σπίτια ἀπο­κτοῦν περίτεχνες σιδεριές, πού προστατεύουν συνήθως τά παρά­θυρα τοῦ ἰσογείου καί τοῦ ὑπογείου. Οἱ σιδεριές, μέ τίς εὐθεῖες γραμ­μές καί τίς καμπύλες ἀπολήξεις καί διακοσμήσεις, συνδυάζονται θαυ­μάσια μέ τήν αἰσθητική καί τά γκρίζα χρώματα τῆς ξύλινης κατα­σκευῆς. Οἱ εἴσοδοι τῶν ξύλινων σπιτιῶν ἔχουν ἄμεση πρόσβαση στό δρόμο. Στούς χριστιανικούς μαχαλάδες, ἡ ἐσωστρέφεια τῶν σπιτιῶν μοιάζει νά ἀμφισβητεῖται ἀπό τήν ἐγγύτητα τῶν σαχνισιῶν στό δρόμο καί τήν ἀμεσότητα τῆς εἰσόδου. Ὑπάρχει τεράστια ποικιλία στίς μορφές τῶν εἰσόδων : τοξωτές, νεοκλασικές, λεβαντίνικες, μέ εἰσέ­χον προστῶο ἤ ἐξέχον πρόστυλο, μέ ἀμφίπλευρη ἤ μονόπλευρη, εὐθεία ἤ καμπύλη σκάλα σέ ἐσοχή ἤ μή καί πολλές ἄλλες.
      Τά γκρίζα ἕως πολύ σκούρα χρώματα τῶν γυμνῶν ξύλων αὐτῶν τῶν σπιτιῶν, δίνουν στούς μαχαλάδες μία ὁμοιόμορφη ἐντύπωση πα­λαι­ότητας καί ρομαντικῆς αἴσθησης. Ἡ παρουσία κήπων ἤ δέν­δρων συμπληρώνει τήν αἰσθητική ἐντύπωση. Τά ξύλινα σπίτια ἀθροί­ζονται σέ μία ἑνιαία ἀρχιτεκτονική μέ σαφῆ αἰσθητικό χαρακτήρα, παρ' ὅλη τήν ἐθνική, θρησκευτική καί κοινωνική ἑτερότητα τῶν μαχα­λάδων καί τῶν πληθυσμῶν.
      Πολλά ξύλινα σπίτια ἔχουν ἕνα ὄροφο, συνηθέστερα ὅμως δύο, δηλαδή ἰσόγειο καί ἀνώγειο στή μορφή τοῦ βυζαντινοῦ δίπατου. Ἄλλωστε, διάταγμα τοῦ 1559 περιόριζε τό ὕψος τῶν κτηρίων σέ δύο ὀρόφους (ἰσόγειο καί ὄροφο). Τόν 18° αἰῶνα, ἄρχισαν νά κτίζονται καί ξύλινα σπίτια μέ τρίτο ἐπίπεδο (τρίπατο), ἄν καί γιά μεγάλο διά­στη­μα, ἀπαγορεύονταν στούς χριστιανούς ἡ οἰκοδόμηση σπιτιῶν μέ δεύτερο ὄροφο. Πολύ συνηθισμένα εἶναι τά σπίτια μέ πέτρινη ὑποδο­μή στό κα­τώι καί δύο ξύλινους ὀρόφους (ἰσόγειο καί ἀνώγειο). Ἀπα­ραί­τητα στοιχεῖα τῶν ξύλινων σπιτιῶν εἶναι τά σαχνισιά (προεξοχή στόν ὄρο­φο, κλειστός ἐξώστης), κατά προτίμηση σέ ἀνατολική θέση καί στό δρόμο, καί λιγότερο τό ἰσόγειο χαγιάτι ὡς ἐξώστης, πρόδρομος τῆς κα­τοικίας. Ὑπάρχουν ξύλινα σπίτια γιά κάθε κοινωνική τάξη, ἀπό τά ἐκ­λεπτυ­σμένα καί ἀριστοκρατικά "γιαλί" τοῦ Βοσπόρου μέχρι τά λαϊκά ἡμιαστικά σπίτια τῶν χωριῶν καί τῶν κωμοπόλεων τῆς Θράκης.
      Τά ξύλινα σπίτια δύσκολα δίνουν τήν αἴσθηση τῆς ἐσωστρέφειας τῆς μουσουλμανικῆς κατοικίας, ἀλλά δίνουν, κυρίως, τήν ἐντύπωση ἑνός φραγκολεβαντίνικου ἐκλεκτικισμοῦ, ἤ, στή λαϊκή τους ἐκδοχή, μιᾶς ἀστικῆς ἐπίφασης. Τά ξύλινα κτήρια εἶναι συνήθως κατοικίες˙ τά δημόσια κτήρια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας γίνονταν πέτρινα γιά λόγους ἀντοχῆς καί ἐπιβολῆς. Ὑπάρχουν καί λίγα ξύλινα κτήρια πού δέν εἶναι κατοικίες, ὅπως τό τεραστίων διαστάσεων "λληνικό Ὀρφα­νοτροφεῖο" στήν Πρίγκηπο τῆς Προποντίδας, τό ὁποῖο πρέπει νά εἶναι ἡ μεγαλύτερη τέτοια κατασκευή. δέν σώζονται, ὅμως, ξύλινα σπίτια παλαι­ό­τερα ἀπό τόν 18° αἰῶνα. Τά παλιά σπίτια στό Φανάρι τῆς Κωνσταντινούπολης (ἴσως τοῦ 17ου αἰῶνα) διασώθη­καν γιατί εἶναι λιθόκτιστα.
      ἀρχιτεκτονική ἀλλά κυρίως ἡ τεχνική τοῦ ξύλινου σπιτιοῦ εἶναι βυζαντινές καί πολύ παλιότερες ἀπό τήν τουρκική κατάκτηση, ἄν καί τά ὀθωμανικά στοιχεῖα εἶναι φανερά στήν αἰσθητική τους, ἐνῶ φαίνε­ται νά ἔχουν ἕνα νεωτερικό χαρακτήρα, μαζί μέ μία ἔντονη ἐκζή­τηση. Ὑπάρχουν ἀναφορές τῶν βυζαντινῶν συγγραφέων στά ξύλινα σπίτια τῆς Κωνσταντινούπολης, κυρίως μέ εὐκαιρία τίς κατά καιρούς μεγάλες πυρκαγιές πού κατέκαιαν τήν Πόλη. Οἱ πυρκα­γιές ἀφάνιζαν τά ξύλινα σπίτια. Στήν Κωνσταντι­νούπολη, μέ τίς συνε­χεῖς πυρκαγιές, ἀνανε­ω­νόταν ὁ πληθυσμός τῶν σπιτιῶν κάθε δυό-­τρεῖς γενιές. Θρυλι­κοί ἦταν στήν παλιά Κωνσταντι­νούπολη, οἱ ἀναρχικοί "τουλου­μπατζῆδες", τά ἄτακτα σώματα τῶν πυροσβεστῶν.
      Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἔρευνα ὅτι ὁ τύπος κατοικίας μέ χαγιάτι (ἡμιυπαίθριος χῶρος, λιακωτό) στό ἰσόγειο καί στόν ὄροφο ὑπῆρχε στό Βυζάντιο, γνωστό τότε ὡς σωλάριο, δοξᾶτο ἤ ἡλιακό. Ἀκόμη, τό σαχνισί, ἡ ἀρχιτεκτονική προεξοχή στόν ὄροφο, τό ὁποῖο γιά κοινω­νι­κούς λόγους χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στήν ὀθωμανική ἀρχιτε­κτονική, εἶναι στοιχεῖο συνηθισμένο καί στή βυζαντινή ἀρχιτε­κτονική.      Εἶναι προφανές ὅτι οἱ νομάδες κατακτητές Ὀθωμανοί Τοῦρκοι δέν γνώριζαν πῶς νά κτίζουν σπίτια. Ἦταν σκηνῖτες. Κατοικία τους ἦταν τό "γιούρτ", ἡ πανάρχαια σκηνή τῶν τουρκικῶν φυλῶν, πού χρη­σιμοποιεῖται ἀκόμη σήμερα στά ὑψίπεδα τῆς κεντρικῆς Ἀσίας καί ἐκτί­θεται σέ λαογραφικά μουσεῖα τῆς Τουρκίας.

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

" Κατάκτηση 1453 "


Αυτός είναι ο τίτλος κινηματογραφικής υπερπαραγωγής που προβάλλεται στους κινηματογράφους της Τουρκίας με τεράστια επιτυχία. Όλοι οι συντελεστές της υπερπαραγωγής είναι τουρκικοί, όπως και η χρηματοδότηση.

Φαίνεται ότι τίποτε δεν είναι τόσο δημοφιλές στην Τουρκία όσο είναι ο εθνικισμός, παρατηρεί η Guardian Weekly. Πράγματι, το φιλμ συγκεντρώνει τεράστιες ουρές επίδοξων θεατών και έχει ήδη μετά από λίγους μήνες προβολής πραγματοποιήσει κέρδη που ανέρχονται στο τριπλάσιο της δαπάνης που καταβλήθηκε.  Η γοητεία που ασκεί το θέμα γεμίζει πατριωτική υπερηφάνεια, όχι μόνο τους ίδιους τους Τούρκους, αλλά και άλλους, όπως αυτοί που γεμίζουν τα πούλμαν που από την Ελληνική Θράκη ξεκινούν για την Αδριανούπολη, όπου θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν την προβολή της «Κατάκτησης 1453».

Το ίδιο το φιλμ αφορά βέβαια την εξιστόρηση της πολιορκίας και της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης τον Απρίλιο και το Μάιο του αποκαλυπτικού έτους 1453. Η παρουσίαση και η εξιστόρηση γίνονται με τη γνωστή από δεκαετίες χολλυγουντιανή συνταγή, όπως την ανέπτυξαν οι αμερικανοί σκηνοθέτες Griffith και DeMille: Μεγάλα ντεκόρ, πολυπληθείς σκηνές, έντονος συναισθηματισμός, ανάδειξη και στήριξη σε στερεότυπα. Στην περίπτωση της «Κατάκτησης 1453» έχουμε και άφθονη δράση με πολλή βία. Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι η ιδεολογική κατεύθυνση του φιλμ που θέλει να βεβαιώσει το  μεγαλείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως και το ότι η αναδυόμενη και γιγαντούμενη Τουρκία έχει ακόμη φιλοδοξίες παγκόσμιας κυριαρχίας. Παράλληλα δίνεται μια μάλλον αυθαίρετη εικόνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εμφανίζεται ως ηδονιστής παρακμίας, ο Πάπας ως ένθερμος υποστηρικτής των Βυζαντινών, η ίδια η Κωνσταντινούπολη ως πλούσια και ευημερούσα, τα βυζαντινά στρατεύματα ως πολυπληθή και κατάφρακτα.

Σύμφωνα με την μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Zaman, που εκφράζει τις απόψεις του θρησκευτικού ακτιβιστή Fatullah Gullen, «οι Τούρκοι αισθάνονται και πάλι την αυτοκρατορική πνοή». Πράγματι, μετά από μία δεκαετία ασυγκράτητης οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και επιτυχούς ισλαμικής διακυβέρνησης, οι Τούρκοι στρέφονται προς τους Οθωμανούς προγόνους τους και αναβιώνουν τις συνήθειες και την αισθητική τους. Στο φιλμ καταδεικνύεται σαφώς η οθωμανική αντίληψη για την «απελευθέρωση» της Κωνσταντινούπολης, που δεν συναντάται μόνο στην τουρκική και την παντουρκική εθνικιστική ιδεολογία, αλλά και αποτελεί παλαιά ισλαμική δοξασία. Ακόμη και σήμερα διαβάζουμε γνώμες όπως : «Η Κωνσταντινούπολη που βρίσκεται αλαζονικά στο δρόμο των Μουσουλμάνων για πολλούς αιώνες, απελευθερώθηκε και οι πύλες της Ευρώπης άνοιξαν στο κάλεσμα του Ισλάμ. Την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης θα ακολουθήσει η απελευθέρωση της Ρώμης...».

Εμείς πιστεύουμε ότι η κατακτητική ορμή συνιστά θεμελιώδες πολιτισμικό χαρακτηριστικό στοιχείο των Τούρκων, αλλά και στοιχείο συμφυές με την ισλαμική θρησκεία. Αλλά και το Ισλάμ αντιλαμβάνεται την οικουμένη να διαιρείται σε δύο τμήματα, το νταρ αλ-Ισλάμ που ορίζεται από την ισλαμική σαρία και το νταρ αλ-χάρμπ, που βρίσκεται έξω από το νταρ αλ-Ισλάμ και είναι ο κόσμος των απίστων. Το νταρ αλ-Ισλάμ θα επεκταθεί για να συμπεριλάβει το νταρ αλ-χάρμπ. Η αντίληψη για την «απελευθέρωση» της Κωνσταντινούπολης είναι τυπική αυτών των ψυχισμών. Οι θεολόγοι του Ισλάμ μάλιστα, φρόντισαν να προσθέσουν μία χαντίθ (γραπτή παράδοση) στο Κοράνι στην οποία ο Προφήτης Μωάμεθ δηλώνει : «η Κωνσταντινούπολη θα κατακτηθεί. Θαυμαστός θα είναι ο ηγέτης που θα την κατακτήσει και ευλογημένοι θα είναι οι πολεμιστές του", (Ibn Hanbal, Musnad, 4, 435). Η τουρκική κατακτητική ορμή συμπληρώνει τις αντιλήψεις αυτές. Οι Τούρκοι είναι υπερήφανοι για την κατάκτηση - «απελευθέρωση» της Κωνσταντινούπολης. Τα μεγάλα μνημεία της βυζαντινής οικουμενικής πρωτεύουσας θεωρούνται πλέον ως μνημεία της δόξας του Ισλάμ και της τουρκικής ανδρείας. Η Αγία Σοφία θεωρείται ως ιερό μουσουλμανικό τέμενος, ως να μην εκφράζει μία άλλη πολιτισμική και θρησκευτική αντίληψη. Στο σωζόμενο καθολικό της Μονής του Παντοκράτορα υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με την πιο πάνω αναφερόμενη προφητεία του Προφήτη Μωάμεθ. Η ιστορία της μεγάλης Μονής του Παντοκράτορα και η σημασία της για την αντίληψη και την ίδρυση των νοσοκομείων δεν αναφέρονται και είναι άγνωστες.

Βέβαια η ιδεολογία του φιλμ εκφράζει πιστά την ιδεολογία του κυβερνώντος κόμματος. Ο Πρωθυπουργός Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε, προφανώς ικανοποιημένος ,ότι το φιλμ αυτό «διαπαιδαγωγεί μια αφοσιωμένη γενιά που θα αγκαλιάσει τις ιστορικές μας αξίες». Πολλοί μάλιστα από το κόμμα του συνιστούν την προβολή του φιλμ στα σχολεία σαν αντίδοτο στην επιρροή του Χόλλυγουντ, που κατ΄ αυτούς διαδίδει την «αντίληψη των Σταυροφόρων».

Και ενώ τα πλήθη πολιορκούν τα ταμεία των κινηματογράφων, οι δημοσιογράφοι της κεμαλικής ορθοδοξίας έσπευσαν να αντιδράσουν. Ακούστηκαν απόψεις όπως ότι «το φιλμ καλλιεργεί έναν ακραίο εθνικισμό που βασίζεται στα τουρκικά στερεότυπα για τους γειτονικούς χριστιανικούς λαούς» ή ότι «ως Τούρκοι υπενθυμίζουμε στον κόσμο ότι η μεγαλύτερη πόλη μας κάποτε ανήκε σε άλλο έθνος και κατελήφθη από μας με το ξίφος. Θα μπορούσαν να γιορτάζουν οι Εγγλέζοι την κατάκτηση του Λονδίνου και να πανηγυρίζουν οι Γερμανοί την κατάκτηση του Βερολίνου;».   Άλλος κριτικός δεν δίστασε να γράψει ότι το φιλμ «είναι μια δεξαμενή υποκρισίας που αναπληρώνεται με τη  γενική παράνοια του να βλέπουμε τον κόσμο ως αναξιόπιστο και αφιλόξενο... για να ενισχύσουμε τις αυταπάτες μας για ανωτερότητα». Ένας κριτικός που δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του έγραψε:  «έτσι που πάμε θα συνεχίσουμε με φιλμ για την εισβολή στην  Κύπρο και τη γενοκτονία των Αρμενίων;». Αλλά υπάρχουν και οι πιο μετριοπαθείς:  «είναι φυσικό να προσβλέπουμε και πάλι προς την οθωμανική κληρονομιά μας, αφού αυτή παραμελήθηκε από τον Ατατούρκ και τους υποστηρικτές του», έγραψε γνωστός κριτικός, για να συμπληρώσει ο ίδιος «είναι καιρός να κοιτάξουμε την Αυτοκρατορία με ένα πιο αντικειμενικό τρόπο. Ήταν ένας μεγάλος πολιτισμός. Γιατί να την κατηγορούμε; Είχε τα καλά της και τα κακά της», «η ιστορία που διδάσκεται στα τουρκικά σχολεία είναι εθνικιστική. Στα σχολεία μας είπαν ότι οι Οθωμανοί κατάκτησαν τον μισό κόσμο, αλλά ξαφνικά χωρίς εξήγηση έγιναν κακοί. Μας είπαν ότι ο Σουλτάνος συνωμοτούσε με τους Άγγλους. Ευτυχώς ο Ατατούρκ μας έσωσε.»

Η τελική σκηνή του φιλμ παρουσιάζει με έντονο συναισθηματισμό την αντίφαση της βίας που κατακτά και καταστρέφει με την υποτιθέμενη καλοσύνη: Ο Μωάμεθ ο Β’  εισέρχεται στην Αγία Σοφία κρατώντας ένα παιδί στην αγκαλιά του και διακηρύσσει: «Μην ανησυχείς λαέ της Κωνσταντινούπολης, μπορείς να λατρεύεις το Θεό σου όπου κι αν βρίσκεσαι...»  

Απ΄ ό,τι φαίνεται η εμπορική επιτυχία του φιλμ θα μας πλουτίσει και με άλλα έπη. Ο παραγωγός του φιλμ σχεδιάζει ήδη ένα φιλμ για την Καλλίπολη, όπου ο Ατατούρκ, ιδρυτής της μοντέρνας Τουρκικής Δημοκρατίας, πολεμά και νικά τους Άγγλους. Υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο κοινό από Κεμαλιστές και έπεται συνέχεια.

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Η ανέγερση της Αγίας Σοφίας και η συνέχεια του Ελληνισμού.



Η Αγία Σοφία, η «μεγάλη εκκλησία» της Κωνσταντινούπολης στέκεται στην κορυφή του πρώτου λόφου της Πόλης και κοντά στο άκρο της ιστορικής χερσονήσου που περιβάλλεται από την Προποντίδα, τον Βόσπορο και τον Κεράτιο. Η Αγία Σοφία κτίσθηκε μεταξύ των ετών 532 και 537 και αποτελούσε οργανικό τμήμα του συγκροτήματος του παλατίου της Κωνσταντινούπολης. Το κτίσμα που γνωρίζουμε σήμερα είναι το τρίτο κατά ιστορική σειρά και κτίσθηκε για να αναπληρώσει την κατεστραμμένη κατά τη Στάση του Νίκα προηγούμενη Αγία Σοφία. 

H ανέγερση της Αγίας Σοφίας έγινε μέσα σε πέντε χρόνια και δέκα μήνες, χρονικό διάστημα το οποίο φαίνεται απίστευτο δεδομένης της κλίμακας και της πολυπλοκότητας του μνημείου[i]. Το ίδιο απίστευτο και μοναδικό είναι το γεγονός ότι ο Ανθέμιος παρουσίασε πρωτόλεια της κατασκευής (ινδάλματα, κάτι σαν τις σημερινές μακέτες), λίγες μόλις μέρες μετά την καταστολή της Στάσης του Νίκα και την καταστροφή της προηγούμενης εκκλησίας της Αγίας Σοφίας[ii]. Αλλά και απ΄ όλες τις απόψεις η Αγία Σοφία θεωρήθηκε, και είναι, κάτι «το μοναδικό στον κόσμο» (singulariter in mundo)[iii]

Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά, αλλά και τα πιο ιδιόρρυθμα κτήρια στην ιστορία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής και αποτελεί συνδυασμό της βασιλικής με τον περίκεντρο ναό με τρούλλο. Με τους μεγαλειώδεις χώρους και τον τρούλλο της Αγίας Σοφίας πραγματοποιείται η επιθυμία του βυζαντινού λαού για ένα ναό ικανό να «χωρέσει το Αχώρητον». Η Αγία Σοφία δίκαια χαρακτηρίσθηκε ως «επίγειος ουρανός».
Η πραγματικότητα όμως και οι σημασίες που μεταφέρονται μέσω της Αγίας Σοφίας υπερβαίνουν τους ορισμούς. Η Αγία Σοφία πραγματοποιεί τη μετάβαση από τον αρχαίο στον βυζαντινό κόσμο ως ύψι στο δημιούργημα του ενιαίου Ελληνισμού μέσα στην συνέχεια και τη συνέπεια της ιστορίας του.
Η Αγία Σοφία μπορεί να γίνει αντιληπτή και ως καθρέπτης της ελληνικής ιστορίας. Αυτό συνδέεται με την συναισθηματική φόρτιση που συνοδεύει τη διϊστορική  εικόνα του μνημείου στη συλλογική μας συνείδηση. Γιατί εκείνο που βρίσκεται βαθιά μέσα στα πράγματα, αυτό συνεχίζει να αναδύεται, να επιμένει  και να παραμένει παρόν στην Αγία Σοφία. Υποστηρίζουμε ότι οι διαχρονικές αξίες και οι αντιλήψεις που χαρακτηρίζουν το μνημείο αυτό μαρτυρούν τη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας. Κάτω από τις συγκυρίες και τις συμπεριφορές υπάρχουν αρχές και αρχέτυπα που επιμένουν, εμφανίζονται και συνεχίζουν να διαμορφώνουν τις πραγματικότητες.
Κατ΄ αρχήν είναι παντού παρούσα στην Αγία Σοφία η θεμελιώδης γνωσιολογική αντίληψη των Ελλήνων για τη σημασία και τη σπουδαιότητα της θέασης. Το πνεύμα χρειάζεται να δει για να κατανοήσει[iv]. Σ’ αυτό βοηθά το πολυσυζητημένο φως που χαρακτηρίζει το εσωτερικό του κτηρίου[v]. Αλλά και ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του όλου έργου, μας δίδει την αίσθηση της αντιδιαστολής προς την Ασία και τη Δυτική Ευρώπη. Όπως και η ποιότητα της επιστήμης που το δημιούργησε, μαζί με τη μορφή της αισθητικής που το σφραγίζει, μπορούμε να πούμε ότι βρίσκονται σε συμφωνία με τις καλύτερες ελληνικές παραδόσεις. Θα μπορούσαμε ακόμη να προσθέ σουμε την απόρριψη της χρησιμοθηρικής επιστήμης, που διακηρύττουν οι δύο ιδιο φυείς δημιουργοί του έργου, όπως και την αποφασιστική τους στάση απέναντι στην απαίτηση της λογικής να περιορίσει και να καθορίσει τον κόσμο[vi]

Την ανέγερση της Αγίας Σοφίας ανέθεσε ο Ιουστινιανός σε δύο ιδιοφυείς επιστήμονες, εκπρόσωπους των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι παρέμειναν σταθεροί υποστηρικτές των αρχαίων ελληνικών παραδόσεων.
Οι προσωπικότητες των δύο δημιουργών της Αγίας Σοφίας γεννούν σήμερα ερωτήματα. Αμφότεροι, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος, δεν ήταν γνωστοί ως δόκιμοι αρχιτέκτονες όταν ο Ιουστινιανός τους ανέθεσε την ανέγερση της Αγίας Σοφίας και ούτε είχαν πραγματοποιήσει άλλα οικοδομικά έργα[vii].
Επρόκειτο μάλλον για θεωρητικούς επιστήμονες, οι οποίοι έθεταν την επιστήμη τους σε εμπειρική απόδειξη και εφαρμογή και οι οποίοι ήταν γνωστοί ως «μηχανικοί» η ως «μηχανοποιοί»[viii]. Οι όροι αυτοί αφορούσαν τους λίγους επιστήμονες, τους οποίους απασχολούσε εκείνη την εποχή η θεωρία της Μηχανικής.

Ο Ανθέμιος, από τις Τράλλεις της Λυδίας, είχε την κύρια ευθύνη της ανέγερσης της Αγίας Σοφίας, εκτός από την αρχιτεκτονική του μνημείου ήταν υπεύθυνος για την όλη οργάνωση των εργασιών και την οικονομική διαχείριση. Ο Ανθέμιος προήρχετο από προικισμένη οικογένεια διανοουμένων και ήταν γνωστός ως μαθηματικός και μελετητής της φυσικής επιστήμης. Εκείνο που τον απασχολούσε φαίνεται ότι ήταν η θεωρία και η κατασκευή μηχανών σε κάποια μορφή μιμητική των λειτουργιών του φυσικού κόσμου[ix].Ήταν θεωρητικός επιστήμονας και αρέσκονταν να κατασκευάζει πρωτότυπα  μηχανήματα χωρίς φανερή πρακτική αξία. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος της πραγματείας του: «Περί παραδόξων μηχανημάτων»[x], όπου μεταξύ άλλων συζητείται και η σχεδίαση της έλλειψης. Ασχολήθηκε με την παραγωγή ενός τεχνητού σεισμού, με τη χρήση της δύναμης του ατμού, όπως και με την κατασκευή ενός μεγάλου κατόπτρου[xi]. Αναφέρεται ακόμη ως ζωγράφος και γλύπτης. Συνέγραψε θεωρητικά κείμενα, μεταξύ των οποίων τη συνέχεια της πραγματείας του Αρχιμήδη για τα σφαιρικά κάτοπτρα μετά από ανάλυση της θεωρίας των κωνικών τομών[xii]. O Παύλος Σιλεντιάριος τον χαρακτήρισε ως «πολυμήχανο»[xiii].

Ο Ισίδωρος από τη Μίλητο, ήταν αυθεντία στην Ευκλείδεια Γεωμετρία. Θεωρείται ως ο μεγαλύτερος γεωμέτρης της ύστερης αρχαιότητας. Φαίνεται ότι ο Ισίδωρος είχε διδάξει στα Πανεπιστήμια της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης και ότι είχε σχέσεις με την Πλατωνική Ακαδημία, πριν το κλείσιμό της απ' τον Ιουστινιανό[xiv]. Ένα γνωστό σύγγραμμά του αφορούσε σχόλιο σε πραγματεία του Ιέρωνα της Αλεξάνδρειας. Είχε επίσης εκδόσει τα έργα του Αρχιμήδη.

Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της Αγίας Σοφίας μας συνδέει λοιπόν, κατά κάποιους τρόπους, με τον αρχαίο κόσμο και τις κλασσικές αντιλήψεις. Αυτό είναι εμφανές στην αίσθηση του μέτρου που αποπνέει όλο το οικοδόμημα και στην ανθρωποκεντρική αντίληψη που χαρακτηρίζει τον σχεδιασμό του.

Παρά το ότι αμφότεροι οι υπεύθυνοι για την ανέγερση της Αγίας Σοφίας δεν είχαν κατασκευαστικές εμπειρίες, ωστόσο, στην πράξη υπερέβησαν και τις προσδοκίες, και τα καθιερωμένα: Έθεσαν μεγάλους και υψηλούς στόχους και επινόησαν εκπληκτικές κατασκευές. Αυτό που κατασκεύασαν εξάντλησε όλα τα περιθώρια και υπερέβη όλους τους συντελεστές ασφαλείας. Για πολλούς, είναι ανεξήγητο πώς το κτίσμα στάθηκε και πώς ακόμη στέκεται, μετά από τριάντα σεισμούς και δεκαπέντε αιώνες. Οι έμπειροι πρωτομάστορες και οι βοηθοί τους θα πρέπει να έμειναν κατάπληκτοι από τα τολμηρά πειράματα των δύο νεοφώτιστων αρχιτεκτόνων[xv]. Όλοι, όμως, συγκλονίστηκαν όταν η Αγία Σοφία παραδόθηκε στο κοινό. Ο συγκλονισμός αυτός συνεχίζει αδιάπτωτα να γεννιέται με την ίδια ένταση και στους σημερινούς επισκέπτες. Είχε δημιουργηθεί κάτι, που όχι μόνο δεν μπορούσε να εξηγηθεί τεχνικά, αλλά ήταν και αισθητικά απίστευτο: Από τον απέραντο εσωτερικό χώρο και την μυθική χρωματική εντύπωση μέχρι τον αιωρούμενο (μετεωριζόμενο κατά τον Προκόπιο[xvi]) τρούλλο[xvii]. Πρόκειται για μια νέα σύλληψη με κοσμοϊστορικές σημασίες, ανεξάρτητη από εξελικτικές διαδικασίες. Πρόκειται για κορυφαία δημιουργία που αναδύεται αιφνιδίως, χωρίς την προετοιμασία που συνήθως μετά από μακροχρόνιο διάστημα καταλήγει σε κορύφωση. Δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά μνημεία που θα αποτελούσαν προϋποθέσεις για την εξελικτική προετοιμασία και πορεία προς την Αγία Σοφία[xviii].

Τεράστια μέσα[xix] και πολύτιμα υλικά διέθεσε ο Ιουστινιανός για την ανέγερση της Μεγάλης Εκκλησίας[xx]. Ο πλούτος και οι κυματισμοί των υλικών δίδουν στο φως ένα απόκοσμο χαρακτήρα[xxi]. Ο ναός φωτίζεται από εκατό παράθυρα. Αλλά ας αφήσουμε τον Προκόπιο να περιγράψει την εντύπωση που προκάλεσε το φως της Αγίας Σοφίας: «Ο χώρος δεν φωταγωγείται από έξω από τον ήλιο, αλλά λάμπει και ακτινοβολεί με φως που η πηγή του βρίσκεται στο εσωτερικό του ναού»[xxii]. Το φως αντανακλάται και ιριδίζει στις μαρμάρινες πολύτιμες επιφάνειες και μια φαντασιακή ομίχλη διαχέεται και εξαπλώνεται στο χώρο. Το φως καταλάμπει μέσα από τους ψηφιδωτούς σταυρούς στους χρυσούς ουρανούς και πάνω στα βαθιά χρώματα των ψηφιδωτών διακοσμήσεων και δημιουργεί την αίσθηση και τη βεβαιότητα της ουράνιας πραγματικότητας που θεία χάρη προσφέρει στους επισκέπτες.

Όπως και να περιγραφούν οι εντυπώσεις που δημιουργούνται, είναι βέβαιο ότι πρόκειται για χώρους σαφείς και ορισμένους, πλην υπερβατικούς. Χώρους, όπου συνυπάρχουν το μυστηριώδες με το καθορισμένο και το επέκεινα με το εδώ. Αλλά στην Αγία Σοφία δεν έχουμε τη συντριπτική κυριαρχία που θέλουν να υποβάλλουν τα ανατολικά ιερά, ούτε την επιτακτική απαίτηση της ανάτασης που επιβάλλουν οι γοτθικοί ναοί της Δύσης. Εδώ υπάρχει, πάντα και παντού, μια αίσθηση ενανθρώπισης, ισορροπίας και μέτρου, η οποία είναι η συνέχεια και η αποκορύφωση του κλασσικού ελληνικού ανθρωπισμού. Κατά τον Προκόπιο το κτήριο χαρακτηρίζεται «τη αρμονία του μέτρου»[xxiii].

Όπως και να ερμηνεύσουμε το έργο των δύο ιδιόρρυθμων και αυτοδίδακτων αρχιτεκτόνων, εκείνα που σήμερα φαίνονται σημαντικά, εκτός από την υψηλή αισθητική του έργου, είναι η ποιότητα και το ηθικό επίπεδο της επιστήμης τους, αλλά και ο χαρακτήρας της τεχνικής που χρησιμοποιήθηκε.

Είναι λοιπόν οι δημιουργοί του έργου θεωρητικοί επιστήμονες, οι οποίοι κατά την πάγια ελληνική αντίληψη δεν θέτουν την επιστήμη τους σε χρησιμοθηρικά πλαίσια. Πρόκειται για καθαρή επιστήμη η οποία βρίσκεται έξω από τις ανάγκες και η οποία δεν είναι δυνατόν να υπηρετήσει σκοπιμότητες. Αυτό εμείς σήμερα δύσκολα μπορούμε να το καταλάβουμε, αφού έχουμε την εμπειρία της χρησιμοθηρικής και εργαλειακής επιστήμης, η οποία μας απειλεί όλους, ανατρέποντας την οικολογική ισορροπία του πλανήτη. Αλλά και την πικρή εμπειρία μιας επιστήμης η οποία επινοεί τα μέσα της καθολικής καταστροφής. Μια τέτοια επιστήμη εξυπηρετεί σκοπιμότητες οι οποίες αποβλέπουν στην υποταγή της φύσης και στην εξυπηρέτηση βλάσφημων σκοπών, όπως είναι η παγκόσμια κυριαρχία. Για την Ορθοδοξία οι σκοπιμότητες αυτές δεν είναι παρά αποτελέσματα μιας πτώσης. Αυτό είναι επίσης αδιανόητο και για τις ελληνικές αντιλήψεις, πρόκειται για την ύβρη που υπερβαίνει κάθε μέτρο και αλαζονικά παραβιάζει την κοσμική και θεία τάξη. Άλλωστε, πάγια είναι η ελληνική αντίληψη που σαφώς διατυπώνει ο Πλάτων: «Πάσα επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται»[xxiv].

Όμως και η υψηλή τέχνη με την οποία πραγματοποιήθηκε το έργο της ανέγερσης της Αγίας Σοφίας δεν είναι σήμερα κατανοητή ως αποτέλεσμα που προέρχεται από επιστήμονες με θεωρητική κατάρτιση. Μας είναι σήμερα αδιανόητη η απουσία των στεγανών που περιορίζουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες και επιβάλλουν ανθρώπινες συμπεριφορές περιορισμένες σε στενά πλαίσια, στεγνές από ουσιαστικές ποιότητες. Στεγανά τα οποία εμποδίζουν την τέχνη από το να είναι λαϊκή, αυθόρμητη και αυθεντική. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα η τέχνη αποτελεί δραστηριότητα που μάλλον εξυπηρετεί σκοπιμότητες, παρά αυτό που παλαιότερα είχε χαρακτηρισθεί ως «σκοπιμότητα χωρίς σκοπό»[xxv].



[i]    Έπρεπε να καθαρισθεί ο χώρος, να απαλλοτριωθούν ιδιοκτησίες, να συλλεγούν τα σπάνια και πολύτιμα οικοδομικά υλικά απ’  όλη την Αυτοκρατορία, να ετοιμαστούν τα σχέδια και οι μελέτες , αλλά και μετά την έναρξη των εργασιών να επιλυθούν περίπλοκα προβλήματα, όπως  η προσαρμογή του τρούλλου στις μεγάλες αψίδες. Ενδεικτικό των δυσχερειών είναι οι αλλαγές και οι προσαρμογές που συνεχώς γινόταν πάνω στα αποφασισμένα σχέδια και στις υπό εκτέλεση κατασκευές. Όπως η εκκλησία ανυψωνόταν, οι αλλαγές και οι νέες μορφές των κατασκευών έδιναν νέα όψη σε ολόκληρο το έργο. Παρόμοια κατάσταση θα χαρακτηρίζει και τις ανεγέρσεις των γοτθικών εκκλησιών της Κεντρικής Ευρώπης μερικούς αιώνες μετά. Εκεί όμως θα χρειασθούν για τη συμπλήρωσή τους πολλές δεκαετίες. 
[ii]    Προκοπίου Καισαρέως : Περί κτισμάτων. Λόγος Α,20.
[iii]   The Chronicle of Marcellinus, trans and commentary by B. Croke, Sydney 1995, p.47
[iv]           Χαρακτηριστικός και διδακτικός είναι ο μύθος του σπηλαίου από την Πολιτεία  του Πλάτωνα.
[v]   Αν και σήμερα ο φωτισμός της Αγίας Σοφίας από τον έξω χώρο έχει μειωθεί, αφού έχουν καταργηθεί παράθυρα και οι στηρίξεις και τα αντερείσματα εμποδίζουν το φως προς τα παράθυρα.
[vi] Σύμφωνα με την πάγια αποφατική στάση των Ελλήνων.
[vii] Krautheimer R. : Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, σ. 255.
[viii]         W. Eugene Kleinbauer : Saint Sophia at Constantinople, William L. Bauhan Publisher, Dublin, New Hampshire 1999, p.12
[ix]  Αγαθίας : Ιστορία v.6.3, Kleinbauer, p.13, G.L. Huxley: Anthemius of Tralles, A Study in Later Greek Geometry, Cambridge, Massachusetts, 1959.
[x]   Huxleyp.6.
[xi]  Το ενδιαφέρον του Ανθέμιου για τη θεωρία των κατόπτρων συνδέεται άμεσα με τον χειρισμό του φωτός στο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας και με τον περίφημο σχεδιασμό του αρχικού τρούλλου της ίδιας εκκλησίας. (Ιάκωβος Ποταμιάνος: Το φως στη βυζαντινή εκκλησίαUniversity Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 200-214). Δεν πρόκειται βέβαια για τη θεωρία των καυστικών κατόπτρων, αλλά για το πρόβλημα του σταθερού φωτισμού ανεξάρτητα από τη θέση του ήλιου στον ουρανό και την εποχή του χρόνου.
[xii] Γενικά η κοινωνία της Κωνσταντινούπολης θεωρούσε τον Ανθέμιο πρόσωπο ιδιόρρυθμο, Αγαθίας v.6.7-8.6. Υπάρχουν ανέκδοτα σχετικά με την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του Ανθέμιου. Κατά τον Αγαθία ο Ανθέμιος βρισκόταν σε κακές σχέσεις με τον γείτονά του, φίλο του αυτοκράτορα, ρήτορα Ζήνωνα, ο οποίος για κάποιο λόγο μήνυσε τον Ανθέμιο, που φρόντισε να πάρει εκδίκηση με τη βοήθεια της μηχανικής επιστήμης που κατείχε. Σε δωμάτιο εφαπτόμενο της κατοικίας του Ζήνωνα, ο Ανθέμιος εγκατέστησε περίκλειστους λέβητες  γεμάτους νερό, το οποίο ζέστανε μέχρι ατμοποίησης. Ο ατμός διοχετεύτηκε μέσω δερμάτινων αγωγών στα θεμέλια της κατοικίας του Ζήνωνα. Η πίεση του ατμού προκάλεσε κλυδωνισμούς στο σπίτι του Ζήνωνα, ο οποίος το εγκατέλειψε έντρομος, πιστεύοντας ότι λάμβανε χώρα ισχυρός σεισμός. Επιπροσθέτως, ο Ανθέμιος επινόησε κάποιο μηχάνημα που δημιουργούσε ενοχλητικούς θορύβους ώστε να ενοχλεί τον Ζήνωνα, όπως και κάποιο κάτοπτρο με το οποίο αντανακλώντας τις ακτίνες του ηλίου  τύφλωνε τον Ζήνωνα όταν αυτός βρισκόταν στο σπίτι του. Ο Ζήνων σύντομα διαπίστωσε τα τεχνάσματα του Ανθέμιου και τον έσυρε μπροστά στον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος θυμόσοφα παρατήρησε με χαρακτηριστικό παγανιστικό συμβολισμό ότι του ήταν αδύνατο να περιορίσει ταυτόχρονα τη δύναμη του Δία να προξενεί βροντές και αυτή του Ποσειδώνα να γεννά σεισμούς.  Σε μια άλλη ιστορία ο Ανθέμιος βοηθά την απελπισμένη μητέρα νεαρού στηλίτη να τον κατεβάσει από την στήλη με τρόπο που να φαίνεται ως θεία επέμβαση και όχι ως υπαναχώρηση και παράβαση της απόφασής του να παραμείνει στη στήλη μόνιμα.
[xiii]         Paulos Silentiarius: Description S. Sophiae, ed. B.G. Niebuhr, Bonn 1837, σειρές 267-278.
[xiv]         Υπάρχουν μόνο αόριστες φιλολογικές πληροφορίες γι’  αυτό.
[xv]         Krautheimer, σ. 261.
[xvi]         Προκόπιος, Λόγος Α,51
[xvii]         Πρόκειται για τον τρούλλο που σχεδίασε και κατασκεύασε ο Ανθέμιος. Η καμπυλότητα του τρούλλου αυτού ήταν πολύ μικρή, πράγμα που ίσως ήταν και η αιτία της πτώσης του. Η καμπυλότητα του τρούλλου του Ανθέμιου ακολουθούσε την εξωτερική καμπυλότητα των σφαιρικών τυμπάνων, πράγμα που σήμερα δεν ισχύει, αφού ο τρούλλος που σήμερα υφίσταται έχει πολύ μεγάλη καμπυλότητα.  Το 558 μετά από σεισμούς ο τρούλλος του Ανθέμιου κατέρρευσε. Η επανακατασκευή του ανατέθηκε στον Ισίδωρο τον Νεότερο, ανιψιό του Ισιδώρου, ο οποίος, όπως και ο Ανθέμιος, είχε τότε πεθάνει. Σύμφωνα με τον Αγαθία, ο οποίος είχε εμπειρία και από τους δύο τρούλλους, ο αρχικός τρούλλος του Ανθέμιου συνιστούσε το κύριο και ουσιώδες στοιχείο του εσωτερικού και του εξωτερικού της Αγίας Σοφίας και γεννούσε απεριόριστο θαυμασμό, περισσότερο από αυτόν που γεννούσε ο τρούλλος που τον αντικατέστησε. Ο Αγαθίας σχολιάζει μάλιστα το ότι ο τρούλλος του Ισίδωρου του Νεότερου ήταν πιο καμπύλος και πιο στενός από τον αρχικό του Ανθέμιου, πράγμα που περιόριζε την ομορφιά του. (Ιστορία v.9.3.) Αλλά και ο τρούλλος του Ισίδωρου του Νεώτερου κατέπεσε το 989 και πάλι το 1346, ενώ αργότερα κατά τον 19ο αιώνα ενισχύθηκε κατά την ανακαίνιση που επιχείρησαν οι αδελφοί Fossati.
[xviii]        Δεν υπάρχει ιστορική μαρτυρία που να επιβεβαιώνει τη συνηθισμένη αναφορά ότι ο Ανθέμιος σχεδίασε την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, που είναι σχεδόν σύγχρονη με την Αγία Σοφία και συχνά θεωρείται ως πρωτόλειό της.
[xix]  Κατά τον Προκόπιο  «ο βασιλεύς αφροντιστήσας χρημάτων απάντων εις την οικοδομήν σπουδή ίετο, και τους τεχνίτας εκ πάσης γης ήγειρεν άπαντας».
[xx] Ιδίως η εσωτερική ορθομαρμάρωση, οι κολώνες και τα κιονόκρανα έχουν κατασκευαστεί από εξαιρετικής ποιότητας μάρμαρα και βρίσκονται σε περίπλοκη αρμονική διάταξη σε σχέση με το μέγεθος, τις αναλογίες και το χρώμα τους. Τα χρώματα των μαρμάρων αποκρύπτουν και εξαϋλώνουν το βάρος της πέτρας και των κεραμικών υλικών. Η πολυμορφία των υλικών είναι και σήμερα ορατή στην Αγία Σοφία. Μπορούμε μεταξύ άλλων να διακρίνουμε μαύρες πέτρες από τον Βόσπορο, πράσινο μάρμαρο από την Κάρυστο, πολυχρωματική πέτρα από την Φρυγία, πορφυρό γρανίτη με ασημένιες γραμμές από την Αίγυπτο, πράσινο ανοικτό μάρμαρο από τη Σπάρτη, μάρμαρο από την Ισαυρία με κόκκινες και λευκές φλέβες, κίτρινη πέτρα από τη Λιβύη, ποικιλίες όνυχα, όπως και το τοπικό μάρμαρο από την Προκόννησο με το οποίο είναι στρωμένο το δάπεδο του ναού.
[xxi]         Σε μεγάλο βαθμό η εντύπωση που το φως της Αγίας Σοφίας προξενούσε ξεκινούσε από τον φωτισμό του αρχικού τρούλλου που σχεδίασε ο Ανθέμιος. Ο τρούλλος αυτός όπως φαίνεται είχε τη μοναδική δυνατότητα να φωτίζεται σταθερά ανεξάρτητα από τη θέση του ήλιου στον ουρανό και την εποχή του έτους.  Ο Ανθέμιος είχε επιτύχει να απαντήσει στο θεμελιώδες αίτημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής πραγματοποιώντας την εντύπωση του «άκτιστου φωτός», που πηγή του είναι η κορυφή του τρούλλου, όπου και η εικόνα του Παντοκράτορα.  Ο σχεδιασμός της εσωτερικής επιφάνειας του τρούλλου αποτελούσε στην ουσία ένα κάτοπτρο, το οποίο δημιουργούσαν οι χρυσές ψηφίδες που περιέβαλαν τον μεγάλο σταυρό που υπήρχε στο μέσον του τρούλλου. Τα δε παράθυρα στη βάση του τρούλλου είχαν φαίνεται σχεδιασθεί ως ελλειπτικά κάτοπτρα διπλής καμπυλότητας ώστε να είναι «φέγγους διαρκώς αγωγοί», (Προκόπιος: Λόγος Α, σ. 43). Το πρόβλημα του κατόπτρου που θα μπορούσε να κατευθύνει τις ακτίνες του ηλίου σε κάποιο ορισμένο σημείο ενός κτηρίου, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές θέσεις του ήλιου κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε επιλυθεί από τον Ανθέμιο στην πραγματεία του «περί παραδόξων μηχανημάτων» (Huxley, σ.6-9). Εκεί ο Ανθέμιος είχε θέσει με σαφήνεια και προνοητικότητα το πρόβλημα:  «ζητείται η πρόσκρουση μιας ακτίνας του ηλίου προς μία ορισμένη σταθερή θέση, χωρίς ποτέ η ακτίνα να απομακρύνεται σε οποιαδήποτε ώρα ή εποχή του έτους» (Huxley, σ.6) 
[xxii]         Προκόπιος, Λόγος Α, 30, 31.
[xxiii]         Προκόπιος, Λόγος Α, 21.
[xxiv]         Μενέξενος, 19.
[xxv] Σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του  Immanuel Kant

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Γεώργιος Κ. Παπάζογλου. Ταφικά μνημεία της Πόλης. Α. Σισλί-έμποροι και τραπεζίτες


Γεώργιος Κ. Παπάζογλου. Ταφικά μνημεία της Πόλης. Α. Σισλί-έμποροι και τραπεζίτες (Θρακική Βιβλιοθήκη 8), Εργαστήριο Παλαιογραφίας–Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνή, 2005, σχήμα 30Χ24  σσ 464

Παρά τους προσδιορισμούς στον τίτλο επιμένει ο συγγραφέας να διευκρινίζει και να προσθέτει στον εσώτιτλο κάτω από τον τίτλο του βιβλίου: Οι τάφοι λαλούσι. Και έτσι είναι. Μέσα από το βιβλίο προσεγγίζουμε ένα τεθνεώτα Ελληνισμό που συνεχίζει την πνευματική και πολιτιστική ακτινοβολία του, χάρη στην προσπάθεια και τον μόχθο του συγγραφέα να ταξινομήσει και να περιγράψει, ώστε να προστατεύσει και να εξασφαλίσει την ιστορική παρουσία των Ρωμηών της Κωνσταντινούπολης. Ο γιγαντισμός και η ανεξέλεγκτη επέκταση του σύγχρονου αστικού εφιάλτη της Κωνσταντινούπολης εξαφανίζει τα ίχνη του παρελθόντος.  Δεν είναι μόνο η φθορά του χρόνου, αλλά κυρίως η θύελλα των εκατομμυρίων νεήλυδων που κατακυριεύουν τον χώρο και δημιουργούν νέες πραγματικότητες.
Παρά την νομοθετική προστασία ο μεγάλος αριθμός των κτηρίων, που συνθέτουν την πολιτιστική κληρονομιά του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, κινδυνεύει και απειλείται. Η δημογραφική παρακμή της ρωμαίικης μειονότητας αποστερεί το δομημένο περιβάλλον της από φορείς ζωής. Τα ελληνικού ενδιαφέ­ροντος κτήρια της Κωνσταντινούπολης είναι εκτεθειμένα στους κινδύνους της εντατικής αστικοποίησης, και κυρίως απειλούνται οι χώροι των δεκαοκτώ νεκροταφείων που διαθέτει ο Ελληνισμός στο κέντρο της Πόλης και στα προάστια του Βοσπόρου.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να αποτυπώσει τον τεράστιο πλούτο που συσσώρευσε το πέρασμα των γενεών σε ένα από τα σημαντικότερα νεκροταφεία του Μείζονος Ελληνισμού της Ανατολής και το σημαντικότερο της Κωνσταντινούπολης: το Νεκροταφείο του Σισλί στις παρυφές του Γαλατά. Πρόκειται για φιλόδοξο εγχείρημα μεγάλων διαστάσεων και ιδιαίτερης σημασίας.
Ο συγγραφέας αποθησαυρίζει φωτογραφίες και πληροφορίες για τα πρόσωπα που αναπαύονται στο μεγάλο αυτό νεκροταφείο, και για τα μνημεία τα ίδια. Εκεί αναπαύονται τα πιο σημαντικά μέλη της ρωμαίικης κοινωνίας της Κωνσταντινούπολης του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, εποχή μεγάλης οικονομικής ακμής  και πολιτιστικής ανόδου της Κωνσταντινούπολης ειδικότερα και του Ελληνισμού γενικότερα. Συγκεντρώνει πληροφορίες για τους καλλιτέχνες και τους μαστόρους που κατέθεσαν εκεί την τέχνη και την τεχνική τους. Παραθέτει επιγραφές και επιτάφια επιγράμματα, αλλά και παραστάσεις και κοσμήματα που συγκροτούν ένα απόθεμα στοιχείων για τον ιστορικό, τον λαογράφο, τον κοινωνιολόγο, αλλά και τον απλό ευαίσθητο αναγνώστη. Εντυπωσιάζει η επιμονή και η φροντίδα του συγγραφέα για να αποτυπώσει ό,τι είναι δυνατόν να αποτυπωθεί φωτογραφικά, να το αποθησαυρίσει και να το παραδώσει ως χάρτινη αιωνιότητα, πιο ασφαλή σίγουρα από τα ίδια τα υλικά αντικείμενα. Άλλωστε χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση σε σημείωση του συγγραφέα, αμέσως μάλιστα πριν τον πρόλογο του βιβλίου, για τις καταστροφές που έγιναν μέσα σε μόλις τρία χρόνια ,που μεσολάβησαν από τη φωτογράφηση μέχρι την έκδοση του βιβλίου.
Στο νεκροταφείο του Σισλί διακρίνεται με ενάργεια η πραγματικότητα και τα επιτεύγματα του Ελληνισμού της Ανατολής σε μια περίοδο δημογραφικής, οικονομικής και εθνικής ακμής του. Με την αναγέννηση του Ελληνισμού τον 18ο αιώνα εμφανίζονται στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν τη δημιουργία μιας ρωμαίικης εμπορευματικής τάξης και την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Στα τέλη του 18ου το ρωμαίικο μιλλέτ της Αυτοκρατορίας διεκδικεί όχι μόνο την εθνική του αποκατάσταση, αλλά και με τους Φαναριώτες τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση και την συνδιαχείριση ολόκληρης της Αυτοκρατορίας. Η ελληνική επανάσταση θα σημάνει την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους στις παρυφές του τότε Ελληνισμού, αλλά και την συντριβή των Φαναριωτών από τον σουλτάνο Μαχμούτ τον Β΄. Ωστόσο, οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης κατορθώνουν να ανορθωθούν με χαρακτη­ριστική ταχύτητα. Οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της Αυτο­κρατορίας στα μέσα του 19ου αιώνα τους επιτρέπουν να αναλάβουν ξανά μεγάλους ρόλους. Οι άπιστοι Τζιμμήδες, υπήκοοι δεύτερης κα­τηγορίας, ανέρχονται και γίνονται η αστική τάξη της Οθω­μα­νικής Αυτοκρατορίας. Δημιουργείται μια κατάσταση στην οποία οι ρωμαίικες κοινότητες παραμένουν πολιτικά υποταγ­μένες, αλλά γίνονται οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά κυρίαρχες. Παράλλη­λα, οι δημογραφικές συνθήκες στο Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα βοη­θούν τη μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών προς τη Μικρά Ασία. Οι αυτόχθονες κοινότητες των Ρωμηών πληθαίνουν και νέες κοινότητες δημιουργούνται.
Το κοσμοπολίτικο Πέραν της Κωνσταντινούπολης δεν γίνεται μόνο ο καθρέπτης του εκδυτικισμού της Αυτοκρατορίας, αλλά και το κέντρο της δράσης και της κυ­ριαρχίας μιας ρωμαίικης κεφαλαιουχικής και εμπορευ­ματικής τάξης. Το Φανάρι πέφτει σε δεύτερη μοίρα. Η Κωνσταντινού­πολη, "πόλις παλαιόθεν Ἑλληνίς", η σπουδαιότερη ελληνική πόλη για 16 αιώνες, κρατούσε σταθερά το ρόλο της ως νοερή πρωτεύουσα των Ελλήνων.
Οι ελληνικές κοινότητες ελέγχουν, πριν το 1922, το 50% του κεφα­λαίου του επενδεδυμένου στη βιομηχανία της Αυτοκρατορίας, το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχούν από­λυτα στο εισαγωγικό και το εξαγω­γικό εμπόριο. Χαρακτηριστικά αναφέ­ρουμε, ότι το 1914 το 46% από τους ιδιοκτήτες τραπεζών και τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Ρωμηοί. Την ίδια χρο­νιά από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας το 49% ανήκε σε Ρωμηούς και μόλις το 12% σε Τούρκους. Το 1914 πάλι, Έλληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχι­τε­κτό­νων, το 37% των μηχανι­κών και το 29% των δικηγόρων της Αυτοκρα­τορίας. Οι Ρωμηοί μαθητές αντιπροσω­πεύουν σε απόλυτους αριθμούς το διπλάσιο σχεδόν των Μουσουλμάνων μαθητών σε όλη την Αυτοκρα­τορία. Η ελληνική γλώσσα είχε γίνει η γλώσσα των εμπόρων και της καλής κοινωνίας, σε βαθμό που σημαντικό ποσοστό Ρωμηών αγνο­ούσε την τουρ­κική.
Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα, η οποία εικονίζεται στο ταφικό περιβάλλον του Σισλί και αυτή την πραγματικότητα προσπαθεί να περιγράψει ο συγγραφέας, ώστε να διασφαλιστεί η μνήμη της. Ας επανέλθουμε, όμως, στο βιβλίο προσπαθώντας να περιγράψουμε τα περιεχόμενα και τη διάρθρωσή του. 
Η βιβλιογραφία εστιάζεται στην αστική κοινότητα του Γαλατά των μέσων του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού και παρατίθεται μετά τον πρόλογο του συγγρα­φέα. Η εξαντλητική εισαγωγή παρουσιάζει το κοιμητήριο του Σισλί και αναλυτικά πληροφορίες και στοιχεία για τους σημαντικότερους συγκεκριμένους δημιουργούς, όπως γλύπτες και αρχιτέκτονες, που εργάσθηκαν εκεί. Ακολουθεί περιγραφή των μνημείων και κατάταξή τους σε τύπους με χωριστή ανάλυση της αρχιτεκτονικής, των διακοσμήσεων και των επιγραφών.
Στο κύριο σώμα του βιβλίου παρουσιάζονται αναλυτικά και με εξαντλητικές λεπτομέρειες τα ταφικά μνημεία του Σισλί που αφορούν εμπόρους και τραπεζίτες. Παρουσιάζονται σε 375 πυκνοτυπωμένες σελίδες 142 ταφικά μνημεία, έκαστο των οποίων ανήκει σε μία οικογένεια.
Κάθε ταφικό μνημείο περιγράφεται εξαντλητικά σε χωριστά κεφάλαια. Στην αρχή εικονίζεται το μνημείο και δίνονται τα γενικά χαρακτηριστικά του: τύπος, διαστάσεις, υλικό, όνομα, χρονολόγηση, υπογραφή, κατάσταση. Ακολουθούν αναλυ­τική περιγραφή, παράθεση όλων των επιγραφών, παράθεση των επιγραμ­μάτων. Τα ιστορικά του μνημείου δίδονται με εντυπωσιακή πληρότητα και αφορούν την ιστορία των τεθαμμένων και των οικογενειών τους με την παράλληλη παράθεση φωτογραφιών και κειμένων από τα έντυπα της εποχής. Συχνά δίδονται γενεολογικά δένδρα. Η περιγραφή συμπληρώνεται με εξαντλητική βιβλιογραφία την οποία εντόπισε ο ακαταπόνητος ερευνητής σε εφημερίδες, έγγραφα και έντυπα της εποχής. Η βιβλιογραφία πλαισιώνεται με αποσπάσματα εφημερίδων με αγγελίες και νεκρολογίες.
Ο τόμος κλείνει με πίνακες και ευρετήρια που δίνουν όλα τα ονόματα των τεθνεώτων, χρόνο γέννησης, θανάτου, καταγωγή, επάγγελμα, όπως και ευρετήριο συμβολικών παραστάσεων των  μνημείων.
Ο μεγάλος πολυτελής τόμος τυπώθηκε στην Κομοτηνή. Το αναφέρουμε αυτό σαν ευκαιρία για να παρατηρήσουμε ότι η τυπογραφία στην ελληνική επαρχία δεν μπορεί πια να χαρακτηρισθεί επαρχιώτικη και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από αυτά που γίνονται στην Αθήνα. Η γραφιστική επεξεργασία, η εκτύπωση των φωτο­γραφιών και η βιβλιοδεσία του τόμου είναι πολύ ικανοποιητικές. Ωστόσο, δεν κρύβουμε την προτίμησή μας στην "όρθια" διάταξη τέτοιων βιβλίων, ακόμη και αν περιέχουν πλήθος φωτογραφιών. Κατά την αντίληψή μας δεν συντρέχει λόγος για τη σχεδίαση του συγκεκριμένου βιβλίου σε "πλάγια" διάταξη, αφού μάλιστα οι φωτογραφίες δεν απαιτούν τέτοια παρουσίαση. Η "πλάγια" διάταξη συνηθίζεται σε βιβλία τοπιογραφικού περιεχομένου και δημιουργεί προβλήματα στην ανάγνωση και στη βιβλιοθέτηση.
Το όλο έργο είναι αφιερωμένο στη Μεγάλη Εκκλησία και στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο τον Α΄. Χορηγός είναι το " Ίδρυμα Σταύρος Σ. Νιάρχος".
 Ευχόμαστε στον συγγραφέα να συνεχίσει, όπως ο τίτλος του τόμου υπόσχεται, και να πραγματοποιήσει και την έκδοση άλλων τόμων, ολοκληρώνοντας τη μνημειώδη παρουσίαση, όπως φιλοδοξεί.