Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Εγκαίνια του «Φωτογραφικού Μουσείου Ραιδεστού»


Η ομιλία του Δημήτρη Α. Μαυρίδη, κατά τα εγκαίνια του Φωτογραφικού Μουσείου της Παλιάς Ραιδεστού. 

Ραιδεστός, 1.12.2018

  Έχω γεννηθεί και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στη Βόρειο Ελλάδα. Παρά τούτο όταν χρειάζεται να προσδιορίσω την πατρίδα μου μου έρχεται στο νου ένας τόπος φαντασιακός δημιουργημένος από τη νοσταλγία που χαρακτήριζε τον πατέρα μου και τα αδέλφια του γεννημένα στις αρχές του 20ού αιώνα στην πόλη Tekirdağ.

Από πολύ μικρός άκουγα ιστορίες για το Tekirdağ, τότε λεγόμενο Ραιδεστός και είχα δημιουργήσει μια ρομαντική εικόνα για ένα ανύπαρκτο τόπο. Σιγά-σιγά εξιδανίκευσα τον τόπο της νοσταλγίας του πατέρα μου και δημιούργησα μία παραδείσια εικόνα για τον κόσμο της Ραιδεστού, την οποία είχα τοποθετήσει στα όρια του μύθου και της ιστορίας.

Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων, έλεγε ο Ηράκλειτος. Δηλαδή, ο δαίμων που χαρακτηρίζει υπαρξιακά κάθε άτομο, ξεκινά από τον τόπο και την κατοικία, το ήθος. Η ιδιαίτερη συγκρότηση του ατόμου δημιουργείται μετά τη συνείδηση του τόπου και του χώρου.  Για την ελληνική και τη βυζαντινή κοσμοαντίληψη ο χώρος είναι γεμάτος σημασίες, ορίζεται σαφώς και καθαγιάζεται με την παρουσία της Θείας Χάριτος. Ο τόπος αποκτά προστατευτικά μέσα για να αντιμετωπίσει τη βουλιμία του κακού που καραδοκεί έξω από τα σύνορα που έχουν καθαγιαστεί και είναι απρόσιτα.

 Τα σύγχρονα μέσα μαζικής πληροφόρησης υφαίνουν σήμερα ένα παγκόσμιο πλέγμα που απομακρύνει το εμπειρικό, το γνώριμο και το οικείο. Το παγκόσμιο αντικαθιστά το τοπικό. Το πρόσκαιρο καταργεί το ιστορικό. Ο τόπος φαίνεται να χάνει τη δύναμη του να αποκαλύπτει σημασίες. Η οικείωση είναι πια δύσκολη και γίνεται συνεχώς πιο σπάνια. Ο τόπος αποκτά πλέον χαρακτήρα διαδικαστικό κενό από σημασίες. Γίνεται χώρος που δεν είναι μόνιμος, που χρησιμεύει μόνο για να μας μεταφέρει εκεί που είναι ανάγκη να πάμε. Ο τόπος γίνεται μη τόπος. Ουσιαστική είναι η διαπίστωση ενός μεγάλου σύγχρονου διανοητή, του Martin Heidegger  ότιη έλλειψη πατρίδας είναι σήμερα ένα παγκόσμιο πεπρωμένο. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ιδεολογική και έχει την εξήγησή της,  πάντα κατά τον ίδιο διανοητή, στην αποχώρηση του ιστορικού στοιχείου μέσα από το Είναι. Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα μέσα σε ένα διαρκές παρόν.

Για μένα, λοιπόν, το πρόβλημα του μοντέρνου χώρου και τα προβλήματα της σύγχρονης πόλης είχαν ξεκαθαριστεί από τις αντιλήψεις αυτές. Παράλληλα, είχα μια έντονη επιθυμία να γνωρίσω το παρελθόν και το παρόν του Tekirdağ. Από τα βιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι της Αθήνας και στη Κωνσταντινούπολη άρχισα, πριν από 60 χρόνια, να μαζεύω παλιές φωτογραφίες. Αυτές αφορούσαν όλο τον κόσμο, αλλά έρριξα το βάρος μου στη Ραιδεστό. Έτσι, μάζεψα σχεδόν όλες τις φωτογραφίες της Ραιδεστού των αρχών του 20ού αιώνα και έψαχνα με τον φακό το περιβάλλον που υπήρχε τότε και που είχε ζήσει ο πατέρας μου. Ήθελα να βρω τί υπήρχε εκεί. Το σπίτι μας στη Ραιδεστό, κτισμένο από τον παππού μου το 1908, είχε τα πρωτεία των ερευνών και των ονειροπολήσεών μου.

 Το ιστορικό βάρος τέτοιων συλλογών έχει μεγάλη σημασία για τη συνείδηση και την κατανόηση της ταυτότητας και του πολιτισμού συγκεκριμένων λαών και εθνών και ιδίως αυτών που υφίστανται την τυραννία μιας κρίσης ταυτότητας. Η Ελλάδα είναι μια τέτοια χώρα. Η συλλογή που είχα ένιωθα ότι ικανοποιούσε μόνο εμένα και ότι ήταν αδικία να τη στερήσω και από άλλους ενδιαφερόμενους, που ήταν πολλοί. Γι΄ αυτό, όταν ο Δήμαρχος του Süleymanpaşa του Tekirdağ με βρήκε μετά από προσωπική του έρευνα, δεν δίστασα καθόλου να αποδεχθώ την τιμή που μου έκανε και μάλιστα να τον ευχαριστήσω γιατί στον σχεδιασμό του περιέλαβε ως στέγη του μουσείου φωτογραφίας το παλιό σπίτι του έκτισε ο παππούς μου και όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου, αλλά και όπου έχει ζήσει για πολλά χρόνια ο αξιότιμος Δήμαρχος κύριος Ekrem Eşkinat. Δώρησα λοιπόν τη συλλογή μου στο Δήμο του Süleymanpaşa, γιατί εκεί ανήκει.

Επίσης ευχαριστώ εκ βαθέων το Δήμαρχο κύριο Ekrem Eşkinat για την πρωτοβουλία του να μεταφράσει  στην Τουρκική το βιβλίο μου για το ταξίδι μου Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό.

Είμαι υπερήφανος γιατί μια πρωτοβουλία που είχε ιδιαίτερα κίνητρα έγινε μια πραγματικότητα που μέσω του πολιτισμού φέρνει τους λαούς κοντά και έχει συμβολική σημασία. 



























Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Η μελέτη του πολιτισμού στη Θράκη


Κατά την τελετή της αναγόρευσης του κ. Δημήτρη Α. Μαυρίδη, σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογία, της Σχολικής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, τον Μάρτιο του 2017, ο κ. Δημήτρης Α. Μαυρίδης εκφώνησε τον συνημμένο λόγο: 

Προσφωνήσεις :
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτη Κομοτηνής και Μαρώνειας,
Κύριε Πρύτανη
Κύριε Κοσμήτορα
Κύριε Πρόεδρε
Κύριοι Καθηγητές,  Κυρίες Καθηγήτριες
Αγαπητοί Σπουδαστές και Αγαπητές Σπουδάστριες


Κυρίες και Κύριοι,

 Η Θράκη βρίσκεται στο κέντρο περίπου ενός πολύ σημαντικού γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και όπου υπάρχουν μερικές από τις διασημότερες τοποθεσίες της υφηλίου.

Από τη Θράκη ακόμη περνούν οι δρόμοι που συνδέουν ηπείρους και θάλασσες, τη Δύση με την Ανατολή και τον Βορρά με τον Νότο.

Οι ακτές της Θράκης βρέχονται από τις τρεις θάλασσες της Ρωμηοσύνης: Το Αιγαίο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο. Η Θράκη είναι κομβικό σημείο για το λεγόμενο "Ανατολικό Ζήτημα", ένα ιστορικό φαινόμενο, το οποίο δημιουργείται στο μέτωπο της συνάντησης τριών ηπείρων και τριών τουλάχιστον πολιτισμών. Γεωπολιτική κομβική εστία του Ανατολικού Ζητήματος είναι η Κωνσταντινούπολη. Σημεία τριβής είναι ο Βόσπορος, ο Ελλήσποντος, το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος. Το Ανατολικό Ζήτημα είναι διαχρονικό και κύρια παράμετρός του είναι η αντιπαράθεση της Ευρώπης με την Ασία.

Είμαι από τα γεννοφάσκια μου Θρακιώτης! Κατά την ταραγμένη περίοδο των Βενετοτουρκικών Πολέμων τον 17ο και 18ο αιώνα αριθμός Μανιατών αναγκάστηκε να εκπατριστεί, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει. Κύριες περιοχές όπου έπλευσαν οι φυγάδες Μανιάτες ήταν η Δυτική Μικρά Ασία, η Θράκη και η Κορσική.  Ένας από τους φυγάδες ήταν και προπάππους μου.

Στη Θράκη, μια περιοχή που υποδέχθηκε Μανιάτες φυγάδες ήταν η εκτεταμένη λοφώδης και εύφορη έκταση που απλώνεται γύρω από το αρχαίο Ιερό Όρος, το όρος Γάνος των Βυζαντινών, το οποίο ήταν γνωστό ως μοναστική πολιτεία, παρόμοια οργανωμένη με το Άγιον Όρος. Πλησιέστερο αστικό κέντρο προς τον Γάνο είναι η αρχαία εμπορική πόλη της Ραιδεστού, ενώ γύρω από το όρος Γάνος υπάρχουν 28 χωριά στα οποία ζούσαν κυρίως Έλληνες  φυγάδες από το Αιγαίο.

Οι Μανιάτες πρόγονοί μου εγκαταστάθηκαν στο πλούσιο κεφαλοχώρι Σχολάριο. Μεταξύ άλλων πιστοποίησα οικογενειακές διηγήσεις οι οποίες μιλούν για δύο παππούδες μου, που την Άνοιξη του 1821 κρεμάστηκαν στην πύλη της Συλήβριας στα τείχη της Κωνσταντινούπολης για εκφοβισμό.

Δεν θα σας κουράσω με λεπτομέρειες από την εμπορική δραστηριότητα των μελών της οικογένειας, η οποία επεκτάθηκε μέχρι τις Ινδίες. Εκεί η πλούσια αγροτική παραγωγή της Ανατολικής Θράκης ήταν περιζήτητη. Αυτό άλλωστε χαρακτηρίζει την εξωστρεφή και τολμηρή διάθεση των ομοεθνών μας της "Καθ’ ημάς -Ανατολής". Ούτε θα αναφερθώ στα πάθη των ιδίων, όταν επιχειρήθηκε το 1913-1915 εθνική εκκαθάριση εις βάρος των Ρωμηών της Θράκης, του Πόντου και της Δυτικής Μικράς Ασίας.

Όλη αυτή την περίοδο ανεγέρθησαν δύο σπίτια: Ένα κατάγραφο ξύλινο κονάκι στο Σχολάριο, το οποίο δεν σώζεται σήμερα και ένα ξύλινο αστικό σπίτι στο Φραγκομαχαλά της Ραιδεστού, το οποίο ανήκει στο Δήμο του Τεκίρνταγκ, όπως ονομάζεται η Ραιδεστός σήμερα και προορίζεται για μουσείο του Δήμου.

Ένας καρπός της ενασχόλησής μου με τη Ραιδεστό, τα ξύλινα σπίτια της οποίας έχω φωτογραφήσει εξ ολοκλήρου,  είναι το βιβλίο "Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό - Σε αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας". Με την πείρα που απέκτησα φωτογραφίζοντας την παλαιά Ραιδεστό συνέχισα αποτυπώνοντας την ελληνική παρουσία στον πολιτιστικό χώρο της πάλαι ποτέ "Καθ’ ημάς Ανατολής". Ο επόμενος στόχος ήταν η Τρίγλια  της Βιθυνίας. Θα συνέχιζα με την Κομοτηνή, της οποίας όμως το ιστορικό βάθος κατά την βυζαντινή εποχή ήταν δύσκολο να  διαχειριστώ.
 Η προσπάθειά μου για την Κωνσταντινούπολη υπερέβαινε τις δυνάμεις μου. Ασχολήθηκα, λοιπόν, με την Ξάνθη.

Θα φανεί ίσως παράξενο αν σας πω ότι τα πέντε βιβλία που έχω γράψει για την Ξάνθη δεν στοχεύουν αποκλειστικά στην τοπική ιστορία. Εκείνο που κυρίως με απασχολεί είναι γενικές αρχές που μεταφέρουν και διατηρούν σημασίες. Και οι σημασίες αυτές είναι συγκεκριμένες. Σημαίνουν την ταυτότητα και οδηγούν στην ελευθερία, αφού η θρησκευτική μας πίστη, η παράδοση, η ιστορία, η γλώσσα και η τοπικότητα είναι τα στοιχεία και οι βάσεις της ελευθερίας μας, και αφού η ασφαλέστερη ανεξαρτησία βασίζεται στην πολιτισμική ταυτότητα, ενώ η πιο απόλυτη υποδούλωση βασίζεται στην πολιτισμική υποταγή.

Στη χωροταξική διάταξη της Ξάνθης διακρίνονται ακόμη οι βυζαντινές μυστικές αντιλήψεις για καθαγίαση του χώρου. Έπειτα, η πόλη, όπως διατηρείται κτισμένη γύρω από τις εκκλησίες, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα οικισμού της "Καθ’ ημάς Ανατολής". Αλλά είναι και το πληρέστερα διατηρούμενο στον ελλαδικό χώρο δομημένο παράδειγμα της κοινοτικής οργάνωσης του νεότερου Ελληνισμού κατά την ύστερη Τουρκοκρατία. Κτίτορας της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα με την καθοδήγηση της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι πόροι για την ανέγερση της πόλης προέρχονται από την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα της κοινότητας. Η Ξάνθη είναι δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού.

Η εκ βάθρων ανέγερση της κατεστραμμένης από σεισμούς πόλης το 1829, γίνεται από μπουλούκια οικοδόμων από τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Αυτοί μεταφέρουν τον λαϊκό πολιτισμό του αναγεννημένου Νέου Ελληνισμού στην Ξάνθη και τη Θράκη.

Οι επαφές με την Κεντρική Ευρώπη, λόγω της έντονης εμπορικής δραστηριότητας σχετικά με τον καπνό, αποτυπώνονται στο χαρακτήρα της πόλης. Η πόλη αποκτά κοσμοπολίτικο αέρα και αναδεικνύεται σε ελληνικό οικονομικό κέντρο, υπό Οθωμανική Διοίκηση.  Μεγάλη είναι η κινητικότητα των πληθυσμών της πόλης, η οποία αποτελεί ένα καταφύγιο φυγάδων και προσφύγων.

Στη διατηρούμενη Παλιά Πόλη της Ξάνθης απαντώνται στοιχεία της λαϊκής, της "αρχοντικής" και της εκκλησιαστικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Τα παραδοσιακά αυτά στοιχεία συνυπάρχουν με στοιχεία της κεντροευρωπαϊκής μπελ επόκ, της αρχιτεκτονικής του εκλεκτικισμού των αστικών κέντρων της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και του νεοκλασικισμού του Νέου Ελληνικού Κράτους. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης είναι ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο, καθρέπτης της εξωστρέφειας του Ελληνισμού και του κοσμοπολιτισμού των Ρωμηών της "Καθ’ ημάς Ανατολής", αλλά και τόπος αρμονικής συμβίωσης πληθυσμών με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές.

Έχουμε, δηλαδή, εδώ τη ζώσα και ορατή παρουσία όσων συνιστούν την εθνική και πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία: Βυζάντιο, Νέος Ελληνισμός, "Καθ’ ημάς Ανατολή",  Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, Κοινότητες των Ρωμηών κατά την Τουρκοκρατία, Μικρασιατική Καταστροφή.

Όμως οι σημασίες που μεταφέρει η Παλιά Πόλη της Ξάνθης δεν αφορούν μόνο το ιστορικό περιβάλλον, αλλά απλώνονται και στη σύγχρονη προβληματική, όπως συνειδητά ή ασυνείδητα τη βιώνουμε.

 Διαστημικοί δορυφόροι, ερτζιανά κύματα, ψηφιακή καλωδίωση, συστήματα πληροφόρησης υφαίνουν σήμερα ένα παγκόσμιο πλέγμα που απομακρύνει το εμπειρικό, το γνώριμο και το οικείο. Το παγκόσμιο αντικαθιστά το τοπικό. Το πρόσκαιρο καταργεί το ιστορικό. Ο τόπος φαίνεται να χάνει τη δύναμη του να αποκαλύπτει σημασίες. Η οικείωση είναι πια δύσκολη και γίνεται συνεχώς πιο σπάνια. Ο τόπος αποκτά πλέον χαρακτήρα διαδικαστικό κενό από σημασίες. Γίνεται χώρος που δεν είναι μόνιμος, που χρησιμεύει μόνο για να μας μεταφέρει εκεί που είναι ανάγκη να πάμε. Ο τόπος γίνεται μη τόπος. Ουσιαστική είναι η διαπίστωση ενός μεγάλου σύγχρονου διανοητή ότι "η έλλειψη πατρίδας είναι σήμερα ένα παγκόσμιο πεπρωμένο". Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ιδεολογική και έχει την εξήγησή της,  πάντα κατά τον ίδιο διανοητή, "στην αποχώρηση του ιστορικού στοιχείου μέσα από το Είναι". Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα μέσα σε ένα "διαρκές παρόν".

Μετά το 1922, με την καταστροφή του ευρύτερου Ελληνισμού, η Ελλάδα περιορίζεται όλο και περισσότερο σε μια χώρα των συνόρων. Τα σύνορά μας όμως δεν βρίσκονται πια μόνο στον Έβρο, στο Αιγαίο ή στην Κύπρο, αλλά και παντού εκεί όπου φθάνει η παιδεία μας, η αίσθηση του τόπου και η συνείδηση της ταυτότητας. Τα σύνορα παύουν να είναι γραμμικά και απλώνονται και διακλαδώνονται παντού στον εμπειρικό και στον νοητικό χώρο. Φαίνεται πια καθαρά ότι είναι απολύτως αναγκαίο να επανασυνδεθούμε σταθερά με αυτό που μας καθορίζει.

Ιδού λοιπόν σήμερα εδώ οι πόλεις της Θράκης ως σύνορα και ως τόποι, απ’ όπου μπορούμε να πλησιάσουμε αυτό που μας φαίνεται μακρινό, να συνδέσουμε το πρόσκαιρο με το διαρκές και να αντικαταστήσουμε το άξενο με το οικείο.

Ευχαριστώ εκ βαθέων τη Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης και ειδικότερα το Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας ,για την τιμή που μου επιφύλαξαν.

Αυτό με ικανοποιεί, γιατί το ερμηνεύω ως αποτέλεσμα συλλογικής συναίνεσης και αποδοχής. Πράγμα που αξιολογώ ιδιαίτερα, γιατί πιστεύω ότι χωρίς τη συλλογικότητα η κοινωνική πραγματικότητα προκύπτει μόνο προσθετικά, ως άθροισμα ατομικών ιδιοτήτων και όχι ως ενιαία παράδοση και ζωντανός πολιτισμός. Αυτή την ενιαία παράδοση και τον ζωντανό πολιτισμό είναι αναγκαίο να παρουσιάσουμε και να αναδείξουμε.

Κυρίες και κύριοι σας ευχαριστώ.