ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ Δ. ΜΑΥΡΙΔΗ
1. Ο ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ. Τό βιβλίο, πού παρουσιάζουμε, ἔχει ὡς ἀφορμή ταξίδια στήν Ἀνατολική Θράκη, στή βόρεια ἀκτή τῆς Προποντίδας, ἀμέσως ἔξω ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί προς δυτικά κατά μῆκος τῆς ἀκτῆς, μέχρι τήν περιφέρεια τῆς Ραιδεστοῦ, μέ τό παρά τή θάλασσα Ἱερό Ὄρος καί τά 28 χωριά πού ἀποτελοῦσαν τά Γανόχωρα.
Ἡ περιοχή αὐτή δέν ἔχασε μέχρι πρόσφατα τήν ἑλληνικότητά της˙ ἔγινε, μάλιστα, χῶρος συγκέντρωσης καί συσπείρωσης ἑλληνικῶν πληθυσμῶν, πού ἀπό τόν 14ο αἰῶνα, μέ τήν ἄφιξη τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων στή Βιθυνία, ζήτησαν καταφύγιο στή βόρεια ἀκτή τῆς Προποντίδας. Ἀκόμη, μετά, τόν 17ο αἰῶνα, ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ, ἰδίως στίς πλαγιές τοῦ Ἱεροῦ Ὄρους, φυγάδες ἀπό τό Αἰγαῖο καί τήν Πελοπόννησο. Στά βουνά κατέφυγαν οἱ Ἕλληνες καί τά βουνά τούς προστάτευσαν.
Τούς πρώτους τρομερούς αἰῶνες μετά τήν τουρκική κατάκτηση ἀκολούθησε ἡ ἀνασύνταξη τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν. Μέ τόν Εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό, τό οἰκονομικό ἐνδιαφέρον τῶν Δυτικῶν, τή συνθήκη τοῦ Κιουτσούκ Καϊναρτζῆ καί μέ τίς προσπάθειες γιά ἐκσυγχρονισμό τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἐμφανίζονται ἀπό τόν 18ο αἰῶνα συνθῆκες πού ἐπιτρέπουν τή δημιουργία μιᾶς ρωμαίικης ἐμπορευματικῆς τάξης καί τήν ἀνάπτυξη τῆς ἑλληνικῆς ἐμπορικῆς ναυτιλίας. Μέ τίς ὀθωμανικές μεταρρυθμίσεις, στά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα, οἱ ἄπιστοι Τζιμμῆδες, ὑπήκοοι δεύτερης κατηγορίας, ἀνέρχονται καί γίνονται σημαντικό τμῆμα τῆς ἀστικῆς τάξης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Παράλληλα, οἱ δημογραφικές συνθῆκες στό Αἰγαῖο καί τήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα βοηθοῦν τή μετανάστευση ἑλληνικῶν πληθυσμῶν πρός τή Θράκη καί τή Μικρά Ασία. Οἱ αὐτόχθονες κοινότητες τῶν Ρωμηῶν εὐημεροῦν καί νέες κοινότητες δημιουργοῦνται.
Ὡς ἀποτέλεσμα, οἱ ἑλληνικές κοινότητες τῆς Ἀνατολῆς συνιστοῦν σημαντικό τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας (τό 13% σύμφωνα μέ τήν ἀπογραφή τοῦ Πατριαρχείου τό 1912) καί δημιουργοῦν μιά πραγματικότητα στήν ὁποία, εἶναι μέν πολιτικά ὑποταγμένες, γίνονται, ὅμως, οἰκονομικά κυρίαρχες και κοινωνικά καί πολιτιστικά ἀνεξάρτητες. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, λήγοντος τοῦ 19ου αἰῶνα, οἱ Ἕλληνες ἀποτελοῦν ἕνα λαό μέ χαρακτηριστικές ἰδιαιτερότητες καί προνομιοῦχο θέση στήν Ἀνατολική Μεσόγειο καί τόν Εὔξεινο.
Θεωροῦμε τήν κοινωνική καί δημογραφική ἄνοδο τῶν κοινοτήτων τῶν ἀνατολικῶν Ἑλλήνων ὡς μία περίοδο ἀκμῆς κατά τήν ὁποία ἀναδύονται μακραίωνες παραδόσεις και ἐμφανίζεται πάλι ἡ χαρακτηριστική στούς Ἕλληνες οἰκουμενικότητα.
Οἱ ἑλληνικές κοινότητες ἐλέγχουν, πρίν τό 1922, τό 50% τοῦ κεφαλαίου του ἐπενδεδυμένου στή βιομηχανία τῆς Αὐτοκρατορίας, τό 60% τῶν θέσεων ἐργασίας στούς μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχοῦν ἀπόλυτα στό εἰσαγωγικό καί τό ἐξαγωγικό ἐμπόριο. Χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε, ὅτι τό 1914 τό 46% ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες τραπεζῶν καί τραπεζίτες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἦταν Ρωμηοί. Τήν ἴδια χρονιά ἀπό τίς 6.507 βιομηχανίες καί βιοτεχνίες τῆς Αὐτοκρατορίας τό 49% ἀνῆκε σέ Ρωμηούς καί μόλις τό 12% σέ Τούρκους. Τό 1914 πάλι, Ἕλληνες ἦταν τό 52% τῶν γιατρῶν, τό 49% τῶν φαρμακοποιῶν, τό 52% τῶν ἀρχιτεκτόνων, τό 37% τῶν μηχανικῶν καί τό 29% τῶν δικηγόρων τῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Ρωμηοί μαθητές ἀντιπροσωπεύουν σέ ἀπόλυτους ἀριθμούς τό διπλάσιο σχεδόν τῶν Μουσουλμάνων μαθητῶν σέ ὅλη τήν Αὐτοκρατορία. Ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶχε γίνει ἡ γλῶσσα τῶν ἐμπόρων καί τῆς καλῆς κοινωνίας, σέ βαθμό πού σημαντικό ποσοστό Ρωμηῶν ἀγνοοῦσε τήν τουρκική.
Ἡ ἀσύλληπτης ἔκτασης Μικρασιατική Καταστροφή καί ἡ δραματική ἐγκατάλειψη τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1922, μετά τή συνθήκη Ἀνακωχῆς τῶν Μουδανιῶν, ὑποχρέωσε τούς Ρωμηούς νά φύγουν γιά πάντα ἀπό τούς χώρους τῆς Ἀνατολῆς, ὅπου κατοικοῦσαν γιά 30 αἰῶνες. Ὁ Ἀνατολικός Ἑλληνισμός ὑφίσταται τρομακτική φθορά. Οἱ ἑστίες του καί τά μνημεῖα του χάνονται. Οἱ θεσμοί του, ὁ πλοῦτος του καί τά ἐπιτεύγματά του καταστρέφονται.
Ἡ ἰδέα τοῦ κρατικοποιημένου ἔθνους, πού δρομολόγησε ὁ εὐρωπαϊκός Διαφωτισμός λαμβάνει στήν Ἀνατολή ἀπόλυτες μορφές˙ με κατάληξη τίς ἐθνικές ἐκκαθαρίσεις στά Βαλκάνια καί τήν ἐξαφάνιση ὅλων τῶν χριστιανικῶν μειονοτήτων στήν Ἀνατολή.
Ἡ Μικρασιατική Καταστροφή, ἡ ὁποία ἀκόμη συνεχίζεται μέ διάφορες μορφές, ἀποτελεῖ, κατά τή γνώμη μας, κεντρικό γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Οἱ Ἑλληνες, μετά ἀπό ὀδυνηρές διαδικασίες, βρίσκονται ὅλοι συγκεντρωμένοι στήν ἱστορική εὐρωπαϊκή τους ἑστία. Αὐτό εἶναι ἱστορικά πρωτοφανές. Μετά τό γεγονός αὐτό ὁ Νέος Ἑλληνισμός εἶναι κάτι διαφορετικό, ἐνῶ ἐντείνεται ἡ διαχρονική κρίση ταυτότητας πού τόν χαρακτηρίζει.
Ἡ Μικρασιατική ἧττα τῆς Ἑλλάδας καί ἡ ἐκκένωση ἀπό τούς Ἕλληνες τῆς Ἰωνίας, τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, τῆς Κωνσταντινούπολης καί τοῦ Πόντου δημιουργοῦν συνθῆκες πού τροφοδοτοῦν μία κρίση ταυτότητας καί στίς δυό χῶρες. Στήν Τουρκία, μέ τό νά παραμένει μετέωρη καί εὔθραυστη, σάν τίς κρεμαστές γέφυρες τοῦ Βοσπόρου, ἀνάμεσα στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία, ἀνάμεσα σέ ἕνα ψευδεπίγραφο δυτικό προσανατολισμό καί σέ μία ἀσιατική ταυτότητα καί ἕνα ἀσιατικό πολιτισμό. Στήν Ἑλλάδα, τροφοδοτεῖται ἡ κρίση ταυτότητας, μέ τήν προσκόλληση σέ ἕνα φαντασιακό δυτικό εὐρωπαϊκό ἰδεῶδες καί μία ἀστική παράδοση, πού δέν εἶναι δική της, ἐνῶ ἡ λαϊκή ψυχή καί οἱ πνευματικές δομές ἐπιμένουν στόν ἱστορικό τους πυρήνα. Ἡ Ἑλλάδα γίνεται μία χώρα σέ συνεχή ἀντίθεση πρός τόν ἑαυτό της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἑλλάδα πορεύεται πιά, χωρίς τήν ἀνατολική της συνιστῶσα καί στρέφει τά νῶτα της πρός τούς ἀνατολικούς χώρους, πού συνδέονται μέ τήν ἱστορική καί πνευματική της παρουσία.
2. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΩΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ. Ἕνα ταξίδι, ὅπως καί τό γράψιμο ἑνός βιβλίου, εἶναι ἀπρόβλεπτο ποῦ θά ὁδηγήσει. Ὑπάρχουν πολλῶν εἰδῶν ταξίδια καί πολλές αἰτίες γι' αὐτά.
Στούς τόπους τῆς πάλαι ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς πηγαίνουμε, βέβαια, πρῶτα ὡς προσκυνητές. Θέλουμε νά εἴμαστε ἐκεῖ, ὄχι γιά νά συναντήσουμε τό διαφορετικό, ἀλλά γιά νά ἐπιβεβαιώσουμε καί νά ἐπανασυνδεθοῦμε μέ τό οἰκεῖο. Τά ταξίδια αὐτά εἶναι καί νόστος, γιατί κινοῦνται καί ἀπό μία νοσταλγία στόν χῶρο τῆς φαντασίας, πού ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐξιδανίκευση ἑνός παρελθόντος καί ἑνός πολιτισμοῦ˙ πράγματα, τά ὁποῖα εἶναι, βέβαια, γιά πάντα χαμένα, ἀλλά προσδιορίζουν, ὥς ἕνα βαθμό, τό παρόν καί τό μέλλον. Τά ταξίδια αὐτά δέν ἔχουν σχέση μέ τόν τουρισμό. Ὁ τουρίστας ἀδυνατεῖ νά μυηθεῖ. Τά ταξίδια τῶν Ἑλλήνων στή χαμένη γι' αὐτούς Ἀνατολή σημαίνουν τήν ἀναζήτηση τοῦ οἰκείου, τήν ἐπιβεβαίωση τοῦ τί οἱ ἴδιοι εἶναι.
Οἱ διηγήσεις πού ἄκουγα μικρός ἦταν ἡ ἀρχή αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ καί τῶν ἐρωτημάτων πού τό συνόδευσαν. Δέν ἤθελα, οὔτε μποροῦσα, νά ξεφύγω ἀπό ὑποθῆκες πού μοῦ εἶχαν πολύ νωρίς ἐντυπωθεῖ, ἄν καί συχνά ἀναρωτιόμουν, τί ἔκανα ἐκεῖ καί γιατί εἶχα τόσο ἔντονο ἐνδιαφέρον γιά ἕνα περιφερειακό καί ἔξω ἀπό τόν συρμό περιβάλλον. Τί σημαίνει, λοιπόν, ἕνα τέτοιο ταξίδι; Γίνεται σέ ἕνα τόπο στόν ὁποῖο δέν ἔχω βιώσει, πλήν ἀντιλαμβάνομαι ὡς οἰκεῖο.
Ἄτομο καί τόπος δημιουργοῦν ἀκατάλυτες διαλεκτικές σχέσεις. Ὁ τόπος ἀποκτᾶ νόημα μέ τήν ἀνθρώπινη παρουσία. Κάθε τοπικότητα βασίζεται σέ μία κοσμοαντίληψη. Ὑπάρχουν πολλές μορφές ἀποξένωσης ἀπό τόν τόπο. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό συγκεκριμένους τόπους καί πολιτισμικά περιβάλλοντα εἶναι δυνατό νά τά ἐμπλουτίσει μέ μία ἰσχυρή φαντασιακή ὑπόσταση πού τά ἐξιδανικεύει. Αὐτό λέγεται ἐπαναβίωση. Ἡ ἐπαναβίωση εἶναι ἕνα γεγονός ὑπαρξιακῆς τάξης πού μᾶς ὁδηγεῖ στή σύγχρονη προβληματική. Ἀκόμη, τέτοιες ἐξιδανικεύσεις, εἶναι δυνατό νά μεταφερθοῦν στίς ἑπόμενες γενεές καί νά μεταβληθοῦν σέ αἰτήματα ἐπανατοποθέτησης τῶν ἀξιῶν στίς ἱστορικές τους βάσεις ἤ σέ αἰτήματα ἀποφασιστικῆς ἀντιμετώπισης μορφῶν πολιτισμικῆς ἀλλοτρίωσης. Οἱ καταστάσεις αὐτές ὁδηγοῦν σέ ἀναγεννητικά αἰτήματα. Ἀναγεννητικό αἴτημα εἶναι ἡ ἀπαίτηση γιά ἀνάκτηση αὐτοῦ πού ἔλαμψε καί δέν πρέπει νά χαθεῖ. Κατά τή γνώμη μου, τά ἀναγεννητικά αἰτήματα διατρέχουν τήν ἑλληνική ἱστορία.
3. ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑ. Μετά ἀπό περιπλανήσεις καί ἀναζητήσεις σέ φτωχικά παραμελημένα χωριά, δίπλα σέ ἀχανεῖς ἄσχημες πόλεις, σχηματισμένες ἀπό νεόκτιστες τερατώδεις πολυκατοικίες˙ μέσα σέ χωράφια γεμάτα μαυρισμένες πέτρες καί σκουριασμένα ντουβάρια˙ φωτογραφίζοντας λείψανα ἐκκλησιῶν καί ἀσκηταριῶν˙ ψάχνοντας σέ ἀλάνες καί ἐρείπια, κάτω ἀπό ἐγκαταλειμένα χαμόσπιτα καί μισογκρεμισμένα ξύλινα σπίτια˙ σχημάτησα τή μορφή μιᾶς περασμένης πιά πραγματικότητας, πού τά ἴχνη της σέ λίγα χρόνια δέν θά ὑπάρχουν. Τό σπίτι τοῦ παπποῦ μου στή Ραιδεστό στέκεται ἀκόμη, σάν ἀπό θαῦμα, μέσα σέ ἕνα μαχαλᾶ πού κάηκε. Τά ξύλινα σπίτια τῆς Προποντίδας φαίνεται νά βρίσκονται σήμερα στό τελευταῖο στάδιο τῆς ἀποσύνθεσης καί τῆς κονιορτοποίησης. Δέν εἶναι μόνο ὁ χρόνος πού μετατρέπει τά ἀπομεινάρια σέ σκόνη. Τά ἑκατομμύρια τῶν νεήλυδων ἀπό τήν Ἀνατολή κατακυριεύουν τόν χῶρο καί δημιουργοῦν μία νέα πραγματικότητα.
Ὁ χρόνος καταστρέφει, ἡ μνήμη προσπαθεῖ νά διασώσει. Ἕνας μανιασμένος ἄνεμος παρασύρει τά ἀδύνατα ὀχυρώματα πού ἔστησε μέ ὑπομονή ἡ μνήμη. Δέν βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μόνο μέ τόν χρόνο, ἀλλά καί μέ τή θύελα μιᾶς πολιτισμικῆς ἀλλοτρίωσης. Κάθε στιγμή, κάποια ἀπό τά ἴχνη καί τά μνημεῖα τῆς παράδοσης καί τῆς ἱστορίας ἐξαφανίζονται ἀπό τό ἑτερόδοξο καί τό ἀλλότριο. Ἔτσι, γεννιέται ἡ ἀνάγκη γιά τήν καταγραφή τῆς ἐμπειρίας τοῦ ταξιδιοῦ: ἀπό τά ἐρείπια τοῦ χρόνου θά προσπαθήσουμε νά ἀνορθώσουμε μία χάρτινη μορφή ἀθανασίας.
4. ΟΙ ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ. Εἶναι αὐτό παρήγορο, ἀφοῦ θά βρίσκεται σέ λίγες σελίδες βιβλίων κλεισμένων σέ ντουλάπια καί βιβλιοθῆκες; Μήπως ὅλα αὐτά δέν εἶναι παρά ἕνα ἀναχρονιστικό πάθος; Μᾶς λένε ὅτι ἡ χώρα μας θά πρέπει νά ἐγκαταλείψει τή νοσηρή καί ἔμμονη προσήλωση σέ κάποιο παρελθόν, πού δέν σημαίνει γιά τούς ἄλλους τίποτα. Τό μέλλον καί ἡ πράξη ἀπαιτοῦν τή λήθη καί τόν ἐκσυγχρονισμό. Ὁ ἑλληνοκεντρισμός εἶναι μία μορφή καθυστέρησης καί μία τροχοπέδη τῆς προόδου καί τῆς ἀνάπτυξης. Ὁ ἐκσυγχρονισμός ἀπαιτεῖ μία νέα μυθολογία. Πρέπει νά προσαρμοστοῦμε, ἀφοῦ ἀπαλλαγοῦμε ἀπό ὅ,τι ἐμποδίζει τήν προσαρμογή μας. Ὁ τόπος εἶναι στενός καί ἐμποδίζει τήν ἀνάπτυξη. Ἡ τοπικότητα δέν εἶναι παρά μία προσκόλληση στόν ἀναχρονισμό. Αὐτοί πού προβάλλουν ὡς παράδειγμα, ἐπιμένουν στό ὅτι ὁ χῶρος εἶναι κενός ἀπό σημασίες καί πεδίο τῆς ὑποταγῆς καί ἐκμετάλλευσης τῆς φύσης. Κάθε ἄλλη ἀντίληψη εἶναι ἀναχρονιστική καί ἐπιζήμια.
5. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ. Δέν πιστεύω ὅτι εἶναι ἔτσι. Πίσω ἀπό τίς στάσεις αὐτές βρίσκεται ἡ κρίση τοῦ Δυτικοῦ κόσμου μέ ἀποκορύφωση τή δημιουργία τῆς ἀντίθεσης Βορρᾶ – Νότου, τήν καταστροφή τοῦ τόπου καί τήν ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀντιταχθοῦμε στή λήθη καί στήν ἰσοπεδωτική ἀλλοτρίωση. Ὡς συμμέτοχοι καί συνεχιστές μιᾶς συγκεκριμένης καί διακριτῆς πολιτισμικῆς πραγματικότητας δέν μποροῦμε παρά νά ἀκολουθήσουμε τρόπους σκέψης πού μᾶς ὁδηγοῦν πολύ μακριά. Ὠφείλουμε νά δώσουμε στήν προσπάθεια γιά ἐκσυγχρονισμό τή μορφή πού μᾶς ἁρμόζει.
Ἐδῶ, λοιπόν, δέν περιγράφω μόνο ἕνα τόπο, μία πολύτιμη, ἀλλά παρωχημένη πραγματικότητα, ἀλλά ζητῶ νά κατανοήσω καί νά ἑρμηνεύσω. Ὑπάρχουν μόνο ἑρμηνείες καί οἱ ἑρμηνείες αὐτές μᾶς καθορίζουν. Δέν μοῦ ταιριάζουν οἱ θρηνωδίες γιά τίς χαμένες πατρίδες καί δέν μέ ἱκανοποιοῦν οἱ μεμψίμοιρες περιγραφές. Ἡ παράδοση ἔχει σημασία ὅταν ἀφορᾶ τό παρόν καί δίνει νόημα στό μέλλον. Γοητεύομαι ἀπό τό ἄμεσο ἱστορικό περιβάλλον, ἀλλά ἐκεῖνο πού μέ ἀπασχολεῖ εἶναι ἡ παροῦσα κατάσταση.
Μέσα ἀπό τίς ἐμπειρίες καί τίς ἐντυπώσεις τῶν ταξιδιῶν ἀναδύονται σημασίες καί ξεκινοῦν σκέψεις πού ὁδηγοῦν σέ ἀναπόφευκτες προκλήσεις. Παρά τή φαντασιακή ὑπόσταση τοῦ τόπου πού εἶχα μυθοποιήσει, γρήγορα διαπίστωσα ὅτι διέθετα μία μύηση ἡ ὁποία μέ τό ταξίδι διευρυνόταν καί παρέμενε στή συνείδηση. Κατέληξα, ἔτσι, στό συμπέρασμα ὅτι πιστοποιοῦσα ἰδιαιτερότητες πού μέ ἀφοροῦσαν, ἀλλά καί ὅτι προσπαθοῦσα νά ἀποκαλύψω καί νά ἐξηγήσω τίς σημασίες τους. Τό ταξίδι αὐτό ὁδηγοῦσε, λοιπόν, σέ μεγάλα θέματα, ὅπως αὐτά τῆς παράδοσης, τῆς αὐτογνωσίας καί τῆς ταυτότητας.
Μέσα ἀπό τίς ἐμπειρίες τοῦ ταξιδιοῦ, τήν ἔρευνα στίς παλιές φωτογραφίες καί τήν περιοδεία γιά τήν καταγραφή τῶν μνημείων καί τῶν λειψάνων, ἀναδεικνύονται σύμβολα καί πραγματικότητες μέ ἰδιαίτερες καί χαρακτηριστικές σημασίες. Ἡ Κωνσταντινούπολη, "πόλις παλαιόθεν ἑλληνίς", κατανοεῖται ὡς μία ἑστία τῆς πολιτισμικῆς ἐπιβεβαίωσης τῶν Ἑλλήνων. Ἡ πολιτισμική ἰδιαιτερότητα ἀναδεικνύεται ὡς τό ὀντολογικό ὑπόβαρθο τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς. Ἡ ἀσήμαντη καί ξεχασμένη Ραιδεστός φαίνεται τώρα νά εἶναι ἕνα σύμβολο τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων, οἱ ὁποῖες ἀποκαλύπτονται ὡς ἕνα φαινόμενο μέ οἰκουμενικές σημασίες. Ὁ ἑλληνικός χῶρος ὁρίζεται πολιτισμικά, δέν βρίσκεται οὔτε σέ Ἀνατολή, οὔτε σέ Δύση, ἐνῶ εἶναι ἀπολύτως διακριτός ἀπό αὐτές.
Αὐτά σημαίνουν ὅτι οἱ ἀνθρώπινες συμπεριφορές καί τά παράγωγά τους προσδιορίζονται, σέ μεγάλο βαθμό, ἀπό τό πολιτισμικό περιβάλλον, μέσα στό ὁποῖο εἶναι καλύτερα κατανοητές. Ἀλλά καί οἱ μακραίωνες ἐμπειρίες καί παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ μᾶς ὑποχρεώνουν στή θεώρηση τῆς πολιτισμικῆς πραγματικότητας ὡς θεμελιώδους χαρακτηριστικοῦ του. Ἡ κοσμοϊστορικῶν διαστάσεων παρουσία μας, τά ἐπιτεύγματά μας, οἱ ἀγῶνες μας, οἱ ἐπιτυχίες καί οἱ ἀποτυχίες μας, μποροῦν νά γίνουν κατανοητές καί ὡς πολιτισμικά φαινόμενα καί ἀντιπαραθέσεις, μέσα σέ ἕνα κόσμο μεγάλης πολιτισμικῆς πολυμορφίας, ὅπου οἱ ἀξίες, οἱ παραδόσεις καί οἱ ἀντιλήψεις μποροῦν πάντα νά ἀναιρεθοῦν ἀπό τό διαφορετικό, τό παράδοξο καί τό τυχαῖο. Ἄλλωστε, καί ἡ ἀντίληψη τῆς οἰκουμενικότητας βασίζεται σέ πολιτισμικές προϋποθέσεις, ἐνῶ ἡ σύγχρονη ἐπιστημονική καί πολιτική πραγματικότητα τονίζουν, ὅλο καί περισσότερο, τόν πολιτισμικό παράγοντα.
6. ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Ὡστόσο, τό πολιτισμικό μας περιβάλλον βρίσκεται κάτω ἀπό πίεση. Σάν σύμπτωμα ἀναφέρω τό ὅτι κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, ὑποβαθμίζονται καί περιθωριοποῦνται σταθερά οἱ πολιτισμικές μας ἰδιαιτερότητες μέ τήν κυριαρχία καί τήν ἐπιβολή τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐνημέρωσης.
Ἡ Ἑλλάδα δέν εἶναι σήμερα ἡ χώρα ὅπου αὐτό πού περιλαμβάνει ἡ ἔννοια τοῦ "παραδοσιακοῦ" εἶναι καθοριστικό στούς καθόλου προσανατολισμούς, οὔτε εἶναι ἡ χώρα ὅπου τό "παραδοσιακό" ἐμφανίζεται ὡς οὐσιαστικό στοιχεῖο τῆς καθημερινότητας. Μποροῦμε ἴσως νά συμπεράνουμε ὅτι ὁ ἐκσυγχρονισμός καί ἡ προσαρμογή εἶναι μία ἀπό τίς κυρίαρχες ἰδεολογίες. Αὐτό, ὅμως, μᾶλλον θά ἦταν εὔκολο συμπέρασμα. Κάτω ἀπό τά ἐπιφαινόμενα καί πέρα ἀπό τά λεγόμενα, διακρίνεται, πάντα καί παντοῦ, ζῶσα καί παροῦσα, μία ἰδιαίτερη πολιτισμική πραγματικότητα.
Ἔχω σχηματίσει τή γνώμη ὅτι ἡ προσπάθεια γιά κάποια κατανόηση τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων διαπιστώνει μία αἴσθηση ἀπειλῆς πρός τούς ἑλληνικούς χώρους, φυσικούς καί νοητικούς. Αὐτό δέν εἶναι ὑπερβολή, ὅσο καί ἄν ἐπιθυμοῦμε νά εἶναι, καί περιγράφεται ἀπό τή σύγχρονη πολιτισμική ἀνθρωπολογία˙ ἡ ὁποία ἔχει ἀναπτύξει τό κατάλληλο θεωρητικό καί ἐννοιολογικό ὑπόβαθρο γιά τήν κατανόηση τοῦ φαινομένου. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν πολιτισμική ἀνθρωπολογία, ἡ ἐπίδραση ἑνός πολιτισμοῦ πάνω σέ ἕναν ἄλλο μπορεῖ νά γίνει ἄκρως ἀπειλητική. Ἐπιπολιτισμός, εἶναι ὁ ὅρος πού χαρακτηρίζει καί περιγράφει τά φαινόμενα αὐτά. Ἡ Ἑλλάδα καί οἱ ἑλληνικοί χῶροι ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά πεδία ἀνάπτυξης ἐπιπολιτισμοῦ.
Κάθε θεωρία τοῦ πολιτισμοῦ ἀντικατοπτρίζει τό πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στό ὁποῖο διατυπώνεται. Ὁ ἐπιπολιτισμός μελετήθηκε μέσα ἀπό τό περιβάλλον τοῦ δότη, δηλαδή τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ἐμεῖς, ὡς φορεῖς μιᾶς συγκεκριμένης καί διακριτῆς πολιτισμικῆς πραγματικότητας καί παράδοσης, εἴμαστε ἕνας ἀπό τούς δέκτες τῆς ἐπιπολιτισμικῆς ἐπίδρασης.
7. Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ Μ' ΑΥΤΗΝ. Ταξιδεύοντας στήν Τουρκία, διαπίστωσα ὅτι τό μέτρο τοῦ πόσο σημαντική εἶναι μία χώρα βρίσκεται στή θέση πού αὐτή κατέχει στή φαντασία μας. Μεγάλοι μῦθοι πού μᾶς προσδιορίζουν, ὅπως καί φαντασιακά στοιχεῖα στό συλλογικό μας ὑποσυνείδητο, ἔχουν ὡς γεωγραφικό χῶρο τόπους πού περιλαμβάνονται σέ αὐτό πού σήμερα ἀποτελεῖ τήν Τουρκική Δημοκρατία. Ἀλλά καί ἡ διαλεκτική τῶν ἑλληνοτουρκικῶν ὁδηγεῖ, ἀπό τήν παρατήρηση τῆς ἀνησυχητικῆς καί ἐπικίνδυνης κρίσης ταυτότητας τῆς Τουρκίας, κατευθείαν στή συνείδηση τῆς δικῆς μας διαχρονικῆς κρίσης ταυτότητας. Μέ λίγα λόγια, ἡ φαντασιακή εἰκόνα τῆς Τουρκίας στήν ἱστορική καί τήν πολιτισμική μας συνείδηση εἶναι στενά δεμένη μέ τή δική μας ἰδεολογική καί ἐμπειρική αὐτοβεβαίωση. Ἡ ταυτότητα, ὡς κατασκευή μιᾶς προσωπικῆς πιστοποίησης, γίνεται μετά τή συνείδηση αὐτοῦ πού εἶναι ἀντίθετο. Αὐτά, μαζί μέ τήν παρουσία τῆς ἐπαναβίωσης, μποροῦν ἴσως νά ἐξηγήσουν τό φαινομενικά παράδοξο γεγονός, τοῦ ὅτι τό ἐρώτημα γιά τή νεοελληνική ταυτότητα τίθεται σέ ἕνα ταξίδι ἔξω ἀπό τά ἑλληνικά σύνορα καί σέ χώρους ὅπου δέν κατοικοῦν πλέον Ἕλληνες.
8. ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ. Ἡ ἀναγωγή ἀπό τίς ἐμπειρίες τῶν ταξιδιῶν στά ἐρωτήματα πού γεννιῶνται κατέληξε σέ ἕνα παράδοξο: μέσα ἀπό ἕνα περιφερειακό περιβάλλον ἀναδύονται μεγάλα θέματα. Περιγράφοντας, ὅμως, τήν ἐμπειρία καθ' ἑαυτή δέν εἶναι ἀρκετό. Μιά περιγραφή τῆς σύνθετης πραγματικότητας, πού διερευνᾶ τό βιβλίο, δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι ἑρμηνευτική καί δέν μπορεῖ νά μήν συναντήσει τά προβλημάτα πού ἀντιμετωπίζουμε ὡς χώρα, ὡς ἔθνος καί ὡς πολιτισμός. Μέ ποιό τρόπο μπορεῖ νά γίνει αὐτό; Τώρα τά πράγματα γίνονται δύσκολα. Τό αἴτημα τῆς περιγραφῆς αὐτῆς τῆς πραγματικότητας καί τῆς σημασίας της ἀπαιτεῖ τήν κατάλληλη μέθοδο καί τόν ἀντίστοιχο ἐννοιολογικό γλωσσικό ἐξοπλισμό.
Ἐδῶ, θά πρέπει νά ἀνοίξουμε μία παρένθεση. Θά προσπαθήσουμε νά ἐξηγήσουμε μία περιγραφική μέθοδο, ὅπως τήν διατύπωσε ὁ φιλόσοφος Gilbert Ryle καί τήν ἀνέπτυξε ὁ ἀνθρωπολόγος Clifford Geertz.
Ἄς πάρουμε ἕνα ἁπλό παράδειγμα: στόν περίβολο τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στήν πόλη τῆς Ξάνθης, ὑπάρχει τό κενοτάφιο τῆς Εὐθαλίας Δαβίδοβιτς πού κοσμεῖται ἀπό ἕνα ἄγαλμα. Τό ἄγαλμα αὐτό παριστᾶ μία γυναικεία μορφή πού γονατίζει. Ἄν θελήσουμε νά διατυπώσουμε μία περιγραφή τοῦ ἀγάλματος θά ποῦμε αὐτό ἀκριβῶς: τό ἄγαλμα παριστάνει μία γυναικεία μορφή πού γονατίζει καί αὐτό εἶναι. Διατυπώνουμε ἔτσι μία "ἀραιή περιγραφή", ἀφοῦ φαινομενικά ἔχουμε μπροστά μας κάτι πολύ ἁπλό: ἡ μορφή πού παριστάνεται στό ἄγαλμα γονατίζει καί αὐτό εἶναι ὅλο.
Βέβαια, ἡ "ἀραιή" αὐτή περιγραφή δέν εἶναι ἀρκετή. Μέ μία προσεκτικότερη παρατήρηση τοῦ ἀγάλματος διαπιστώνουμε πώς ἡ μορφή αὐτή εἶναι συμβολική, ἐκφράζει κάποια θλίψη, κρατᾶ ἕνα στέφανο καί συλλογίζεται. Ἐπί πλέον τό ἄγαλμα αὐτό κατασκευάσθηκε γιά τή μνήμη τῆς Εὐθαλίας Δαβίδοβιτς, πού γεννήθηκε στήν Ξάνθη καί πέθανε στό Κίεβο. Στή βάση τοῦ ἀγάλματος ὑπάρχει λόγιο ἐπίγραμμα. Τό ἴδιο τό ἄγαλμα ἔχει ἀκαδημαϊκό νεοκλασσικό ὕφος καί ἄψογη τεχνική. Γιά νά συμπληρώσουμε καί νά ὁλοκληρώσουμε, λοιπόν, τήν περιγραφή μας θά πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅ,τι βλέπουμε, ὅ,τι κατανοοῦμε καί ὅ,τι φανταζόμαστε. Ἡ "ἀραιή περιγραφή", λοιπόν, δέν εἶναι ἱκανοποιητική καί πρέπει νά πυκνώσει.
Ἄς ὑποθέσουμε τώρα ὅτι θέλουμε νά περιγράψουμε μία περίπλοκη κατάσταση. Ὅπως ἕνα πολιτισμικό περιβάλλον. Ἡ "ἀραιή περιγραφή" δέν εἶναι πιά ἀρκετή. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι αὐτό εἶναι καί τελείωσε. Πρέπει νά κατανοήσουμε καί νά περιγράψουμε πολλές σημασίες σέ διαφορετικά ἐπίπεδα.
Ἄς ὑποθέσουμε, γιά παράδειγμα, ὅτι βρισκόμαστε στήν αὐλή τῆς Ἁγίας Σοφίας βλέποντας τόν κόσμο πού μπαινοβγαίνει. Τί κάνουν ὅλοι αὐτοί οἱ ἐπισκέπτες τῆς Ἁγίας Σοφίας; Τό νά ποῦμε ὅτι ἐπισκέπτονται τό μνημεῖο ὡς τουρίστες δέν εἶναι ἀρκετό. Ὑπάρχουν ἐπισκέπτες ἀπό πολλές χῶρες, πού μποροῦμε νά τούς βάλουμε σέ μία γενική κατηγορία. Αὐτοί ψάχνουν νά βροῦν ἕνα ἐξωτικό περιβάλλον, κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ζοῦν κάθε μέρα. Εἶναι τουρίστες. Ὑπάρχουν, ὅμως, καί ἐπισκέπτες ἀπό τήν Τουρκία καί τήν Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι κάνουν κάτι κάπως διαφορετικό ἀπό τόν ἁπλό τουρισμό ἤ κάνουν καί κάτι ἄλλο μαζί μέ τόν τουρισμό.
Οἱ Ἕλληνες ἐπισκέπτες ἔχουν γιά τήν Ἁγία Σοφία μορφές ἐμπειρίας. Πρίν τή σημερινή τους ἐπίσκεψη εἶχαν ἤδη στή συνείδησή τους μία ἀντίληψη γιά τήν Ἁγία Σοφία. Ἀντίληψη πού εἶναι ἀποτέλεσμα ἱστορικῶν, ἰδεολογικῶν, συναισθηματικῶν προϋποθέσεων, ἀλλά καί προσωπικῶν βιωμάτων.
Οἱ Τοῦρκοι ἐπισκέπτες διαθέτουν μία ἀντίληψη πού ἔχει νά κάνει μέ τό μεγαλεῖο τοῦ Ἰσλάμ καί τόν κατακτητικό θρίαμβο τῶν Ὀθωμανῶν. Πράγματα ἀκατανόητα γιά μᾶς.
Οἱ Δυτικοί ἐπισκέπτες ἔχουν μία μᾶλλον ἀντικειμενική ἀντίληψη, πού δέν ἔχει μεγάλη σχέση μέ τή δική μας συναισθηματικά, ἱστορικά καί ἰδεολογικά φορτισμένη εἰκόνα.
Δέν εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νά περιγράψουμε τό τί κάνουν οἱ ἐπισκέπτες τῆς Ἁγίας Σοφίας χωρίς νά λάβουμε ὑπ' ὄψη μας τήν ἱστορία, τόν πολιτισμό, τήν ἱδεολογία καί τά βιώματα πού ἀναφέραμε. Ὅπως καί εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψουμε τήν ἴδια τήν Ἁγία Σοφία, χωρίς νά ἑρμηνεύσουμε τίς σημασίες πού τή συνοδεύουν. Γιατί γι' αὐτό ἀκριβῶς πρόκειται: γιά σημασίες.
Καί γιά νά τό ποῦμε ἀλλιῶς: δέν μποροῦμε νά περιγράψουμε τό τί κάνουν οἱ ἐπισκέπτες τῆς Ἁγίας Σοφίας χωρίς νά ὑποχρεωθοῦμε νά προσεγγίσουμε μεγάλα θέματα, ὅπως εἶναι ὁ κλασικός πολιτισμός, ὁ βυζαντινός πολιτισμός, ἡ βυζαντινή τέχνη, ὁ δυτικός πολιτισμός, ἡ ἑλληνική ἱστορία, ἡ πραγματικότητα τῶν Τούρκων, ἡ Μεγάλη Ἰδέα καί πολλά ἄλλα, πού δέν εἶναι μόνο θέματα ἱστορίας, ἀλλά καί ζητήματα ἰδεολογίας, πίστης καί πολιτισμικῆς συγκρότησης.
Ἔχουμε ἐδῶ τήν ἀνάγκη μιᾶς "πυκνῆς περιγραφῆς" καί τήν παρουσία ἑνός "πολιτισμικοῦ σχετικισμοῦ". Ἡ "πυκνή περιγραφή" εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά περιγράψουμε κάτι πού εἶναι γεμάτο ἀπό ἰδιαίτερες σημασίες. Ὁ "πολιτισμικός σχετικισμός" ἀφορᾶ στή διαφορά στίς σημασίες καί στίς ἑρμηνείες τους, ὅπως τίς ἀντιλαμβάνονται ἄτομα μέ διαφορετικές πολιτισμικές προϋποθέσεις. Ὁ "πολιτισμικός σχετικισμός" εἶναι ἀναπόφευκτος, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἀπόλυτη πολιτισμική ἀλήθεια. Ὑπάρχουν μόνο διαφορετικές πραγματικότητες, διαφορετικές σημασίες καί διαφορετικές ἑρμηνείες.
9. Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ. Στό βιβλίο μας, λοιπόν, προσπαθώντας νά περιγράψουμε μία πραγματικότητα πού ἀποδεικνύεται ἐξαιρετικά σύνθετη, δηλαδή ἕνα πολιτισμικό περιβάλλον, ἀκολουθήσαμε μία μέθοδο, πού μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι μία "πυκνή περιγραφή". Γιά νά μπορέσουμε νά τό κάνουμε αὐτό, δημιουργήσαμε τρία διακριτά πεδία περιγραφῶν καί ἀναλύσεων. Τά πεδία αὐτά, παρ' ὅλο πού ἀλληλοσυνδέονται, εἶναι ἀνεξάρτητα καί μποροῦν νά διαβαστοῦν χωριστά.
Τό πρῶτο πεδίο ἀποτελεῖ ἡ ἐξιστόρηση τοῦ ταξιδιοῦ, τῆς ἐσωτερικῆς διεργασίας καί τῆς μυστικῆς ζωῆς, πού προηγήθηκε, τό συνόδευσε καί τό ἀκολούθησε.
Οἱ παλιές φωτογραφίες, πού πολλές εἶναι ἀνέκδοτες καί μοναδικές καί μαζεύτηκαν μέ μεγάλο κόπο, εἶναι γεμάτες δυναμισμό καί ἔνταση καί δροῦν σάν πύρινες ἑστίες στή συνείδησή μας. Ἡ παρουσίαση τῶν φωτογραφιῶν γίνεται στό δεύτερο πεδίο μέ ἐκτεταμένο ὑπομνηματισμό, ὥστε κάθε φωτογραφία νά σχολιάζεται καί νά περιγράφεται μέ λεπτομέρειες. Ἐδῶ οἱ φωτογραφίες βοηθοῦν καί συμπληρώνουν τά κείμενα. Δέν θέλησα νά κάνω ἕνα λεύκωμα.
Τό τρίτο πεδίο ἀποτελεῖται ἀπό τήν ἀνάλυση τῶν θεμάτων πού ἀναδύονται. Ἐδῶ μέ ἀναγωγή μεταβαίνουμε ἀπό τίς συγκεκριμένες ἐμπειρίες σέ γενικά χαρακτηριστικά πού περιγράφουν καθολικά μία κατάσταση. Τό ὅλον προσεγγίζεται μέσα ἀπό τίς λεπτομέρειες καί οἱ λεπτομέρειες ἔχουν νόημα μέσα στό ὅλον. Ὁ κόσμος εἶναι πληρέστερα κατανοητός στόν βαθμό πού τόν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς σύνολο.
Τέλος, οἱ πολυσήμαντοι ὅροι, πού εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά χρησιμοποιήσουμε, ἀναλύονται σέ ἕνα τέταρτο πεδίο - ἐργαλεῖο, ὥστε νά εἶναι κατανοητή ἡ ἰδιαίτερη σημασία μέ τήν ὁποία γίνεται ἡ χρήση τους. Τά ὅρια τῆς κατανόησής μας καθορίζονται ἀπό τά ὅρια τῆς γλῶσσας μας. Ἔτσι καί τά ζητήματα πού ἀναδύονται, ἀποδίδονται μέσα ἀπό τίς ἰδιαίτερες σημασίες πού δίνουμε στούς ὅρους πού χρησιμοποιοῦμε.
Μετά τήν πυκνή περιγραφή, ἡ μεθοδολογία τοῦ βιβλίου στηρίζεται στή δημιουργία αὐτοδύναμων μικρῶν συνόλων, ἕκαστο ἀπό τά ὁποῖα ἀφορᾶ συγκεκριμένο θέμα. Τό ταξίδι περιγράφεται σέ 31 διαφορετικά ἐδάφια. Οἱ φωτογραφίες ὑπομνηματίζονται μέ 48 μικρά κείμενα. Ἡ ἀναγωγή στή θεωρία ἀποτελεῖται ἀπό 41 μικρά δοκίμια. Οἱ σημασίες τῶν ὅρων ἀναλύονται σέ 60 σύντομα κείμενα ὁρισμῶν. Ἀθροίζουμε ἔτσι ἕνα πλέγμα μέ 180 κυψέλες, κάθε μία μέ ἀνεξάρτητο ἀντικείμενο καί αὐτοδύναμο ἐννοιολογικό περιεχόμενο. Κάθε κυψέλη μπορεῖ νά διαβαστεῖ ἀνεξάρτητα. Μία τέτοια μέθοδος ἀνταποκρίνεται στίς ἀπαιτήσεις τοῦ παρόντος. Σήμερα ὁ χρόνος εἶναι ἀνεπαρκής καί τό διάβασμα συνήθως γίνεται σέ κερματικές χρονικές διάρκειες. Ἀλλά καί ὁ σημερινός καταιγισμός τῶν λέξεων καί ἡ πλημμυρίδα τῶν πληροφοριῶν ἐπιβάλλουν τήν οἰκονομία στά κείμενα. Οἱ προτάσεις καί τά ἐδάφια πρέπει νά εἶναι περιεκτικά καί νά σπαθίζουν.
Τώρα. Ποιά εἶναι τά θέματα τοῦ βιβλίου; Κύριο θέμα καί πλαίσιο τοποθετήθηκε ἡ ἀφορμή, δηλαδή ἡ περιγραφή ἑνός ἰδιαίτερου περιβάλλοντος τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Πρόκειται, βέβαια, γιά κάποιες ἀπό τίς λεγόμενες "χαμένες πατρίδες". Ὡστόσο, δέν θέλουμε νά τυλίξουμε τίς χαμένες πατρίδες σέ σάβανα. Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι στήν ἐνασχόληση μέ ὅ,τι ὀνομάζουμε "χαμένες πατρίδες" κρύβεται συχνά μία ἀμηχανία: ἐξαίρεται μία πραγματικότητα τοῦ παρελθόντος καί ἐπιχειρεῖται μέ ὡραῖα λόγια νά παρηγορηθοῦμε γιά τό χαμό της. Ἐδῶ προσπαθοῦμε νά συνδέσουμε τό παρόν μέ τό ἄμεσα ἀντιληπτό παρελθόν καί νά ψηλαφήσουμε τό μέλλον. Αὐτό εἶναι ἀσυνήθιστο γιά ἕνα βιβλίο, ἄς ποῦμε, ἱστορικῆς γεωγραφίας. Γιατί τό κάνουμε αὐτό;
Πιστεύω ὅτι στή σημερινή συγκυρία τό ἀνέφικτο αἴτημα γιά ἀνάκτηση ἑνός χαμένου κόσμου δέν μπορεῖ παρά νά ὁδηγεῖ σέ ἐρωτήματα γιά τήν παροῦσα κατάσταση. Δέν ὑπάρχει παρόν καί μέλλον χωρίς παρελθόν. Τό ἀναγεννητικό αἴτημα σκοπεύει στο μέλλον. Ἡ συγκυρία εἶναι δυσχερής καί πνιγηρή, ἀφοῦ τό αἴτημα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ ἀποτελεῖ προϋπόθεση ἐπιβίωσης σέ ἕνα κόσμο καί μία πραγματικότητα, πού δέν ἐπιτρέπουν ἀπόκλιση ἀπό στόχους οἱ ὁποῖοι θέτονται ἀπό ἄλλους, μακριά ἀπό μᾶς. Εἶναι ἀναγκαῖο νά κατανοήσουμε, νά προσαρμόσουμε, νά ἐνσωματώσουμε καί, τέλος, νά δώσουμε στόν ἐκσυγχρονισμό τή μορφή πού μᾶς ἁρμόζει.
Στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου, αὐθόρμητα προσδιορίζεται τό φαινόμενο τῆς ἐπαναβίωσης καί τό γεγονός τοῦ ἐπιπολιτισμοῦ. Ἡ ἀφήγηση τοῦ ταξιδιοῦ ὁδηγεῖ, μέσα ἀπό τήν ἀντίληψη αὐτοῦ πού εἶναι διαφορετικό, στό ἐρώτημα γιά τή νεοελληνική ταυτότητα, ἀφοῦ καί συζητεῖται τό μεγάλο πρόβλημα τῆς νεοελληνικῆς κρίσης ταυτότητας. Τό ἐρώτημα γιά τήν νεοελληνική ταυτότητα συνδέεται μέ τό πολυσυζητημένο πρόβλημα γιά τό ποῦ ἀνήκει ἡ Ἑλλάδα. Οἱ διαφορές μας μέ τή Δύση παρουσιάζονται καί συζητοῦνται. Τέλος, μεγάλο τμῆμα τῆς προβληματικῆς τοῦ βιβλίου ἀφορᾶ τήν πορεία τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Τουρκίας ὡς ἐθνικῶν πλέον κρατῶν. Εἶναι σημαντικό ὅτι τό μέλλον τῆς πορείας αὐτῆς θεωροῦμε πώς ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐξέλιξη τῆς Τουρκίας. Μέ τήν ἐμπειρία μίας σχέσης δέκα αἰώνων, δέν πιστεύω ὅτι ἡ Τουρκία ἔχει "εὐρωπαϊκή προοπτική". Ἡ θέση μου εἶναι ὅτι δέν θά μᾶς βοηθήσει μία τέτοια προοπτική. Τό ἀντίθετο μάλιστα.
Τελικά, τί πραγματοποιήθηκε; Σέ ποιό εἶδος ἀνήκει αὐτό τό βιβλίο; Δέν εἶναι μόνο ἕνα ταξιδιωτικό ἀφήγημα. Δέν εἶναι μόνο ἕνα λεύκωμα. Οὔτε εἶναι μόνο ἕνα δοκίμιο καί μιά μονογραφία γιά τή νεοελληνική ἰδεολογία. Σ' αὐτό δέν ἔχω ἀπάντηση. Δέν χρειάζεται, ἄλλωστε.
Στόν ἐπίλογο τοῦ βιβλίου αἰσθάνθηκα τήν ἀνάγκη νά ἀπολογηθῶ καί νά δικαιολογήσω τή μεθοδολογία τοῦ βιβλίου καί τήν ὕπαρξη ἑνός βιβλίου μέσα σέ βιβλίο. Ἐδῶ, λοιπόν, περιγράφεται ἕνα ἱστορικό περιβάλλον καί πολλαπλά δίδεται ἡ εὐκαιρία γιά σχόλια πού ἀφοροῦν τή σύγχρονη ἑλληνική προβληματική, μέ ἀφανῆ κατάληξη τό αἴτημα γιά ἀναζήτηση διεξόδων ἀπό τή δεινή θέση στήν ὁποία σήμερα βρισκόμαστε καί τήν ἀνάγκη γιά ὑπέρβαση τῆς πνιγηρῆς κατάστασης, στήν ὁποία ὁδηγηθήκαμε μετά τή Μικρασιατική Καταστροφή.
Τό ἄμεσα ἀντιληπτό θέμα τοῦ βιβλίου εἶναι δυνατό νά προκαλέσει τή συνηθισμένη κατηγορία γιά ἀλυτρωτισμό. Εἶναι μία στερεότυπη μομφή, ἀπό τήν ὁποία δέν γλυτώνουν ἀκόμη καί ὅσοι ἀντιλαμβάνονται καί περιγράφουν τήν τρίτη ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καί τῆς Δυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τά σαράντα ἑκατομμύρια τῶν νεήλυδων ἀπό τήν Ἀνατολή. Ὑπάρχει διάχυτη στή χώρα μας μία ἀνασφάλεια, πού ἐκδηλώνεται μέ ἐθνικιστικές ἐξάρσεις, ἀλλά καί μέ τίς ἕτοιμες κατηγορίες γιά ἐθνικισμό, ὅπως καί μέ τήν ἀνοχή τῶν ἐθνικισμῶν τῶν ξένων. Ἐκδηλώνεται ἀκόμη, στίς ἐκδόσεις πού μᾶς κατακλύζουν, τίς γεμάτες παραδοξολογίες καί σύγχυση, ὅπως, γιά παράδειγμα, αὐτές πού προβάλλουν τό νεοπαγανισμό ἤ διαδίδουν ἕνα μυστικιστικό ἐθνικισμό.
Προτίμησα γιά τό βιβλίο αὐτό τήν πολυτονική γραφή, ὄχι μόνο γιατί εἶναι σφάλμα τό νά πιστέψουμε ὅτι ἡ ἁπλοποίηση – καί δέν ἐννοῶ βέβαια τήν ἁπλότητα – βοηθᾶ στήν πνευματική συγκρότηση, ὄχι μόνο γιατί ἡ πολυτονική γραφή εἶναι αὐτή πού ἔμαθα στό σχολεῖο, ὄχι μόνο γιατί μέ τούς τόνους καί τά πνεύματα τό κείμενο ὁλοκληρώνεται γιά τό βλέμμα αἰσθητικά, οὔτε μόνο γιατί τά ἀποσπάσματα ἀπό παλιά κείμενα φτωχαίνουν καί ἀσχημίζουν μέ τή μονοτονική γραφή, ἀλλά, κυρίως, γιατί ἡ ἰδιομορφία τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς εἶναι ἕνα χαρακτηριστικό στοιχεῖο ταυτότητας. Τό θέμα αὐτό ἔχει πρό πολλοῦ πάρει τόν, συνηθισμένο στή χώρα μας, δρόμο τῶν διχασμῶν καί τῶν ἀντιθέσεων. Ἐδῶ ἁπλῶς ἐκφράζουμε ἰδιαιτερότητες καί ζητᾶμε τήν πολυμορφία. Αὐτό εἶναι ἕνας πλοῦτος, ἄν ἀποφύγουμε τίς ἀπαιτήσεις γιά ἀπόλυτη κυριαρχία τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης ἄποψης.
Ὅσο γιά τό ὕφος αὐτό ἀποτελεῖ τή βάση τῆς ἀποδοχῆς τοῦ κειμένου ἀπό τόν ἀναγνώστη. Προσπάθησα νά βρῶ ἕνα ὕφος, ὅσο μποροῦσα βέβαια. Ἕνα βιβλίο ἀρχίζει νά ὑπάρχει μέσα ἀπό τόν ἀναγνώστη. Ἕνα βιβλίο εἶναι ἕνα παράδοξο ὅπου συναντῶνται οἱ μυστικές ζωές.
Ἀντιλαμβάνομαι τό βιβλίο ὡς ἕνα περίπλοκο σύμβολο καί ἕνα ἀντικείμενο μέ αὐτοδύναμη ὑπόσταση. Τό βιβλίο δέν εἶναι ἕνα τεχνικό ἀντικείμενο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἕνα βιβλίο πρέπει νά ὑπάρχει αἰσθητικά καί νά γεννᾶ τέρψη. Μέ τούς στόχους αὐτούς πραγματοποιήθηκε τό βιβλίο.
10. Η ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ. Αὐτός πού τόν ἀπασχολεῖ ἕνας συγκεκριμένος τόπος καί ἐνδιαφέρεται γι' αὐτόν, εἶναι ἀπαραίτητο νά χρησιμοποιεῖ καί τίς πρακτικές καί ἐπαγγελματικές δυνατότητες αὐτοῦ τοῦ τόπου. Ἔτσι, αὐτές ἐπιβιώνουν καί ἀναπτύσσονται. Μαζί τους ἐπιβιώνει καί ἀναπτύσσεται καί ὁ τόπος. Τό βιβλίο μας τυπώθηκε στήν Ξάνθη καί πιστεύω ὅτι ὁ τυπογράφος ἔδωσε ἕνα παράδειγμα πρός συνέχιση.
Στήν Ξάνθη δέν ὑπάρχει τυπογραφική παράδοση. Τό ΠΑΚΕΘΡΑ ἐκδίδοντας βιβλία, ἄρχισε ἀπό τό μηδέν. Ψάξαμε γιά νά βροῦμε πῶς γίνεται ἡ ἐπιμέλεια ἑνός βιβλίου. Στό τέλος, μελετήσαμε τή σχετική βιβλιογραφία. Τό βιβλίο μας βασίζεται στό ἐγχειρίδιο τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου Thames and Hudson καί στή δουλειά τοῦ βραβευμένου Ἑλβετοῦ Jost Hochuli, ὁ ὁποῖος ἐπιμελεῖται κυρίως ἐκδόσεις τοπικότητας. Ἐπιλέξαμε στοιχεῖα ἀπό τήν ἑλληνική τυπογραφική παράδοση τῆς Βενετίας, ἔχοντας κατά νοῦ μία μεταμοντέρνα αἰσθητική.
Καί, ἀφοῦ μιλᾶμε γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ βιβλίου, θά κλείσω μέ κάτι χαρακτηριστικό: Ὅταν ἀρχίσαμε νά σχεδιάζουμε τό βιβλίο συνοψίσαμε τήν πρώτη μας συζήτηση μέ τόν φιλόδοξο στόχο: "Νά προσπαθήσουμε νά κάνουμε ἕνα βιβλίο, πού γι' αὐτό θά ποῦν: κοιτάξτε τί ἔκαναν αὐτοί ἐκεῖ στήν Ξάνθη!". Τήν ἴδια ἐποχή, γνωστός μου ἐκδότης ἐξαιρετικά φροντισμένων βιβλίων, ἀκούγοντας τά σχέδιά μου, μοῦ εἶπε: "Εἶστε ἐρασιτέχνες. Θά κάνετε ἐκεῖ στήν Ξάνθη ἕνα βιβλίο Καραγκιόζη!". Πρίν λίγο καιρό, βρέθηκα σέ κάποιο βιβλιοπωλεῖο στήν Ἀθήνα καί ἔδειξα τό βιβλίο μου στόν βιβλιοπώλη. Κατά τύχη βρισκόταν ἐκεῖ κοντά μας κάποιος ἄλλος ἐκδότης. Πλησίασε καί ἄρχισε νά περιεργάζεται τό βιβλίο. Τέλος, μέ ρώτησε: "Αὐτό τό βιβλίο τό φτιάξατε στήν Ξάνθη;", καί γυρίζοντας πρός τόν βιβλιοπώλη, τοῦ εἶπε: "Κοίταξε τί ἔκαναν αὐτοί ἐκεῖ στήν Ξάνθη! "
Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010
Εμπειρίες και φαντασίες.
…Καθοριστική, μόνιμη και μακροχρόνια είναι η σχέση μου με την παλιά Ξάνθη. Πάντα εδώ γυρίζω και ξαναγυρίζω. Γιατί δεν χορταίνω να περιεργάζομαι αυτά τα παράξενα σπίτια και τί με τραβά στις ξεχασμένες αυτές γωνιές;
Μυαλωμένοι μου φαίνεται πως ήταν εκείνοι που πρώτοι κτίσαν τα σπίτια τους στην πλαγιά αυτή, που αγναντεύει τον γεμάτο θαμπάδα και υγρασία κάμπο της Θράκης, όπως αυτός απλώνεται στα πόδια της πόλης όλο ανεξήγητη θλίψη. Εδώ, ανάμεσα στα βουνά και στην πεδιάδα, ο αέρας είναι κρυστάλλινος και διαυγής χάρη στον άνεμο που φυσά μέσα απ’ τη χαράδρα. Τη χαράδρα τη δημιούργησε σχίζοντας το βουνό το ποτάμι της Ξάνθης, ο Κόσσινθος. Ο άνεμος, που διώχνει τους ατμούς από την πόλη, ξεκινά μακριά, ψηλά, από τα γεμάτα μυστήριο δασωμένα βουνά, που βρίσκονται βόρεια και πάνω από την πόλη. Από κει υπερχειλίζουν και διαρρέουν και τα νερά, που τα μεταφέρει ο Κόσσινθος κάτω στην πεδιάδα για να ποτίσει το λιπαρό χώμα και να δώσει ζωή στον καπνό˙ αυτό που φέρνει πλούτο στην πολιτεία.
Πιο πάνω από την πόλη, στα άξενα, σκοτεινά βουνά, βυζαντινά μοναστήρια που ημερώνουν τον τόπο και στεφανώνουν την πόλη προστατευτικά. Είναι γι’ αυτό αγγελοφύλακτη και αγγελόκαστρη η πόλη κάτω απ’ τα βουνά, που καταλήγουν σε παράξενες ιδιόμορφες κορυφές.
Την πολιτεία, όπως είναι σήμερα, την έφτιαξαν όλοι όσοι έζησαν και ζουν εδώ. Όμως, εγώ πιστεύω ότι τη σήκωσε πάνω από την ανάγκη και της έδωσε ψυχή η Ρωμηοσύνη, όταν ανορθώθηκε πάλι, αναγεννήθηκε κι έγινε και πάλι κυρίαρχη, όντας τότε μαζί πολιτικά υποταγμένη σε δυνάστη και κατακτητή σκληρό, – που λίγο έλειψε για να την αφανίσει. Λέω ψυχή και εννοώ εκείνο που φαίνεται απόμακρο, άγνωστο και είναι περιφρονημένο, πλην σε στιγμές εξαιρετικές ή και σε τόπους μυθικούς, όπως η Κωνσταντινούπολη, ανορθώνεται και αναβρύζει, παραδόξως και μυστικώς καταλάμπον. Λέω ψυχή και καταλαβαίνω αυτό που ξεχωρίζει μια πόλη από ένα οικισμό. Δηλαδή, ό,τι διακρίνει μια πόλη από το συνονθύλευμα των κατοικιών, που είναι πάντα το ίδιο, χωρίς καμιά οικειότητα, έτσι που κάνει τους τόπους ξένους. Λέω ψυχή και αναζητώ αυτό που λείπει από τούς οικισμούς, όπου δεν μπορώ να γνωρίσω αυτούς που τους δημιούργησαν και που ζουν στο δομημένο χάος.
Για όλους έχει θέση η πολιτεία…
...Φαντάζομαι πλούσιους και μεροκαματιάρηδες σε αρχοντικά και ξεχαρβαλωμένα χαμόσπιτα δίπλα-δίπλα. Κοσμοπολίτες, πάμπλουτους εμπόρους, που διεκδικούν με σκληρά παζάρια και το τελευταίο γρόσι και που, όταν έρθει η ώρα, τα χαρίζουν όλα για να γίνουν σχολεία. Κυρίες ντυμένες με ακριβές δαντέλες, φερμένες κατευθείαν από τη Γάνδη. Μαζεμένους, φαρμακωμένους αρχοντάνθρωπους, πρόσφυγες από τις πολιτείες της Προποντίδας, που προσπαθούν να επιβιώσουν αξιοπρεπώς και ζουν με την ανάμνηση του χαμένου τους πλούτου. Δερβίσηδες της μυστικής Ανατολής, που μετράν κομπολόγια με 99 χάντρες και κρατούν συμβολικά στο χέρι το πελέκι τους. Σχιστομάτηδες με εξογκωμένα μάγουλα, που οι νομάδες παππούδες τους ζούσαν σε γιούρτ, περιπλανώμενοι πέρα από τον Καύκασο και την Κασπία. Χωριάτες, αλαφιασμένους και απαρηγόρητους από τα μέρη της Προύσας, που ακόμη δεν έχουν δεχθεί ότι χάσαν τους δικούς τους κι επιμένουν να τους ψάχνουν με τον Ερυθρό Σταυρό. Εργατικούς, αυστηρούς Πομάκους με σφιγμένα χείλη, που δεν γελάν ποτέ και που φοράν μάλλινα ρούχα κατακαλόκαιρο. Ολιγαρκείς Τσιγγάνους, που φτιάχνουν καλάθια και που, παρά τη φτώχεια τους, δεν χάνουν ποτέ το κέφι τους για πανηγύρι. Αυθεντικούς νέγρους, φερμένους σαν σκλάβους από την Άνω Αίγυπτο πριν αιώνες για να καλλιεργήσουν τα βαμβάκια. Χριστιανούς Καραμανλήδες από τα χωριά της Νίγδης, που ακόμη μιλάνε τούρκικα μεταξύ τους. Σαρακατσάνες με τις εξωπραγματικές μαυρόασπρες φορεσιές τους, φτιαγμένες λες από φουτουριστή ζωγράφο…
Για όλους έχει κάτι να προσφέρει η πολιτεία...
...Προς τα έξω βρίσκεται το ενδιαφέρον εδώ. Βγαίνω πάντα από την πόρτα περιμένοντας κάτι καλό. Πλημμυρίζουν οι δρόμοι, τα πάρκα, τα κέντρα από τον κόσμο. Μια φορά τη βδομάδα, κάθε Σάββατο, κατεβαίνουν όλοι στον ελεύθερο χώρο που άφησε το ποτάμι όταν ξεράθηκε η δεύτερη κοίτη του. Εκεί γίνεται το παζάρι. Εγώ προτιμώ να βλέπω. Εδώ δεν χρειάζομαι κανένα για να μου υποδείξει το τί και το πώς. Εδώ δεν χρειάζομαι ερμηνείες. Μόνο βλέπω. Οφθαλμοί γαρ των ώτων ακριβέστεροι μάρτυρες.
Με γοητεύουν τα σπίτια, τα μαγαζιά, τα εργαστήρια και τα εργοστάσια, που κουβαλούν άλλες μακρινές αναμνήσεις και ξένες φαντασίες. Γεμάτα είναι τα κτίσματα αυτά από όνειρα και φαντασιώσεις φερμένες μετά από ταξίδια στη μακρινή Δύση. Σχέδια και ρυθμοί ξένων αρχιτεκτόνων, που παραδόξως πάντα ταιριάζουν με το ύφος το ντόπιο και που φτιάχτηκαν από μαστόρους ντόπιους με τέχνη και μεράκι πολύ. Ζωγραφιές από τεχνίτες ξένους, που μεταφέρουν εδώ τα ρομαντικά ονειροπολήματα της Κεντρικής Ευρώπης. Σπίτια που θέλουν να εντυπωσιάσουν, για να δείξουν τον πλούτο αυτού που μόλις ξέφυγε από τη φτώχεια. Σπίτια νεοκλασικά με αετώματα και πήλινα κοσμήματα φερμένα από το Ελληνικό Βασίλειο. Πάνω τους μυστικώς κυματίζει η πολύπόθητη γαλανόλευκη. Εκκλησίες βασιλικές, όπως αυτές της Κωνσταντινούπολης, πυρήνες των μαχαλάδων των Ρωμηών, σε μια εποχή που οι Ρωμηοί αναθαρρούν και δεν φοβούνται πια να κτίσουν τούς ναούς που τούς αξίζουν. Στα δάπεδά τους, ανάγλυφος σε μάρμαρο είναι ο Δικέφαλος Αετός, σύμβολο του βασιλικού γένους των Ρωμηών και υπόσχεση ανόρθωσης στην αρχαία δόξα. Μέσα στα σκοτάδια, που τούς τριγυρίζουν και τούς απειλούν, λάμπουν και ακτινοβολούν για τούς Ρωμηούς οι ελληνικοί αιώνες. Με τη λαμπρότητα της εκκλησίας, την ιερατική γλώσσα και το βυζαντινό τυπικό επιμένει σταθερά το αυτοκρατορικό παρελθόν, η νοσταλγία της μεγάλης Ρωμανίας και της ανωτερότητάς της, που υπόσχεται τη βέβαιη ανόρθωση μέσα από την κατάπτωση και την τυραννία. Σχολεία κτισμένα ως προσφορές μέσα στον περίβολο εκκλησίας. Ταπεινοί δάσκαλοι της παιδείας και του ήθους, που βρίσκονται πάνω από την ανάγκη και την επιτυχία.
Γύρω-γύρω βλέπω τούς μαχαλάδες των μουσουλμάνων, που ζουν κι αυτοί τη δική τους ζωή στην πόλη. Είναι φερμένοι από μακριά ή είναι κι αυτοί ντόπιοι, ζηλωτές, νεοφώτιστοι της καινούργιας τους πίστης. Ποιοί είναι αυτοί που με κοιτάζουν μέσα από τα κατάκλειστα περιμαντρωμένα σπίτια; Ελάχιστα τούς ξέρω και δεν μπορώ να τούς γνωρίσω. Στα τζαμιά τους υψώνονται κατάλευκοι μιναρέδες, που λογχίζουν τα σύννεφα, γυρεύοντας τη θέση τους στην πολιτεία.
Κοιτάζω τις σκουριασμένες πέτρες, περιεργάζομαι τα ξεβαμμένα, ξεφτισμένα ντουβάρια, εξετάζω τα κάγκελα και τις σιδεριές, ξαναδιαβάζω τις μισοσβυσμένες επιγραφές, κρυφοκοιτάζω μέσα από τις πόρτες και τα μεγάλα παράθυρα, στέκομαι κάτω από τα σαχνισιά, περπατώ άσκοπα στους στενούς δρόμους... Είναι οι τρόποι μιας πολιτείας που πρόκοψε κι ακούστηκε με τον μόχθο της, την παραγωγή της και το εμπόριό της κι έγινε η ίδια μια εικόνα τους, καθώς καθρέφτης του εαυτού της.
Ερήμωσαν, γκρεμίζονται και χάνονται τα παζάρια, τα χάνια και τα καπνομάγαζα, που ένα καιρό τα γέμιζαν ζωή οι Ρωμηοί της Ελληνικής Ανατολής, που κατανοούσε ως ίση τη Δύση και την αφομοίωνε, χωρίς να θέλει να τη μιμηθεί. Της Ρωμηοσύνης, πού συνέχιζε να είναι, που ήταν, και πού θα έπρεπε να είναι πάντα ο οδηγός και ο πόλος της μεγάλης, ακατάλυτης Ανατολής.
Κι εμείς, σήμερα, τί;
Γύρισε ο τροχός του χρόνου κι άλλαξαν οι καιροί και τα πράγματα του κόσμου. Χρειάζεται κι εμείς πάλι σήμερα, όπως χρειαζόταν και θα χρειάζεται πάντα, να επινοήσουμε τούς τρόπους και να ανοίξουμε τούς δρόμους τούς δικούς μας για να τούς κάνουμε πραγματικότητα, δηλαδή έκφραση και συνέχεια αυτού που μας ορίζει και μας χαρακτηρίζει. Όπως το κατόρθωσαν οι Έλληνες της Ανατολής κι όπως αυτό φαίνεται σ’ ό,τι απομένει από την πολιτεία της Ξάνθης. Σπουδαία και επίκαιρα επιτεύγματα, που εμείς φερόμαστε σήμερα σα να τα αγνοούμε…
Κάθομαι στην ευλογημένη γωνιά μου, στο σπίτι μου, κουρνιάζω κι επιμένω να τα αναλογίζομαι όλ’ αυτά… Τελειώνει η μέρα, πέφτει το δειλινό κι εγώ δεν ανάβω το φως. Αφουγκράζομαι τους ειρηνικούς θορύβους κι όλα είναι γαλήνια και φιλικά. Μια γνώριμη, ευχάριστη θλίψη με κυριεύει. Ένα συναίσθημα, που σήμερα με τη συνεχή κίνηση, τον θόρυβο των αυτοκινήτων και τη μόνιμη παρουσία της τηλεόρασης, δυστυχώς γεννιέται σπάνια. Τα ψηλοτάβανα αυτά κτήρια με τα πολύχρωμα τζάμια στο υπέρθυρο της εισόδου, τον φωτισμό με τη λάμπα πετρελαίου, με κεριά η με αχνούς γλόμπους, ταιριάζουν στην αίσθηση αυτής της ευχάριστης θλίψης, που συνήθως απλώνεται το σούρουπο μετά τον καφέ και μέσα στο ημίφως και τη σιωπή ή τις ψιθυριστές ομιλίες. Θυμάμαι τέτοια δειλινά στις προσφυγικές γειτονιές, όταν αργά το απόγευμα, μετά τη δουλειά, η θλίψη των σκληρών βιωμάτων και η άφατη νοσταλγία για τον χαμένο κόσμο της νιότης και της πατρίδας, ξετυλίγονταν μαζί με μία ανέκφραστη ελπίδα. Αυτή η παράδοξη χαροποιός ελπίδα μέσα στη θλίψη της υπαρξιακής απογοήτευσης, αυτή η χάρη που μας επιτρέπει να "ανυψούμεθα ταπεινούμενοι", δεν είναι μόνο ένα από τα πολύτιμα στολίδια της ιδιόμορφης παράδοσής μας. Είναι κάτι απ’ όλα αυτά που μοιάζουν αυταπάτες, αλλά βρίσκονται πάντα μαζί μας.
"Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ.
Μα, ωστόσο, λάμπει."
Μυαλωμένοι μου φαίνεται πως ήταν εκείνοι που πρώτοι κτίσαν τα σπίτια τους στην πλαγιά αυτή, που αγναντεύει τον γεμάτο θαμπάδα και υγρασία κάμπο της Θράκης, όπως αυτός απλώνεται στα πόδια της πόλης όλο ανεξήγητη θλίψη. Εδώ, ανάμεσα στα βουνά και στην πεδιάδα, ο αέρας είναι κρυστάλλινος και διαυγής χάρη στον άνεμο που φυσά μέσα απ’ τη χαράδρα. Τη χαράδρα τη δημιούργησε σχίζοντας το βουνό το ποτάμι της Ξάνθης, ο Κόσσινθος. Ο άνεμος, που διώχνει τους ατμούς από την πόλη, ξεκινά μακριά, ψηλά, από τα γεμάτα μυστήριο δασωμένα βουνά, που βρίσκονται βόρεια και πάνω από την πόλη. Από κει υπερχειλίζουν και διαρρέουν και τα νερά, που τα μεταφέρει ο Κόσσινθος κάτω στην πεδιάδα για να ποτίσει το λιπαρό χώμα και να δώσει ζωή στον καπνό˙ αυτό που φέρνει πλούτο στην πολιτεία.
Πιο πάνω από την πόλη, στα άξενα, σκοτεινά βουνά, βυζαντινά μοναστήρια που ημερώνουν τον τόπο και στεφανώνουν την πόλη προστατευτικά. Είναι γι’ αυτό αγγελοφύλακτη και αγγελόκαστρη η πόλη κάτω απ’ τα βουνά, που καταλήγουν σε παράξενες ιδιόμορφες κορυφές.
Την πολιτεία, όπως είναι σήμερα, την έφτιαξαν όλοι όσοι έζησαν και ζουν εδώ. Όμως, εγώ πιστεύω ότι τη σήκωσε πάνω από την ανάγκη και της έδωσε ψυχή η Ρωμηοσύνη, όταν ανορθώθηκε πάλι, αναγεννήθηκε κι έγινε και πάλι κυρίαρχη, όντας τότε μαζί πολιτικά υποταγμένη σε δυνάστη και κατακτητή σκληρό, – που λίγο έλειψε για να την αφανίσει. Λέω ψυχή και εννοώ εκείνο που φαίνεται απόμακρο, άγνωστο και είναι περιφρονημένο, πλην σε στιγμές εξαιρετικές ή και σε τόπους μυθικούς, όπως η Κωνσταντινούπολη, ανορθώνεται και αναβρύζει, παραδόξως και μυστικώς καταλάμπον. Λέω ψυχή και καταλαβαίνω αυτό που ξεχωρίζει μια πόλη από ένα οικισμό. Δηλαδή, ό,τι διακρίνει μια πόλη από το συνονθύλευμα των κατοικιών, που είναι πάντα το ίδιο, χωρίς καμιά οικειότητα, έτσι που κάνει τους τόπους ξένους. Λέω ψυχή και αναζητώ αυτό που λείπει από τούς οικισμούς, όπου δεν μπορώ να γνωρίσω αυτούς που τους δημιούργησαν και που ζουν στο δομημένο χάος.
Για όλους έχει θέση η πολιτεία…
...Φαντάζομαι πλούσιους και μεροκαματιάρηδες σε αρχοντικά και ξεχαρβαλωμένα χαμόσπιτα δίπλα-δίπλα. Κοσμοπολίτες, πάμπλουτους εμπόρους, που διεκδικούν με σκληρά παζάρια και το τελευταίο γρόσι και που, όταν έρθει η ώρα, τα χαρίζουν όλα για να γίνουν σχολεία. Κυρίες ντυμένες με ακριβές δαντέλες, φερμένες κατευθείαν από τη Γάνδη. Μαζεμένους, φαρμακωμένους αρχοντάνθρωπους, πρόσφυγες από τις πολιτείες της Προποντίδας, που προσπαθούν να επιβιώσουν αξιοπρεπώς και ζουν με την ανάμνηση του χαμένου τους πλούτου. Δερβίσηδες της μυστικής Ανατολής, που μετράν κομπολόγια με 99 χάντρες και κρατούν συμβολικά στο χέρι το πελέκι τους. Σχιστομάτηδες με εξογκωμένα μάγουλα, που οι νομάδες παππούδες τους ζούσαν σε γιούρτ, περιπλανώμενοι πέρα από τον Καύκασο και την Κασπία. Χωριάτες, αλαφιασμένους και απαρηγόρητους από τα μέρη της Προύσας, που ακόμη δεν έχουν δεχθεί ότι χάσαν τους δικούς τους κι επιμένουν να τους ψάχνουν με τον Ερυθρό Σταυρό. Εργατικούς, αυστηρούς Πομάκους με σφιγμένα χείλη, που δεν γελάν ποτέ και που φοράν μάλλινα ρούχα κατακαλόκαιρο. Ολιγαρκείς Τσιγγάνους, που φτιάχνουν καλάθια και που, παρά τη φτώχεια τους, δεν χάνουν ποτέ το κέφι τους για πανηγύρι. Αυθεντικούς νέγρους, φερμένους σαν σκλάβους από την Άνω Αίγυπτο πριν αιώνες για να καλλιεργήσουν τα βαμβάκια. Χριστιανούς Καραμανλήδες από τα χωριά της Νίγδης, που ακόμη μιλάνε τούρκικα μεταξύ τους. Σαρακατσάνες με τις εξωπραγματικές μαυρόασπρες φορεσιές τους, φτιαγμένες λες από φουτουριστή ζωγράφο…
Για όλους έχει κάτι να προσφέρει η πολιτεία...
...Προς τα έξω βρίσκεται το ενδιαφέρον εδώ. Βγαίνω πάντα από την πόρτα περιμένοντας κάτι καλό. Πλημμυρίζουν οι δρόμοι, τα πάρκα, τα κέντρα από τον κόσμο. Μια φορά τη βδομάδα, κάθε Σάββατο, κατεβαίνουν όλοι στον ελεύθερο χώρο που άφησε το ποτάμι όταν ξεράθηκε η δεύτερη κοίτη του. Εκεί γίνεται το παζάρι. Εγώ προτιμώ να βλέπω. Εδώ δεν χρειάζομαι κανένα για να μου υποδείξει το τί και το πώς. Εδώ δεν χρειάζομαι ερμηνείες. Μόνο βλέπω. Οφθαλμοί γαρ των ώτων ακριβέστεροι μάρτυρες.
Με γοητεύουν τα σπίτια, τα μαγαζιά, τα εργαστήρια και τα εργοστάσια, που κουβαλούν άλλες μακρινές αναμνήσεις και ξένες φαντασίες. Γεμάτα είναι τα κτίσματα αυτά από όνειρα και φαντασιώσεις φερμένες μετά από ταξίδια στη μακρινή Δύση. Σχέδια και ρυθμοί ξένων αρχιτεκτόνων, που παραδόξως πάντα ταιριάζουν με το ύφος το ντόπιο και που φτιάχτηκαν από μαστόρους ντόπιους με τέχνη και μεράκι πολύ. Ζωγραφιές από τεχνίτες ξένους, που μεταφέρουν εδώ τα ρομαντικά ονειροπολήματα της Κεντρικής Ευρώπης. Σπίτια που θέλουν να εντυπωσιάσουν, για να δείξουν τον πλούτο αυτού που μόλις ξέφυγε από τη φτώχεια. Σπίτια νεοκλασικά με αετώματα και πήλινα κοσμήματα φερμένα από το Ελληνικό Βασίλειο. Πάνω τους μυστικώς κυματίζει η πολύπόθητη γαλανόλευκη. Εκκλησίες βασιλικές, όπως αυτές της Κωνσταντινούπολης, πυρήνες των μαχαλάδων των Ρωμηών, σε μια εποχή που οι Ρωμηοί αναθαρρούν και δεν φοβούνται πια να κτίσουν τούς ναούς που τούς αξίζουν. Στα δάπεδά τους, ανάγλυφος σε μάρμαρο είναι ο Δικέφαλος Αετός, σύμβολο του βασιλικού γένους των Ρωμηών και υπόσχεση ανόρθωσης στην αρχαία δόξα. Μέσα στα σκοτάδια, που τούς τριγυρίζουν και τούς απειλούν, λάμπουν και ακτινοβολούν για τούς Ρωμηούς οι ελληνικοί αιώνες. Με τη λαμπρότητα της εκκλησίας, την ιερατική γλώσσα και το βυζαντινό τυπικό επιμένει σταθερά το αυτοκρατορικό παρελθόν, η νοσταλγία της μεγάλης Ρωμανίας και της ανωτερότητάς της, που υπόσχεται τη βέβαιη ανόρθωση μέσα από την κατάπτωση και την τυραννία. Σχολεία κτισμένα ως προσφορές μέσα στον περίβολο εκκλησίας. Ταπεινοί δάσκαλοι της παιδείας και του ήθους, που βρίσκονται πάνω από την ανάγκη και την επιτυχία.
Γύρω-γύρω βλέπω τούς μαχαλάδες των μουσουλμάνων, που ζουν κι αυτοί τη δική τους ζωή στην πόλη. Είναι φερμένοι από μακριά ή είναι κι αυτοί ντόπιοι, ζηλωτές, νεοφώτιστοι της καινούργιας τους πίστης. Ποιοί είναι αυτοί που με κοιτάζουν μέσα από τα κατάκλειστα περιμαντρωμένα σπίτια; Ελάχιστα τούς ξέρω και δεν μπορώ να τούς γνωρίσω. Στα τζαμιά τους υψώνονται κατάλευκοι μιναρέδες, που λογχίζουν τα σύννεφα, γυρεύοντας τη θέση τους στην πολιτεία.
Κοιτάζω τις σκουριασμένες πέτρες, περιεργάζομαι τα ξεβαμμένα, ξεφτισμένα ντουβάρια, εξετάζω τα κάγκελα και τις σιδεριές, ξαναδιαβάζω τις μισοσβυσμένες επιγραφές, κρυφοκοιτάζω μέσα από τις πόρτες και τα μεγάλα παράθυρα, στέκομαι κάτω από τα σαχνισιά, περπατώ άσκοπα στους στενούς δρόμους... Είναι οι τρόποι μιας πολιτείας που πρόκοψε κι ακούστηκε με τον μόχθο της, την παραγωγή της και το εμπόριό της κι έγινε η ίδια μια εικόνα τους, καθώς καθρέφτης του εαυτού της.
Ερήμωσαν, γκρεμίζονται και χάνονται τα παζάρια, τα χάνια και τα καπνομάγαζα, που ένα καιρό τα γέμιζαν ζωή οι Ρωμηοί της Ελληνικής Ανατολής, που κατανοούσε ως ίση τη Δύση και την αφομοίωνε, χωρίς να θέλει να τη μιμηθεί. Της Ρωμηοσύνης, πού συνέχιζε να είναι, που ήταν, και πού θα έπρεπε να είναι πάντα ο οδηγός και ο πόλος της μεγάλης, ακατάλυτης Ανατολής.
Κι εμείς, σήμερα, τί;
Γύρισε ο τροχός του χρόνου κι άλλαξαν οι καιροί και τα πράγματα του κόσμου. Χρειάζεται κι εμείς πάλι σήμερα, όπως χρειαζόταν και θα χρειάζεται πάντα, να επινοήσουμε τούς τρόπους και να ανοίξουμε τούς δρόμους τούς δικούς μας για να τούς κάνουμε πραγματικότητα, δηλαδή έκφραση και συνέχεια αυτού που μας ορίζει και μας χαρακτηρίζει. Όπως το κατόρθωσαν οι Έλληνες της Ανατολής κι όπως αυτό φαίνεται σ’ ό,τι απομένει από την πολιτεία της Ξάνθης. Σπουδαία και επίκαιρα επιτεύγματα, που εμείς φερόμαστε σήμερα σα να τα αγνοούμε…
Κάθομαι στην ευλογημένη γωνιά μου, στο σπίτι μου, κουρνιάζω κι επιμένω να τα αναλογίζομαι όλ’ αυτά… Τελειώνει η μέρα, πέφτει το δειλινό κι εγώ δεν ανάβω το φως. Αφουγκράζομαι τους ειρηνικούς θορύβους κι όλα είναι γαλήνια και φιλικά. Μια γνώριμη, ευχάριστη θλίψη με κυριεύει. Ένα συναίσθημα, που σήμερα με τη συνεχή κίνηση, τον θόρυβο των αυτοκινήτων και τη μόνιμη παρουσία της τηλεόρασης, δυστυχώς γεννιέται σπάνια. Τα ψηλοτάβανα αυτά κτήρια με τα πολύχρωμα τζάμια στο υπέρθυρο της εισόδου, τον φωτισμό με τη λάμπα πετρελαίου, με κεριά η με αχνούς γλόμπους, ταιριάζουν στην αίσθηση αυτής της ευχάριστης θλίψης, που συνήθως απλώνεται το σούρουπο μετά τον καφέ και μέσα στο ημίφως και τη σιωπή ή τις ψιθυριστές ομιλίες. Θυμάμαι τέτοια δειλινά στις προσφυγικές γειτονιές, όταν αργά το απόγευμα, μετά τη δουλειά, η θλίψη των σκληρών βιωμάτων και η άφατη νοσταλγία για τον χαμένο κόσμο της νιότης και της πατρίδας, ξετυλίγονταν μαζί με μία ανέκφραστη ελπίδα. Αυτή η παράδοξη χαροποιός ελπίδα μέσα στη θλίψη της υπαρξιακής απογοήτευσης, αυτή η χάρη που μας επιτρέπει να "ανυψούμεθα ταπεινούμενοι", δεν είναι μόνο ένα από τα πολύτιμα στολίδια της ιδιόμορφης παράδοσής μας. Είναι κάτι απ’ όλα αυτά που μοιάζουν αυταπάτες, αλλά βρίσκονται πάντα μαζί μας.
"Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ.
Μα, ωστόσο, λάμπει."
Ετικέτες
Ελληνισμός.,
Καθ΄ημάς Ανατολή,
Ξάνθη
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)