Η απογείωση της εθνικής οικονομίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 δεν ακολουθήθηκε με τον ίδιο ρυθμό από τις πόλεις της Θράκης. Η περιθωριοποίηση και η οικονομική παρακμή της Θράκης καθυστέρησαν την ανοικοδόμηση στις πόλεις της. Τις δεκαετίες του 1950 και 1960, όταν η χώρα αντιμετώπιζε αποτελεσματικά το οξύ στεγαστικό πρόβλημα που κληροδότησαν οι καταστροφές της δεκαετίας του 1940 και η αστικοποίηση που επέβαλε η μεταπολεμική ταχύρυθμη ανάπτυξη, οι πόλεις της Θράκης παρέμειναν όπως είχαν διαμορφωθεί στις αρχές του 20ου αιώνα και τον μεσοπόλεμο. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η πόλη της Ξάνθης βρέθηκε σε πλήρη αναπτυξιακή πορεία η οποία προξένησε έντονη ζήτηση κατοικίας. Παράλληλα, η εγκατάσταση πληθυσμών από την περιφέρεια ενίσχυσε τη ζήτηση. Η απάντηση ήταν, βέβαια, η πολυκατοικιοποίηση, η οποία είχε ήδη επιβληθεί ως επιτυχές μοντέλο στέγασης των αστικών πληθυσμών της υπόλοιπης χώρας. Το σύστημα της αντιπαροχής είχε αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικό για την παραγωγή σύγχρονων κατοικιών, ώστε οι ελληνικοί πληθυσμοί να στεγασθούν με υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης.
Η πολυκατοικιοποίηση των ελληνικών πόλεων συνέβη σε εποχή που επικράτησε η αντίληψη ότι ο λαϊκός πολιτισμός ήταν πια ξεπερασμένος. Τόσο, ώστε οι νέες μορφές στο δομημένο περιβάλλον έπρεπε να συμφωνούν με την αντίληψη του μοντέρνου. Παράλληλα, η εξασφάλιση εισοδήματος και κέρδους στους ιδιοκτήτες γης, αλλά και τα υψηλά κέρδη που πραγματοποιούσαν οι εργολάβοι επέβαλαν την χωρίς όριο εκμετάλλευση του χώρου. Η επιλογή λοιπόν της ανοικοδόμησης σε υψηλή πυκνότητα, που ικανοποιούσε αμφότερους τους ιδιοκτήτες και τους εργολάβους, κατέληξε σε αρνητικό αποτέλεσμα για όλες τις ελληνικές πόλεις. Δημιουργήθηκε ένα άξενο αστικό περιβάλλον υψηλών κτηρίων σε όλο το μήκος των στενών οδικών αξόνων. Η καταχρηστική εφαρμογή των όρων δόμησης και οι ανεξέλεγκτες υπερβάσεις επιβάρυναν τον αστικό χώρο σε βαθμό που έγινε άσχημος και καταπιεστικός. Τα βιοκλιματικά στοιχεία αγνοήθηκαν, η αισθητική ξεχάσθηκε, περιοχές χωρίς ορθολογική ρυμοτομία ανοικοδομήθηκαν, ο δημόσιος χώρος έπαψε να υπάρχει. Αλλά και η συνεχής παραγωγή νέων κατοικιών απαξίωσε το ιστορικό περιβάλλον. Η αισθητική του δομημένου περιβάλλοντος στον ελλαδικό χώρο είναι πλέον ενιαία και οι ελληνικές πόλεις έχασαν σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα και την ιδιαίτερη ατομικότητα που τις ξεχώριζε. Αλλά και η προστασία συγκεκριμένων κτισμάτων που κηρύσσονται διατηρητέα δημιουργεί ασύμμετρες πραγματικότητες. Η πόλη της Ξάνθης ευτύχησε να αποφύγει για το παλιό τμήμα της τη μοίρα αυτή.
Το έτος 1976 αποτέλεσε ορόσημο για την πόλη της Ξάνθης. Μετά την εκδήλωση των γνωστών εξωτερικών απειλών ελήφθησαν σύνθετα μέτρα για την σε μαρασμό ευρισκόμενη πόλη: εγκαταστάθηκε εκεί το Δ΄ Σώμα Στρατού, ιδρύθηκαν σχολές του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, και νομοθετήθηκαν ειδικά κίνητρα για την εγκατάσταση μεταποιητικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων στη Θράκη. Τα οικονομικά κίνητρα προξένησαν την ίδρυση δεκάδων ιδιωτικών και συνεταιριστικών βιομηχανικών μονάδων. Σύντομα, με την έλευση και εγκατάσταση των στρατιωτικών και των φοιτητών, η ζήτηση κατοικίας έλαβε διαστάσεις πρωτοφανείς για την πόλη. Την πόλη συγκροτούσε τότε η Νέα Πόλη που οικοδομήθηκε μετά το 1923 για να στεγάσει τους πρόσφυγες και η Παλιά Πόλη που είχε ανοικοδομηθεί μετά το 1829, όταν ισοπεδώθηκε από σεισμούς, επάνω στα ίχνη της βυζαντινής πόλης. Η Παλιά Πόλη αποτελούσε δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού και διατηρούσε την ατμόσφαιρα της καθ’ ημάς Ανατολής. Τα δύο οικιστικά σύνολο συνυπήρχαν αρμονικά. Ωστόσο, το 1939 είχε επιχειρηθεί πολεοδομικός εκσυγχρονισμός με τη χάραξη νέων δρόμων στον παραδοσιακό οικισμό και τη σύνταξη νέου πολεοδομικού σχεδίου. Η εφαρμογή των πολεοδομικών νεωτερισμών θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του οικισμού της Παλιάς Πόλης ο οποίος λόγω οικονομικής παρακμής είχε παραμείνει μέχρι το 1976 σχεδόν άθικτος.
Τότε, συνέβη κάτι μοναδικό για τα πολεοδομικά μας πράγματα. Με πρωτοβουλία του Νομάρχη Κωνσταντίνου Θανόπουλου ο Υπουργός Πολιτισμού Κωνσταντίνος Τρυπάνης εξέδωσε απόφαση διάσωσης και προστασίας ολόκληρης της Παλιάς Ξάνθης, ώστε η Νέα Πόλη να αποτελέσει πλέον το πεδίο της ανοικοδόμησης και πολυκατοικιοποίησης.
Κινούμενοι από τις αντικειμενικές ανάγκες και τις νοοτροπίες της εποχής εκείνης οι κάτοικοι και ιδιοκτήτες των ακινήτων της Παλιάς Πόλης αντέδρασαν μαζικά στην ανακήρυξή της ως διατηρητέας. Το σύνολο των αιρετών εκπροσώπων του Δήμου και του Νομού, των επαγγελματικών, εμπορικών συνδικαλιστικών, και πολιτιστικών φορέων υποστήριξαν τις αντιδράσεις των κατοίκων. Η αντίδραση κλιμακώθηκε με διαμαρτυρίες, δημοσιεύσεις, συγκεντρώσεις και ψηφίσματα και διάρκεσε σχεδόν τρία χρόνια. Ευτυχώς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε όλη την Ελλάδα, η πολιτεία δεν υποχώρησε και έτσι η Παλιά Ξάνθη σώθηκε. Η Βόρεια Ελλάδα πλουτίσθηκε με ένα ανοικτό μουσείο εκφράσεων, ρυθμών και αρχιτεκτονικής που μαρτυρά, χαρακτηρίζει και περιγράφει τις πραγματικότητες των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής κατά τον 19ο αιώνα.
Αλλά η ιστορικότητα που διατηρεί σήμερα η πόλη της Ξάνθης δεν αφορά μόνον την τοπική ιστορία, δεν έχει μόνον στενό τοπικό ενδιαφέρον, αλλά έχει βαρύτητα γενικότερη.
Εκείνο που το περιβάλλον της Ξάνθης μεταφέρει σε μας, σύγχρονους πολίτες μιας παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας, είναι γενικές αρχές που διατηρούν σημασίες. Και οι σημασίες αυτές είναι συγκεκριμένες. Σημαίνουν την ταυτότητα και οδηγούν στην ελευθερία. Αφού η ασφαλέστερη ανεξαρτησία είναι η πολιτισμική ανεξαρτησία, ενώ η χειρότερη υποταγή είναι η πολιτισμική υποδούλωση. Αλλά και αφού η θρησκευτική μας πίστη, η παράδοση, η ιστορία, η γλώσσα είναι τα στοιχεία της ελευθερίας μας.
Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να παρουσιάσουμε με απλά λόγια τις σημασίες που μεταφέρει και διατηρεί η προστατευόμενη σήμερα Παλιά Ξάνθη.
Πρώτα-πρώτα, στη χωροταξική διάταξη της Ξάνθης διακρίνονται ακόμη οι βυζαντινές μυστικές αντιλήψεις για καθαγίαση του χώρου. Έπειτα, η πόλη, όπως διατηρείται, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα οικισμού της καθ’ ημάς Ανατολής. Αλλά είναι και το πληρέστερα διατηρούμενο στον ελλαδικό χώρο δομημένο παράδειγμα της κοινοτικής οργάνωσης του νεότερου Ελληνισμού κατά την ύστερη Τουρκοκρατία. Κτίτορας της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα με την καθοδήγηση της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι πόροι για την ανέγερση της πόλης προέρχονται από την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα της κοινότητας. Η Ξάνθη είναι δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού. Η εκ βάθρων ανέγερση της κατεστραμμένης από σεισμούς πόλης γίνεται από μπουλούκια οικοδόμων από την Ήπειρο και την Μακεδονία. Αυτοί μεταφέρουν τον λαϊκό πολιτισμό του αναγεννημένου Νέου Ελληνισμού στην Ξάνθη και στη Θράκη. Μεγάλη είναι η κινητικότητα των πληθυσμών της πόλης, η οποία αποτελεί ένα καταφύγιο φυγάδων και προσφύγων. Στη διατηρούμενη Παλιά Πόλη της Ξάνθης απαντώνται στοιχεία της λαϊκής, της "αρχοντικής" και της εκκλησιαστικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Τα παραδοσιακά στοιχεία συνυπάρχουν με στοιχεία της κεντροευρωπαϊκής μπελ επόκ, της εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής των αστικών κέντρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και του νεοκλασσικισμού του Νέου Ελληνικού Κράτους. Η Παλιά Πόλη είναι ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο, καθρέπτης της εξωστρέφειας του Ελληνισμού και του κοσμοπολιτισμού των Ρωμηών της καθ’ ημάς Ανατολής, αλλά και τόπος αρμονικής συμβίωσης πληθυσμών με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές.
Έχουμε, δηλαδή, εδώ την ζώσα και ορατή παρουσία όσων συνιστούν την εθνική και πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία: Βυζάντιο, Νέος Ελληνισμός, καθ’ ημάς Ανατολή, Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, Κοινότητες των Ρωμηών κατά την Τουρκοκρατία, Μικρασιατική Καταστροφή.
Όμως οι σημασίες που μεταφέρει η Παλιά Πόλη της Ξάνθης δεν αφορούν μόνο το ιστορικό περιβάλλον, αλλά απλώνονται και στη σύγχρονη προβληματική, όπως συνειδητά η ασυνείδητα τη βιώνουμε.
Διαστημικοί δορυφόροι, ερτζιανά κύματα, ψηφιακή καλωδίωση, συστήματα πληροφόρησης υφαίνουν σήμερα ένα παγκόσμιο πλέγμα που απομακρύνει το εμπειρικό, το γνώριμο και το οικείο. Το παγκόσμιο αντικαθιστά το τοπικό. Το πρόσκαιρο καταργεί το ιστορικό. Ο τόπος φαίνεται να χάνει τη δύναμή του να αποκαλύπτει σημασίες. Η οικείωση είναι πια δύσκολη και γίνεται συνεχώς πιο σπάνια. Ο τόπος αποκτά πλέον χαρακτήρα διαδικαστικό κενό από σημασίες. Γίνεται χώρος που δεν είναι μόνιμος, που χρησιμεύει μόνο για να μας μεταφέρει εκεί που είναι ανάγκη να πάμε. Ο τόπος γίνεται μη τόπος. Ουσιαστική είναι η διαπίστωση ενός μεγάλου σύγχρονου διανοητή ότι «η έλλειψη πατρίδας είναι σήμερα ένα παγκόσμιο πεπρωμένο». Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ιδεολογική και έχει την εξήγησή της, πάντα κατά τον ίδιο διανοητή, στην αποχώρηση του ιστορικού στοιχείου μέσα από το Είναι. Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα μέσα σε ένα «διαρκές παρόν». Στα καθ’ ημάς, υπάρχει επί πλέον η πραγματικότητα του αστικού εφιάλτη, που είναι το αντίθετο αυτού που κατά παράδοση ονομάζουμε πόλη, δηλαδή του οικισμού που ξεχωρίζει και ανυψώνεται γιατί διαθέτει μια χαρακτηριστική ψυχή.
Μετά το 1922, με την καταστροφή του ευρύτερου Ελληνισμού, η Ελλάδα περιορίζεται όλο και περισσότερο σε μία χώρα των συνόρων. Τα σύνορά μας δεν βρίσκονται πια μόνο στον Έβρο, το Αιγαίο η την Κύπρο, αλλά και παντού εκεί όπου φθάνει η παιδεία μας, η αίσθηση του τόπου και η συνείδηση της ταυτότητας. Τα σύνορα παύουν να είναι γραμμικά και απλώνονται και διακλαδώνονται παντού στον εμπειρικό και στον νοητικό χώρο. Φαίνεται πια καθαρά ότι είναι απολύτως αναγκαίο να επασυνδεθούμε σταθερά με αυτό που μας καθορίζει.
Ιδού λοιπόν σήμερα εδώ μία πόλη σύνορο που στέκεται ως τόπος, απ’ όπου μπορούμε να πλησιάσουμε αυτό που μας φαίνεται μακρινό, να συνδέσουμε το πρόσκαιρο με το διαρκές και να αντικαταστήσουμε το άξενο με το οικείο.