Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

" Κατάκτηση 1453 "


Αυτός είναι ο τίτλος κινηματογραφικής υπερπαραγωγής που προβάλλεται στους κινηματογράφους της Τουρκίας με τεράστια επιτυχία. Όλοι οι συντελεστές της υπερπαραγωγής είναι τουρκικοί, όπως και η χρηματοδότηση.

Φαίνεται ότι τίποτε δεν είναι τόσο δημοφιλές στην Τουρκία όσο είναι ο εθνικισμός, παρατηρεί η Guardian Weekly. Πράγματι, το φιλμ συγκεντρώνει τεράστιες ουρές επίδοξων θεατών και έχει ήδη μετά από λίγους μήνες προβολής πραγματοποιήσει κέρδη που ανέρχονται στο τριπλάσιο της δαπάνης που καταβλήθηκε.  Η γοητεία που ασκεί το θέμα γεμίζει πατριωτική υπερηφάνεια, όχι μόνο τους ίδιους τους Τούρκους, αλλά και άλλους, όπως αυτοί που γεμίζουν τα πούλμαν που από την Ελληνική Θράκη ξεκινούν για την Αδριανούπολη, όπου θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν την προβολή της «Κατάκτησης 1453».

Το ίδιο το φιλμ αφορά βέβαια την εξιστόρηση της πολιορκίας και της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης τον Απρίλιο και το Μάιο του αποκαλυπτικού έτους 1453. Η παρουσίαση και η εξιστόρηση γίνονται με τη γνωστή από δεκαετίες χολλυγουντιανή συνταγή, όπως την ανέπτυξαν οι αμερικανοί σκηνοθέτες Griffith και DeMille: Μεγάλα ντεκόρ, πολυπληθείς σκηνές, έντονος συναισθηματισμός, ανάδειξη και στήριξη σε στερεότυπα. Στην περίπτωση της «Κατάκτησης 1453» έχουμε και άφθονη δράση με πολλή βία. Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι η ιδεολογική κατεύθυνση του φιλμ που θέλει να βεβαιώσει το  μεγαλείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως και το ότι η αναδυόμενη και γιγαντούμενη Τουρκία έχει ακόμη φιλοδοξίες παγκόσμιας κυριαρχίας. Παράλληλα δίνεται μια μάλλον αυθαίρετη εικόνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εμφανίζεται ως ηδονιστής παρακμίας, ο Πάπας ως ένθερμος υποστηρικτής των Βυζαντινών, η ίδια η Κωνσταντινούπολη ως πλούσια και ευημερούσα, τα βυζαντινά στρατεύματα ως πολυπληθή και κατάφρακτα.

Σύμφωνα με την μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Zaman, που εκφράζει τις απόψεις του θρησκευτικού ακτιβιστή Fatullah Gullen, «οι Τούρκοι αισθάνονται και πάλι την αυτοκρατορική πνοή». Πράγματι, μετά από μία δεκαετία ασυγκράτητης οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και επιτυχούς ισλαμικής διακυβέρνησης, οι Τούρκοι στρέφονται προς τους Οθωμανούς προγόνους τους και αναβιώνουν τις συνήθειες και την αισθητική τους. Στο φιλμ καταδεικνύεται σαφώς η οθωμανική αντίληψη για την «απελευθέρωση» της Κωνσταντινούπολης, που δεν συναντάται μόνο στην τουρκική και την παντουρκική εθνικιστική ιδεολογία, αλλά και αποτελεί παλαιά ισλαμική δοξασία. Ακόμη και σήμερα διαβάζουμε γνώμες όπως : «Η Κωνσταντινούπολη που βρίσκεται αλαζονικά στο δρόμο των Μουσουλμάνων για πολλούς αιώνες, απελευθερώθηκε και οι πύλες της Ευρώπης άνοιξαν στο κάλεσμα του Ισλάμ. Την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης θα ακολουθήσει η απελευθέρωση της Ρώμης...».

Εμείς πιστεύουμε ότι η κατακτητική ορμή συνιστά θεμελιώδες πολιτισμικό χαρακτηριστικό στοιχείο των Τούρκων, αλλά και στοιχείο συμφυές με την ισλαμική θρησκεία. Αλλά και το Ισλάμ αντιλαμβάνεται την οικουμένη να διαιρείται σε δύο τμήματα, το νταρ αλ-Ισλάμ που ορίζεται από την ισλαμική σαρία και το νταρ αλ-χάρμπ, που βρίσκεται έξω από το νταρ αλ-Ισλάμ και είναι ο κόσμος των απίστων. Το νταρ αλ-Ισλάμ θα επεκταθεί για να συμπεριλάβει το νταρ αλ-χάρμπ. Η αντίληψη για την «απελευθέρωση» της Κωνσταντινούπολης είναι τυπική αυτών των ψυχισμών. Οι θεολόγοι του Ισλάμ μάλιστα, φρόντισαν να προσθέσουν μία χαντίθ (γραπτή παράδοση) στο Κοράνι στην οποία ο Προφήτης Μωάμεθ δηλώνει : «η Κωνσταντινούπολη θα κατακτηθεί. Θαυμαστός θα είναι ο ηγέτης που θα την κατακτήσει και ευλογημένοι θα είναι οι πολεμιστές του", (Ibn Hanbal, Musnad, 4, 435). Η τουρκική κατακτητική ορμή συμπληρώνει τις αντιλήψεις αυτές. Οι Τούρκοι είναι υπερήφανοι για την κατάκτηση - «απελευθέρωση» της Κωνσταντινούπολης. Τα μεγάλα μνημεία της βυζαντινής οικουμενικής πρωτεύουσας θεωρούνται πλέον ως μνημεία της δόξας του Ισλάμ και της τουρκικής ανδρείας. Η Αγία Σοφία θεωρείται ως ιερό μουσουλμανικό τέμενος, ως να μην εκφράζει μία άλλη πολιτισμική και θρησκευτική αντίληψη. Στο σωζόμενο καθολικό της Μονής του Παντοκράτορα υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με την πιο πάνω αναφερόμενη προφητεία του Προφήτη Μωάμεθ. Η ιστορία της μεγάλης Μονής του Παντοκράτορα και η σημασία της για την αντίληψη και την ίδρυση των νοσοκομείων δεν αναφέρονται και είναι άγνωστες.

Βέβαια η ιδεολογία του φιλμ εκφράζει πιστά την ιδεολογία του κυβερνώντος κόμματος. Ο Πρωθυπουργός Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε, προφανώς ικανοποιημένος ,ότι το φιλμ αυτό «διαπαιδαγωγεί μια αφοσιωμένη γενιά που θα αγκαλιάσει τις ιστορικές μας αξίες». Πολλοί μάλιστα από το κόμμα του συνιστούν την προβολή του φιλμ στα σχολεία σαν αντίδοτο στην επιρροή του Χόλλυγουντ, που κατ΄ αυτούς διαδίδει την «αντίληψη των Σταυροφόρων».

Και ενώ τα πλήθη πολιορκούν τα ταμεία των κινηματογράφων, οι δημοσιογράφοι της κεμαλικής ορθοδοξίας έσπευσαν να αντιδράσουν. Ακούστηκαν απόψεις όπως ότι «το φιλμ καλλιεργεί έναν ακραίο εθνικισμό που βασίζεται στα τουρκικά στερεότυπα για τους γειτονικούς χριστιανικούς λαούς» ή ότι «ως Τούρκοι υπενθυμίζουμε στον κόσμο ότι η μεγαλύτερη πόλη μας κάποτε ανήκε σε άλλο έθνος και κατελήφθη από μας με το ξίφος. Θα μπορούσαν να γιορτάζουν οι Εγγλέζοι την κατάκτηση του Λονδίνου και να πανηγυρίζουν οι Γερμανοί την κατάκτηση του Βερολίνου;».   Άλλος κριτικός δεν δίστασε να γράψει ότι το φιλμ «είναι μια δεξαμενή υποκρισίας που αναπληρώνεται με τη  γενική παράνοια του να βλέπουμε τον κόσμο ως αναξιόπιστο και αφιλόξενο... για να ενισχύσουμε τις αυταπάτες μας για ανωτερότητα». Ένας κριτικός που δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του έγραψε:  «έτσι που πάμε θα συνεχίσουμε με φιλμ για την εισβολή στην  Κύπρο και τη γενοκτονία των Αρμενίων;». Αλλά υπάρχουν και οι πιο μετριοπαθείς:  «είναι φυσικό να προσβλέπουμε και πάλι προς την οθωμανική κληρονομιά μας, αφού αυτή παραμελήθηκε από τον Ατατούρκ και τους υποστηρικτές του», έγραψε γνωστός κριτικός, για να συμπληρώσει ο ίδιος «είναι καιρός να κοιτάξουμε την Αυτοκρατορία με ένα πιο αντικειμενικό τρόπο. Ήταν ένας μεγάλος πολιτισμός. Γιατί να την κατηγορούμε; Είχε τα καλά της και τα κακά της», «η ιστορία που διδάσκεται στα τουρκικά σχολεία είναι εθνικιστική. Στα σχολεία μας είπαν ότι οι Οθωμανοί κατάκτησαν τον μισό κόσμο, αλλά ξαφνικά χωρίς εξήγηση έγιναν κακοί. Μας είπαν ότι ο Σουλτάνος συνωμοτούσε με τους Άγγλους. Ευτυχώς ο Ατατούρκ μας έσωσε.»

Η τελική σκηνή του φιλμ παρουσιάζει με έντονο συναισθηματισμό την αντίφαση της βίας που κατακτά και καταστρέφει με την υποτιθέμενη καλοσύνη: Ο Μωάμεθ ο Β’  εισέρχεται στην Αγία Σοφία κρατώντας ένα παιδί στην αγκαλιά του και διακηρύσσει: «Μην ανησυχείς λαέ της Κωνσταντινούπολης, μπορείς να λατρεύεις το Θεό σου όπου κι αν βρίσκεσαι...»  

Απ΄ ό,τι φαίνεται η εμπορική επιτυχία του φιλμ θα μας πλουτίσει και με άλλα έπη. Ο παραγωγός του φιλμ σχεδιάζει ήδη ένα φιλμ για την Καλλίπολη, όπου ο Ατατούρκ, ιδρυτής της μοντέρνας Τουρκικής Δημοκρατίας, πολεμά και νικά τους Άγγλους. Υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο κοινό από Κεμαλιστές και έπεται συνέχεια.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Πάνου Τσολάκη. Ο προσφυγικός συνοικισμός της Καστοριάς. Έκδοση Προσφυγικού Συλλόγου Απολλωνιαδιτών Καστοριάς, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 64, σχήμα 24x21




Από τα δύο εκατομμύρια των Ελλήνων της Ανατολής κατέφυγαν στην Ελλάδα, κατά τη δεκαετία του 1920, περίπου 1,5 εκατομμύριο, ενώ παράλληλα 500.000 Μουσουλμάνοι και Σλάβοι αποχώρησαν από τα εδάφη του Ελληνικού Κράτους. Από το χάος του 1922 αναδύεται ένα εθνικά ομοιογενές κράτος, η οικονομία και η αγροτική παραγωγή απογειώνονται, ενώ η βιομηχανία και το εμπόριο πραγματοποιούν άλματα. Προϋποθέσεις υπήρξαν η προσφυγική εγκατάσταση στη Μακεδονία και στη Θράκη και η ενίσχυση των μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά βέβαια και η επική προσπάθεια του ελληνικού κράτους, το οποίο μετά από μία τεράστια καταστροφή κατόρθωσε να περιθάλψει και να στεγάσει μεγάλο αριθμό προσφύγων. Απ’ αυτούς, το 53% αποτελείτο από αστικούς πληθυσμούς και το υπόλοιπο από αγρότες. Η αποκατάσταση των αγροτικών πληθυσμών έγινε από το Υπουργείο Γεωργίας, ενώ για τους αστικούς πληθυσμούς δημιουργήθηκαν ειδικοί φορείς. Οι εκτάσεις για την ανέγερση κατοικιών προήλθαν μετά από απαλλοτριώσεις. Η στέγαση και η εγκατάσταση των προσφύγων έγινε σε νέους αγροτικούς οικισμούς και σε νέες συνοικίες στις παρυφές των ελληνικών πόλεων. Οι κατοικίες που διανεμήθησαν στους πρόσφυγες πληρώθηκαν απ’ αυτούς, με είσπραξη στο άρτιο των ομολογιών του Ταμείου Ανταλλαξίμων. Η κατασκευή των κατοικιών έγινε με βάση τυποποιημένα σχέδια και μαζικά.
Ήδη από τον Οκτώβριο του 1922 είχε δημιουργηθεί το Ταμείο Αποκατάστασης των Προσφύγων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1923 συστάθηκε από την Κοινωνία των Εθνών η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, η οποία εξασφάλισε στο κατεστραμμένο οικονομικά ελληνικό κράτος τις εγγυήσεις, με βάση τις οποίες συνάφθηκαν εξωτερικά και εσωτερικά δάνεια. Η δημοσιονομική εξυγίανση των ελληνικών οικονομικών ακολούθησε την αύξηση της αγροτικής και της βιομηχανικής παραγωγής και επέτρεψε την ανοικοδόμηση περιφερειακών συνοικιών στις ελληνικές πόλεις, καθώς και νέων οικισμών στην ελληνική ύπαιθρο και κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η αποκατάσταση άρχισε σχεδόν αμέσως μετά την καταστροφή και το 1924 άρχισαν να παραδίδονται κατοικίες. Το 1928 είχε ήδη παραδοθεί το μεγαλύτερο τμήμα χιλιάδων κατοικιών. Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν ανεγερθεί για τους πρόσφυγες περισσότερες από 200.000 κατοικίες.
H ένταξη των προσφυγικών πληθυσμών των Ελλήνων της Ανατολής στο ελλαδικό κράτος ολοκληρώνει και επισφραγίζει την απομάκρυνση τους από τους ιστορικούς χώρους της πάλαι ποτέ Ελληνικής Ανατολής. Μεγάλο ποσοστό σημερινών Ελλήνων, που προέρχονται κατά ποικίλους τρόπους από τους ιστορικούς χώρους της Μικράς Ασίας, της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Μαύρης Θάλασσας, αγνοεί τις ιστορικές πραγματικότητες μέσα από τις οποίες οι ίδιοι διαμορφώθηκαν και στερείται την αίσθηση του γεωγραφικού χώρου στον οποίο ζούσαν οι άμεσοι πρόγονοί του. Γι΄ αυτό, είναι πολλαπλώς χρήσιμες οι μελέτες που παρουσιάζουν και αποκαλύπτουν τους γεωγραφικούς χώρους της καταγωγής, αλλά και της τελικής εγκατάστασης των προσφύγων της τρομερής Μικρασιατικής Καταστροφής. Υπάρχει μια ιστορική πραγματικότητα που συνήθως την υποπτευόμαστε χωρίς να έχουμε άμεση και καθαρή συναίσθηση για το τι ακριβώς αυτή σημαίνει. Είναι κάτι που δεν συζητείται εύκολα και είναι αόριστο πλην διακριτό. Ανάλογη πραγματικότητα υπάρχει και στη γειτονική μας Τουρκία. Εκεί, μάλιστα, οι μετακινήσεις πληθυσμών και η κατακυρίευση του ιστορικού χώρου από πληθυσμιακές ομάδες που δεν έχουν ιστορική σχέση με τον χώρο στον οποίο κατοικούν, δημιουργούν παράλληλες πραγματικότητες και συχνά δίνουν την αίσθηση του μη μόνιμου, του μη πραγματικού και αυτού που είναι ξένο. Η σημερινή Τουρκία είναι η χώρα όπου η πραγματικότητα επιβάλλεται, επικάθεται και επικαλύπτει ιστορικές πραγματικότητες που είναι εύκολα ανιχνεύσιμες και ορατές.
Όπως σε πολλές ελληνικές πόλεις, υπάρχει και στην Καστοριά ένας οργανωμένος προσφυγικός συνοικισμός που αποτελείται από 16 τετράγωνες μονοκατοικίες και 10 συμμετρικές διπλοκατοικίες και χρονολογείται από το 1932.
Η μελέτη του οικισμού αυτού έγινε από τον αναπληρωτή καθηγητή της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ κ.Πάνο Τσολάκη, του οποίου πρόσφατα κυκλοφόρησαν δύο σημαντικές μελέτες: «Τα οθωμανικά διοικητήρια στον ελλαδικό χώρο 1850-1912» και «Η αρχιτεκτονική της Παλιάς Καστοριάς». Ο κ. Τσολάκης έχει στέρεη αντίληψη της τοπικότητας και συλλαμβάνει  εύστοχα την ιστορική διάσταση, η οποία αποτελεί το πλαίσιο των μελετών του.
Οι πρόσφυγες της Καστοριάς προέρχονται κυρίως από την Απολλωνιάδα της Βιθυνίας, οικισμό που βρίσκεται σε νησίδα πλησίον της ακτής της ομώνυμης λίμνης. Υπάρχουν ευθείες αναλογίες και ομοιότητες των οικισμών της Απολλωνιάδας και της Καστοριάς. Ο οικισμός της Απολλωνιάδας κατοικείτο πριν το 1922 κυρίως από Έλληνες, οι οποίοι είχαν ως κύριο επάγγελμα τη σηροτροφία, αλλά και πολλούς απασχολούσε η αλιεία. Αυτός είναι και ο λόγος που τους έκανε να συγκεντρωθούν στην Καστοριά, όπου εξάσκησαν το επάγγελμα των ναυτικών προγόνων τους. Η Απολλωνιάδα, παρά το ότι βρίσκεται σε μεσόγεια περιοχή κοντά στη Προύσσα και στο όρος Όλυμπος, διέθετε 200 με 300 πλοιάρια και ήταν συνδεδεμένη με τη θάλασσα της Προποντίδας, αυτή τη «θάλασσα της Ρωμηοσύνης» μέσω του πλωτού ποταμού Ρυνδάκου. Συνιστούσαν έτσι με τα πλεούμενά τους τις αρτηρίες ενός κόσμου που έφτανε μέχρι τον Εύξεινο και το Αιγαίο και είχε σαν άξονα την Προποντίδα, τον Ελλήσποντο και τον Βόσπορο.
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων στα τέλη του 1924, έφθασαν στην Καστοριά 43 οικογένειες ψαράδων από την Απολλωνιάδα. Μαζί τους μετέφεραν πάνω σε κάρρο μια βάρκα τους, μια κουτούκα με ιστίο, όπως την περιέγραψε σε ξυλογραφία του ο Φώτης Κόντογλου. Με την εργατικότητα και την πείρα τους οι πρόσφυγες ψαράδες κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τον πλούτο της λίμνης της Καστοριάς και να ορθοποδήσουν οικονομικά. Μάλιστα, εκτός από την αλιεία, ήταν σε θέση σε λίγα χρόνια να ναυπηγήσουν τα παραδοσιακά σκάφη της λίμνης της Καστοριάς, (καράβια και μανόξυλα) σαν ανάμνηση των καϊκιών (ντουμπάζια) που οι ίδιοι και οι πρόγονοί τους ναυπηγούσαν για τη λίμνη Απολλωνιάδα.
Οι Απολλωνιαδίτες εγκαταστάθηκαν αρχικά σε ανταλλάξιμα μουσουλμανικά σπίτια της Καστοριάς, τα οποία με την ανταλλαγή των πληθυσμών που συμφωνήθηκε στις 30.1.1923 στη Λωζάνη εγκαταλείφθηκαν από τους αποχωρούντες μουσουλμάνους ιδιοκτήτες τους. Η πόλη της Καστοριάς είχε πριν το 1923 λιγότερους από 2.000 μουσουλμάνους κατοίκους.
Είναι εμφανές ότι η αποκατάσταση των προσφύγων στην Καστοριά δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «αστική», όπως βέβαια συμβαίνει ανάλογα σε πολλές μικρές πόλεις. Πρόκειται για «αστική» αποκατάσταση που διατηρεί  τα στοιχεία μιας «αγροτικής» αποκατάστασης. 
Το βιβλίο είναι πλούσια εικονογραφημένο με φωτογραφίες και σχέδια εποχής, αλλά και με σύγχρονο φωτογραφικό και εικαστικό υλικό, ώστε οι περιγραφές να αναφέρονται ευθέως στο ιστορικό υπόβαθρο. Πολύ καλές είναι οι φωτογραφίες της Καστοριάς που χρονολογούνται από τον Μεσοπόλεμο. Καλή και κατατοπιστική είναι η βιβλιογραφία, όπως χρήσιμος για την τοπική ιστορία είναι ο κατάλογος των ανταλλαξίμων ακινήτων της Καστοριάς.