Από τα δύο εκατομμύρια
των Ελλήνων της Ανατολής κατέφυγαν στην Ελλάδα, κατά τη δεκαετία του 1920,
περίπου 1,5 εκατομμύριο, ενώ παράλληλα 500.000 Μουσουλμάνοι και Σλάβοι
αποχώρησαν από τα εδάφη του Ελληνικού Κράτους. Από το χάος του 1922 αναδύεται ένα εθνικά ομοιογενές κράτος, η οικονομία και η αγροτική
παραγωγή απογειώνονται, ενώ η βιομηχανία και το εμπόριο πραγματοποιούν άλματα.
Προϋποθέσεις υπήρξαν η προσφυγική εγκατάσταση στη Μακεδονία και στη Θράκη και η
ενίσχυση των μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά βέβαια και η επική προσπάθεια του
ελληνικού κράτους, το οποίο μετά από μία τεράστια καταστροφή κατόρθωσε να περιθάλψει
και να στεγάσει μεγάλο αριθμό προσφύγων. Απ’ αυτούς, το 53%
αποτελείτο από αστικούς πληθυσμούς και το υπόλοιπο από αγρότες. Η αποκατάσταση
των αγροτικών πληθυσμών έγινε από το Υπουργείο Γεωργίας, ενώ για τους αστικούς
πληθυσμούς δημιουργήθηκαν ειδικοί φορείς. Οι εκτάσεις για την ανέγερση
κατοικιών προήλθαν μετά από απαλλοτριώσεις. Η στέγαση και η εγκατάσταση των
προσφύγων έγινε σε νέους αγροτικούς οικισμούς και σε νέες συνοικίες στις
παρυφές των ελληνικών πόλεων. Οι κατοικίες που διανεμήθησαν στους πρόσφυγες
πληρώθηκαν απ’ αυτούς, με είσπραξη στο άρτιο των ομολογιών του Ταμείου
Ανταλλαξίμων. Η κατασκευή των κατοικιών έγινε με βάση τυποποιημένα σχέδια και
μαζικά.
Ήδη από τον Οκτώβριο
του 1922
είχε δημιουργηθεί το Ταμείο Αποκατάστασης των Προσφύγων,
ενώ τον Σεπτέμβριο του 1923 συστάθηκε από την Κοινωνία των Εθνών η
Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, η οποία εξασφάλισε στο κατεστραμμένο
οικονομικά ελληνικό κράτος τις εγγυήσεις, με βάση τις οποίες συνάφθηκαν
εξωτερικά και εσωτερικά δάνεια. Η δημοσιονομική εξυγίανση των ελληνικών
οικονομικών ακολούθησε την αύξηση της αγροτικής και της βιομηχανικής παραγωγής
και επέτρεψε την ανοικοδόμηση περιφερειακών συνοικιών στις ελληνικές πόλεις,
καθώς και νέων οικισμών στην ελληνική ύπαιθρο και κυρίως στη Μακεδονία και τη
Θράκη. Η αποκατάσταση άρχισε σχεδόν αμέσως μετά την καταστροφή και το 1924 άρχισαν να παραδίδονται κατοικίες. Το 1928 είχε
ήδη παραδοθεί το μεγαλύτερο τμήμα χιλιάδων κατοικιών. Μέχρι τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν ανεγερθεί για τους πρόσφυγες περισσότερες από 200.000
κατοικίες.
H ένταξη των προσφυγικών πληθυσμών των Ελλήνων της
Ανατολής στο ελλαδικό κράτος ολοκληρώνει και επισφραγίζει την απομάκρυνση τους
από τους ιστορικούς χώρους της πάλαι ποτέ Ελληνικής Ανατολής. Μεγάλο ποσοστό
σημερινών Ελλήνων, που προέρχονται κατά ποικίλους τρόπους από τους ιστορικούς
χώρους της Μικράς Ασίας, της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Μαύρης Θάλασσας,
αγνοεί τις ιστορικές πραγματικότητες μέσα από τις οποίες οι ίδιοι διαμορφώθηκαν
και στερείται την αίσθηση του γεωγραφικού χώρου στον οποίο ζούσαν οι άμεσοι
πρόγονοί του. Γι΄ αυτό, είναι πολλαπλώς χρήσιμες οι μελέτες που παρουσιάζουν
και αποκαλύπτουν τους γεωγραφικούς χώρους της καταγωγής, αλλά και της τελικής
εγκατάστασης των προσφύγων της τρομερής Μικρασιατικής Καταστροφής. Υπάρχει μια
ιστορική πραγματικότητα που συνήθως την υποπτευόμαστε χωρίς να έχουμε άμεση και
καθαρή συναίσθηση για το τι ακριβώς αυτή σημαίνει. Είναι κάτι που δεν
συζητείται εύκολα και είναι αόριστο πλην διακριτό. Ανάλογη πραγματικότητα
υπάρχει και στη γειτονική μας Τουρκία. Εκεί, μάλιστα, οι μετακινήσεις πληθυσμών
και η κατακυρίευση του ιστορικού χώρου από πληθυσμιακές ομάδες που δεν έχουν
ιστορική σχέση με τον χώρο στον οποίο κατοικούν, δημιουργούν παράλληλες
πραγματικότητες και συχνά δίνουν την αίσθηση του μη μόνιμου, του μη πραγματικού
και αυτού που είναι ξένο. Η σημερινή Τουρκία είναι η χώρα όπου η πραγματικότητα
επιβάλλεται, επικάθεται και επικαλύπτει ιστορικές πραγματικότητες που είναι
εύκολα ανιχνεύσιμες και ορατές.
Όπως σε πολλές
ελληνικές πόλεις, υπάρχει και στην Καστοριά ένας οργανωμένος προσφυγικός
συνοικισμός που αποτελείται από 16 τετράγωνες μονοκατοικίες και 10 συμμετρικές
διπλοκατοικίες και χρονολογείται από το 1932.
Η μελέτη του οικισμού
αυτού έγινε από τον αναπληρωτή καθηγητή της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του
τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ κ.Πάνο Τσολάκη, του οποίου πρόσφατα κυκλοφόρησαν δύο
σημαντικές μελέτες: «Τα οθωμανικά διοικητήρια στον ελλαδικό χώρο 1850-1912» και
«Η αρχιτεκτονική της Παλιάς Καστοριάς». Ο κ. Τσολάκης έχει στέρεη αντίληψη της
τοπικότητας και συλλαμβάνει εύστοχα την
ιστορική διάσταση, η οποία αποτελεί το πλαίσιο των μελετών του.
Οι πρόσφυγες της
Καστοριάς προέρχονται κυρίως από την Απολλωνιάδα της Βιθυνίας, οικισμό που
βρίσκεται σε νησίδα πλησίον της ακτής της ομώνυμης λίμνης. Υπάρχουν ευθείες
αναλογίες και ομοιότητες των οικισμών της Απολλωνιάδας και της Καστοριάς. Ο
οικισμός της Απολλωνιάδας κατοικείτο πριν το 1922 κυρίως από Έλληνες, οι οποίοι
είχαν ως κύριο επάγγελμα τη σηροτροφία, αλλά και πολλούς απασχολούσε η αλιεία. Αυτός
είναι και ο λόγος που τους έκανε να συγκεντρωθούν στην Καστοριά, όπου εξάσκησαν
το επάγγελμα των ναυτικών προγόνων τους. Η Απολλωνιάδα, παρά το ότι βρίσκεται
σε μεσόγεια περιοχή κοντά στη Προύσσα και στο όρος Όλυμπος, διέθετε 200 με 300
πλοιάρια και ήταν συνδεδεμένη με τη θάλασσα της Προποντίδας, αυτή τη «θάλασσα
της Ρωμηοσύνης» μέσω του πλωτού ποταμού Ρυνδάκου. Συνιστούσαν έτσι με τα
πλεούμενά τους τις αρτηρίες ενός κόσμου που έφτανε μέχρι τον Εύξεινο και το
Αιγαίο και είχε σαν άξονα την Προποντίδα, τον Ελλήσποντο και τον Βόσπορο.
Μετά την αποχώρηση των
Τούρκων στα τέλη του 1924, έφθασαν στην Καστοριά 43 οικογένειες ψαράδων από την
Απολλωνιάδα. Μαζί τους μετέφεραν πάνω σε κάρρο μια βάρκα τους, μια κουτούκα με
ιστίο, όπως την περιέγραψε σε ξυλογραφία του ο Φώτης Κόντογλου. Με την
εργατικότητα και την πείρα τους οι πρόσφυγες ψαράδες κατάφεραν να
εκμεταλλευτούν τον πλούτο της λίμνης της Καστοριάς και να ορθοποδήσουν
οικονομικά. Μάλιστα, εκτός από την αλιεία, ήταν σε θέση σε λίγα χρόνια να
ναυπηγήσουν τα παραδοσιακά σκάφη της λίμνης της Καστοριάς, (καράβια και
μανόξυλα) σαν ανάμνηση των καϊκιών (ντουμπάζια) που οι ίδιοι και οι πρόγονοί
τους ναυπηγούσαν για τη λίμνη Απολλωνιάδα.
Οι Απολλωνιαδίτες
εγκαταστάθηκαν αρχικά σε ανταλλάξιμα μουσουλμανικά σπίτια της Καστοριάς, τα
οποία με την ανταλλαγή των πληθυσμών που συμφωνήθηκε στις 30.1.1923 στη Λωζάνη
εγκαταλείφθηκαν από τους αποχωρούντες μουσουλμάνους ιδιοκτήτες τους. Η πόλη της
Καστοριάς είχε πριν το 1923 λιγότερους από 2.000 μουσουλμάνους κατοίκους.
Είναι εμφανές ότι η
αποκατάσταση των προσφύγων στην Καστοριά δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως
«αστική», όπως βέβαια συμβαίνει ανάλογα σε πολλές μικρές πόλεις. Πρόκειται για
«αστική» αποκατάσταση που διατηρεί τα
στοιχεία μιας «αγροτικής» αποκατάστασης.
Το βιβλίο είναι πλούσια
εικονογραφημένο με φωτογραφίες και σχέδια εποχής, αλλά και με σύγχρονο
φωτογραφικό και εικαστικό υλικό, ώστε οι περιγραφές να αναφέρονται ευθέως στο
ιστορικό υπόβαθρο. Πολύ καλές είναι οι φωτογραφίες της Καστοριάς που
χρονολογούνται από τον Μεσοπόλεμο. Καλή και κατατοπιστική είναι η βιβλιογραφία,
όπως χρήσιμος για την τοπική ιστορία είναι ο κατάλογος των ανταλλαξίμων
ακινήτων της Καστοριάς.