Αυτός που σήμερα θα ταξιδεύσει στη γειτονική μας χώρα θα εντυπωσιασθεί από την γιγαντιαίας κλίμακας ανοικοδόμηση που συμβαίνει στις τουρκικές πόλεις. Από τις ριζικά ανοικοδομούμενες πόλεις του μακρινού Πόντου, στα Άδανα και στο Ικόνιο και από την τεράστια Άγκυρα στην Προύσα και στη Σμύρνη, αλλά κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, παντού λαμβάνει χώρα μια μαζική ανοικοδόμηση. Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα και αυτό πλέον είναι εμφανές. Ωστόσο, στις ακτές του Αιγαίου και της Προποντίδας, ο γιγαντισμός της Σμύρνης, της Προύσας και, κυρίως, αυτός της Κωνσταντινούπολης δεν οφείλεται μόνο στη δημογραφική έκρηξη, ούτε στη μετακίνηση των αγροτών προς τις πόλεις, αλλά και στη μαζική μετακίνηση πληθυσμών από τις ανατολικές αγροτικές επαρχίες προς τις δυτικές αναπτυγμένες περιοχές και τις ακτές της Προποντίδας και του Αιγαίου. Η Τουρκία φαίνεται να μετατρέπεται σε μια χώρα του Αιγαίου που θυμίζει όλο και λιγότερο το τουρκικό περιβάλλον.
Η Τουρκία δίνει την εντύπωση μιας νέας χώρας. Όλες οι ιστορικές και χρονικές αναφορές ξεκινούν από την τουρκική κατάκτηση. Όσα μνημεία των προηγούμενων εποχών διασώζονται δεν είναι ευρύτερα γνωστά στο τουρκικό κοινό, αλλά και αποτελούν κάποιο βάρος για τους ειδικούς. Μέσα στις τουρκικές πόλεις είναι παντού καταφανής η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των νεήλυδων με τον χώρο τον οποίο τώρα κατοικούν. Υπάρχει η γνώριμη αίσθηση της μη μονιμότητας, του ανεκπλήρωτου, του ελλιπούς και της νοσταλγίας χωρίς αντικείμενο. Στην Ελλάδα, σε πρώτη ευκαιρία, αδειάζουν οι μεγάλες πόλεις για τα χωριά που επισκευάστηκαν και ξανακτίστηκαν για τον λόγο αυτό. Στην Τουρκία τέτοιες γέφυρες με τις ρίζες είναι δύσκολες. Στον διάχυτο αυτό ψυχισμό πρέπει να επιδρά και η νομαδική καταγωγή των Τούρκων. Το να κατοικούν κάπου δεν φαίνεται να θεωρείται ως κάτι μόνιμο. Στις πρόσφατα κτισμένες, νέες εκτεταμένες περιοχές των τουρκικών πόλεων, υπάρχει μία πλήρης και εμφανής αναντιστοιχία του δομημένου προς το ανθρώπινο περιβάλλον. Τα τεράστια κτήρια, τα δημόσια έργα και οι παντοειδείς δυτικότροπες αναπτύξεις, δεν φαίνεται να έχουν σχέση προς την αλλοτριωμένη άχρωμη μάζα των ανατολιτών και των οικονομικώς περιθωριοποιημένων ημιαστών, οι οποίοι γεμίζουν τούς χώρους. Ο χώρος των ανθρώπων φαίνεται να βρίσκεται αλλού, να είναι κρυμμένος και άγνωστος. Οι άνθρωποι μοιάζουν σαν να έρχονται από μακριά και κάπου έξω από την πραγματικότητα των επιφαινομένων. Ποιοί δημιούργησαν τον δομημένο αυτό χώρο ; Στην αναπτυγμένη Δύση και τον υποανάπτυκτο Τρίτο Κόσμο ο χώρος εμφανίζεται με ενάργεια ως δημιούργημα των ανθρώπων που βρίσκονται και απαντώνται εντός του. Στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας υπάρχει μία έντονη αντανάκλαση της αλλοτρίωσης των ατόμων στους δομημένους χώρους. Η έλλειψη εσωτερίκευσης του χώρου φαίνεται, επίσης, στη μιζέρια και στη θλίψη του αστικού περιβάλλοντος, καθώς και στην ασαφή ανησυχία που σχετίζεται με ό,τι ονομάζουμε κρίση ταυτότητας.
Οι Έλληνες συνήθως ταξιδεύουν στην Κωνσταντινούπολη και εκεί περιορίζονται κατά κανόνα στο ιστορικό κέντρο που, λίγο-πολύ, παραμένει αναλλοίωτο. Όμως, η Κωνσταντινούπολη σήμερα είναι μία τερατώδης πόλη. Αν λογαριάσουμε τον Βόσπορο, την ασιατική ακτή της Βιθυνίας και το οικοδομημένο μήκος της παραλίας της Προποντίδας, η Κωνσταντινούπολη απλώνεται σήμερα σε μία παράλια γραμμή με μήκος κοντά στα διακόσια τόσα χιλιόμετρα, που την κατοικούν δέκα οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι. Είναι μία κοσμόπολη που ξεραίνει τα πάντα στο άπλωμά της, απομυζά την υπόλοιπη χώρα, καταστρέφει τα ίχνη του παρελθόντος και δημιουργεί ένα κατ' εξοχήν αντιαισθητικό νέο χώρο.
"Καλύτερα που τελικά δεν κατόρθωσαν οι Έλληνες να αποκτήσουν την Κωνσταντινούπολη" – έγραφε, με κάποια δόση ενοχής, ο Άρνολντ Τόϋνμπη –, "θα δημιουργούσαν έναν αστικό εφιάλτη που θα τους έπνιγε". Αυτό ακριβώς έγινε τώρα, ογδόντα έξη χρόνια μετά την είσοδο του νικηφόρου κεμαλικού στρατού στην Κωνσταντινούπολη. Αυτόν τον "αστικό εφιάλτη" δημιούργησαν οι ανατολίτες που ζουν τώρα εδώ.
Η Κωνσταντινούπολη, βέβαια, κρατά στο ιστορικό της κέντρο, τον αέρα της αυτοκρατορικής μητρόπολης με τούς απεριόριστους ορίζοντες, τους μεγαλειώδεις δημόσιους χώρους και τα εντυπωσιακά μνημεία, τον κοσμοπολιτισμό της Πόλης, της πρωτεύουσας της οικουμενικής αυτοκρατορίας, τη μοναδική ομορφιά της, τη θαλπωρή της πατρίδας και τη μυστική της λάμψη ως μυθικού κέντρου της Ρωμηοσύνης. Είναι η πόλη η οποία για δέκα έξη αιώνες αποτελούσε το κέντρο του Ελληνισμού. Όμως, τη σύγχρονή μας τρίτη άλωση, η καλύτερα με άλλα λόγια, τον τρομακτικό δυναμισμό της Ανατολής που τραβά προς τη Δύση, δεν τον υποψιάζεται κανείς, παρά μόνο αν βρεθεί και διασχίσει τα προάστια της Κωνσταντινούπολης η την εφιαλτική ανοικοδόμηση στις παραλίες της Προποντίδας.
Ο επισκέπτης που απομακρύνεται από το ιστορικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης βρίσκεται μέσα σε ένα αστικό εφιάλτη από παρατάξεις δεκάδων και εκατοντάδων, πανομοιότυπων κατά ομάδες γιγάντιων πολυκατοικιών σε εκτάσεις με μήκος πολλών χιλιομέτρων. Ο εφιάλτης είναι η αστική έρημος, όπου το άτομο συντρίβεται μέσα στο χωρίς τέλος καταθλιπτικό δομημένο χάος. Ο εφιάλτης είναι τα υβριστικά και απειλητικά μεγέθη˙ είναι, ακόμη, η ενοχλητική έλλειψη αισθητικής στις μάζες των άμορφων κτισμάτων, που διακόπτονται μόνο από κάποιο κατάλευκο τεράστιο τζαμί. Αυτά τα τεράστια τζαμιά καθώς εμφανίζονται σε κανονικά διαστήματα γρήγορα γεννούν μια αίσθηση απειλής, που εξαφανίζει την πρώτη εντύπωση των πανύψηλων μιναρέδων που λογχίζουν τον ουρανό και τα σύννεφα.
Πρόκειται για μετακίνηση του πληθυσμιακού και του οικονομικού κέντρου βάρους της Τουρκίας από την ύπαιθρο στις πόλεις, αλλά και για μαζική μετακίνηση προς τις ακτές και δυτικά. Φαίνεται πως διαψεύδεται σήμερα μερικά ο λόγος του Κεμάλ το 1929: «Στο εξής η Κωνσταντινούπολη δεν θα κυβερνά την Ανατολία, αλλά θα πρέπει να την ακολουθεί». Η Κωνσταντινούπολη αναλαμβάνει πάλι τα πρωτεία και ενισχύει τη σπουδαιότητά της ως κέντρο και πόλος έλξης. Η Κωνσταντινούπολη όμως ακολουθεί την Ανατολία, αφού κατοικείται από ανατολίτες και αφού Έλληνες δεν υπάρχουν πια εκεί.
Πρόκειται για αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε –μετά την μοιραία Πρώτη Άλωση του 1204 και την Άλωση του 1453–, ως Τρίτη και οριστική Άλωση.
Πρόκειται, δηλαδή, για την οριστική εγκατάσταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, γεγονός που επιβεβαιώθηκε το 1922 και ολοκληρώνεται σήμερα με την κατάληψη του χώρου και την αλλοτρίωσή του. Το 1922 είναι μια νίκη των Τούρκων στην τυφλή αταβιστική πορεία τους προς τη Δύση και είναι μια ήττα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης. Το τέλος της πορείας των Τούρκων από τις στέππες της Κεντρικής Ασίας προς τη Δύση θα είναι η είσοδός τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με την αποχώρηση των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη παύει να ισχύει αυτό που διαπίστωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, ότι δηλαδή το γεωγραφικό κέντρο του Ελληνισμού βρίσκεται στη νήσο Σκύρο, όπως παύει να ισχύει και η παρατήρηση του Πλάτωνα ότι οι Έλληνες μαζεύονται γύρω από τις θάλασσες όπως τα βατράχια γύρω από τους λάκκους με νερό μετά τη βροχή. Για πολλούς αιώνες οι Έλληνες κατοικούσαν γύρω από τις τρεις θάλασσες της Ρωμηοσύνης: το Αιγαίο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγαλύτερη πόλη των Ελλήνων για δεκαέξη συναπτούς αιώνες. Ο άξονας Εύξεινος-Κωνσταντινούπολη-Αιγαίο δεν υπάρχει σήμερα και το κέντρο βάρους του Ελληνισμού έχει μετατεθεί από την Προποντίδα στον Σαρωνικό. Οι Έλληνες επιστρέφουν στην ευρωπαϊκή τους αρχέγονη κοιτίδα και στρέφουν τα νώτα προς την Ανατολή. Το γεγονός αυτό είναι ιστορικά πρωτοφανές.
Ολόκληρη η τεράστια Μικρά Ασία, αλλά και η Κωνσταντινούπολη και η Ανατολική Θράκη εξακολουθούν να είναι γεμάτες από τα μνημεία και τα σπαράγματα της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας. Κάθε στιγμή, κάποια από τα ίχνη και τα μνημεία της παράδοσης και της ιστορίας αίρονται από το ετερόδοξο, το αλλότριο και το τυχαίο. Πρόκειται για τη θύελλα μιας πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Ο χρόνος καταστρέφει, η μνήμη προσπαθεί να διασώσει. Ένας μανιασμένος άνεμος παρασύρει τα αδύναμα οχυρώματα που έστησε με υπομονή η μνήμη. Η ταυτότητα όμως στηρίζεται στη μνήμη. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα πολύτιμα τα βιβλία και οι εξιστορήσεις που αποτυπώνουν τις πραγματικότητες της χαμένης πάλαι ποτέ ελληνικής Ανατολής και τα οποία το ελληνικό κοινό συνήθως παραβλέπει και αγνοεί.