Πρόκειται για εντυπωσιακού όγκου λεύκωμα με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, που καλύπτει ολόκληρο τον ιστορικό-γεωγραφικό χώρο της Βόρειας, Ανατολικής και Δυτικής Θράκης, όπως επίσης της Σαμοθράκης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Η έκδοση αυτή εντάσσεται στην κατηγορία παρόμοιων λευκωμάτων που κυκλοφορούν από τη δεκαετία του 1980 και παρουσιάζουν τους χώρους εντός και εκτός του σημερινού ελληνικού κράτους, στους οποίους έζησε και δημιούργησε επί αιώνες ο Ελληνισμός. Τα λευκώματα αυτά βοηθούν επίσης την εκ νέου προσέγγιση χώρων και μνημείων που μας είναι άγνωστα ή απωθημένα στο συλλογικό υποσυνείδητο, πλην όμως οικεία και γι’ αυτό μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για ταξίδια προσκυνήματος μύησης και αναζήτησης.
Η γενική εικόνα του βιβλίου ως λευκώματος είναι καλή, παρόλο που η σελιδοποίηση συχνά πάσχει από την ύπαρξη λευκών κενών χώρων σε αρκετές σελίδες. Πολλές φωτογραφίες είναι εξαιρετικές και τα θέματα καλά διαλεγμένα. Η εκτύπωση και η τεχνική πλευρά των φωτογραφιών είναι γενικά πολύ καλές. Ωστόσο, η παράθεση φωτογραφιών δεν αρκεί. Δεν μπορούμε να πούμε ότι τα εισαγωγικά σημειώματα, ο σχολιασμός, ο υπομνηματισμός των φωτογραφιών του λευκώματος και η βιβλιογραφία βοηθούν πάντα τον απαιτητικό αναγνώστη να κατανοήσει πλήρως το φωτογραφικό υλικό. Πιθανόν οι συγγραφείς δεν θέλησαν να δώσουν έμφαση στο λόγο και προτίμησαν να προβάλουν μόνο την εικόνα.
Παρακάτω παρατίθενται ενδεικτικά ορισμένες παραλείψεις και ανακρίβειες:
Στη σ. 10, η λεζάντα της λιθογραφίας αναφέρει απλά ότι εικονίζεται η "συνθηκολόγηση και παράδοση του Διδυμοτείχου". Ο αναγνώστης, φυσικά διερωτάται για ποιά γεγονότα πρόκειται και τι συνέβη γύρω στο 1838 που τυπώθηκε η λιθογραφία. Θα έπρεπε να σημειώνεται ότι πρόκειται για την «Πρώτη Ρωσία», δηλαδή την πρόσκαιρη κατάληψη του Διδυμότειχου από τους Ρώσους κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828/1829[1].
Στη σ. 31, δεν γίνεται λόγος για τους 260.000 πρόσφυγες που εγκατέλειψαν την Ανατολική Θράκη κατά το 1922, αν και δίδονται αριθμοί για τις Νεοτουρκικές διώξεις του 1914 και για τους πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας (1906-1926).
Στη σ. 57 αναφέρεται ότι: "τα φημισμένα καπνά της Ξάνθης προέρχονται ως επί το πλείστον απ΄ τα Πομακοχώρια". Αυτό είναι ανακρίβεια, αφού είναι γνωστό ότι τα φημισμένα καπνά της Ξάνθης προέρχονται ως επί το πλείστον από τους γιακάδες[2], δηλαδή τους γηλόφους μεταξύ της Ροδόπης και του κάμπου της Ξάνθης, όπου οι Πομάκοι εγκαταστάθηκαν σχετικά πρόσφατα[3].
Στη σ. 66 αναφέρεται "το ροζ αρχοντικό του Αργίτη". Πρόκειται για αρχοντικό της Ξάνθης σε ύφος νεοκλασσικό με ανατολίτικα σαχνισιά, παλιά ιδιοκτησία Καλούδη, βαμμένο ανέκαθεν σε χρώμα ώχρας και μόλις πρόσφατα ατυχώς βαμμένο ροζ. Όσο για τον Αργίτη, είναι αμφίβολο αν τέτοιο όνομα υπήρξε στη Ξάνθη.
Στη σ. 67 δεν αναφέρεται ότι εικονίζεται το Νηπιαγωγείο Στάλιου, κτισμένο το 1870 σε ύφος νεοαναγεννησιακό, ως ευεργεσία του ομώνυμου πλούσιου καπνέμπορου προς την πόλη της Ξάνθης στα πλαίσια της κοινοτικής αντίληψης.
Στη σ. 81 αναφέρεται ότι η Μονή της Αρχαγγελιώτισσας στη Ξάνθη ιδρύθηκε το 1834-1835, ενώ είναι γνωστό ότι η μονή ανοικοδομείται τότε, μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1829, ενώ η ίδρυση της Μονής ανάγεται σε πολύ παλαιότερους χρόνους.
Στη σ. 125 φαίνεται να γίνεται σύγχυση μεταξύ Μαρώνειας και Τόπειρου που απέχουν η μια από την άλλη περί τα εκατόν είκοσι χιλιόμετρα.
Η εντύπωση που δίνεται για την Ανατολική Θράκη, ότι δηλαδή χάθηκαν τα ίχνη της ελληνικής παρουσίας (σ. 291) δεν είναι σωστή. Ο φιλέρευνος ταξιδιώτης μπορεί να ανακαλύψει ικανό αριθμό εκκλησιών, σχολείων και παλιών ελληνικών σπιτιών στις άλλοτε ελληνικές συνοικίες των πόλεων και των χωριών της Ανατολικής Θράκης.
Στη σ. 294 αναφέρεται ότι διατηρείται σήμερα στην Ραιδεστό, (που ποτέ δεν ήταν ούτε είναι κωμόπολη, όπως γράφεται στη σελ. 2), η οδός των Προξενείων και "κάνα-δυο δρόμοι με ξύλινα σπίτια στην σειρά". Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο, αφού η οδός των Προξενείων κάηκε το 1936, εκτός από ένα τμήμα της με το κτήριο του "Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ραιδεστού - Αναγνωστήριο Βισάνθη", ενώ σώζονται πάνω από εκατό από τα χαρακτηριστικά ξύλινα σπίτια στις πάλαι ελληνικές συνοικίες.
Στη σ. 301 εικονίζεται κατά τον σχολιαστή η υπόγεια σκαπτή εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, ενώ πρόκειται για το ναό του Αγίου Νικολάου της Μηδείας[4].
Στη σ. 331 αναφέρεται ότι το νυν αρχαιολογικό μουσείο της Ραιδεστού βρίσκεται στη θέση του ναού της Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας. Στην πραγματικότητα, ο ναός ήταν κτισμένος πιο κάτω, δίπλα στη θάλασσα, εκεί που σήμερα βρίσκεται η Στρατιωτική Λέσχη. Στην ίδια σελίδα, το εικονιζόμενο σχολείο δεν είναι το «Γεωργιάδειο Αρρεναγωγείο», όπως γράφεται, αλλά «Τα Θεοδωρίδεια», παρθεναγωγείο κτισμένο από τους κληρονόμους του εμπόρου δημητριακών Κωνσταντίνου Θεοδωρίδη, με χρονολογία στο υπέρθυρο 1909[5].
Στη σελ. 335 η φωτογραφία 522 δεν απεικονίζει τα ερείπια της ανύπαρκτης Μονής της Ζωοδόχου Πηγής, όπως γράφεται, αλλά αυτά της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Καλαφάτη[6] έξω από τη Χώρα των Γανοχώρων.
Στη σ. 336 (φωτογραφία 524), οι συγγραφείς δεν πληροφορήθηκαν πρώτον, ότι ο εικονιζόμενος πλάτανος φυτρώνει πάνω στο αγίασμα της μονής του Αγίου Γεωργίου κοντά στη θάλασσα, δεύτερον, ότι πίσω από τον εικονιζόμενο πλάτανο στους θάμνους, διασώζονται τα ερείπια του ναού των Αγίων Θεοδώρων και, τρίτον, ότι από το σημείο αυτό αναχώρησαν οι Αυδημιώτες για τη Θεσσαλονίκη και την Αιδηψό, κατά το δραματικό Οκτώβριο του 1922[7].
Τελειώνοντας, εκφράζουμε την ευχή η επόμενη έκδοση αυτού του λευκώματος να περιλαμβάνει περισσότερα και ακριβέστερα κατατοπιστικά στοιχεία σχετικά με το φωτογραφικό υλικό και ελπίζουμε οι παρατηρήσεις μας να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση. [2] Τουρκική λέξη που σημαίνει υψώματα.
[3] Φ. ΑΛΤΖΙΤΖΟΓΛΟΥ: Οι γιακάδες και ο κάμπος της Ξάνθης, Αρχείον Γεωργοοικονομικών Μελετών Αγροτικής τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1941, σελ. 2
[6] Π. ΛΕΚΚΟΣ, Οι μονές της Βόρειας και Ανατολικής Θράκης, Θεσσαλονίκη 1999, 341· Μ. ΓΕΔΕΩΝ, Μνήμη Γιανοχώρων, Κωνσταντινούπολις, 1914, 50.
[7] Μ. ΜΑΡΑΒΕΛΑΚΗΣ - Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης., Θεσσαλονίκη 1955, 450.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου