Ξύλινα σπίτια
βρίσκονται κυρίως
στήν Κωνσταντινούπολη, ὁλόκληρο τόν Βόσπορο καί ὁλόκληρη τήν Προποντίδα.
Ὑπάρχουν πολλά ἀπό αὐτά, πού λιγοστεύουν ὅμως μέ γοργό ρυθμό. Στά Πριγκηπόννησα,
σώζονται πολλά μεγαλοαστικά ξύλινα σπίτια μέ περίτεχνες σανιδωτές
ξυλεπενδύσεις καί ξύλινα ψευδοκοσμήματα σάν κεντήματα (τά βυζαντινά
"κοσμήδια"). Τά σπίτια τῶν
Πριγκηποννήσων ἔχουν χαρακτήρα ρομαντικό καί φραγκολεβαντίνικο. Ὑπάρχουν ξύλινα
παρόμοια σπίτια μέχρι τόν Πόντο, τήν Προῦσα καί τή Λέσβο στό Ἀνατολικό
Αἰγαῖο. Σώζονται παντοῦ στή Θράκη, δηλαδή στήν Κωνσταντινουπολίτικη ἐνδοχώρα
καί κυρίως στήν Ἀδριανούπολη, τήν ἐξαιρετική αὐτή βασιλική πόλη. στήν Ἀλεξανδρούπολη κατεδαφίστηκε ἕνα
καλό δεῖγμα, πρίν ἀπό χρόνια. μέχρι
στήν Καβάλα, ὑπῆρχαν λίγα, σέ πιστή μίμηση τῆς Κωνσταντινουπολίτικης μορφῆς
τους. Γιατί ἡ Κωνσταντινούπολη
ἦταν ἡ παλιά καί μόνιμη μητρόπολη τῶν ἀστῶν τῆς αὐτοκρατορίας καί ἐκεῖ
βρισκόταν ἡ ἀρχή τῆς κάθε ἔμπνευσης καί τό πρότυπο κάθε μίμησης.
Προφανῶς, ὑπῆρχαν
τέτοια ξύλινα σπίτια σέ περιοχές κοντά στά δάση. Ἡ γεωγραφική τους κατανομή
προσεγγίζει τό νότιο ὅριο τῶν πλατύφυλλων δασῶν καί τῆς ὀξυᾶς στά Βαλκάνια καί
τή Μικρά Ἀσία. Ἡ κατασκευή τους
γινόταν μέ ξύλινο σκελετό πού συμπληρωνόταν ἐνδιάμεσα μέ κονίαμα καί πλίνθους ἤ πέτρες. Ἡ ἐπένδυση ἔξω ἦταν σανιδωτή ξύλινη,
στό ἐσωτερικό σοβᾶς. Ὅλα ἔχουν τετράριχτη στέγη μέ βυζαντινά κεραμίδια. Οἱ ὁριζόντιες καί κατακόρυφες γραμμές
χαρακτήριζαν τούς ὄγκους τους. Κατά
τόν 18° αἰῶνα τά ξύλινα σπίτια ἀποκτοῦν περίτεχνες σιδεριές, πού προστατεύουν
συνήθως τά παράθυρα τοῦ ἰσογείου καί τοῦ ὑπογείου. Οἱ σιδεριές, μέ τίς εὐθεῖες
γραμμές καί τίς καμπύλες ἀπολήξεις καί διακοσμήσεις, συνδυάζονται θαυμάσια μέ
τήν αἰσθητική καί τά γκρίζα χρώματα τῆς ξύλινης κατασκευῆς. Οἱ εἴσοδοι τῶν
ξύλινων σπιτιῶν ἔχουν ἄμεση πρόσβαση στό δρόμο. Στούς χριστιανικούς μαχαλάδες,
ἡ ἐσωστρέφεια τῶν σπιτιῶν μοιάζει νά ἀμφισβητεῖται ἀπό τήν ἐγγύτητα τῶν
σαχνισιῶν στό δρόμο καί τήν ἀμεσότητα τῆς εἰσόδου. Ὑπάρχει τεράστια ποικιλία
στίς μορφές τῶν εἰσόδων : τοξωτές, νεοκλασικές, λεβαντίνικες, μέ εἰσέχον
προστῶο ἤ ἐξέχον πρόστυλο, μέ ἀμφίπλευρη ἤ μονόπλευρη, εὐθεία ἤ καμπύλη σκάλα
σέ ἐσοχή ἤ μή καί πολλές ἄλλες.
Τά γκρίζα ἕως
πολύ σκούρα χρώματα τῶν γυμνῶν ξύλων αὐτῶν τῶν σπιτιῶν, δίνουν στούς μαχαλάδες
μία ὁμοιόμορφη ἐντύπωση παλαιότητας καί ρομαντικῆς αἴσθησης. Ἡ παρουσία κήπων
ἤ δένδρων συμπληρώνει τήν αἰσθητική ἐντύπωση. Τά ξύλινα σπίτια ἀθροίζονται σέ
μία ἑνιαία ἀρχιτεκτονική μέ σαφῆ αἰσθητικό χαρακτήρα, παρ' ὅλη τήν ἐθνική,
θρησκευτική καί κοινωνική ἑτερότητα τῶν μαχαλάδων καί τῶν πληθυσμῶν.
Πολλά ξύλινα
σπίτια ἔχουν ἕνα ὄροφο, συνηθέστερα ὅμως δύο, δηλαδή ἰσόγειο καί ἀνώγειο στή
μορφή τοῦ βυζαντινοῦ δίπατου. Ἄλλωστε, διάταγμα τοῦ 1559 περιόριζε τό ὕψος τῶν
κτηρίων σέ δύο ὀρόφους (ἰσόγειο καί ὄροφο). Τόν 18° αἰῶνα, ἄρχισαν νά κτίζονται
καί ξύλινα σπίτια μέ τρίτο ἐπίπεδο (τρίπατο), ἄν καί γιά μεγάλο διάστημα,
ἀπαγορεύονταν στούς χριστιανούς ἡ οἰκοδόμηση σπιτιῶν μέ δεύτερο ὄροφο. Πολύ
συνηθισμένα εἶναι τά σπίτια μέ πέτρινη ὑποδομή στό κατώι καί δύο ξύλινους
ὀρόφους (ἰσόγειο καί ἀνώγειο). Ἀπαραίτητα στοιχεῖα τῶν ξύλινων σπιτιῶν εἶναι
τά σαχνισιά (προεξοχή στόν ὄροφο, κλειστός ἐξώστης), κατά προτίμηση σέ
ἀνατολική θέση καί στό δρόμο, καί λιγότερο τό ἰσόγειο χαγιάτι ὡς ἐξώστης,
πρόδρομος τῆς κατοικίας. Ὑπάρχουν ξύλινα σπίτια γιά κάθε κοινωνική τάξη, ἀπό
τά ἐκλεπτυσμένα καί ἀριστοκρατικά "γιαλί"
τοῦ Βοσπόρου μέχρι τά λαϊκά ἡμιαστικά σπίτια τῶν χωριῶν καί τῶν κωμοπόλεων τῆς
Θράκης.
Τά ξύλινα σπίτια δύσκολα δίνουν
τήν αἴσθηση τῆς ἐσωστρέφειας τῆς μουσουλμανικῆς κατοικίας, ἀλλά δίνουν, κυρίως,
τήν ἐντύπωση ἑνός φραγκολεβαντίνικου ἐκλεκτικισμοῦ, ἤ, στή λαϊκή τους ἐκδοχή,
μιᾶς ἀστικῆς ἐπίφασης. Τά ξύλινα κτήρια εἶναι συνήθως κατοικίες˙ τά δημόσια
κτήρια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας γίνονταν πέτρινα γιά λόγους ἀντοχῆς καί
ἐπιβολῆς. Ὑπάρχουν καί λίγα
ξύλινα κτήρια πού δέν εἶναι κατοικίες, ὅπως τό τεραστίων διαστάσεων "Ἑλληνικό Ὀρφανοτροφεῖο" στήν Πρίγκηπο τῆς Προποντίδας, τό
ὁποῖο πρέπει νά εἶναι ἡ μεγαλύτερη τέτοια κατασκευή. δέν σώζονται, ὅμως, ξύλινα σπίτια παλαιότερα ἀπό τόν 18°
αἰῶνα. Τά παλιά σπίτια στό Φανάρι
τῆς Κωνσταντινούπολης (ἴσως τοῦ 17ου αἰῶνα) διασώθηκαν γιατί εἶναι
λιθόκτιστα.
Ἡ ἀρχιτεκτονική ἀλλά κυρίως ἡ τεχνική
τοῦ ξύλινου σπιτιοῦ εἶναι βυζαντινές καί πολύ παλιότερες ἀπό τήν τουρκική
κατάκτηση, ἄν καί τά ὀθωμανικά στοιχεῖα εἶναι φανερά στήν αἰσθητική τους, ἐνῶ
φαίνεται νά ἔχουν ἕνα νεωτερικό χαρακτήρα, μαζί μέ μία ἔντονη ἐκζήτηση.
Ὑπάρχουν ἀναφορές τῶν βυζαντινῶν συγγραφέων στά ξύλινα σπίτια τῆς
Κωνσταντινούπολης, κυρίως μέ εὐκαιρία τίς κατά καιρούς μεγάλες πυρκαγιές πού
κατέκαιαν τήν Πόλη. Οἱ πυρκαγιές ἀφάνιζαν τά ξύλινα σπίτια. Στήν Κωνσταντινούπολη,
μέ τίς συνεχεῖς πυρκαγιές, ἀνανεωνόταν ὁ πληθυσμός τῶν σπιτιῶν κάθε δυό-τρεῖς
γενιές. Θρυλικοί ἦταν στήν παλιά Κωνσταντινούπολη, οἱ ἀναρχικοί "τουλουμπατζῆδες", τά ἄτακτα σώματα τῶν πυροσβεστῶν.
Εἶναι γνωστό ἀπό
τήν ἔρευνα ὅτι ὁ τύπος κατοικίας μέ χαγιάτι (ἡμιυπαίθριος χῶρος, λιακωτό) στό
ἰσόγειο καί στόν ὄροφο ὑπῆρχε στό Βυζάντιο, γνωστό τότε ὡς σωλάριο, δοξᾶτο ἤ
ἡλιακό. Ἀκόμη, τό σαχνισί, ἡ ἀρχιτεκτονική προεξοχή στόν ὄροφο, τό ὁποῖο γιά
κοινωνικούς λόγους χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στήν ὀθωμανική ἀρχιτεκτονική,
εἶναι στοιχεῖο συνηθισμένο καί στή βυζαντινή ἀρχιτεκτονική. Εἶναι προφανές ὅτι οἱ νομάδες κατακτητές
Ὀθωμανοί Τοῦρκοι δέν γνώριζαν πῶς νά κτίζουν σπίτια. Ἦταν σκηνῖτες. Κατοικία
τους ἦταν τό "γιούρτ", ἡ
πανάρχαια σκηνή τῶν τουρκικῶν φυλῶν, πού χρησιμοποιεῖται ἀκόμη σήμερα στά
ὑψίπεδα τῆς κεντρικῆς Ἀσίας καί ἐκτίθεται σέ λαογραφικά μουσεῖα τῆς Τουρκίας.