Ζούσαμε στην Ανατολική Θράκη, στην αρχαία
πόλη της Ραιδεστού. Η ζωή μας ήταν άνετη, αφού ο πατέρας μου που ήταν έμπορος,
είχε μια αποδοτική εμπορική δραστηριότητα. Έμποροι ήταν όλοι οι πρόγονοί μου,
τόσο ώστε υπήρχε παράδοση να μεταβιβάζονται οι εμπορικές δραστηριότητες από
γενιά σε γενιά.
Η καλή μας ζωή άρχισε να διαταράσσεται όταν
το 1908 η επανάσταση των Νεότουρκων άλλαξε τους όρους με τους οποίους συζούσαμε
με τους Τούρκους. Ακολούθησαν οι
Βαλκανικοί Πόλεμοι και η κατάληψη της Θράκης
από τους Βούλγαρους. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό των Ρωμηών, στον οποίο συμμετείχαν
και οι Βούλγαροι, όταν τον Δεκέμβριο του 1912 εμφανίστηκε στο λιμάνι της Ραιδεστού
η τουρκική ναυαρχίδα "Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα" σαρωμένη από τα βλήματα του
"Αβέρωφ" και χωρίς κατάρτια και κανόνια. Είχε συμμετάσχει στην ένδοξη
"Ναυμαχία της Έλλης" , όπου διασφαλίστηκε η ελληνική κυριαρχία στο
Αιγαίο. Εμείς είμαστε, όμως, κάτω από το ζυγό των Βούλγαρων. Οι Βούλγαροι έφυγαν σε λίγους μήνες και ο
διωγμός των Θρακιωτών από τους Τούρκους άρχισε ως συνέχεια. Ευρισκόμενος στην πόλη
της Ραιδεστού δεν είδα τις σφαγές και τις εκτοπίσεις της μάζας των χωρικών, που από τη Θράκη, οδηγήθηκαν στη μικρασιατική
ακτή της Προποντίδας. Ωστόσο, ο τρόμος, ήταν διάχυτος και κάθε θόρυβος μας ανησυχούσε
γιατί υποθέταμε ότι ήταν η αρχή σφαγών ή εκτοπισμών. Την ίδια εποχή η Τουρκία
εισήλθε, μετά την εμφάνιση του γερμανικού στόλου, στη Συμμαχία των Κεντρικών
Δυνάμεων και οι τουρκικές στρατιές παρατάχθηκαν στα διάφορα μέτωπα που ήταν
πολλά. Η ηγέτιδα δύναμη των Κεντρικών
Δυνάμεων, η Γερμανία, έπεισε τους Τούρκους ότι χρειαζόταν γερμανούς εκπαιδευτές
και επιτελικούς αξιωματικούς. Έτσι, ο τουρκικός στρατός στελεχώθηκε από
Γερμανούς, όπως και το τουρκικό γενικό επιτελείο.
Την ίδια εποχή, οι Νεότουρκοι αποφάσισαν την
ένταξη των Ρωμηών στον τουρκικό στρατό. Οι Ρωμηοί είχαν αποκτήσει κάποια
πρόσθετα δικαιώματα με την κυριαρχία των Νεότουρκων, ωστόσο, δεν στρατεύονταν
στον τουρκικό στρατό. Με την επιστράτευση των Ρωμηών άρχισαν να κυκλοφορούν
διάφορες φήμες ότι το μέτρο της επιστράτευσης ήταν μία συνωμοσία των Τούρκων
για να εξοντώσουν τον άρρενα ελληνικό πληθυσμό. Οι μνήμες των Αμελέ Ταμπουρού
(Τάγματα Εργασίας) ήταν ακόμη ζωντανές. Ο τουρκικός στρατός στελεχωμένος από
Γερμανούς αξιωματικούς ανέλαβε να πραγματοποιήσει την επιστράτευση των νέων των
ρωμαίικων κοινοτήτων, κανείς από τους οποίους δεν επιθυμούσε την επιστράτευσή
του. Πολλοί προφασιζόταν αρρώστιες, ενώ άλλοι δεν κατατάγονταν με αποτέλεσμα να
κηρύσσονται λιποτάκτες.
Κατά την πρώτη φάση της επιστράτευσης Γερμανοί
εκπαιδευτές ανέλαβαν μαζί με Τούρκους στρατιώτες την εκπαίδευση των Ρωμηών νεοσυλλέκτων
και επισκέπτονταν κάθε πόλη, όπου επέλεγαν τα κατάλληλα πρόσωπα.
Στη Ραιδεστό η επιλογή των κληρωτών από τη
ρωμαίικη κοινότητα έγινε στο στρατόπεδο της πόλης. Ο αδελφός μου Αλέξανδρος,
που φοβόταν ότι οι μονάδες με Ρωμηούς στρατιώτες προοριζόταν για τον πόλεμο
στην Ανατολική Οθωμανική Αυτοκρατορία και μάλιστα στην περιοχή του Κουρδιστάν,
πήρε ένα αφέψημα από βότανα, ώστε να πάθει ταχυπαλμία, κάτι που ανάγκασε, παρά τις
αντιρρήσεις του Γερμανού εκπαιδευτή, τον Τούρκο διοικητή να τον χαρακτηρίσει
ανίκανο για τον πόλεμο και να τον αφήσει ελεύθερο.
Εγώ κατατάχθηκα κανονικά, παρ΄ όλο που
προφασίστηκα αδυναμία να εκτελέσω μία άσκηση επιλογής για κατάταξη, σε αντίθεση
με την επιμονή του Γερμανού εκπαιδευτή να μην απορριφθώ.
Με την κατάταξή μου συνταχθήκαμε κανονικά σε
μονάδες και περπατήσαμε μέχρι τα στρατόπεδα της Αδριανούπολης. Η ζωή στο
στρατόπεδο δεν ήταν βάρβαρη όπως φανταζόμασταν. Ωστόσο, ήταν σκληρή και αυστηρή
και ήμασταν όλοι ανήσυχοι για την προοπτική μεταφοράς μας στο μέτωπο του Ιράκ. Εγώ
είχα πάντα την ανησυχία ότι θα πολεμούσα σε ένα πόλεμο, όπου και οι δύο
αντίπαλοι ήταν εχθροί μας και όπου η παράταξη την οποία υπηρετούσα ήταν
πραγματικά εχθρός μου και εχθρός όλων των προσώπων που αγαπούσα και γνώριζα. Έτσι,
ένα πρωινό του Οκτώβριου του 1915 περπάτησα, προσπαθώντας να δείξω ότι είμαι
αμέριμνος, έξω από την πύλη του στρατοπέδου και έγινα ελεύθερος, αλλά και
λιποτάκτης.
Ένα μήνα πριν -στο στρατόπεδο έμεινα αρκετούς
μήνες- είχα πετύχει να πάρω άδεια για τη Ραιδεστό. Έξω από το στρατόπεδο είχε
ένα μπακτσέ με φράουλες που έδειχναν ότι θα ήταν πολύ νόστιμες. Πήρα λοιπόν ένα
καλάθι φράουλες που πίστευα ότι πηγαίνοντας με το τραίνο θα πρόφταινα να τις διατηρήσω
σε καλή κατάσταση. Το καλάθι δεν ήταν καλυμμένο, γιατί ο καλός αγρότης που μου
το προμήθευσε δεν είχε χαρτί κατάλληλο γι΄ αυτή τη δουλειά. Πήγα λοιπόν στο
σταθμό του τραίνου με το καλάθι και μία τσάντα και κάθισα σε ένα παγκάκι δίπλα στις
γραμμές του τραίνου περιμένοντας τον συρμό. Αμέσως με το που κάθισα εμφανίστηκε
ένας ψηλόλιγνος Τούρκος που φορούσε μια κομψή σταμπουλίνα[1].
Με χαιρέτησε και αμέσως μου έπιασε κουβέντα. Ανάμεσα σε άλλα μου είπε: "Τι
ωραίες φράουλες ; αγαπώ πολύ τις φράουλες και είμαι ευχαριστημένος γιατί βλέπω
ότι ωριμάσαν φέτος νωρίς". Δεν ξέρω πως μου ήρθε και του είπα: "Αν
αγαπάτε τόσο τις φράουλες θα μου επιτρέψετε να σας χαρίσω το καλάθι το οποίο
είναι εύκολο να αντικαταστήσω". Ο κομψός κύριος φαίνεται να διστάζει, αλλά
σε λίγο μου είπε: "Σας ευχαριστώ πολύ, θα το πάρω για να θυμάμαι την
ευγένειά σας". Χωρίσαμε σύντομα πιστεύοντας ότι δεν θα ξανασυναντηθούμε
ποτέ.
Έφτασα στο σπίτι μου, όπου η μητέρα μου
κλαίγοντας μου είπε: "Ο πατέρας σου φρόντισε να σε κρύψει. Η αστυνομία σε
ψάχνει και ρωτάει παντού μήπως σε είδαν. Έχει μάλιστα φροντίσει να σου βρει
κρυψώνα". Η κρυψώνα, όπως έμαθα σε λίγο, ήταν ένα πατάρι στο σπίτι μιας
μοδίστρας που βρισκόταν μερικά σπίτια παρακάτω από το δικό μας. Αργότερα έμαθα,
ότι ο πατέρας μου είχε φροντίσει να δωροδοκήσει τον διοικητή της Αστυνομίας,
ώστε οι έρευνες που γινόταν να μην γίνονται στο δρόμο μας. Κάθισα σε αυτό το
σπίτι αρκετούς μήνες, τόσο ώστε βαρέθηκα, παρά τη ραπτική που μου δίδαξε η καλή
μοδίστρα. Τέλος, μετά από καιρό άρχισα να βγαίνω έξω. Η απόφασή μου αυτή ήταν
μοιραία. Με συνέλαβαν σύντομα με την
κατηγορία του λιποτάκτη. Μεταφέρθηκα στο στρατόπεδο της Αδριανούπολης και σε
ένα μήνα ορίστηκε να δικαστώ στο Στρατοδικείο για λιποταξία. Οι καταδικαζόμενοι
από αυτό το Στρατοδικείο δεν εκτελούνταν, αλλά ούτε φυλακιζόταν, απλώς αποστέλλοντο
στο μέτωπο του "Κουτ" στο
Ιράκ, όπου πολεμούσαν οι Τούρκοι με τους Άγγλους. Εκεί, τους κατέτασσαν σε ομάδες θανάτου, που καθάριζαν με τα σώματά τους
τις νάρκες για να περάσει ασφαλώς ο τουρκικός στρατός και να επιτεθεί άθικτος
στην αγγλική γραμμή.
Η ημέρα της δίκης έφτασε. Εγώ είχα μέρες να
κοιμηθώ από την αγωνία μου. Το πρωί που μας μεταφέραν στο Στρατοδικείο
αισθανόμουν σαν να πήγαινα στο εκτελεστικό απόσπασμα. Φθάνοντας στην αίθουσα
του Στρατοδικείου, στάθηκα στη δεύτερη σειρά της ομάδας των κατηγορουμένων που
θα δικαζόταν εκείνη τη μέρα. Μετά από λίγο, ήρθαν οι στρατοδίκες και κάθισαν σε
μία σειρά μπροστά από τους κατηγορουμένους. Και τότε, είδα με μεγάλη κατάπληξη
τον κύριο με τη σταμπουλίνα να παίρνει μια θέση πίσω από τους στρατοδίκες,
όντας ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου.
Ήμουν κάθιδρος. Δεν ήξερα πως θα χειριζόμουν
τη δύσκολη αυτή κατάσταση. Θα είχε κάποια ευνοϊκή στάση ο Πρόεδρος του
Δικαστηρίου; Ή θα ήταν σκληρός και ανυποχώρητος, όπως ήταν συνήθως οι Τούρκοι
αξιωματικοί; Πέρασαν πολλοί κατηγορούμενοι από το Στρατοδικείο, οι περισσότεροι
των οποίων καταδικάστηκαν ως ένοχοι λιποταξίας με τιμωρία την κατάταξη σε
τάγματα θανάτου.
Τέλος, έφτασε η δική μου σειρά. Η απολογία
μου ήταν μια ιστορία κοινότυπης αισθηματολογίας με δικαιολογία την αρρώστια της
μητέρας μου. Ήμουν βέβαιος ότι ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου θα αγνοούσε κάθε
συναισθηματισμό για να πάρει την απόφασή του. Μετά την απολογία μου και προτού
οι στρατοδίκες συνεννοηθούν για την ποινή που θα μου υπέβαλαν, σηκώθηκε ο
Πρόεδρος και είπε: "Γνωρίζω αυτό το παιδί. Σίγουρα θα παρασύρθηκε για να
λιποτακτήσει. Άλλωστε, έχει και τη δικαιολογία ότι η μητέρα του ήταν άρρωστη.
Ξέρω ότι είναι καλό παιδί ! ". Οι
στρατοδίκες αντάλλαξαν μερικές ματιές και φράσεις μεταξύ τους και με κήρυξαν
"Αθώο".
[1] Η
σταμπουλίνα είναι ένα είδος φράκου σαν μακρύ παλτό, που φορούσαν οι Οθωμανοί
διοικητικοί υπάλληλοι από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η σταμπουλίνα φοριόταν
με φέσι ή χωρίς φέσι.