Γεώργιος Κ. Παπάζογλου. Ταφικά μνημεία της Πόλης. Α. Σισλί-έμποροι και τραπεζίτες (Θρακική Βιβλιοθήκη 8), Εργαστήριο Παλαιογραφίας–Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνή, 2005, σχήμα 30Χ24 σσ 464
Παρά τους προσδιορισμούς στον τίτλο επιμένει ο συγγραφέας να διευκρινίζει και να προσθέτει στον εσώτιτλο κάτω από τον τίτλο του βιβλίου: Οι τάφοι λαλούσι. Και έτσι είναι. Μέσα από το βιβλίο προσεγγίζουμε ένα τεθνεώτα Ελληνισμό που συνεχίζει την πνευματική και πολιτιστική ακτινοβολία του, χάρη στην προσπάθεια και τον μόχθο του συγγραφέα να ταξινομήσει και να περιγράψει, ώστε να προστατεύσει και να εξασφαλίσει την ιστορική παρουσία των Ρωμηών της Κωνσταντινούπολης. Ο γιγαντισμός και η ανεξέλεγκτη επέκταση του σύγχρονου αστικού εφιάλτη της Κωνσταντινούπολης εξαφανίζει τα ίχνη του παρελθόντος. Δεν είναι μόνο η φθορά του χρόνου, αλλά κυρίως η θύελλα των εκατομμυρίων νεήλυδων που κατακυριεύουν τον χώρο και δημιουργούν νέες πραγματικότητες.
Παρά την νομοθετική προστασία ο μεγάλος αριθμός των κτηρίων, που συνθέτουν την πολιτιστική κληρονομιά του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, κινδυνεύει και απειλείται. Η δημογραφική παρακμή της ρωμαίικης μειονότητας αποστερεί το δομημένο περιβάλλον της από φορείς ζωής. Τα ελληνικού ενδιαφέροντος κτήρια της Κωνσταντινούπολης είναι εκτεθειμένα στους κινδύνους της εντατικής αστικοποίησης, και κυρίως απειλούνται οι χώροι των δεκαοκτώ νεκροταφείων που διαθέτει ο Ελληνισμός στο κέντρο της Πόλης και στα προάστια του Βοσπόρου.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να αποτυπώσει τον τεράστιο πλούτο που συσσώρευσε το πέρασμα των γενεών σε ένα από τα σημαντικότερα νεκροταφεία του Μείζονος Ελληνισμού της Ανατολής και το σημαντικότερο της Κωνσταντινούπολης: το Νεκροταφείο του Σισλί στις παρυφές του Γαλατά. Πρόκειται για φιλόδοξο εγχείρημα μεγάλων διαστάσεων και ιδιαίτερης σημασίας.
Ο συγγραφέας αποθησαυρίζει φωτογραφίες και πληροφορίες για τα πρόσωπα που αναπαύονται στο μεγάλο αυτό νεκροταφείο, και για τα μνημεία τα ίδια. Εκεί αναπαύονται τα πιο σημαντικά μέλη της ρωμαίικης κοινωνίας της Κωνσταντινούπολης του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, εποχή μεγάλης οικονομικής ακμής και πολιτιστικής ανόδου της Κωνσταντινούπολης ειδικότερα και του Ελληνισμού γενικότερα. Συγκεντρώνει πληροφορίες για τους καλλιτέχνες και τους μαστόρους που κατέθεσαν εκεί την τέχνη και την τεχνική τους. Παραθέτει επιγραφές και επιτάφια επιγράμματα, αλλά και παραστάσεις και κοσμήματα που συγκροτούν ένα απόθεμα στοιχείων για τον ιστορικό, τον λαογράφο, τον κοινωνιολόγο, αλλά και τον απλό ευαίσθητο αναγνώστη. Εντυπωσιάζει η επιμονή και η φροντίδα του συγγραφέα για να αποτυπώσει ό,τι είναι δυνατόν να αποτυπωθεί φωτογραφικά, να το αποθησαυρίσει και να το παραδώσει ως χάρτινη αιωνιότητα, πιο ασφαλή σίγουρα από τα ίδια τα υλικά αντικείμενα. Άλλωστε χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση σε σημείωση του συγγραφέα, αμέσως μάλιστα πριν τον πρόλογο του βιβλίου, για τις καταστροφές που έγιναν μέσα σε μόλις τρία χρόνια ,που μεσολάβησαν από τη φωτογράφηση μέχρι την έκδοση του βιβλίου.
Στο νεκροταφείο του Σισλί διακρίνεται με ενάργεια η πραγματικότητα και τα επιτεύγματα του Ελληνισμού της Ανατολής σε μια περίοδο δημογραφικής, οικονομικής και εθνικής ακμής του. Με την αναγέννηση του Ελληνισμού τον 18ο αιώνα εμφανίζονται στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν τη δημιουργία μιας ρωμαίικης εμπορευματικής τάξης και την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Στα τέλη του 18ου το ρωμαίικο μιλλέτ της Αυτοκρατορίας διεκδικεί όχι μόνο την εθνική του αποκατάσταση, αλλά και με τους Φαναριώτες τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση και την συνδιαχείριση ολόκληρης της Αυτοκρατορίας. Η ελληνική επανάσταση θα σημάνει την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους στις παρυφές του τότε Ελληνισμού, αλλά και την συντριβή των Φαναριωτών από τον σουλτάνο Μαχμούτ τον Β΄. Ωστόσο, οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης κατορθώνουν να ανορθωθούν με χαρακτηριστική ταχύτητα. Οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό της Αυτοκρατορίας στα μέσα του 19ου αιώνα τους επιτρέπουν να αναλάβουν ξανά μεγάλους ρόλους. Οι άπιστοι Τζιμμήδες, υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας, ανέρχονται και γίνονται η αστική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δημιουργείται μια κατάσταση στην οποία οι ρωμαίικες κοινότητες παραμένουν πολιτικά υποταγμένες, αλλά γίνονται οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά κυρίαρχες. Παράλληλα, οι δημογραφικές συνθήκες στο Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα βοηθούν τη μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών προς τη Μικρά Ασία. Οι αυτόχθονες κοινότητες των Ρωμηών πληθαίνουν και νέες κοινότητες δημιουργούνται.
Το κοσμοπολίτικο Πέραν της Κωνσταντινούπολης δεν γίνεται μόνο ο καθρέπτης του εκδυτικισμού της Αυτοκρατορίας, αλλά και το κέντρο της δράσης και της κυριαρχίας μιας ρωμαίικης κεφαλαιουχικής και εμπορευματικής τάξης. Το Φανάρι πέφτει σε δεύτερη μοίρα. Η Κωνσταντινούπολη, "πόλις παλαιόθεν Ἑλληνίς", η σπουδαιότερη ελληνική πόλη για 16 αιώνες, κρατούσε σταθερά το ρόλο της ως νοερή πρωτεύουσα των Ελλήνων.
Οι ελληνικές κοινότητες ελέγχουν, πριν το 1922, το 50% του κεφαλαίου του επενδεδυμένου στη βιομηχανία της Αυτοκρατορίας, το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχούν απόλυτα στο εισαγωγικό και το εξαγωγικό εμπόριο. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε, ότι το 1914 το 46% από τους ιδιοκτήτες τραπεζών και τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Ρωμηοί. Την ίδια χρονιά από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας το 49% ανήκε σε Ρωμηούς και μόλις το 12% σε Τούρκους. Το 1914 πάλι, Έλληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμηοί μαθητές αντιπροσωπεύουν σε απόλυτους αριθμούς το διπλάσιο σχεδόν των Μουσουλμάνων μαθητών σε όλη την Αυτοκρατορία. Η ελληνική γλώσσα είχε γίνει η γλώσσα των εμπόρων και της καλής κοινωνίας, σε βαθμό που σημαντικό ποσοστό Ρωμηών αγνοούσε την τουρκική.
Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα, η οποία εικονίζεται στο ταφικό περιβάλλον του Σισλί και αυτή την πραγματικότητα προσπαθεί να περιγράψει ο συγγραφέας, ώστε να διασφαλιστεί η μνήμη της. Ας επανέλθουμε, όμως, στο βιβλίο προσπαθώντας να περιγράψουμε τα περιεχόμενα και τη διάρθρωσή του.
Η βιβλιογραφία εστιάζεται στην αστική κοινότητα του Γαλατά των μέσων του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού και παρατίθεται μετά τον πρόλογο του συγγραφέα. Η εξαντλητική εισαγωγή παρουσιάζει το κοιμητήριο του Σισλί και αναλυτικά πληροφορίες και στοιχεία για τους σημαντικότερους συγκεκριμένους δημιουργούς, όπως γλύπτες και αρχιτέκτονες, που εργάσθηκαν εκεί. Ακολουθεί περιγραφή των μνημείων και κατάταξή τους σε τύπους με χωριστή ανάλυση της αρχιτεκτονικής, των διακοσμήσεων και των επιγραφών.
Στο κύριο σώμα του βιβλίου παρουσιάζονται αναλυτικά και με εξαντλητικές λεπτομέρειες τα ταφικά μνημεία του Σισλί που αφορούν εμπόρους και τραπεζίτες. Παρουσιάζονται σε 375 πυκνοτυπωμένες σελίδες 142 ταφικά μνημεία, έκαστο των οποίων ανήκει σε μία οικογένεια.
Κάθε ταφικό μνημείο περιγράφεται εξαντλητικά σε χωριστά κεφάλαια. Στην αρχή εικονίζεται το μνημείο και δίνονται τα γενικά χαρακτηριστικά του: τύπος, διαστάσεις, υλικό, όνομα, χρονολόγηση, υπογραφή, κατάσταση. Ακολουθούν αναλυτική περιγραφή, παράθεση όλων των επιγραφών, παράθεση των επιγραμμάτων. Τα ιστορικά του μνημείου δίδονται με εντυπωσιακή πληρότητα και αφορούν την ιστορία των τεθαμμένων και των οικογενειών τους με την παράλληλη παράθεση φωτογραφιών και κειμένων από τα έντυπα της εποχής. Συχνά δίδονται γενεολογικά δένδρα. Η περιγραφή συμπληρώνεται με εξαντλητική βιβλιογραφία την οποία εντόπισε ο ακαταπόνητος ερευνητής σε εφημερίδες, έγγραφα και έντυπα της εποχής. Η βιβλιογραφία πλαισιώνεται με αποσπάσματα εφημερίδων με αγγελίες και νεκρολογίες.
Ο τόμος κλείνει με πίνακες και ευρετήρια που δίνουν όλα τα ονόματα των τεθνεώτων, χρόνο γέννησης, θανάτου, καταγωγή, επάγγελμα, όπως και ευρετήριο συμβολικών παραστάσεων των μνημείων.
Ο μεγάλος πολυτελής τόμος τυπώθηκε στην Κομοτηνή. Το αναφέρουμε αυτό σαν ευκαιρία για να παρατηρήσουμε ότι η τυπογραφία στην ελληνική επαρχία δεν μπορεί πια να χαρακτηρισθεί επαρχιώτικη και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από αυτά που γίνονται στην Αθήνα. Η γραφιστική επεξεργασία, η εκτύπωση των φωτογραφιών και η βιβλιοδεσία του τόμου είναι πολύ ικανοποιητικές. Ωστόσο, δεν κρύβουμε την προτίμησή μας στην "όρθια" διάταξη τέτοιων βιβλίων, ακόμη και αν περιέχουν πλήθος φωτογραφιών. Κατά την αντίληψή μας δεν συντρέχει λόγος για τη σχεδίαση του συγκεκριμένου βιβλίου σε "πλάγια" διάταξη, αφού μάλιστα οι φωτογραφίες δεν απαιτούν τέτοια παρουσίαση. Η "πλάγια" διάταξη συνηθίζεται σε βιβλία τοπιογραφικού περιεχομένου και δημιουργεί προβλήματα στην ανάγνωση και στη βιβλιοθέτηση.
Το όλο έργο είναι αφιερωμένο στη Μεγάλη Εκκλησία και στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο τον Α΄. Χορηγός είναι το " Ίδρυμα Σταύρος Σ. Νιάρχος".
Ευχόμαστε στον συγγραφέα να συνεχίσει, όπως ο τίτλος του τόμου υπόσχεται, και να πραγματοποιήσει και την έκδοση άλλων τόμων, ολοκληρώνοντας τη μνημειώδη παρουσίαση, όπως φιλοδοξεί.