1) Οἱ ἑλληνικές κοινότητες στήν καθ' ἡμᾶς Ἀνατολή.
Οἱ ἑλληνικές κοινότητες κατά τήν Τουρκοκρατία ἀποτελοῦν σπουδαῖο, ἀλλά λίγο γνωστό ἐπίτευγμα. Τήν ἀπαθλίωση καί τήν ἐξάρθρωση τοῦ Θρακικοῦ Ἑλληνισμοῦ κατά τούς δύο πρώτους αἰῶνες μετά τήν ἅλωση, ἀκολούθησε ἡ ἀνασύνταξή του. Ἡ μακραίωνη πολιτική παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ συνδυάζεται μέ τήν ἐκκλησιαστική εὐχαριστιακή σύναξη μέσα στήν ἐμπειρία τοῦ κοινοτικοῦ συστήματος. Ὁ θεσμός τῶν κοινοτήτων ἀνήκει στούς μεσοβυζαντινούς χρόνους, ὅταν ἀναφέρονται κοινότητες διοικούμενες ἀπό "πρωτεύοντες καί πατέρες τῶν πόλεων". Ἡ αὐτοδιοίκηση τῶν κοινοτήτων εἶναι ἕνα λαμπρό παράδειγμα ὑπεύθυνης κοινωνικῆς δημοκρατίας, ἀλληλεγγύης, φιλανθρωπίας, ἐπαγγελματικῆς συντεχνιακῆς ὀργάνωσης καί συνείδησης τῆς ἀξίας τῆς παιδείας. Πρόκειται στήν οὐσία γιά ἕνα ἐπιτυχές πολιτικό σύστημα, πού βασίζεται σέ μία ἀντίληψη συμμετοχικῆς ἄμεσης δημοκρατίας καί ἔχει ὡς πυρῆνα τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἡ κοινοτική ὀργάνωση συμπληρώνεται μέ τήν ἵδρυση σχολείων καί ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά προνόμια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Παράλληλα, οἱ Ρωμηοί ἐπαγγελματίες ὀργανώνονταν οἰκονομικά σέ συντεχνίες (ἰσνάφια). Οἱ συντεχνίες ἦταν στενοί σύνδεσμοι ὁμοτέχνων καί εἶναι συνέχεια τῆς ἀνάλογης βυζαντινῆς πρακτικῆς. Τίς συντεχνίες ἀνέχθηκαν οἱ Τοῦρκοι γιατί συνέφεραν οἰκονομικά.
Οἱ Ρωμηοί, —ὑπήκοοι δεύτερης κατηγορίας—, ἀνέρχονται μέ τή βοήθεια τῆς συνθήκης τοῦ Κιουτσούκ Καϊναρτζῆ (1774) καί τῆς ὀθωμανικῆς μεταρρύθμισης τοῦ "Τανζιμάτ" (1839) καί γίνονται σημαντικό τμῆμα τῆς ἀστικῆς τάξης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Εἶναι οἱ Ρωμηοί τῆς καθ' ἡμᾶς Ἀνατολῆς, ὀργανωμένοι σέ κοινότητες πολιτικά ὑποταγμένες, ἀλλά πολιτιστικά καί οἰκονομικά κυρίαρχες. Τίς ἑλληνικές κοινότητες ὁδηγεῖ ἡ συναίσθηση ἑνός ἔθνους οἰκουμενικοῦ μέ συνείδηση τοῦ ἱστορικοῦ καί πολιτιστικοῦ του χρέους.
Οἱ ρωμαίικες κοινότητες ἐπωφελοῦνται ἀπό τίς σχετικές ἐλευθερίες, πού ἐπιτρέπουν οἱ ὀθωμανικές μεταρρυθμίσεις, καί ἐπιτυγχάνουν οὐσιαστικά νά αὐτοδιοικοῦνται. Στήν Ξάνθη, ἡ Δημογεροντία φροντίζει τά σχολεῖα, διαχειρίζεται τά ἔσοδα τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν μοναστηριῶν, ὅπως καί τήν κοινοτική περιουσία, κανονίζει μέ ψηφοφορία προβλήματα καί διαφωνίες, ἐνῶ ἐπιβάλλει σωφρονιστικές ποινές. Στήν πραγματικότητα ἡ Δημογεροντία διοικεῖ, διαχειρίζεται καί τιμωρεῖ. Οἱ ἴδιοι οἱ Δημογέροντες ἐκλέγονται μέ γενική συνέλευση τῶν Ρωμηῶν τῆς πόλης.
2) Οἱ σύλλογοι καί ἡ παιδεία στήν καθ' ἡμᾶς Ἀνατολή.
Μεγάλη εἶναι ἡ αἴγλη τῆς παιδείας στούς ρωμαίικους πληθυσμούς τῆς καθ' ἡμᾶς Ἀνατολῆς, τόσο ὥστε ἡ παιδεία γίνεται μία ἀπό τίς πιό σπουδαῖες μέριμνες τῶν κοινοτήτων.
Ἡ παιδεία, πραγματώνεται κατά τόν 19ο αἰῶνα μέ τούς συλλόγους. Ἡ ἱστορία τῶν ἐκπαιδευτικῶν συλλόγων τῆς Θράκης ἀρχίζει μέ τήν ἵδρυση τοῦ "Ἑλληνικοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως" τό 1861, πού ἀμέσως ἀνέπτυξε λαμπρή δράση ὡς ὀργανωτής τῆς ἐκπαίδευσης τοῦ ἀλύτρωτου Ἑλληνισμοῦ. Γρήγορα, παρόμοιοι σύλλογοι ἱδρύθηκαν σέ ὅλη τήν Ἀνατολή, τήν Μακεδονία καί τήν Θράκη καί ἰδίως στήν Ἀνατολική Θράκη, ὅπου ὑπῆρχαν συμπαγεῖς καί ἀκμαῖοι ἑλληνικοί πληθυσμοί, ("Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ραιδεστοῦ" 1871, "Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ἀδριανουπόλεως" 1872). Στήν Ξάνθη, μετά τά παλιά "Ταμεῖα τοῦ Ἐλέους", τόν "Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο" καί τήν "Ἑταιρεία τῶν Ξένων", ἱδρύεται τό 1900 ὁ "Μουσικογυμναστικός Σύλλογος Ὀρφεύς".
Τά μέλη τῶν συλλόγων ἀποκαλοῦνταν μεταξύ τους ἀδελφοί. Οἱ τάσεις αὐτές ἐνισχύονται ἀπό τούς ἐθνικιστικούς ἀνταγωνισμούς πού ἐπικρατοῦν στή Βαλκανική πρίν καί, κυρίως, μετά τό 1878. Ἡ βουλγαρική ἐθνικιστική ἀφύπνιση μαζί μέ τήν ἀπειλή τοῦ πανσλαβισμοῦ, τῆς προσχώρησης στή βουλγαρική ἐξαρχία καί τήν ἀπειλούμενη ἐθνική ταυτότητα τῶν Ρωμηῶν, ὁδηγοῦν τούς Ρωμηούς ἀστούς τῆς Κωνσταντινούπολης σέ ἀνάληψη δράσης, στήν ὁποία πρωτοστατοῦν οἱ κυριώτεροι εκπρόσωποι τοῦ παροικιακοῦ κεφαλαίου, ἄνθρωποι μέ μεγάλη οἰκονομική, κοινωνική καί πολιτική δύναμη.
Οἱ σύλλογοι τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θράκης ὑποστηρίζονται ἀπό τόν "Σύλλογο πρός Διάδοσιν τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων", πού ἱδρύθηκε στήν Ἀθήνα τό 1869 ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν.
Οἱ σκοποί τῶν συλλόγων ἦταν κυρίως ἐκπαιδευτικοί καί ἀπέβλεπαν πρωτίστως στή μόρφωση τῆς νεολαίας καί δευτερευόντως τῶν ἐνηλίκων, φιλοδοξώντας στήν ἀνάδειξη καί τόνωση τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας. Ἦταν μία ἔκφραση τῆς ἀνόδου τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ἰδέας. Στήν ἵδρυση καί τή λειτουργία τῶν συλλόγων πρωτοστατοῦσαν οἱ ἀστοί ἔμποροι καί βιοτέχνες μέ θαυμαστό ζῆλο καί λαχτάρα γιά τή μόρφωση τῆς νεολαίας. Ἡ δράση αὐτή ἱκανοποιεῖ τό ἐθνικό τους αἴσθημα καί τούς κάνει ὑπερήφανους.
Εἶναι μία εἰκόνα ἐθνικῆς ἀναγέννησης καί ἀλυτρωτικῆς συνείδησης. Οἱ Ἕλληνες εἶναι περήφανοι γιά τούς συλλόγους τους καί ἡ δράση τους εἶναι στά μάτια τους μία ἀπόδειξη τῆς ἰδιαιτερότητας τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἱστορίας τους.
Ἡ ἀφύπνιση καί ἐνδυνάμωση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας τῶν ρωμαίικων πληθυσμῶν τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ἀκολουθεῖ παράλληλο δρόμο μέ τήν ἀναπτύξη τῶν ἐθνικισμῶν στή Δυτική Εὐρώπη, ἀλλά ἔχει διαφορετικό περιεχόμενο. Μέσα στά σκοτάδια πού τούς ἀπειλοῦν καί τούς περιβάλλουν, λάμπουν καί ἀκτινοβολοῦν γιά τούς Ρωμηούς οἱ ἑλληνικοί αἰῶνες. Τήν ἧττα, τήν ταπείνωση καί τήν ἀμάθεια, ἀκολουθοῦν ἡ αὐτοσυνείδηση καί ἡ ἀναγέννηση. Μέσα ἀπό τή λαμπρότητα τῆς ἐκκλησίας, τῆς ἱερατικῆς γλώσσας καί τοῦ βυζαντινοῦ τυπικοῦ, ἐπιμένει σταθερά τό αὐτοκρατορικό παρελθόν, ἡ νοσταλγία τῆς μεγάλης Ρωμανίας καί τῆς ἀνωτερότητάς της, πού ὑπόσχεται τή βέβαιη ἀνόρθωση μέσα ἀπό τήν κατάπτωση καί τήν τυραννία. Πρόκειται γιά μία ἐθνοτική ἀναβίωση καί τή βεβαίωση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας τῶν Ρωμηῶν, ἡ ὁποία πιστή στήν παράδοση, ἀγνοεῖ καί περιφρονεῖ τίς φυλετικές καταβολές καί στηρίζεται σέ πανίσχυρους ἀκατάλυτους μύθους.
Ὁ Γάλλος ἀρχαιολόγος A. Dumont, κατά τήν ἀρχαιολογική περιήγηση τῆς Θράκης τό 1868, διαπιστώνει πώς οἱ Ἕλληνες κατόρθωσαν μέσα στίς ἀντιξοότητες νά κρατήσουν τή γλῶσσα τους καί τόν πολιτισμό τους. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ζωντανή σχέση τῆς Ἑλλήνων μέ τή λόγια παράδοση καί ἡ ἐπιβίωση ἑνός ἤθους, πού ἑδράζεται σέ μακραίωνες καί δοκιμασμένες πολιτισμικές παραδόσεις. Στίς βάσεις αὐτές, ἡ ἐγκύκλιος παιδεία δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις γιά πνευματική ἄνθηση καί προσφέρει στέρεη γνώση.
Ἐντύπωση προκαλεῖ τό 1871 στόν ἀνταποκριτή τῆς γαλλικῆς "Ἐπιθεώρησης τῶν Δύο Κόσμων", ἡ προσήλωση τῶν Ἑλλήνων στήν παιδεία[1]. Χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὅτι, σέ ἄσημο χωριό τῆς περιφέρειας τῆς Ραιδεστοῦ, ὁ ταπεινός δάσκαλος διαθέτει προσωπική βιβλιοθήκη μέ κείμενα τῶν Ἑλλήνων κλασσικῶν. Μένει κατάπληκτος ἀπό τήν ἐμμονή τῶν Ἑλλήνων νά διαφυλάξουν τήν ἐθνική τους πολιτισμική ταυτότητα. Ἡ παρουσία μιᾶς ἑλληνικῆς ἐκλεπτυσμένης κοινωνίας εἶναι κυρίαρχη. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὅτι οἱ Βούλγαροι τύπωσαν τό πρῶτο βιβλίο στή γλῶσσα τους, μόλις τό 1806.
Ὅπως φαίνονται σήμερα, οἱ σύλλογοι καί ἡ ἀνάδειξη τῆς παιδείας ὡς πρωτεύουσας ἀξίας ἦταν ἀποφασιστικές προσπάθειες γιά τήν αὐτογνωσία καί πιστοποίηση τῆς ἐθνικῆς καί τῆς πολιτισμικῆς ταυτότητας τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, μέ προοπτική τίς μεγάλες καί δραματικές ἀνακατατάξεις τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνα.
3) Ἡ Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης ὡς δημιούργημα τῶν ρωμαίικων κοινοτήτων
Ἡ Παλιά Πόλη τῆς Ξάνθης, ὅπως διασώζεται σήμερα, εἶναι δημιούργημα τῆς νεοελληνικῆς κοινοτικῆς ἀντίληψης. Ἐκμεταλλευόμενες τόν πλοῦτο πού προσκομίζει ἡ καλλιέργεια καί ἡ ἐμπορία τοῦ καπνοῦ (πού ἀρχίζει στήν Ξάνθη μέ τόν 18ο αἰῶνα) καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ κεφαλαίου, οἱ ρωμαίικες κοινότητες κυριαρχοῦν κοινωνικά καί οἰκονομικά κατά τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα στήν περιφέρεια τῆς Ξάνθης καί τῆς Καβάλας καί ἀνοικοδομοῦν, μετά τό 1840, τήν σέ παρακμή εὐρισκόμενη πόλη τῆς Ξάνθης, δημιουργῶντας ἑνα ἀστικό, ἐμπορικό, βιοτεχνικό καί βιομηχανικό κέντρο.
Στήν πόλη τῆς Ξάνθης συγκεντρώνεται σημαντικός πλοῦτος, ὄχι μόνο λόγω τοῦ καπνοῦ, ἀλλά καί λόγω τῆς θέσης τῆς πόλης πάνω στόν δρόμο πρός τήν Βόρεια Θράκη (σημερινή Βουλγαρία), τῆς ἀνάπτυξης τοῦ ἐμπορίου καί τῆς κατασκευῆς τῆς σιδηροδρομικῆς γραμμῆς Θεσσαλονίκης – Ἀδριανούπολης – Κωνσταντινούπολης (1891). Ὁ πλοῦτος αὐτός θυμίζει τόν ἀνάλογο πλοῦτο τῶν γειτονικῶν Ἀβδήρων κατά τήν κλασική καί ἑλληνιστική ἐποχή.
4) Τό πνεῦμα τῆς εὐεργεσίας καί οἱ εὐεργέτες τῆς Ξάνθης
Μαζί μέ τήν ἀνάδειξη τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας ἀναδεικνύεται καί ἐκδηλώνεται μέ ἔνταση ἡ συλλογική συγκρότηση τῶν κοινοτήτων. Ὁ ἑλληνικός κοινοτισμός πραγματώνεται μέ τήν συνεχή μέριμνα πρός τήν ἐκκλησία, τήν συντεχνιακή ὀργάνωση, τήν φιλανθρωπία καί τήν μέριμνα γιά τήν παιδεία. Οἱ συντεχνίες τῶν Ρωμηῶν κινητοποιοῦνται καί προσφέρουν ἀφιλοκερδή ἀτομική ἐργασία. Οἱ κτίστες καί οἱ μαστόροι ἐργάζονται ἀμισθί γιά τήν ἀνέγερση σχολικῶν κτηρίων καί μεγάρων γιά τούς συλλόγους, ἐνῶ οἱ πλούσιοι ἔμποροι ἀνταγωνίζονται σέ δωρεές. Ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ αὐθυπέρβαση, πού ἐμπνέουν ἡ κοινοτική συνείδηση, ὁδηγοῦν τούς πλούσιους σέ εὐεργεσίες. Ἡ πρακτική τῶν εὐεργεσιῶν καί τῆς διάθεσης τοῦ πλούτου γιά τήν ἐθνική καί θρησκευτική κοινότητα ἐκδηλώνεται μετά τά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα σέ ὅλες τίς ἑλληνικές παροικίες, ἀπό τήν Δυτική Εὐρώπη μέχρι τήν Ἐγγύς Ἀνατολή καί ἀπό τήν Ἀφρική μέχρι τήν Ρωσία.
Ἡ διάθεση γιά εὐεργεσίες εἶναι ἀποτέλεσμα χαρακτηριστικῶν ἀξιῶν τίς ὁποῖες διαθέτουν οἱ Ἕλληνες μετά τόν 18ο αἰῶνα. Θά μπορούσαμε νά χαρακτηρίσουμε τόν εὐεργετισμό σάν μία ἐκδήλωση λεβεντιᾶς γιά πραγμάτωση τοῦ κοινοβιακοῦ ἰδεώδους. Ἡ νεοελληνική λέξη λεβεντιά, βέβαια, εἶναι ἀμετάφραστη σέ ξένες γλῶσσες καί ἐκφράζει μία σύζευξη ἤθους καί δύναμης. Ἡ νεοελληνική λεβεντιά συμπληρώνεται μέ τό ἐπίσης νεοελληνικό φιλότιμο. Ἡ εὐεργεσία εἶναι ἡ διάθεση τῆς οἰκονομικῆς δύναμης νά τεθεῖ στήν ὑπηρεσία τοῦ ἤθους. Πρόκειται γιά μεγέθη ποιοτικά, προϊόντα τοῦ ὀρθόδοξου ἀταξικοῦ ἤθους καί τοῦ κοινοβιακοῦ ἰδεώδους τῆς Ὀρθοδοξίας, τά ὁποῖα διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτοσκοπός καί ὄχι ἀντικείμενο ἤ μέσο τῆς οἰκονομίας.
Στήν Ξάνθη, πόλη ὅπου ὑπῆρχαν πολλοί πλούσιοι ἔμποροι τοῦ καπνοῦ, ὁ εὐεργετισμός ἐκδηλώνεται μέσα στήν κοινότητα μέ τήν δημιουργία σχολείων καί τήν πραγματοποίηση φιλανθρωπίας. Στήν Ξάνθη, οἱ κοινότητες φροντίζουν γιά τήν ἵδρυση σχολείων πού πρόθυμα ἐνισχύουν οἱ πλούσιοι ἔμποροι τοῦ καπνοῦ. Διατηρεῖται καί λειτουργεῖ ἀκόμη σήμερα τό σχολεῖο στό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Βλασίου, ἐνῶ ἡ Ἑλληνική Σχολή, τό Παρθεναγωγεῖο Ματσίνη καί τό Νηπιαγωγεῖο Στάλιου, βρίσκονται μαζί μέ τό μητροπολιτικό μέγαρο δίπλα στόν μητροπολιτικό ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Ἀπό τούς μεγάλους εὐεργέτες τῆς Ξάνθης εἶναι ὁ ἔμπορος Μιχαήλ Μεταξᾶ Ματσίνης, ὁ ὁποῖος ἴδρυσε τήν Ματσίνειο Σχολή μέ τήν ἀνέγερση μεγάλου κτηρίου (1860), "πρός φωτισμόν καί ἐκπαίδευσιν ἁπάσης τῆς νεολαίας Ξάνθης". Ὁ Μιχαήλ Μεταξᾶ Ματσίνης φρόντισε νά προικίσει τό σχολεῖο μέ μόνιμα ἔσοδα ἀπό ἀγρούς, καταστήματα καί καπναποθῆκες πού ἐδώρησε, ὅπως καί μέ κληροδότημα πού περιέλαβε στή διαθήκη του λίγο πρίν τόν θάνατό του (1870).
Ἄλλος μεγάλος εὐεργέτης τῆς Ξάνθης εἶναι ὁ Παναγιώτης Στάλιος, καπνέμπορος ἀπό τήν Στενήμαχο μέ εὐρεία ἐπιχειρηματική δράση στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Παναγιώτης Στάλιος ἀνήγειρε, μαζί μέ τήν σύζυγό του Φωτεινή, τό λαμπρό νηπιαγωγεῖο (1881), κομψό κτίσμα σέ σχέδια Ἰταλοῦ ἀρχιτέκτονα μέ πρότυπα νεοαναγεννησιακά καί μέ τά ἴδια διακοσμητικά στοιχεῖα μέ τό ἀρχοντικό Στάλιου στήν ὁδό Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Ὁ Παναγιώτης Στάλιος δώρισε τήν ἔκταση ὅπου σήμερα τό νεκροταφεῖο τῆς πόλης. Στήν διαθήκη του προνόησε γιά τά σχολεῖα καί τίς μονές.
Ὁ Θεόδωρος Ζαλάχας, καπνέμπορος, μεγαλοσχολίτης καί πατριδολάτρης, ἀνήγειρε νηπιαγωγεῖο στήν συνοικία Σαμακώβ, πού λειτουργεῖ μέχρι σήμερα προικισμένο μέ κληροδοτήματα. Ὁ Θεόδωρος Ζαλάχας ἄφησε καί κληροδότημα στόν "Σύλλογο πρός Διάδοσιν τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων", ὥστε "ἐκ τῶν τόκων τοῦ ποσοῦ τούτου ὁ ἐν λόγῳ σύλλογος θέλει ἐπιμελεῖσθαι νά σπουδάζωσι τρία ἤ καί πλείονα ἀναλόγως τοῦ εἰσοδήματος ἄρρενα παιδία ἐκ τῆς πατρίδος μου Ξάνθης". Οἱ ὑπότροφοι, ἀφοῦ συνέχιζαν τίς σπουδές τους στό ἐξωτερικό, εἶχαν τήν ὑποχρέωση "νά διδάξωσι ἐν τῇ πατρίδι μου Ξάνθῃ καί ἄν αὐτή δέν ἔχει ἀνάγκην, εἰς ἄλλα μέρη τῆς Θράκης ἤ τῆς Μακεδονίας κατά τήν ἔγκρισιν τοῦ Συλλόγου". Ὁ ἴδιος ὁ Θεόδωρος Ζαλάχας πραγματοποίησε δωρεές γιά τόν ἑλληνικό στόλο, τό ὀρφανοτροφεῖο τῶν Ἀθηνῶν, τό ἑλληνικό νοσοκομεῖο Κωνσταντινουπόλεως, τό ἑλληνικό ὀρφανοτροφεῖο Κωνσταντινουπόλεως καί τή Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή.
Ὁ Ἠπειρώτης καπνέμπορος Χατζησταῦρος Χεκίμογλου (1829-1889) δώρισε οἰκοδόμημα στήν νέα συνοικία Χατζησταύρου γιά νά λειτουργήσει ὡς δημοτικό σχολεῖο, ὅπως καί οἰκόπεδο ὅπου ἀνεγέρθη ὁ ναός τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων.
Ὁ καπνέμπορος Ἀθανάσιος Κουγιουμτζόγλου πλούτισε τήν νέα συνοικία τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων μέ νηπιαγωγεῖο καί τό ἐπροίκησε μέ κληροδότημα γιά τή συντήρησή του.
Οἱ Ρωμηοί τῆς καθ' ἡμᾶς Ἀνατολῆς εἶναι περήφανοι γιά τά σχολεῖα τους καί ἡ μόρφωση εἶναι στά μάτια τους μία ἀπόδειξη τῆς ἰδιαιτερότητας τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἱστορίας τους. Οἱ εὐεργέτες τῆς Ξάνθης πρόσφεραν μέγα ἐθνικό ἔργο, ἀφοῦ ἔθεσαν τίς βάσεις γιά νά δημιουργηθοῦν οἱ πνευματικές προϋποθέσεις ὥστε νά ἀντιμετωπισθεῖ ὁ βουλγαρικός ἐθνικισμός κατά τήν πρώτη δεκαετία τοῦ 20οῦ αἰώνα.
Τό πνεῦμα τοῦ εὐεργετισμοῦ συνεχίστηκε καί μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης τοῦ 1919. Ἀναφέρουμε χαρακτηριστικά τίς διαθῆκες: τοῦ ἰατροῦ Γεωργίου Μαλετσίδη (1921), ὁ ὁποῖος ἄφησε ποσό γιά τό νοσοκομεῖο, τῆς Ἀγλαΐας Κωνστ. Χασιρτζόγλου (1940), ἡ ὁποία ἄφησε κληροδότημα στό νοσοκομεῖο, τῆς Πολυξένης Παντ. Κουγιουμτζόγλου (1943), τῆς Εὐαγγελινῆς Κωνστ. Βάρδα (1955), τοῦ Παναγιώτη Νικολαΐδη (1953) πάλι γιά τό νοσοκομεῖο καί, τέλος, τήν δωρεά τῆς Ἄννας Καλούδη–Κουγιουμτζόγλου (1971). Ἡ Ἄννα Καλούδη-Κουγιουμτζόγλου ἦταν ἐγγονή τοῦ Χατζησταύρου Κεκίμογλου. Δώρισε στήν πόλη τά ἀρχοντικά τῆς ὁδοῦ Ἀντίκα ὅπου στεγάζονται σήμερα ὑπηρεσίες τοῦ Δήμου καί τό λαογραφικό μουσεῖο. Στήν διαθήκη της ἔγραψε: "Μοναδική εὐχή καί ἐλπίδα μου εἶναι τά σπίτια αὐτά νά ἀποκτήσουν ἕναν ἐθνικό προορισμό".
Μέ συγκίνηση, εὐγνωμοσύνη καί ὑπερηφάνεια μνημονεύουμε τούς ἀφανεῖς καί φανερούς εὐεργέτες καί ὑποστηρικτές τῆς πόλης καί τῆς κοινότητας. Αὐτούς πού σέ καιρούς ἀνάγκης ξεπέρασαν τά ἀτομικά ὅρια καί ἔδωσαν παραδείγματα.
Ὅλοι πρέπει νά γνωρίζουν.
Εὐεργέτες τῆς πόλης τῆς Ξάνθης:
Εὐαγγελινή Κωνστ. Βάρδα
Θεόδωρος Ζαλάχας
Ἄννα Καλούδη-Κουγιουμτζόγλου
Ἀθανάσιος Κουγιουμτζόγλου
Πολυξένη Παντ. Κουγιουμτζόγλου
Γεώργιος Μαλετσίδης
Μιχαήλ Μεταξᾶ Ματσίνης
Παναγιώτης Νικολαΐδης
Παναγιώτης Στάλιος
Ἀγλαΐα Κωνστ. Χασιρτζόγλου
Χατζησταῦρος Χεκίμογλου
Ὅσοι παρέμειναν ἀνώνυμοι καί ὅσοι μένουν ἀκόμη ἄγνωστοι.
[1] Ἡ προσήλωση τῶν Ἑλλήνων στήν παιδεία καί ἡ συνεχής, ἔστω τυπολατρική, ἐπιδίωξή της, παραμένει πάγια καί ἀκλόνητη. Κατά τόν ἱστορικό Γεώργιο Φίνλεϋ, οἱ ἐπαναστατημένοι Ἕλληνες εἴχαν μικρότερο ποσοστό ἀναλφαβητισμοῦ ἀπό τούς Δυτικούς Εὐρωπαίους τῆς ἐποχῆς τῆς Ἐθνεγερσίας.